Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Υπήρξε πραγματικά ο Ιησούς της Γαλιλαίας;


















Το θέμα της «ιστορικής ύπαρξης» του Ιησού από τη Ναζαρέτ, έχει λυθεί από τους ιστορικούς, εδώ και πολλά χρόνια. Όλοι, δέχονται ανεπιφύλακτα την ύπαρξή του. Τον δέχονται ως ιστορικό πρόσωπο που έδρασε στην Παλαιστίνη στο πρώτο μισό του 1ου αι. μ.Χ. Ωστόσο, ο Φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ, ο σύγχρονος αθεϊστής Ρίτσαρντ Ντόκινς, και ο Μισέλ Ονφρέ, και ίσως κανά-δυο άλλοι, για λόγους καθαρά ιδεολογικούς, στα συγγράμματά τους επαναφέρουν το θέμα της ιστορικής ύπαρξης του Ιησού, για τη δημιουργία εντυπώσεων και μόνο. Εγώ μένω έκπληκτος, με την προχειρολογία και την επιπολαιότητα όλων εκείνων που, αναμασώντας τα επιχειρήματα των οπαδών της μυθολογικής και θρησκειολογικής σχολής του 19ου αι., ή έστω αρχών του 20ου, επιμένουν, αρχές του 21ου αι., να διατυμπανίζουν, ότι πέραν των 4 Ευαγγελίων, δεν υπάρχουν άλλες επαρκείς μαρτυρίες για την ιστορικότητα του Ιησού. Και άρα, αφού κατ’ αυτούς τα Ευαγγέλια δεν είναι κείμενα ιστορικά αλλά θεολογικά, Ιησούς Χριστός, δεν υπήρξε... Κατ’ αυτούς ο Ιησούς υπήρξε επινόηση των μαθητών του και της εκκλησίας, που κατασκεύασαν έναν ιδρυτή της θρησκείας τους κατά τα πρότυπα του Όσιρι, του Άδωνι, του Βάκχου, του Μίθρα, κ.λπ.
Αφήνοντας κατά μέρος τις όποιες πιθανές και ερμηνεύσιμες ομοιότητες μεταξύ μυθικών θεών της αρχαιότητας και του Ιησού (που ένα μεγάλο μέρος τους οφείλονται σε πρόσθετα μεταγενέστερα στοιχεία, π.χ. ημερομηνία γέννησης την 25η Δεκεμβρίου), ας δούμε αν υπάρχουν εξωβιβλικές μαρτυρίες για την ύπαρξη και τη δράση του Ιησού στην Ιουδαία - Γαλιλαία, ανάμεσα στα 26-33 μ.Χ. (ή, καλύτερα, ανάμεσα στα 29-33 μ.Χ.).
Εξ’ αρχής, θέλω να επισημάνω και ν’ απαντήσω στην αντίρρηση ότι οι όποιες εξωχριστιανικές μαρτυρίες για την ύπαρξη του Χριστού είναι σπάνιες και ανεπαρκείς. Θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας δύο τινά:
Α). Ο χριστιανισμός, θεωρήθηκε αρχικά, στα μάτια των εθνικών ως μια αίρεση μέσα στον Ιουδαϊσμό, ως μια δεισιδαιμονία. Και συνεπώς, ανάξια σχολιασμού από τους εθνικούς ιστορικούς. Αν ήξεραν βέβαια, τις διαστάσεις που θα λάμβανε αργότερα, και την επικράτηση του, ασφαλώς θα φρόντιζαν να μάθαιναν και να έγραφαν περισσότερα. Β) Σημειώνω εδώ, ότι όχι μόνον οι 4 Ευαγγελιστές, αλλά και ο απόστολος Παύλος στις επιστολές του (50-64 μ.Χ.) και ο απ. Πέτρος (γ. 70 μ.Χ.) και οι αδελφοί του Ιησού Ιούδας και Ιάκωβος στις επιστολές τους, και η Αποκάλυψη του Ιωάννη, όλα κείμενα του 1ου αι. μ.Χ., μνημονεύουν την ύπαρξη και τη δράση του. Συνεπώς έχουμε 4 + 5 = 9 μαρτυρίες από χριστιανούς συγγραφείς του 1ου αι. που μιλούν για την ύπαρξη, τη διδασκαλία και τη δράση του Χριστού ως ιστορικού προσώπου.
Έρχομαι τώρα στις εξωβιβλικές μαρτυρίες που είναι πάμπολλες, αρχαιότατες και αυθεντικές: Αυτές εκτείνονται από το 70 μ.Χ. περίπου, μέχρι το τέλος του 2ου αι. (και του 3ου βέβαια, αλλά δεν θ’ αναφερθώ σ’ αυτές). Δηλαδή αρχίζουν μόλις 40 χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού.
Ιησούς: οι μαρτυρίες
Μια θεώρηση του θέματος καταδεικνύει ότι οι μαρτυρίες αυτές προέρχονται από τέσσερις ανεξάρτητες πηγές (και άρα εντελώς αξιόπιστες και επαληθεύσιμες): α) από χριστιανικές, φιλικές πηγές β) από Ιουδαϊκές, εχθρικές γ) από αιρετικές δ) από εθνικές εχθρικές ή ουδέτερες.
α) Από χριστιανικές φιλικές πηγές που αναφέρονται στον Ιησού και το έργο του, έχουμε περί τις 16 μαρτυρίες. Έχουν κάποια σημασία, γιατί όλοι αυτοί οι συγγραφείς, πριν γίνουν χριστιανοί ήσαν ειδωλολάτρες εθνικοί, όχι Ιουδαίοι του 1ου μ.Χ. αι. Χρονολογούνται ανάμεσα στο 110-200 μ.Χ. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται οι Αποστολικοί Πατέρες: Πολύκαρπος, Ιγνάτιος Αντιοχείας, Κλήμης Ρώμης, ο συγγραφέας της επιστολής Βαρνάβα, και οι Απολογητές: Κοδράτος (γ. 125 μ.Χ.), Αριστείδης (γ. 150 μ.Χ.), Ιουστίνος ο μάρτυς (γ. 150 μ.Χ.), Ηγήσιππος (γ. 170 μ.Χ.) και οι Θεόφιλος, Τατιανός, Μιλτιάδης, Μελίτων Σάρδεων, Τερτυλλιανός (2ο μισό του 2ου αι.). Ακόμα ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, ο Ειρηναίος και φυσικά, ο χαλκέντερος Ωριγένης ο ιδρυτής της θεολογίας όπως γενικά θεωρείται.
β) Πρώιμες συγκεκριμένες Ιουδαϊκές μαρτυρίες για την ύπαρξη του Ιησού και την δράση του, τους μαθητές του, τα θαύματά του, το θάνατό του και την πίστη των μαθητών του σ’ αυτόν ως μεσσία, έχουμε από τον Ιουδαίο ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο - που γύρω στο 93-94 μ.Χ. στις Αρχαιότητές του (XVIII, 3, 3) μιλάει για τον Ιησού ως σοφό άνθρωπο, δάσκαλο και «ποιητή παραδόξων έργων» (θαυμάτων), και ότι ο Πιλάτος τον καταδίκασε να πεθάνει στο σταυρό. Παρόλο που το σχετικό χωρίο γνωστό και ως Testimonium Flavianum αμφισβητήθηκε ως νόθον, οι έγκυροι μελετητές του Ιώσηπου, όπως ο Geza Vermés, ο S. Pines, ο J. Klausner και ιδίως ο H.St. Thackearay (Josephus, The Man and the Historian, 1929) δέχονται ότι είναι γνήσιο στον πυρήνα του, αφού περιέχει πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία της γλώσσας του. Εξ’ άλλου μετάφραση του Ιωσήπου στην Αραβική του 10ου μ.Χ. αι. που ανακαλύφτηκε πρόσφατα, περιέχει τα βασικά στοιχεία της μαρτυρίας του Ιώσηπου, όπως και οι Σλαβονικές μεταφράσεις του. Ακόμα και ο Γιάννης Κορδάτος, ο μαρξιστής ιστορικός, δέχεται ότι ο Ιώσηπος έγραψε για το Χριστό (σελ. 50). Το χωρίο του Ιωσήπου αν αφαιρέσει κανείς το κείμενο το εντός των αγκύλων που θεωρείται υποβολιμαίο από κάποιον Χριστιανό αντιγραφέα, έχει ως εξής:
«Εκείνη την εποχή περίπου υπήρχε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος [«αν είναι σωστό να τον ονομάσουμε άνθρωπο] διότι ήταν ένας που έκανε θαυμαστά έργα. [ένας δάσκαλος ανθρώπων οι οποίοι εδέχονταν την αλήθεια μ’ ευχαρίστηση]. Συγκέντρωσε γύρω του πολλούς από τους Ιουδαίους και πολλούς από τους εθνικούς... «Όταν, λοιπόν ο Πιλάτος τον καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο αφού παραπέμφθηκε από τους άρχοντές μας, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν χάθηκαν...»
Επίσης, ο Ιώσηπος, μνημονεύει πιο κάτω, και τον Ιάκωβο ως αδελφό του Ιησού του αποκαλούμενου Χριστού (XX, 9, 1) πράγμα που προϋποθέτει την πρώτη μαρτυρία του. Γράφει επί λέξει: «Ο αρχιερεύς Άνανος συνεκάλεσε το Σάνχεδριν των κριτών και προσήγαγε ενώπιον των, τον αδελφόν του Ιησού του καλουμένου Χριστού, του οποίου το όνομα ήταν Ιάκωβος». Γνωρίζει ακόμη ο Ιώσηπος και τον Ιωάννη το βαπτιστή, το θάνατό του από τον Ηρώδη τον Αντύπα, το βάπτισμά του, και το χριστιανικό βάπτισμα (XVIII, 116-9). Οι δύο τελευταίες μαρτυρίες, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας γνήσιες και ουδέποτε αμφισβητήθηκαν σοβαρά από κανέναν.
Από το Ταλμούδ γύρω στο 90-100 μ.Χ., και μετέπειτα, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, έχουμε σαφείς μαρτυρίες για τον Ιησού και για την εχθρική στάση των Φαρισαίων και Ιουδαίων απέναντί του, για τις παραβολές του, τα θαύματά του και το θάνατό του.
Διαβάζουμε ότι ο Ιησούς (Γεσού) κρεμάστηκε (δηλ. σταυρώθηκε) παραμονή του Πάσχα, επειδή ασκούσε μαγεία και παραπλανούσε το λαό (Sanhedrin 43α. 10, 11. 7, 12)». Την παραμονή του Πάσχα εκρέμασαν τον Ιησού της Ναζαρέτ. Επί 40 ημέρες ένας κήρυκας βάδιζε μπροστά και έκραζε! «Πρέπει να λιθοβοληθεί γιατί εξασκούσε μαγεία, αποπλανούσε τον Ισραήλ και τον παρέσυρε σε ανταρσία...» Αλλού, αναφέρεται, ότι είχε 5 μαθητές, και ότι θεράπευαν ασθενείς δια του ονόματός του. (Αναφέρονται 5 προφανώς, γιατί και άλλοι διάσημοι ραβίνοι π.χ. Ζακκάϊ και Ακίμπα, είχαν μόνο 5 μαθητές). Ακόμη ότι δίδασκε αιρετικές διδασκαλίες (β. Sanh. 103α β. bar. 17α-β).
Αναφέρεται επίσης στο Ταλμούδ, ως «Γεσού μπεν πανδέρα» (β. Abbot Zar. 16β). Η τελευταία λέξη, σύμφωνα με τους μελετητές πρέπει να είναι παραφθορά της ελληνικής λέξης παρθένος. Πρόκειται για ειρωνικό σχόλιο των ραββίνων και από εκεί το ξεσήκωσε προφανώς, αργότερα και ο Κέλσος, κατηγορώντας τον Ιησού ως νόθο γιο, κάποιου ρωμαίου τάχα στρατιώτη Πάνθηρα. Κατά τον ειδικό εβραίο μελετητή Γ. Κλάουσνερ, «οι μαρτυρίες του Ταλμούδ είναι σαφείς: Ο Ιησούς ήταν ιστορικό πρόσωπο, και εν μέρει επιβεβαιώνουν κάποια σημεία των Ευαγγελίων». Άλλες αναφορές, μας λέγουν ότι εκτελέστηκε από τον Πόντιο Πιλάτο, στο 33ο έτος της ηλικίας του (Gemova Sanhedrion fol. 107, 43 bavaita, tract. Schabbat. Fol. 104. Πρβλ. R.T. Herford, Christianity in Talmud and Midrash).
γ) Από τις αιρετικές πηγές του 2ου μ.Χ. αι. (γύρω στα 120-160 μ.Χ.), που παρόλον που είναι αιρετικές, δεν αρνούνται την ύπαρξη του Ιησού αλλά απλά ερμηνεύουν διαφορετικά τη διδασκαλία του, είναι ο Βασιλείδης, ο Βαλεντίνος και ο Μαρκίων. Έχουμε δηλαδή τρεις μαρτυρίες. Ακόμα, έχουμε μαρτυρία και από τα Γνωστικά Ευαγγέλια και, κυρίως, από το Ευαγγέλιο του Θωμά (τέλη 2ου - αρχές 3ου αι. μ.Χ.), που πρέπει να θεωρηθεί ανεξάρτητη πηγή, αφού όπως αναγνωρίζεται ανάγεται σε αρχαία παράδοση ανθρώπου, ευρισκομένου πίσω από τα Λόγια του Ευαγγελίου του Θωμά, εκ των οποίων μερικά είναι γνήσια, και τα βρίσκουμε και στα αυθεντικά Ευαγγέλια.
δ) Τέλος, από τις εθνικές εχθρικές ή ουδέτερες μαρτυρίες, έχουμε περί τις 12. Έχουμε κατ’ αρχάς τον Θαλλό (γ. στο 52 μ.Χ.) που μνημονεύει το σκοτάδι που έπεσε στη γη το μεσημέρι της μέρας που σταυρώθηκε ο Ιησούς (Ιουλίου Αφρικανού, Χρονογράφημα, 18.1) Τον Φλέγωνα Τραλλιανό έναν απελεύθερο του Αδριανού που αναφέρεται στο ίδιο θέμα. Ο Μάρα-Βαρ-Σεραπίων (γ. 73 μ.Χ.) Σύρος Στωικός φιλόσοφος, σ’ επιστολή προς το γιο του που φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο, μνημονεύει το θάνατο του Ιησού (σοφού βασιλιά) από τους Ιουδαίους, και τον άδικο θάνατό του τον παραβάλλει μ’ αυτόν του Σωκράτη και του Πυθαγόρα. Γράφει επί λέξει: «Ποια οφέλεια τάχα απεκόμισαν οι Αθηναίοι αποκτείνατες τον Σωκράτην... ή οι Σάμιοι τον Πυθαγόραν εξορίσαντες... Ή οι Ιουδαίοι εκ της καταδίκης του σοφού τους βασιλιά, και έκτοτε αφηρέθη απ’ αυτούς το βασίλειο;... οι Ιουδαίοι καταστραφέντες από την χώρα τους διώχτηκαν και ζουν στη διασπορά...»
Για τον Ιησού ως ιστορικό πρόσωπο μαρτυρούν επίσης, ο Ρωμαίος ιστορικός Κορνήλιος Τάκιτος (55-120 μ.Χ.) που στα Χρονικά του (XV, 44), αναφέρει ότι ο Christus (Χριστός), από τον οποίο προέρχεται το όνομα Χριστιανοί, θανατώθηκε από τον επίτροπο Πόντιο Πιλάτο κατά τη βασιλεία του Τιβέριου και ότι ο Νέρων καταδίωξε τους Χριστιανούς στη Ρώμη (64 μ.Χ.). Ορισμένοι αμφέβαλαν για τη γνησιότητα του χωρίου, αλλά, αναγνωρίζεται ως γνήσιο, αφού και η γλώσσα του είναι χαρακτηριστική του Τάκιτου (Will Durant, F. F. Bruce). Και ο Γάιος Σουετώνιος γύρω στα 120 μ.Χ. (Βίος Κλαυδίου 25: 4), μνημονεύει στην εποχή του Κλαυδίου, ταραχές στη Ρώμη εξ’ αιτίας του Chrestus (Χριστού), πράγμα που επικυρώνει την πληροφορία των Πράξεων Απ. 17: 1, που ομιλεί για διωγμούς των Ιουδαίων και εκδίωξη τους από τη Ρώμη. Ο Πλίνιος ο νεώτερος ή Σεκούνδος, (112 μ.Χ.) σε επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Τραϊανό μεταξύ άλλων γράφει: οι «χριστιανοί δοξολογούσαν τον Χριστό ως θεό (christo quasi Deo)». Ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος, γύρω στο 79 μ.Χ., μνημονεύει τον Μωυσή, τον Ιωάννη (βαπτιστή) και τον Ιησού ως ασχολούμενους με μαγεία. Άρα προϋποθέτει την ύπαρξη και των τριών.
Για τον Ιησού και το Χριστιανισμό κάνουν λόγο επίσης, ο Έλληνας Φιλόσοφος Νουμήνιος (120-150 μ.Χ.), όπως τον μνημονεύει ο Ωριγένης και ο σατιρογράφος Λουκιανός (γ. στα 165-167 μ.Χ.) που αναφέρει ότι «οι χριστιανοί λάτρευαν τον εν Παλαιστίνη εσταυρωμένο σοφό, έναν μέγα άνθρωπο και ότι τον εξελέμβαναν ως νομοθέτη και τον τιμούσαν με τον τίτλο του διδασκάλου... διότι εισήγαγε νέα θρησκεία... τους έπεισε ότι είναι όλοι αδέλφια...» Ο Λουκιανός επίσης αναφέρεται στον απ. Παύλο, που τον ονομάζει Πρωτέα, Περεγρίνο (= εξωτικό, βάρβαρο) που έγραφε Βίβλους (= επιστολές) (περί Περεγρίνου τελευτής, 11-13). Και, φυσικά, ο μέγας χριστιανομάχος Κέλσος (180 μ.Χ.), που στο σύγγραμμά του Αληθής Λόγος -όπως το διαφύλαξε ο Ωριγένης που απαντά στις αντιρρήσεις του-, αποκαλεί τον Χριστό αγύρτη, που μάζεψε μερικούς αλήτες μαθητές τριγύρω του, κι έκανε θαύματα (μαγείες). Ο Κέλσος αναφέρει περιστατικά της ζωής του Ιησού που τα ερμηνεύει με το δικό του τρόπο αλλά φυσικά, δεν αρνείται την ύπαρξη του Ιησού, ούτε τη δράση του. Αν ήταν μυθικό πρόσωπο, ο πρώτος που θα το επισήμανε ασφαλώς, θα ήταν αυτός!
Κοντολογίς, συνολικά, έχουμε περί τις 30 και πλέον εξωβιβλικές μαρτυρίες, που εκτείνονται ανάμεσα στο 70-200 μ.Χ. και αναφέρονται όχι μόνο στον Ιησού ως ιστορικό πρόσωπο, αλλά σε πολύ περισσότερα. Ειδικοί επί του θέματος (F. F. BruceCarsten Peter ThiedeEdwin M. YamauchiG. Habermas, κ.ά.) παρατηρούν ότι, ακόμα, κι αν δεν ξέραμε τίποτα για τον Ιησού από την Καινή Διαθήκη, θα ήμασταν σε θέση από τις παραπάνω μαρτυρίες, και ιδιαίτερα τις Ιουδαϊκές και τις εθνικές, να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα: (1) Ο Ιησούς ήταν ένας Ιουδαίος δάσκαλος, τον πρώτο μ.Χ. αι. που έζησε και κήρυξε στην Παλαιστίνη. (2) Πολλοί πίστεψαν ότι έκανε θαύματα (3) Απορρίφθηκε από την Ιουδαϊκή ηγεσία που αναμείχθηκε στο θάνατό του (4) Σταυρώθηκε από τον Πόντιο Πιλάτο στη βασιλεία του Τιβερίου Καίσαρα (5) Παρά το θάνατό του, οι μαθητές του, πίστευαν ότι ήταν ζωντανός και κήρυτταν γι’ αυτόν έξω από την Παλαιστίνη, (ώστε οπαδοί του να βρίσκονται στη Ρώμη το 64 μ.Χ.) (6) Κάθε είδους άνθρωποι (άντρες, γυναίκες, ελεύθεροι, δούλοι) τον λάτρευαν σαν θεό στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ.
Τώρα, το αξιοσημείωτο είναι, ότι αυτές οι πληροφορίες, βρίσκονται ως πυρήνας στο πρωτοχριστιανικό κήρυγμα (Πράξ. Απ. 10: 36-43). Αυτά, ακριβώς κήρυξε και ο απ. Παύλος στον εθνικό Κορνήλιο και στην οικογένειά του.
«Ο Θεός... έφερε το χαρμόσυνο άγγελμα της ειρήνης μέσω του Ιησού Χριστού που είναι κύριος πάντων. Εσείς μάθατε για το γεγονός που διαδόθηκε σ’ όλη την Ιουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία μετά το βάπτισμα που κήρυξε ο Ιωάννης. Μάθατε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, που τον έχρισε ο Θεός με Άγιο Πνεύμα και με δύναμη. Παντού όπου πέρασε, ευεργετούσε και γιάτρευε όλους όσους κατατυραννούσε ο διάβολος, γιατί ο Θεός ήταν μαζί του. Εμείς είμαστε μάρτυρες για όλα αυτά που έκανε, και στην ύπαιθρο της Ιουδαίας και στην Ιερουσαλήμ. Αυτόν τον κάρφωσαν στο σταυρό και τον σκότωσαν. Ο Θεός όμως τον ανάστησε την τρίτη ημέρα από το θάνατό του κι έκανε να τον δουν αναστημένο, όχι όλος ο λαός, αλλά οι μάρτυρες που ο Θεός τους είχε διαλέξει από πριν, δηλαδή εμείς, που φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς».
Οι ιστορικές αυτές μαρτυρίες δείχνουν καθαρά ότι κατά τους πρώτους δυο αιώνες μ.Χ. ούτε οι αγριότεροι αντίπαλοι του χριστιανισμού εθνικοί και Εβραίοι δεν σκέφτηκαν ποτέ να αρνηθούν την ύπαρξη του Χριστού. Η άρνηση, για πρώτη φορά ξεκίνησε με την εισβολή του ορθολογισμού στη Δύση, κυρίως από το 18ο αι., στηριζόμενη σε φιλοσοφικές προϋποθέσεις. Επίσης, καταφαίνεται, ότι διαθέτουμε πολύ περισσότερα και καλύτερα ιστορικά στοιχεία για τον Ιησού και τη ζωή του, παρά για οποιοδήποτε άλλον ιδρυτή θρησκείας (Βούδα, Μωάμεθ, Ζωροάστρη, Λάο - Τσέ), που οτιδήποτε γνωρίζουμε γι’ αυτούς, είναι πληροφορίες και παραδόσεις μετά από αιώνες.
Έτσι, αποδεικνύεται αδιάσειστα, ότι ο Ιησούς κατά γενική ομολογία των μεγάλων ιστορικών του 20ου αι. (Will. Durant, H. G. Wells, A. Toynbee) όχι μόνο υπήρξε ιστορικό πρόσωπο, αλλά, το κυρίαρχο πρόσωπο, των 2 χιλιετηρίδων. Ο Will Durant σημειώνει: «Τα ουσιώδη μέρη των συνοπτικών ύστερα από δύο αιώνες ανωτέρας κριτικής οι γενικές γραμμές της ζωής, του χαρακτήρα και της διδασκαλίας του Χριστού παραμένουν λογικώς διαυγείς και αποτελούν το ελκυστικότερο χαρακτηριστικό της ιστορίας του Δυτικού ανθρώπου» (Ιστορία του πολιτισμού, τομ. Γ’ σελ. 648). Αλλά, εκτός από τον διάσημο αυτό ιστορικό, ας δούμε που κατέληξαν άλλοι σύγχρονοι επιφανείς ιστορικοί και ερμηνευτές.
Ιησούς: οι ετυμηγορίες των συγχρόνων
Σημειώνει ο καθηγητής της βιβλικής κριτικής του Παν/μίου Manchester F. F. Bruce: «Δεν είναι ιστορικοί όσοι προπαγανδίζουν τις θεωρίες του Χριστού-μύθου» (Τα κείμενα της Κ.Δ., σελ. 120). Ο αγνωστικιστής Ian Wilson (Ιησούς, οι μαρτυρίες, σελ. 93) γράφει: «Επομένως με τα πιο ορθολογιστικά κριτήρια μπορούμε να έχουμε τη βεβαιότητα... ότι ο Ιησούς υπήρξε πραγματικά». Και ο ειδικός παπυρολόγος Carsten Peter Thiede υπογραμμίζει: «Στην Νέα Εποχή μας, στην οποία οι «άπιστοι» Θωμάδες είναι πολλοί, που ο καθένας πιστεύει μόνον ό,τι βλέπει, οι αποδείξεις για τον ιστορικό Ιησού είναι αδιαμφισβήτητες» («Ο Ιησούς: μύθος ή πραγματικότητα; σελ. 230). Παρατηρεί ο ειδικός E. P. Sanders: «Γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτόν... σ’ ένα κάπως γενικό επίπεδο έχουμε πολύ καλή γνώση όσον αφορά στον Ιησού... Γνωρίζουμε ότι ήταν ενεργός μεταξύ 26-36 Κ.Π. Οι χρονολογίες αυτές οδηγούν στο ότι ο Ιησούς πέθανε (τότε). Οφείλουμε να εμπιστευθούμε αυτές τις πληροφορίες εκτός κι αν έχουμε σοβαρό λόγο για το αντίθετο ώστε να φτάσουμε να σκεφτούμε ότι πρόκειται για ψεύδη. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει...» (Το ιστορικό πρόσωπο που Ιησού, σελ. 107-110). Ο θρησκειολόγος Glasenapp: «Οι πηγές της ζωής του Ιησού περικλείουν επί πλέον τόσες συγκεκριμένες λεπτομέρειες, που δίνουν στον απληροφόρητο παρατηρητή την εντύπωση μιας ιστορικής πραγματικότητας, που καθόλου δεν χρειάζεται να αμφισβητήσει την ιστορικότητά της και να την περιορίσει στην περιοχή του θρησκευτικού μύθου» (H. Glasenapp, Παγκόσμια Ιστορία των Θρησκειών, σελ. 348, 349).
Ο καθηγητής Γ. Πατρώνος: «τα παρεχόμενα στοιχεία... πείθουν αβίαστα όχι μόνο έναν καλόπιστο μελετητή αλλά και τον πιο απαιτητικό ερευνητή για την αναμφισβήτητη ιστορική ύπαρξη του Ιησού (σελ. 58).
Ο λόγιος Μιχαήλ Γκράντ, καταλήγει: «Αν εφαρμόσουμε στην Καινή Διαθήκη... τα ίδια κριτήρια που θα εφαρμόζαμε σε άλλα αρχαία συγγράμματα που περιέχουν ιστορικό υλικό, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρξη του Ιησού...» (Jesus - An Historian’ s Review of the Gospels, 1977, σελ. 199, 200 επ.). Τέλος, ο γνωστός ιστορικός H. G. Wells, εξετάζοντας το όλο θέμα καταλήγει: «Και τα τέσσερα Ευαγγέλια μας δίνουν σύμφωνη εικόνα μιας συγκεκριμένης προσωπικότητας. Υποχρεώνεται κανείς να πει: Εδώ υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν είναι δυνατό να εφευρέθηκε». (Σύντομη Παγκόσμια Ιστορία, τομ. 1ος, σελ. 177).
Και ο μαρξιστής Γιάννης Κορδάτος: «Η κριτική λοιπόν των αρνητών της ιστορικής ύπαρξης του Ιησού στα βασικά της σημεία είναι άγονη και αντιιστορική... Είναι λοιπόν φανερό πως υπάρχουν γραφτές πηγές που μιλούσαν για τον Ιησού και τη δράση του...» (σελ. 31, 38).
Ο Ιησούς, λοιπόν, όχι μόνον υπήρξε, αλλά όπως φαίνεται καθαρά από τη διδασκαλία και τη δράση του, ήταν έξω από τα μέτρα της εποχής του. Πέθανε στα μισά χρόνια του Μαρξ ή του Μάο, για να μην πούμε τίποτα για τον Κομφούκιο, τον Σωκράτη, τον Βούδα ή τον Μωάμεθ... Δίδαξε μόνο 3,5 χρόνια αλλά η ζωή του, άλλαξε την ιστορία του κόσμου.. Το ίδιο και η διδασκαλία του. Η διδασκαλία του για τη Βασιλεία του Θεού ή των Ουρανών, είναι «ένα από τα σημαντικότερα δόγματα που συνετάραξαν και άλλαξαν τόσο πολύ την ανθρώπινη σκέψη... είναι μια τολμηρή και ασυμβίβαστη απαίτηση για μια ολοκληρωτική αλλαγή και κάθαρση της ζωής της πάσχουσας ανθρωπότητας» (Χ. Τζ. Ουέλς). Η ζωή του, η ύπαρξή του, υπήρξε μια πρόκληση για τότε και για πάντα. «Έξι χιλιάδες χρόνια νωρίτερα αν ζούσε—λέγει ο φροϋδομαρξιστής Βίλχεμ Ραϊχ—θα είχε δώσει την εντύπωση ξένου σώματος. Και στις μέρες μας, πάλι θα ξεχώριζε από το πλήθος... Η φυσιογνωμία του θυμίζει ένα λιβάδι πλημμυρισμένο από ήλιο, κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό. Είναι αδύνατο να τη προσδιορίσετε με το βλέμμα, αλλά την αισθάνεστε, αν δεν είστε πανουκλιασμένος...». (Η δολοφονία του Χριστού).
Δυο τελευταία λόγια: Το αδύνατον της μυθο-κατασκευής
Οι μαρτυρίες για την ιστορική ύπαρξη του από Ναζαρέτ Ιησού, όπως είδαμε, είναι πολλές και ακαταμάχητες. Αδιαμφισβήτητες. Σπάνια, θα μπορούσαν να βρεθούν για οποιοδήποτε άλλο ιστορικό πρόσωπο, τόσες πολλές μαρτυρίες, τόσο κοντά προς το πρόσωπο και τα γεγονότα, και από τόσες ανεξάρτητες πηγές (φιλικές, εχθρικές, εθνικές, ουδέτερες, αιρετικές).
Αν, παρόλα αυτά, εξακολουθεί κανείς ν’ αμφιβάλει ότι Ιησούς υπήρξε και έδρασε, με τους μαθητές του - ανάμεσα στα 30-33 στην μ.Χ. Παλαιστίνη, θα έλεγα, ότι θα πρέπει να επανεξετάσει, τι είναι ιστορία και με ποιον τρόπο αποκτάται η γνώση για αρχαία πρόσωπα και γεγονότα. Αν θέλουμε πάλι να εφαρμόσουμε τους ίδιους αυστηρούς κανόνες και τους τρόπους κτήσης ιστορικής γνώσης σε πολλά γνωστά πρόσωπα της ιστορίας, αυτά θα βγαίνανε νοκ-άουτ! Αν ο Ιησούς δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο - παρατηρεί ο Τ.Ρ. Γκλόβερ-, τότε η ιστορία είναι ανέφικτη, είναι ένα παραλήρημα.
Μπορούσε ο Ιησούς, με την τόση καταπληκτική επίδραση, να είναι μια απλή επινόηση; Μια μυθική θεότης, σαν τον Κρίσνα, τον Μίθρα, τον Όσιρι, τον Ταμούζ, τον Ώρο, τον Διόνυσο, και τόσες άλλες θεότητες που λάτρευαν οι παγανιστές;
«Φίλε μου», μας προλαβαίνει ο Ζαν-Ζακ Ρουσώ, «δεν επινοούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Διότι τότε, θα έπρεπε οι επινοήσαντες να υπήρξαν ανώτεροι του επινοηθέντος! Απεναντίας, η ιστορία του Σωκράτη την οποία κανείς δεν τολμάει ν’ αμφισβητήσει δεν είναι τόσο καλά βεβαιωμένη από μάρτυρες όσο η ιστορία του Ιησού Χριστού».
«Για να επινοήσει κανείς έναν Νεύτωνα, θα μας πει με κρυστάλλινη λογική ο θεολόγος και φιλόσοφος Θεόδωρος Πάρκερ (1810-1860), θα έπρεπε ο επινοητής να είναι αυτός ούτος ο Νεύτων. Ποιος θα μπορούσε να επινοήσει ένα πρόσωπο όπως ο Ιησούς; Μόνον ο Ιησούς θα μπορούσε να το κάνει αυτό».
Ο Will Durant ευλόγως καταλήγει: «Το γεγονός ότι λίγοι απλοί άνθρωποι θα έπλαθαν εντός μιας γενιάς, μία τόσο υψηλή ηθική και ένα τόσο εμπνευσμένο όραμα περί της αδελφότητας των ανθρώπων, θα ήταν θαύμα πολύ πιο απίστευτο από οποιοδήποτε άλλο που αναφέρεται στα ευαγγέλια...» (τα έντονα γράμματα δικά μου).
Αλλά θαύμα, θα ήταν επίσης, το να επινοήσουν οι μαθητές του μια τέτοια ασύγκριτη, ακτινοβολούσα προσωπικότητα σαν τον Ιησού, με τέτοια υψηλή ηθική που τόσο διέφερε από τις αντιλήψεις των συγχρόνων τους, και να γράψουν γι’ αυτήν 9 διαφορετικοί άνθρωποι - οπαδοί του, ανάμεσα στα 40-70 μ.Χ. σε διαφορετικά μέρη, απευθυνόμενοι σε διαφορετικούς παραλήπτες, και να δώσουν μια σύμφωνη, σταθερή, αμετάβλητη εικόνα γι’ αυτόν, ΚΑΙ ΝΑ ΘΥΣΙΑΣΤΟΥΝ ΜΕΤΑ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΕΠΙΝΟΗΣΑΝ και στη συνέχεια να πείσουν χιλιάδες ανθρώπους(!) απ’ τους οποίους πολλοί στη συνέχεια θυσιάστηκαν ή ήσαν διατεθειμένοι να πεθάνουν για την πίστη τους, όπως σημείωσε ο Πλίνιος, ο νεώτερος, στην επιστολή του.
Αυτό είναι κάτι που θα συνέβαινε μόνο μια φορά στην ιστορία, αντίθετα προς τα γνωστά δεδομένα της ιστορίας. Δηλ. ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ...
Αλλά βεβαίως, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Το θαύμα ήταν ο ίδιος ο Ιησούς. Γιατί αυτοί που έγραψαν αυτά που έγραψαν ήταν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες! Και δεν έδωσαν το αίμα τους ανεξέταστα... «ου γαρ μύθους σοφιστικούς ακολουθήσαντες αλλά επόπται γεννηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος» (2 Πετ. 1: 16).
Είναι αξιοσημείωτο, το ότι ο απ. Πέτρος δίνει έμφαση στο ότι αυτός και άλλοι μαθητές, ήταν αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων της ζωής του Ιησού, όπως τόνισε και την ημέρα της Πεντηκοστής, σ’ ένα μεγάλο πλήθος λίγα χρόνια προηγουμένως λέγοντας στους Ιουδαίους «Καθώς εσείς εξεύρετε». (Πραξ. 2:22). Κι όπως είπαν οι απόστολοι διωκόμενοι από τους ηγέτες του Σαχενδριν; «ου δυνάμεθα γαρ ημείς ά είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν» (Πραξ. 4:20). Και, όπως, παραστατικά περιγράφει ο Ιωάννης ο μαθητής της αγάπης, καταθέτοντας τη δική του συγκλονιστική μαρτυρία: «Τον ακούσαμε και τον είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν. Καταθέτουμε, λοιπόν τη μαρτυρία μας...» (Α’ Ιωαν. 1:1-2).
Τα ίδια λέει και ο Ευαγγελιστής και ιστορικός, Λουκάς. Λέει ότι στηρίχτηκε σε αυτόπτες μάρτυρες για να πληροφορηθεί και να γράψει στον κράτιστο Θεόφιλο «όπως μας παρέδωσαν εκείνοι που από την αρχή έγιναν αυτόπτες μάρτυρες του αγγέλματος καθώς και άλλοι εκτός από τον ίδιο επιχείρησαν να συντάξουν (ανατάξωσι) διήγηση για τα γεγονότα» (Λουκ. 1:1). Βλέπουμε καθαρά, ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, δεν εγκοπώνονται το γνωστό «Πίστευε και μη ερεύνα» αλλά λέγουν, «έρχου και ίδε»(Ιωάννης 1:46, Αποκ. 5:5, 6:1).
Οι Ευαγγελιστές, παρά τις μικρές αποκλίσεις μεταξύ τους, είναι ιστορικά αξιόπιστοι. Όχι μόνο ήταν αυτόπτες (Ματθαίος, Ιωάννης) και στηρίχτηκαν σε αυτόπτες (Λουκάς - Μάρκος), αλλά μας έδωσαν πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του Ιησού, ανάμεσα σε γνωστά ιστορικά πρόσωπα, που επαληθεύονται από άλλες πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα. Π.χ., ο τάφος του Καϊάφα, ανακαλύφτηκε πρόσφατα, όπως και μια πέτρα με το όνομα του Πόντιου Πιλάτου στην Καισάρεια του Ηρώδη, το 1961 μ.Χ. Η κολυμβήθρα της Βηθεσδά στην Ιερουσαλήμ, ερείπια πόλεων, η Παινειάδα ή Καισάρεια Φιλίππου, κλπ., επιγραφές, νομίσματα, χειρόγραφα... Φαίνεται ότι δεν θα μπορούσε κανείς να πλάσει με τη φαντασία του κάποιον, ανάμεσα σε τόσο γνωστά πρόσωπα, τόπους και πράγματα, και να τον επιβάλλει σε κάποιους άλλους σαν αρχηγό και ίνδαλμα, ώστε να δημιουργηθεί ένα τέτοιο ζωντανό και δυναμικό κίνημα σαν το Πρωτοχριστιανικό. Σ’ αντίθεση με τους μυθικούς θεούς το πρόσωπο αυτό είναι καθηλωμένο μέσα στον τόπο και στον χρόνο. Διαβάστε μόνοι σας το Λουκ. 3:1-5, και θα βρείτε εκεί, 7 γνωστά ιστορικά πρόσωπα που δίνονται για να προσδιοριστεί το έτος έναρξης δράσης του Ιησού, μαζί με τις γεωγραφικές συντεταγμένες.
Ας δούμε και μια τελευταία άποψη, πριν κλείσουμε το όλο θέμα. «Τι είναι εκείνο που διακρίνει τον Ιησού της Ναζαρέτ από τους άλλους σωτήρες που μεταβλήθηκαν σε σπαθιστές;» ρωτάει ο ιστορικός Arnold Toynbee. «Η απάντησις είναι ότι εκείνοι οι άλλοι εγνώριζαν ότι δεν ήταν άλλο τι παρά άνθρωποι, ενώ ο Ιησούς ήτο εις άνθρωπος που επίστευεν ότι ήτο ο υιός του θεού... Θεραπεύει την πληγήν που επροκάλεσε το ξίφος του Πέτρου και κατόπιν προσφέρει εκουσίως τον εαυτόν του δια να υποφέρη... το υπέρτατον μαρτύριον... Αντί να νικήσει με το ξίφος, προτιμά ν’ αποθάνει επί του σταυρού» (Σπουδή της Ιστορίας, 1962, σελ. 515). Ιδού, σε λίγες γραμμές, ο Ιησούς της Γαλιλαίας. Ως άνθρωπος, ο μεγαλύτερος που έζησε ποτέ! Διότι είχε προ-ιστορία (αφού προφητεύθηκε η έλευσή του) και μετα-ιστορία... Υπήρξε, αυτός που χώρισε τον χρόνο στα δύο, σε π.Χ. και μ.Χ. Αλλά και τους ανθρώπους στα δύο: σε Υπέρ Χριστόν και Κατά Χριστού.
 Βιβλιογραφία
  • Bauckham, R. (2006). Jesus and the eyewitnesses: the Gospels as eyewitness testimony. Grand Rapids, Mich.: William B. Eerdmans Pub. Co.
  • Bruce, F. (1974). Jesus and Christian origins outside the New Testament. Grand Rapids: Eerdmans.
  • Bruce, F. (2000). Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Είναι άραγε αξιόπιστα;. Αθήνα: Πέργαμος.
  • Grant, M. (1977). Jesus: an historian's review of the Gospels. New York: Scribner.
  • Habermas, G. (1996). The historical Jesus: ancient evidence for the life of Christ. Joplin, Mo.: College Press Pub. Co.
  • Läpple, A. (1999). Ο άλλος Ιησούς. Αθήνα: Κονιδάρης.
  • Messori, V. (1977). Jesus hypotheses. Slough: St. Paul Publications.
  • Rocheman, L. (2006). Ιησούς : Υπήρξε πραγματικά; Τι λένε οι ιστορικοί. Αθήνα: Περίπλους.
  • Sanders, E. (1998). Το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού. Αθήνα: Φιλίστωρ.
  • Schweitzer, A. (1982). Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού. Αθήνα: Άρτος Ζωής.
  • Thiede, C. P. (1999). Ιησούς : Μύθος ή πραγματικότητα;. Αθήνα: Πέργαμος.
  • Tresmontant, C. (1989). The Hebrew Christ: language in the age of the Gospels. Chicago, Ill.: Franciscan Herald Press.
  • Trocmé, E. (1973). Jesus as seen by his contemporaries. Philadelphia: Westminster Press.
  • Wells, H. (1971). The outline of history, being a plain history of life and mankind. Garden City, N.Y.: Doubleday.
  • Wilson, I. (1987). Ιησούς, οι μαρτυρίες. Αθήνα: Κονιδάρης.
  • Θεοδοσίου, Σ., & Δανέζης, Μ. (2001). Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Αθήνα: Δίαυλος.
  • Κορδάτος, Γ. (1975). Ιησούς Χριστός και χριστιανισμός : Γένεση και επικράτηση του χριστιανισμού. Αθήνα: Μπουκουμάνης.
  • Πατρώνος, Γ. (1991). Η ιστορική πορεία του Ιησού: Από τη φάτνη ως τον κενό τάφο. Αθήνα: Δόμος.
  • Σιαμάκης, Κ. (2000). Εξωχριστιανικές μαρτυρίες για το Χριστό και τους χριστιανούς. Αθήνα: Άθως (Σταμούλη Α.Ε.).
  • Τσινικόπουλος, Δ. (2006). Ιησούς, ο ποιητής των ποιητών. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
  • Περιοδικό Geo. Ποιος ήταν ο Ιησούς; (Ιανουάριος, 2007)
  • Ιστορικά Ελευθεροτυπίας. Η ιστορικότητα του Ιησού (τεύχος 62, 21/12/2000).





Δεν υπάρχουν σχόλια: