Δεν είναι τι λες μα το πώς....
(Από την **Γιαγιά Αντιγόνη**)
Μεγάλη η οικογένεια και τους χειμώνες αυξανόταν από τις αφίξεις των παππούδων.
Να είναι κοντά στα παιδιά τους, στις νυφάδες , γαμπρούς και αγγόνια.
Το πιο βολικό σπίτι ήταν του μεγάλου γιου. /
Του πατέρα μας.
Ένα μήνα μετά την αποχώρηση από τα δικά τους λημέρια στο νησί και με το σοκολατί ακόμα χρώμα βαμμένα τα κορμιά μας υποδεχόμαστε τα «γερόντια» όπως τους έλεγε η μάνα τρυφερά, μεν αλλά εμείς θυμώναμε, μισώντας τη λέξη γέρος για τον παππού και την γιαγιά.
Μπορεί να φορούσαν σκούρα ρούχα και το ζωνάρι δεμένο στη μέση ο μπάρμπα Γιάννος και η γιαγιά στα μαύρα από όταν σκοτώθηκε το πρώτο της παιδί στα Γιάννενα στον πόλεμο μα την θυμάμαι πάντα τα βράδια που έλυνε την στριφτή κοτσίδα και φορούσε εκείνες τις φανελένιες νυχτικιές, που ήταν ραμμένες από την μάνα μας.
Οι μάχες είχαν τελειώσει για το ποια θα κοιμηθεί μαζί της.
Είχε βάλει τέλος στις αψιμαχίες. Ενα κορώνα- γράμματα και είχα κερδίσει!
Μοσχοβολούσε μια ελαφρά μυρωδιά κολόνια Μυρτώ. Η λεβάντα μου προκαλούσε αλλεργία και δυσκολευόμουν στις ανάσες. Μόνο που τότε η λέξη «αλλεργία» ήταν από τις άγνωστες. Και εκείνη έτρεμε μη «πάρω από τον πατέρα μου και πάθω άσθμα».
Διαφωνίες σε ένα σπίτι με πολλούς πάντα υπήρχε.
Όταν έρχονταν τα άλλα παιδιά τους επίσκεψη η μάνα μας φούντωνε και έμπαινε στην κουζίνα να μη δώσει απάντηση γιατί λόγο στο λόγο θύμωνε και τις έφευγαν κουβέντες.
Ο παππούς έπαιζε φιδάκι με τα παιδιά να μη δίνει ευκαιρία για καυγά.
Η γιαγιά είχε ένα μαγικό τρόπο να καταλαγιάζει τη σκόνη της επέλασης. Να φρενάρει το απέναντι στράτευμα που πάντα διεκδικούσε μέρος της αμοίραστης περιουσίας.
Πολλές φορές μας έλεγε:
«Δεν είναι τι θα πεις αλλά το πώς!»
Με τον καιρό γράφτηκε καλύτερα από τα μαθήματα του σχολείου.
«Δεν είναι περισσότερο έξυπνος αυτός που φωνάζει και του ξεφεύγουν άσχημες κουβέντες»!
«Πρώτα βουτάς τη γλώσσα στο μυαλό και μετά μιλάς, γιατί τα λόγια δεν έχουν ξεχασμό όσο και να το θέλεις! Εφυγε η πικρή κουβέντα; Πάντα πικρή θα σκαλώνει στο μέσα σου και δεν έχεις σβηστήρι να το αλλάξεις»
-Μάνα πώς μπορείς να κρατιέσαι; τη ρωτούσε συχνά η μάνα μας.
-Αν το έχεις κατά νου από μικρός σου γίνεται εαυτός σου. Τις περισσότερες φορές ψάξε να βρεις πόσο μετανιώνεις. Μα να προσέχεις το «αργά» αυτό με τίποτα δεν ισιώνει. Ας σε πούνε και χαζή, δεν πειράζει κάλλιο χαζή παρά φαρμακόγλωσσα!»
Εχω μετανιώσει φρικτά για κάποιες κουβέντες…
Μα τις περισσότερες φορές νικά η θεωρεία μιας γυναίκας που δεν είχε την ευκαιρία να σπουδάσει. Γραφή και ανάγνωση έμαθε σαν πήγαν τα παιδιά της στο σχολείο.
Ολοι ξέρουμε να αντικρούσουμε τον απέναντι που νομίζει πως δεν γνωρίζουμε απαντήσεις αλλά ΝΑΙ γιαγιά μου το «αργά» δεν ισιώνει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου