Peter Beard © Taschen
Στις 20 Απριλίου, το γνωστό μοντέλο και πρόσωπο του κόσμου της μόδας, Iman, ανέβασε στο instagram, με ηχητικό χαλί ένα παραδοσιακό αφρικάνικο τραγούδι, ένα κολάζ από φωτογραφίες του αγαπημένου της φίλου, φωτογράφου Peter Beard με ένα κείμενο που έγραψε μόλις είχε μάθει για τον θάνατό του:
«Με πόνο καρδιάς έμαθα για τον θάνατο του φίλου μου Peter Beard. Βρέθηκε νεκρός μέσα στο δάσος, την Κυριακή, σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά την εξαφάνισή του από το σπίτι του στο Montauk στο East End του Long Island. Ήταν 82 ετών και έπασχε από άνοια.
Τελευταία φορά τον είχαν δει στις 31 Μαρτίου και οι αρχές είχαν επιδοθεί σε εκτεταμένη έρευνα για να βρεθεί. Συνάντησα τον Peter στο Ναϊρόμπι του 1975 και όπως το ήθελε η μοίρα, δεθήκαμε για πάντα. Πραγματικά αυτός με ανακάλυψε, με φωτογράφισε και με έπλασε με έναν τρόπο που ποτέ δεν έχω φωτογραφηθεί ξανά ή γνώριζα το οτιδήποτε για το μόντελινγκ ή έχω ξαναδεί σε περιοδικό μόδας.
O κ. Beard μερικές φορές ήταν υπερβολικός όπως όταν με παρουσίασε στα αμερικανικά media, που γεμάτος ενθουσιασμό διέδωσε μία θεαματική φανταστική ιστορία για μένα: ότι με είχε συναντήσει να βόσκω βόδια στους θάμνους της Αφρικής. Στην πραγματικότητα, μιλάω πέντε γλώσσες, σπούδαζα πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Ναϊρόμπι και είμαι κόρη Σομαλού διπλωμάτη.
Τις καλλιτεχνικές επιρροές του Beard μπορεί κανείς εύκολα να τις εντοπίσει στους τοίχους των γκαλερί τέχνης, αλλά το έργο του στην προστασία του περιβάλλοντος και των ζώων ήταν αυτό που είχε στην καρδιά του. “Ήταν πρωτοπόρος,” είπε Paul Theroux. “Ήταν πραγματικά ο πρώτος που κατέγραψε την παρακμή της άγριας ζωής – τη μεγαλοπρεπή πανίδα της Ανατολικής Αφρικής, ελέφαντες, λιοντάρια, τσιτάχ – και το έκανε με έναν χαρακτηριστικό τρόπο, αποτυπώνοντας τους θανάτους αυτούς σε εμβληματικές εικόνες, και γράφοντας για τις προσωπικές του εμπειρίες, χρησιμοποιώντας κείμενα από κλασικά βιβλία με θέμα την Αφρική." Ακόμα και μόνο με τα εντυπωσιακά δείγματα φωτογραφίας της άγριας ζωής, το βιογραφικό του ήταν γεμάτο από ένταση, τόλμη, κίνδυνο, ρομαντισμό και συναρπαστικές ιστορίες, πολλές από τις οποίες πραγματικά αληθινές. Το δημόσιο προφίλ του, μερικές φορές επισκίαζε το έργο του αλλά ήταν ένας πρωτοπόρος καλλιτέχνης και περιβαλλοντολόγος. Σε μία ανακοίνωση, η οικογένεια του Beard δήλωσε ότι “πέθανε εκεί που έζησε… στη φύση.” Τα συλλυπητήριά μου στη σύζυγό του Najma, την κόρη του Zara την οικογένεια και τους φίλους του. #RIP #PeterBeard»
Η Iman είπε με λίγα λόγια όλα όσα χαρακτήριζαν αυτόν τον συναρπαστικό άνθρωπο: το πάθος του, την αφοσίωσή του στο στόχο του, τη σχέση του με τη φύση, το έργο του αλλά και το ενθουσιώδες χάσιμό του στο πνεύμα της Αφρικής που πολλές φορές επισκίασε η ζωή του γοητευτικού party animal που έζησε.
Ο ίδιος, χρησιμοποιώντας σαν μότο τον τίτλο του πιο σπουδαίου βιβλίου που εξέδωσε, “The End Of The Game”, (το Τέλος του Παιχνιδιού και του Κυνηγιού), είχε γράψει:
«Όταν πήγα για πρώτη φορά στην Κένυα το 1955, ποτέ δεν θα φανταζόμουν τι επρόκειτο να συμβεί. Ο πληθυσμός της Κένυας ήταν περίπου 5 εκατομμύρια, με περίπου 100 φυλές διασκορπισμένες μέσα στην “άγρια -των ελαφιών- γη” - που ήταν αυθεντική, παρθένα, γεμάτη μεγάλα ζώα – τόσο μεγάλη που φαινόταν ανεξάντλητη. Όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν πολύ μεγάλη για να καταστραφεί. Τώρα, ο πληθυσμός της Κένυας που είναι πάνω από 30 εκατομμύρια αποξηραίνει τις περιορισμένες και υπό εξαφάνιση πηγές με απίστευτο ρυθμό: περιορίζοντας, απομονώνοντας και πιέζοντας ασταμάτητα τα τελευταία αποθέματα της άγριας πανίδας στην μετουσιωμένη Αφρική.
Η όμορφη περίοδος του παιχνιδιού έφτασε στο τέλος της. Εκατομμύρια χρόνια εξελικτικών διαδικασιών έχουν καταστραφεί μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Το Πλειστόκαινο (γεωλογική περίοδος που περιλαμβάνει τη χρονική περίοδο 2.588.000 με 11.700 χρόνια περίπου πριν) έχει τσιμεντοποιηθεί, τον κανιβαλισμό τον κατάπιε η εμπορικότητα, τα βέλη γίνονται AK-47, η αποικιοκρατία αντικαθίσταται από τη δύναμη, το κύρος και τη διαφθορά της διεθνούς βιομηχανίας βοήθειας. Είναι το Τέλος Του Παιχνιδιού ξανά και ξανά.
Τι θα μπορούσε να είναι αυτό που ακολουθεί; Συνωστισμός και άγχος - βοήθεια (aid) και AIDS, βαθύ μπλε υπολογιστές και ρομπότ Nintendo, καρδιακές παθήσεις και καρκίνος, λιποαναρρόφηση και ρινοπλαστική, ψηφιακά κατοικίδια και παιχνίδια Tamagotchi που παραδίδονται στον γενναίο νέο κόσμο»
Ο τρόπος που εκφραζόταν ήταν το ίδιο παρορμητικός και ιδιοσυγκρασιακός όσο και τα διάσημα κολάζ που έφτιαχνε, αφιερώνοντας ώρες να λεπτολογεί και να συναρμολογεί φωτογραφίες, εικόνες, σύμβολα, αντικείμενα, εφήμερα και σπαράγματα των περιπετειών του, σε σελίδες ημερολογίου που αποτελούν ένα ογκώδες και πολύτιμο σώμα έργου.
«Δεν μου αρέσουν τα πράγματα που φαίνονται σαν να έχεις τον έλεγχο» έλεγε. «Είναι σαν την ίδια τη ζωή. Που μόνο μαθαίνεις πώς να επωφελείσαι από τα ατυχήματα και τα ρίσκα που παίρνεις»
«Μισός Ταρζάν, μισός Μπάιρον»
Ο Peter Beard γεννήθηκε το 1938 στη Νέα Υόρκη, σε μία πλούσια οικογένεια κληρονόμων σιδηροδρόμων και καπνοβιομηχανίας. Μεγαλώνοντας ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Αλαμπάμα, από μικρή ηλικία κρατούσε ημερολόγια, φτάνοντας στα 12 του να χρησιμοποιεί και φωτογραφίες στις σελίδες τους – προάγγελος αυτού που θα έκανε στην υπόλοιπη ζωή του. Το 1957 μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ με στόχο να σπουδάσει ιατρικές επιστήμες, κάτι που πολύ σύντομα άλλαξε σε ιστορία της τέχνης. Παρόλα αυτά, κανένας ακόμα δεν είχε αναγνωρίσει στον νεαρό Peter κάποιο έμφυτο ταλέντο.
Στα 17 του, με το τέλος των σπουδών του, το 1955, ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Κένυα παρέα με τον Quentin Keynes, απόγονο του Δαρβίνου, και γοητεύεται ανεξίτηλα. Δουλεύοντας στο Εθνικό Πάρκο του Τσάβο, αρχίζει να φωτογραφίζει παράνομα και να καταγράφει τον θάνατο 35.000 ελεφάντων και άλλων άγριων ζώων -κάτι που αργότερα θα γινόταν το θέμα του πρώτου του βιβλίου, “The End of the Game”.
Αυτό το βιβλίο, με τις δυνατές φωτογραφίες της αγριότητας των ζώων στην καθημερινή τους επιβίωση αλλά και τη συναισθηματική φόρτιση του Beard για την προστασία των ελεφάντων ήταν που του έδωσε και την ονομασία, στους καλλιτεχνικούς κύκλους, «μισός Ταρζάν, μισός Μπάιρον». Οι New York Times είχαν γράψει ότι το βιβλίο «δεν είναι τα όμορφα πλάνα με τις γαζέλες του Ντίσνεϊ που τρέχουν στα λιβάδια ή τους παπαγάλους μέσα στην καταπράσινη ζούγκλα».
Το 1961, ο Beard αγόρασε ένα ράντσο κοντά στην φυτεία καφέ που είχε η γνωστή συγγραφέας του «Πέρα από την Αφρική» Karen Blixen - το οποίο βιβλίο χάραξε τη ζωή και την αγάπη του για την Αφρικανική ήπειρο. H φιλία τους, μια και το ράντσο Hog έγινε η πρώτη μόνιμη κατοικία του Beard, κράτησε ελάχιστα μια και τον επόμενο χρόνο, η Karen πέθανε.
Μέσα σε εκείνο το ράντσο, ανάμεσα σε ένα υπέροχο χάος από φωτογραφίες, αποκόμματα, εισιτήρια, συσκευασίες, αφρικάνικα αγαλματίδια, κρανία άγριων ζώων, καράβια μέσα σε μπουκάλια, χρώματα, κόλλες, ψαλίδια, δούλευε γονατιστός στο πάτωμα τα πολύπλοκα κολάζ του.
«Είναι σαν παζλ» είχε πει σε μία συνέντευξη. «Προσπαθώ να προσθέτω πράγματα που εμπλουτίζουν τη ζωή σου. Ένα ενδιαφέρον μέρος ή κάτι που θέλεις να θυμάσαι. Μπορεί να είναι ένα πακέτο από τσιγάρα ή ένα ποίημα. Υπάρχουν τόσα πράγματα που θέλεις να φωτογραφίσεις… την κίνηση, τα ατυχήματα. Πάντα θεωρούσα ότι είναι μαγικά, οι φωτογραφίες μπορούν να είναι μαγικές αν μεσολαβεί ένα μικρό ατύχημα σε αυτές… Άρχισε να μου αρέσει να γράφω επάνω σε φωτογραφίες -μοιάζει σαν να είναι η σκέψη εκείνης της ώρας. O Τερτούλιαν, ο Λεονάρντο Νταβίντσι, δεν ήταν καλύτεροι από εμάς, όλοι έλεγαν το ίδιο πράγμα. Αλλά εμείς κάνουμε το αντίθετο».
Ο Beard πίστευε ότι είμαστε, οι άνθρωποι, το μόνο πλάσμα στον πλανήτη που μπορεί να εκτιμήσει αυτή την ομορφιά κι όμως εμείς οι ίδιοι είμαστε που την καταστρέφουμε.
«Με τους ελέφαντες έκανα τις περισσότερες φωτογραφίες. Εδώ είναι ένα κοπάδι από 300 ή 400 ελέφαντες. Ήταν σαν ηλεκτρική σκούπα. Έτρωγαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Πρέπει να έχουν πεθάνει μέχρι τώρα περίπου 45.000 ελέφαντες. Ήμουν εκεί και φωτογράφιζα παράνομα, έχω τις μοναδικές φωτογραφίες από τα πτώματα. Αυτά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, η “ασφυξία” της γης, της εναλλακτικότητας της φύσης, ο αφανισμός των ειδών, είναι απίστευτο. Ξέρετε πόσα είδη ζώων έχουμε εξαφανίσει μόνο στη διάρκεια της δικής μας ζωής; Είναι τραγικό. Θα νόμιζε κανείς ότι θα υποψιαζόμασταν κάτι από τον αφανισμό τους. Είναι δική μας η κλιματική αλλαγή, είναι δική μας αποστολή, είναι δικό μας πρόβλημα. Και όλα είναι δικαιολογίες, bullshit. … Κάνει καλό στην καρδιά σου να βλέπεις τι έχει δώσει η φύση για εμάς».
Ο Jeff Rosenheim, επιμελητής του φωτογραφικού τμήματος του Μητροπολιτικού Μουσείου Τεχνών είχε περιγράψει τον Peter Beard ως έναν «μαξιμαλιστή που ζει τη ζωή του στο έπακρο. Όλοι ζούμε τη ζωή μας χρονολογικά αλλά κρατάμε ημερολόγια με εικόνες αν είμαστε καλλιτέχνες. Ο Peter όμως ανέκαθεν έμπλεκε τα δύο, τα έκανε ένα»
Οι φωτογραφίες με τα ζώα της Αφρικής αλλά και τα ημερολόγια του Beard που συχνά ενσωματώνουν αυτές τις φωτογραφίες είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται σε εκθέσεις και να δημοσιεύονται από τη δεκαετία του ‘70. Μέχρι τις τελευταίες ημέρες πριν το θάνατό του συνέχιζε να φιλοτεχνεί αυτές τις πολύπλοκες σελίδες που περιείχαν όλο το DNA του, κυριολεκτικά: ανάμεσα σε ξεραμένα φύλλα δέντρων, έντομα, παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες, τηλεγραφήματα, σημειώσεις γραμμένες με ινδικά μελάνια, φωτογραφίες γυναικών, αποφθέγματα, διάφορα αντικείμενα είχε και δικές του ζωγραφιές σε κάποιες από τις οποίες είχε αναμίξει και αίμα ζώων που προμηθευόταν από κρεοπωλείο ή ακόμα και στάλες από το δικό του αίμα.
Το 1977, ένα μεγάλο μέρος των έργων του Beard και ημερολόγια δεκαετιών χάθηκαν, μαζί με πίνακες του Άντι Γουόρχολ, του Μπέικον και του Πικάσο, όταν το σπίτι του στη Νέα Υόρκη καταστράφηκε από φωτιά.
Τα έργα του, σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του ζωής, συνέχιζαν και θα συνεχίσουν να πουλιούνται σε μεγάλες δημοπρασίες σε υπέρογκα ποσά. Το 2017, ένα print φωτογραφίας σε κολάζ με νεογέννητα μικρά τσιτάχ που είχαν μείνει ορφανά κοντά στο Nyeri της Κένυας, πουλήθηκε για 672.500 δολάρια, αν και οι εκτιμητές το τοποθετούσαν στις 300 με 500 χιλιάδες.
Πλούσιος, όμορφος και περιπετειώδης
Ο Peter Beard όμως δεν φωτογράφιζε μόνο άγρια ζώα αλλά και υπέροχες γυναίκες. Οι φωτογραφίες του κοσμούσαν περιοδικά όπως η Vogue και το Elle.
Ανάμεσα στην Αφρική και τη Νέα Υόρκη, δημιουργήθηκε το προφίλ ενός γοητευτικού άντρα: ένας περιζήτητος φίλος και σύντροφος, ένας τζέντλεμαν καλλιτέχνης, οραματιστής, πλέιμπόι, ένα είδος «συνέχειας» της εικόνας του Τζέιμς Ντιν. Έτσι άλλωστε, «ώριμο Τζέιμς Ντιν», τον είχε αποκαλέσει σε άρθρο της η Evening Standard. Ο ίδιος επίσης ήταν φίλος των ψυχαγωγικών ναρκωτικών, μόνιμο treat στη σκηνή της Νέας Υόρκης των 70s και 80s.
Οι σχέσεις του και τα πάρτι στο Studio 54 ήταν πάντα στις κοσμικές σελίδες των περιοδικών και δίπλα του υπήρξαν γυναίκες όπως η Καντίς Μπέρκεν και η αδερφή της Τζάκι Ωνάση, η Λι Ράντζβιλ. Ο Beard πίστευε ότι η γυναικεία ομορφιά είναι κάτι που πρέπει να θαυμάζεται σαν ένα από τα εναπομείναντα δώρα της φύσης.
O φωτογράφος Peter Beard μαζί με μοντέλα στο Studio 54, Νέα Υόρκη, 1978 © Sonia Moskowitz/Getty Images/Ideal Image
Οι ερωτικές του περιπέτειες πάντα είχαν λίγο σκάνδαλο μέσα, ενώ οι γνωριμίες και οι φίλοι του ήταν το πάνθεον των μποέμ του 20ού αιώνα: από τους Rolling Stones και την Grace Jones που τον επισκέπτονταν στο ράντσο του στην Κένυα, μέχρι καλλιτέχνες με τους οποίους είχε συνεργαστεί όπως οι Andy Warhol, Andrew Wyeth, Francis Bacon (είχε ζωγραφίσει το πορτρέτο του), Karen Blixen, Truman Capote, Richard Lindner και Salvador Dalí.
Το 1963 ο Peter εμφανίστηκε γυμνός σε ταινία καλλιτεχνικής διάθεσης, του Adolfas Mekas, το “Hallelujah the Hills!”που παίχτηκε στο εναρκτήριο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης.
Όμως, αν και έδειχνε άνετος με τα ερωτικά θέματα, και ο Τρούμαν Καπότε ήταν ένας από τους καλύτερούς του φίλους, σε συνέντευξή του το 2003 είχε εκφράσει την έκπληξή του όταν έμαθε ότι ο σχεδιαστής Tom Ford είναι ομοφυλόφιλος, δηλώνοντας «Μα δείχνει πολύ φυσιολογικός».
Και βέβαια ήταν πολέμιος του γάμου. Πίστευε ότι ο θεσμός του γάμου «πρέπει να επανεξεταστεί λόγω της εξαντλητικής κλειστοφοβίας (…) Βιολογικά είναι αφύσικος. Έτσι όπως έχει οργανωθεί είναι βασανισμός και μαρτύριο».
Peter Beard και Lou Reed, Νέα Υόρκη 2006 © Andrew H. Walker/Getty Images/Ideal Image
Παρόλα αυτά παντρεύτηκε τρεις φορές. Τη Mary "Minnie" Olivia Cochran Cushing κοσμική, εγγονή του ζωγραφου Howard Gardiner Cushing και βοηθό του σχεδιαστή μόδας Oscar de la Renta. Ο γάμος κράτησε τρία χρόνια. Η δεύτερη σύζυγος ήταν το μοντέλο Cheryl Tiegs. Διάρκεια, και πάλι τρία χρόνια. Η τρίτη και τελευταία σύζυγος είναι η Nejma Khanum, κόρη Αφρικανού δικαστικού, την οποία παντρεύτηκε το 1986 στην Κένυα και έγινε η ατζέντης του. Το 1988 απέκτησαν μία κόρη, την Zara, για την οποία έγραψε και το βιβλίο «Οι ιστορίες της Zara».
Οι εφημερίδες ακόμα και μέχρι το 2013 δημοσίευαν πιπεράτα κουτσομπολιά για την ερωτική ζωή του 75χρονού Peter όπως τη φορά που επέστρεψε χαράματα στο σπίτι στο Μανχάταν, αγκαλιά με δύο Ρωσίδες πόρνες και η Nejma, έξαλλη, κάλεσε την αστυνομία λέγοντας ότι ο Peter προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Αποτέλεσμα ήταν ο Beard να μείνει ένα μικρό διάστημα στο νοσοκομείο, «για ανάρρωση».
Nejma Beard και Peter Beard, Νέα Υόρκη, 2018 © Sonia Moskowitz/Getty Images/Ideal Image
Το τέλος
Λίγες μέρες πριν εξαφανιστεί φωτογραφιζόταν χαμογελαστός με το πρώτο του εγγόνι ενώ οι μέρες με τις περιπέτειες στην αφρικανική σαβάνα φαίνονταν μακριά.
Ο Peter Beard, μέσα στο λευκό της άνοιας, αναζήτησε αυτό που αγάπησε περισσότερο στη ζωή του και χάθηκε, αναζητώντας το και αγγίζοντάς το, στο κοντινό δάσος που τον έβγαλαν τα βήματά του από ένστικτο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έζησε αγγίζοντας τα άκρα. Σε μία πρόσφατη συνέντευξή του, μιλώντας την ώρα που κατασκεύαζε άλλο ένα κολάζ, όταν έφτασε στην άκρη του χαρτιού είπε: «Αυτό είναι συμβολικό: φτάνεις στο τέλος και οι εικόνες ξεχειλίζουν».
Το Peter Beard Studio και το Αρχείο που ξεκίνησε ο ίδιος και η Nejma περιλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος από οπτικό και αναγνωστικό υλικό, δημοσιευμένο και αδημοσίευτο από τη ζωή του, το έργο του, τα σχέδιά του, τα ταξίδια, τις εκθέσεις και τις σχέσεις του.
Το διαβάσαμε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου