Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε ένας από τους αληθινά Μεγάλους Έλληνες.
Αυτό ήταν και η αιτία που τόσο νωρίς, τόσο άδοξα και καταστροφικά για την Ελλάδα και τους κατοίκους της, κατέληξε δολοφονημένος από Ελληνες. Από τη στιγμή που αποδέχτηκε να κυβερνήσει την ρημαγμένη Ελλάδα, έθεσε όλο του το ΕΙΝΑΙ στη διάθεση της Πατρίδας. Στο έργο του αυτό ήρθε αντιμέτωπος με ντόπια και ξένα συμφέροντα, τα οποία συνασπίστηκαν εναντίον του και συνεργάστηκαν στην δολοφονία του.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου του 1776 και ήταν το έκτο παιδί του Αντωνίου – Μαρία Καποδίστρια, δικηγόρου στο επάγγελμα, και της Διαμαντίνας Γονέμη, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας με καταγωγή από την Κύπρο. Καταγόταν από παλιά κερκυραϊκή οικογένεια και συγκεκριμένα από τους Καποδίστρια της συνοικίας των τειχών (de la contrada delle mura). Η καταγωγή των Καποδίστρια ήταν από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής (Capo d’Istria), ενώ κατ’ άλλους από τη Βενετία.
Όλοι οι απόγονοι του Νικολάου και Αντωνίου Καποδίστρια είχαν το δικαίωμα να φέρουν τον τίτλο του κόμη, τίτλος που τους είχε απονείμει ο Κάρολος Εμμανουήλ Β΄, δούκας της Σαβοΐας και βασιλιάς της Κύπρου, το 1689. Η αναγνώριση του τίτλου από τη Δημοκρατία της Βενετίας πραγματοποιήθηκε μόλις την 1η Ιουλίου 1796. Και η οικογένεια Καποδίστρια και η οικογένεια Γονέμη ήταν γραμμένες στη Χρυσή Βίβλο (Libro d’Oro) από το 1679 και από το 1606 αντίστοιχα. Ανάδοχός του ήταν ο Κώστας Αδάμης.
Φοίτησε στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης, όπου έμαθε Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Την περίοδο 1795-1797 σπούδασε Ιατρική στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε αμέσως στην Κέρκυρα όπου άσκησε το ιατρικό επάγγελμα αφιλοκερδώς. Στις 12 Απριλίου 1799 διορίστηκε από τον ναύαρχο Καντίρ διευθυντής του οθωμανικού νοσοκομείου.
Η πρώτη εμπλοκή του Ιωάννη Καποδίστρια με τα κοινά της Ιονίου Πολιτείας έγινε μέσω του πατέρα του όταν και κλήθηκε να τον αντικαταστήσει. Ο Αντώνιος – Μαρία Καποδίστριας είχε αναλάβει μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο να αποκαταστήσει την τάξη στα νησιά του Ιονίου και να εφαρμόσει το σύνταγμα. Λόγω όμως προσωπικού κωλύματος του δεύτερου, αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στις αρχές Μαΐου έφτασε με τον Σιγούρο στην Κεφαλονιά, όπου η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο λόγω της διαμάχης των τοπικών οικογενειών για την κατάληψη της εξουσίας.
Αφού κατάργησαν την τοπική κυβέρνηση, ως αυτοκρατορικοί επίτροποι, ανέλαβαν οι ίδιοι προσωπικά την εξουσία του νησιού. Μέχρι το τέλος Ιουνίου, ο Καποδίστριας και ο Σιγούρος είχαν καταφέρει να εδραιώσουν την τάξη και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους στασιαστές. Η παραμονή τους παρατάθηκε μέχρι και τις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε και επέστρεψαν στην Κέρκυρα.
Τον Ιούνιο του 1802 ίδρυσε μαζί με άλλους τον Εθνικό Ιατρικό Σύλλογο, στον οποίο εξελέγη γραμματέας. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στάλθηκε από τους Ρώσους, που είχαν πια την εξουσία στα Επτάνησα, στην Κεφαλονιά για να επιβάλει για ακόμη μια φορά την τάξη. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κέρκυρα για να διοριστεί τον Απρίλιο του 1803 γραμματέας του Κράτους, μαζί με τους Φιλικούς Γεροστάθη και Κόντε Ιωάννη Κεφαλά, στο τμήμα των εξωτερικών υποθέσεων, η αρμοδιότητα του οποίου ήταν η αλληλογραφία με τους επιτετραμμένους της Δημοκρατίας στο εξωτερικό.
Στις 24 Νοεμβρίου εκφώνησε εκ μέρους της γερουσίας τον επικήδειο του Σπυρίδωνος Γεωργίου Θεοτόκη, προέδρου της Επτανησιακής Γερουσίας. Τον Μάιο του 1805, ύστερα από πρόταση του Ρώσου πληρεξούσιου, η γερουσία εξέλεξε 10μελή επιτροπή, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Ιωάννης Καποδίστριας, προκειμένου να συντάξει έκθεση με τις διατάξεις του συντάγματος που θα έπρεπε να αναθεωρηθούν. Η έκθεση παραδόθηκε τον επόμενο χρόνο και οι μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν λίγους μήνες αργότερα. Τον Μάιο του 1806 έληξε η θητεία του ως γραμματέας του κράτους και τον επόμενο μήνα ανέλαβε τη διεύθυνση της δημόσιας σχολής της Δημοκρατίας, που είχε ιδρυθεί με δική του πρωτοβουλία.
Στις εκλογές του 1806 ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη όγδοος σε ψήφους στην Κέρκυρα. Ο Καποδίστριας διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Ρώσο πληρεξούσιο Μοτσενίγου, του οποίου ήταν προστατευόμενος. Εξελέγη γραμματέας της γερουσίας και στη συνέχεια γραμματέας και εισηγητής της επιτροπής που θα συνέτασσε το σχέδιο του νέου συντάγματος. Από τη θέση αυτή ήρθε σε διαφωνία με τον Ρώσο πληρεξούσιο, καθώς οι αλλαγές που πρότεινε ο πρώτος ήταν κατά πολύ πιο φιλελεύθερες σε σχέση με αυτές της ρωσικής αυλής. Παρ” όλα αυτά και μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στη γερουσία την ψήφιση του συντάγματος με το επιχείρημα ότι κανένα άλλο σύνταγμα δεν είχε εγκριθεί και ότι μόνο αυτό που είχε προτείνει ο Μοτσενίγου θα τύγχανε έγκρισης από τη ρωσική αυλή.
Στις 2 Ιουνίου 1807 η γερουσία τον διόρισε έκτακτο επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) με ουσιαστικό σκοπό την άμυνα του νησιού από τους Οθωμανούς. Ουσιαστικά βρισκόταν υπό τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού, ανήκε δηλαδή στη ρωσική υπηρεσία. Μαζί με τον Καποδίστρια έφτασαν 300 Ρώσοι στρατιώτες, καθώς και ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος. Υπό την προστασία των Ρώσων συνεργάστηκε με τους αρματολούς οργανώνοντας μάλιστα και την περίφημη μυστική συνέλευση των κλεφτοαρματωλών που συμμετείχαν όλοι οι οπλαρχηγοί που είχαν καταφύγει στη Λευκάδα (Βαρνακιώτης, Μπουκουβάλας, Μπότσαρης).
Στη συνέλευση αυτή ο Καποδίστριας αναγνώρισε τον Αντώνη Κατσαντώνη ως γενικό αρχηγό των κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα. Η συνθήκη όμως του Τιλσίτ μεταξύ Ρώσων και Γάλλων επανέφερε το παλαιό καθεστώς, με αποτέλεσμα ο Καποδίστριας να ανακληθεί πίσω στην Κέρκυρα και οι Έλληνες οπλαρχηγοί να απομονωθούν παρά τις ρητές οδηγίες του προς τη γερουσία με τις οποίες συμβούλευε το σώμα να κρατήσει ανεκτική στάση απέναντι στους κλέφτες, έτσι ώστε οι τελευταίοι αφενός να φθείρουν τα στρατεύματα του Αλή Πασά και αφετέρου να τον κρατούν μακριά από τη Λευκάδα. Αν και ο Γάλλος στρατηγός Berthier του προσέφερε αρκετά αξιώματα, ο Καποδίστριας αρνήθηκε να τα δεχτεί προσμένοντας κάποια καλύτερη πρόταση από τη Ρωσία, με τους αξιωματούχους της οποίας διατηρούσε άριστες σχέσεις.
Η περίοδος 1798 έως 1800, θεωρείται από τους βιογράφους του ιδιαιτέρως παράξενη. Ίσως τότε να εντάχθηκε σε κάποια Τεκτονική Στοά, όπως αυτή του Φοίνικος στην Κέρκυρα, ή του Αστέρος της Ανατολής της Ζακύνθου. Αν και συχνά η Τεκτονική βιβλιογραφία τον παρουσιάζει ως ενεργό μέλος κάποιας Στοάς, ισχυρές αποδείξεις δεν έχουν προκύψει, παρά το γεγονός ότι ισχυροί φίλοι του, όπως ο Α. Δάνδολος, ήταν γνωστοί τέκτονες, και η υπογραφή του είχε τα χαρακτηριστικά μασονικής υπογραφής. Η μόνη ίσως ένδειξη είναι που έλαβε ο ερευνητής Π. Κρητικός από τη Μεγάλη Στοά της Ελβετίας Alpina το 1965 ότι ο Καποδίστριας ήταν μέλος της Στοάς Modestie της Ζυρίχης.
Η αλήθεια είναι ότι δεν αναλαμβάνει κανείς τέτοια αξιώματα, εκτός Μυστικών Εταιριών και αν δεν είναι «δικός μας πέραν πάσης αμφιβολίας», όμως υπάρχει και ο ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ, όπως και ότι η Φαινομενικότητα δεν ταυτίζεται πάντοτε με την Πραγματικότητα, μην επαναλαμβανόμαστε, αυτά είναι σταθερά δεδομένα και «κοντά στον Νου κι η Γνώση».
Η πρόταση που περίμενε από τη Ρωσία ήρθε τον Μάιο του 1808, όταν ο Κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, επικεφαλής του υπουργείου εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, του έστειλε επιστολή με την οποία, αφού του ανακοίνωνε ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του ιππότη Β” Τάξεως του τάγματος της Αγίας Άννας, τον προσκαλούσε στην Αγία Πετρούπολη, όπου έφτασε τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Αρχικά ο Ρουμιάντσεφ τον διόρισε επιτετραμμένο στην αυλή του αντιβασιλιά της Ιταλίας, διορισμός όμως που ακυρώθηκε.
Τελικώς διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως κρατικός σύμβουλος. Αφού παρέμεινε για δύο χρόνια στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε στις 20 Αυγούστου 1811 ακόλουθος στην πρεσβεία της Βιέννης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1812. Επόμενος σταθμός στην πορεία του ήταν το Βουκουρέστι, όπου διορίστηκε ως αξιωματούχος με πολιτικά καθήκοντα στη στρατιά του Δούναβη. Εκεί συνδέθηκε με τον ναύαρχο Τσιτσαγκώφ, του οποίου έγινε σύμβουλος και διευθυντής του διπλωματικού του γραφείου.
Για τις υπηρεσίες του αυτές τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου εν ενεργεία. Την ίδια εποχή ο ναύαρχος Τσιτσαγκώφ αντικαταστάθηκε λόγω δυσμένειας από τον στρατηγό Μπαρκλάυ ντε Τόλλυ (Barclay de Tolly) χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει τον Καποδίστρια, στον οποίο απονεμήθηκε το παράσημο Γ” Τάξεως του Αγίου Βλαδίμηρου. Τον Οκτώβριο του 1813 παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο με τον μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννας.
Η άνοδος του Καποδίστρια στη ρωσική αυτοκρατορική αυλή επιβεβαιώθηκε με τον διορισμό του πρώτου από τον Τσάρο Αλέξανδρο ως μυστικού απεσταλμένου στην Ελβετία με σκοπό να προσεταιριστεί την φιλικά προσκείμενη προς την Γαλλία κυβέρνηση. Εκτός από τον Καποδίστρια, διορίστηκε και ο βαρόνος Lebzeltern, εκ μέρους της αυστριακής πλευράς, καθώς η αποστολή ήταν κοινή. Παρόλα αυτά οι σκοποί δεν ήταν ακριβώς ίδιοι, καθώς οι Ρώσοι ενδιαφέρονταν να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της Ελβετίας, ενώ οι Αυστριακοί να εγκαθιδρύσουν φίλα προσκείμενη κυβέρνηση και να εξασφαλίσουν άδεια διέλευσης των αυστριακών στρατευμάτων από την ελβετική επικράτεια.
Ο Lebzeltern εργάστηκε μυστικά υπό τις οδηγίες του Μέτερνιχ προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1813 κάλεσε τον Καποδίστρια και του ζήτησε να υπογράψει διακοίνωση, με την οποία τα συμμαχικά στρατεύματα θα επιτρεπόταν να εισέλθουν στην ελβετική επικράτεια μέχρι να εξασφαλίσουν τα εδάφη που η Γαλλία είχε αποσπάσει από την Ελβετία. Ο Καποδίστριας, αντιλαμβανόμενος ότι η διακοίνωση ήταν έργο της αυστριακής κυβέρνησης, αρνήθηκε να την υπογράψει, αλλά λίγο αργότερα άλλαξε γνώμη.
Αφού την υπέγραψε εκ μέρους της ρωσικής πλευράς, αποχώρησε για την Βάδη, όπου βρισκόταν το στρατηγείο του Τσάρου. Ο τελευταίος περίμενε ότι ο Καποδίστριας δεν θα είχε υπογράψει τη διακοίνωση. Εξεπλάγη, όμως, όταν ο νεαρός διπλωμάτης του ανέφερε ότι έπραξε το αντίθετο. Σύμφωνα με τον Καποδίστρια, η ανακοίνωση της διακοίνωσης και η εισβολή του αυστριακού στρατού στην Ελβετία, θα είχαν ως αποτέλεσμα τον διχασμό των κατοίκων και παράλληλα να παρουσιαστούν οι Αυστριακοί ως υποκινητές πραξικοπήματος.
Συνέστησε μάλιστα στον Τσάρο να ζητήσει την αποκήρυξη της διακοίνωσης, μιας και οι Αυστριακοί δε θα μπορούσαν να επικαλεστούν την υπογραφή του μυστικού πράκτορά τους, πράγμα το οποίο και έγινε. Το αποτέλεσμα των διπλωματικών κινήσεων του Καποδίστρια ήταν οι Αυστριακοί να χάσουν κάθε έρεισμα στην Ελβετία, η οποία εξασφάλισε την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της.
Την ιδέα να κληθεί ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδος την είχε διατυπώσει πρώτος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στην από 27-10-1821 επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης επίσης υπέγραψε πρόσκληση του Καποδίστρια το 1822 και ο Πετρόμπεης το 1824. Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1827, στην Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, εκλέχθηκε ο Καποδίστριας κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης, ο κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το σύνταγμα της Επιδαύρου, έτσι όπως θα αναθεωρείτο από τη συνέλευση.
Σημαντικό ρόλο στην κλήση του Καποδίστρια στην Ελλάδα διαδραμάτισε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχηγός του Αγγλικού κόμματος τότε, αν και αρχικά ήταν κατά της εκλογής του. Άλλαξε όμως γνώμη στη συνέχεια και ήταν αυτός που υφήρπασε την έγκριση του Άγγλου μοιράρχου Χάμιλτον, που είχε και τη σύμφωνη γνώμη του Στράτφορντ Κάνινγκ. Παρά ταύτα η εκλογή του θεωρήθηκε ως ήττα της Αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και νίκη της Ρωσίας. Και είναι γεγονός ότι μεταξύ Καποδίστρια και Αγγλίας υπήρχε αμοιβαία δυσπιστία. Πριν δεχθεί την πρόταση που του έγινε, επισκέφθηκε την Πετρούπολη προκειμένου να αποδεσμευθεί επισήμως από την υπηρεσία του Τσάρου.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Λονδίνο, όπου έφτασε σε ατυχή συγκυρία, δεδομένου ότι την επομένη της άφιξής του κηδευόταν ο Τζωρτζ Κάνινγκ. Η υποδοχή που του έγινε εκεί ήταν ψυχρή. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Παρίσι, όπου έγινε θερμά δεκτός, αναχώρησε για την Ελλάδα. Στις 18 Ιανουαρίου 1828 έφτασε στο Ναύπλιο επί του αγγλικού πολεμικού Warspite, όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και τέσσερις μέρες αργότερα στην Αίγινα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Λίγο αργότερα αποφασίστηκε το Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Ερχόμενος στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το πρωτόκολλο της 18ης Νοεμβρίου 1828 που έθετε το Μοριά και τις Κυκλάδες υπό την προσωρινή εγγύηση των συμμάχων. Με τον φόβο ότι οι Άγγλοι θα περιόριζαν την Ελλάδα σε αυτά τα σύνορα, οργάνωσε τακτικό στρατό συνεχίζοντας τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όσον αφορά στην επιλογή του ηγεμόνα, ο Καποδίστριας πρότεινε τον Λεοπόλδο του Saxe-Coburg, ο οποίος όμως παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση του θρόνου λόγω διαφωνιών για τα σύνορα.
Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν ότι ο Καποδίστριας επίτηδες απομάκρυνε τον Λεοπόλδο από τον θρόνο, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν αντιτάχθηκεστον ερχομό του. Γεγονός όμως είναι ότι όσοι ζητούσαν να έλθει ο Λεοπόλδος αντιμετώπισαν έντονη κυβερνητική δυσμένεια. Παράλληλα οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα συνεχίζονταν, καθώς και η προέλαση των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη. Ανήσυχη από τις επιτυχίες της Ελλάδας και της Ρωσίας η Μεγάλη Βρετανία έσπευσε να συμφωνήσει στη συνοριακή γραμμή Άρτας – Βόλου. Μετά από διαπραγματεύσεις υπογράφηκε το πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός.
terrapapers.com_ioannis Kapodistrias 1
Διακυβέρνηση και Αντιδράσεις
terrapapers.com_ioannis Kapodistrias 1
Διακυβέρνηση και Αντιδράσεις
Στο εσωτερικό της χώρας ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει την πειρατεία, τους ανύπαρκτους θεσμούς, τη διάλυση του στρατού, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις που έθεσε για να αναλάβει την ηγεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν η αναστολή του συντάγματος και η διάλυση της βουλής, όροι που τελικώς έγιναν αποδεκτοί. Στη θέση της βουλής δημιούργησε το «Πανελλήνιον», ένα γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο από 27 μέλη με καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ τη διακυβέρνηση ανέλαβε η κεντρική γραμματεία, ένα είδος υπουργικού συμβουλίου, διοικούμενο από τον ίδιο.
Επίσης, χώρισε τη χώρα σε διοικητικές περιφέρειες. Αρχικά είχε δεσμευθεί για τη διενέργεια εκλογών τον Απρίλιο του 1828, στη συνέχεια όμως προχώρησε στην αναβολή αυτών λόγω της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στο εσωτερικό. Όταν αυτές διεξήχθησαν, διατυπώθηκαν βάσιμες κατηγορίες για νοθεία. Αν και κυβερνήτης, ο Καποδίστριας εξελέγη σε 36 περιφέρειες, γεγονός που προκάλεσε την οργή των συνεργατών του, ένας εκ των οποίων, ο Σπυρίδων Τρικούπης, παραιτήθηκε για τον λόγο αυτό από πληρεξούσιος και αναχώρησε για την Ύδρα. Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε και για τη δημιουργία δικαστηρίων θεσπίζοντας και κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Μία από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η καταστολή της πειρατείας, έργο το οποίο ανέλαβε με επιτυχία ο Ανδρέας Μιαούλης. Παράλληλα, προχώρησε στην αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, μετατρέποντας βαθμιαία τα άτακτα στρατεύματα σε τακτικό στρατό, και υπάγοντας τον στόλο στην ουσιαστική δικαιοδοσία της κυβέρνησης, δεδομένου ότι μέχρι τότε τα πλοία ήταν ιδιοκτησία των καραβοκυραίων. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να προστατέψει τα σύνορα και να μειώσει την επιρροή των μέχρι τότε τοπαρχών
«μίαν ευχήν διαβιβάζουσί μοι αι επαρχίαι, την διά παντός απαλλαγήν αυτών από της τυραννίας των προυχόντων και των οπλαρχηγών»
Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το Τουρκικό γρόσι. Όσον αφορά στην εκπαίδευση κατασκεύασε νέα σχολεία, εισήγαγε τη μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου, ίδρυσε εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο, καθώς και το Ορφανοτροφείο Αίγινας σε μια προσπάθεια να οργανώσει το σχεδόν ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν ίδρυσε όμως πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης.
Στο πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης ο Καποδίστριας δεν κατάφερε να βρει λύση κι έτσι εκατομμύρια στρέμματα παρέμειναν στους μεγαλοϊδιοκτήτες (κοτζαμπάσηδες και Εκκλησία). Μερίμνησε επίσης για την ανοικοδόμηση του Μεσολογγίου και των Πατρών, όπου έστειλε τον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτη Βούλγαρη. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και την κατασκευή ναυπηγείων στον Πόρο και το Ναύπλιο. Τον Οκτώβριο του 1829 ίδρυσε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Αίγινα.
Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και ενθάρρυνε την καλλιέργεια της πατάτας, για την οποία είχαν ήδη γίνει κάποιες ενέργειες τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο η ανέκδοτη ιστορία σχετικά με το τέχνασμα του Καποδίστρια έχει άλλη προέλευση, λέγεται ότι το τέχνασμα αυτό το εφάρμοσε στη χώρα του ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσσίας το 1774.
Επίσης, προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική οικονομία, ο Καποδίστριας ίδρυσε την «Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα» η οποία όμως απέτυχε είτε γιατί, κατά μία άποψη, το δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων, είτε εξαιτίας της αντίθεσης των προυχόντων προς το καποδιστριακό καθεστώς και της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τον νέο αυτό θεσμό. Ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία, ενώ διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς του κράτους.
Αν και δημιούργησε ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο στην Αίγινα, πραγματοποίησε διώξεις εναντίον του Τύπου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις των εφημερίδων Ανεξάρτητος, Ηώς και Απόλλων, που είτε έκλεισαν λόγω αντικυβερνητικών θέσεων είτε οι εκδότες τους διώχθηκαν. Σφοδρή κριτική υπήρξε και για την τοποθέτηση των δύο αδερφών του, Βιάρου και Αυγουστίνου, στις δύο κορυφαίες θέσεις του αρχιναυάρχου και αρχιστράτηγου αντίστοιχα. Κατά γενική ομολογία, και οι δύο θεωρούντο ακατάλληλοι για τις θέσεις αυτές, ενώ κάποιοι ιστορικοί φτάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πτώση του κυβερνήτη.
Η αντίστροφη μέτρηση για την δολοφονία του
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Καποδίστριας λόγω της ισχνής οικονομικής κατάστασης του κράτους επιχείρησε να συνάψει δάνειο με τράπεζες του εξωτερικού, προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε λόγω των αντιδράσεων της Μεγάλης Βρετανίας. Παρόλα αυτά η Ρωσία και η Γαλλία ανέλαβαν να ενισχύσουν οικονομικά την Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε ο Τσάρος, αποστέλλοντας 3.750.000 γαλλικά φράγκα. Ο Καποδίστριας, έχοντας να αντιπαλέψει χίλια μύρια προβλήματα, κατάφερε στα λιγότερα από τρία χρόνια της διακυβέρνησής του να αφήσει πίσω του ένα ιδιαίτερα πλούσιο έργο. Το έργο του όμως θα ανατρέπονταν εκ των έσω, με την παρέμβαση Βρετανών και Γάλλων.
Πέραν των πιεστικότατων οικονομικών, κοινωνικών και διπλωματικών προβλημάτων, ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει δύο σημαντικά εμπόδια στην πολιτική του για την οικοδόμηση του νεοπαγούς ελλαδικού κράτους: πρώτον την εχθρότητα Γαλλίας και Αγγλίας, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των οποίων στην Ανατολική Μεσόγειο κινδύνευαν από την προοπτική δημιουργίας ενός νέου και δυναμικού ναυτικού και εμπορικού κράτους έξω από τον έλεγχό τους, ή χειρότερα, υπό την επιρροή της Ρωσίας.
Δεύτερον, τους φατριασμούς και τα τοπικιστικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων, Φαναριωτών και πλοιοκτητών, οι οποίοι και επεδίωκαν διατήρηση των προνομίων και συμμετοχή στη νομή της εξουσίας. Εν τέλει ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων προετοίμασε το έδαφος και οδήγησε στην πολιτική και φυσική εξόντωση του πρώτου και ικανότατου Κυβερνήτη της Ελλάδας στις 9 Οκτωβρίου 1831 (27 Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο).
Προκειμένου να διαχειρισθεί αποτελεσματικά την τραγική οικονομική και κοινωνική κατάσταση του νέου κράτους, ο Καποδίστριας προέκρινε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας, ώστε να διατηρήσει άμεσα τον πολιτικό έλεγχο. Την αντιπολίτευση κατά του Καποδίστρια απάρτιζαν οι παραμερισμένοι από την εξουσία κοτζαμπάσηδες και πλοιοκτήτες. Ο συγκεντρωτισμός που επέδειξε ο Καποδίστριας παραμερίζοντας τις τοπικές αρχές και διορίζοντας σε θέσεις κλειδιά τα δύο αδέρφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο Καποδίστρια, τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τις προαναφερθείσες ομάδες συμφερόντων.
Το κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα έγινε η Ύδρα, έδρα των πλοιοκτητών και πιο συγκεκριμένα της οικογένειας Κουντουριώτη που είχε με το μέρος της τους αγωνιστές Μιαούλη, Σαχτούρη, Τομπάζη, Κριεζήδες. Βασικός λόγος για την αντίδραση των Υδραίων πλοικτητών ήταν η απαίτηση τους για την «άνευ αναβολής» καταβολή αποζημιώσεων για τις μεγάλες ζημιές και απώλειες των πλοίων τους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Αναγνώριζοντας αμέσως το δίκαιο αίτημα, ο Κάποδίστριας υποσχέθηκε ότι μόλις θα βελτιώνονταν τα οικονομικά της χώρας, η Ύδρα θα έπαιρνε «το μερίδιόν της καθ’ όσον το δίκαιον απαιτούσε». Οι Υδραίοι, όμως, απαιτούσαν την άμεση καταβολή αυτών των αποζημιώσεων, πράγμα που ήταν αδύνατον λόγω της οικτρής οικονομικής κατάστασης του κράτους.
Στην Ύδρα, επιπλέον, κατέφυγαν ο ηγέτης του Αγγλικού κόμματος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι Σπυρίδων Τρικούπης, Αναστάσιος Πολυζωίδης και Αλέξανδρος Σούτσος, έχοντας την ηθική συμπαράσταση του φιλογάλλου Κοραή. Όργανο της αντιπολιτευτικής αυτής ομάδας ήταν η εφημερίδα Απόλλων του Πολυζωίδη. Η Γαλλία και η Αγγλία, θεωρώντας τον Καποδίστρια ως φίλα προσκείμενο στη Ρωσία, ενθάρρυναν τους αντιπολιτευόμενους.
Την 14η Ιουλίου 1831, οι Μιαούλης και Κριεζής με 200 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο επειδή έμαθαν ότι ο στόλος ήταν έτοιμος να κινηθεί κατά της Ύδρας. Αμέσως έσπευσαν οι αντιπρέσβεις των τριών μεγάλων δυνάμεων προκειμένου να διαπραγματευθούν. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι αιφνιδιάζοντας τους εξεγερμένους τάχθηκαν υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης και απαίτησαν την παράδοση των επαναστατών. Έτσι, ο αγγλικός, ο γαλλικός και ο ρωσικός στόλος είχαν αποκλείσει τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας ώστε να μην επιτραπεί η ένωση των στόλων των επαναστατών.
Ο ελλιμενισμένος εθνικός στόλος στον Πόρο ήταν υπό την αρχηγία πλέον του Μιαούλη ενώ μια μικρή μοίρα, υπό την αρχηγία του Κανάρη, δεν δεχόταν να υπακούσει στους επαναστάτες. Και ενώ ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος, κωλυσιεργώντας, έπλευσαν προς το Ναύπλιο για να συσκεφθούν με τους αντιπρέσβεις, ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ ανέλαβε να εφαρμόσει, μόνος αυτός, τις οδηγίες του Καποδίστρια. Απέκλεισε τους αντάρτες, ήρθε σε προστριβές μαζί τους, τίναξε στον αέρα τη «Νήσο των Σπετσών», αιχμαλώτισε ένα ακόμη πλοίο και τελικά εξώθησε τον Μιαούλη στο «Μεγαλουργόν έγκλημα».
Το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831 ο Μιαούλης, όπως είχε προειδοποιήσει τον Ρίκορντ, ανατίναξε δύο από τα πιο σύγχρονα τότε πλοία του ελληνικού ναυτικού, την φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα». Ο Δ. Χοϊδάς, σε επιστολή του προς τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, από την Τρίπολη, στις 10 Αυγούστου 1831, ανάμεσα σε πολλές άλλες σημαντικές πληροφορίες για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε σε όλη τη χώρα, έγραφε πως οι Υδραίοι έλεγαν ότι «την φρεγάδαν (Ελλάς) την έκαυσαν δι’ αδείας του πρέσβεως της Αγγλίας, όστις τους υπεσχέθη ότι τους δίδει άλλην» και η αστυνομία του Ναυπλίου είχε πληροφορίες «ότι οι δύο πρέσβεις (Αγγλίας και Γαλλίας) έλαβαν μέρος με τους Υδραίους και ότι έγραψαν εις τον Ρίκορδ να παύσει από τας κατ’ αυτών εχθροπραξίας του έως ότου να έλθει ο παρά των τριών δυνάμεων απεστελλόμενος πληρεξούσιος, όστις είναι ο ναύαρχος Άγγλος, της μοίρας του Αιγαίου πελάγους». Και πρόσθετε ότι στην ‘Υδρα είχαν καταφθάσει «δύο πλοία γαλλικόν και αγγλικόν και οι δύο ναύαρχοι (ο Άγγλος και ο Γάλλος) με τρόπον προσφέρουσι βοηθήματα εις την Ύδραν και τους λέγουσι να επιμένουν εις τον σκοπόν των και να μη φοβώνται διόλου, διότι επιτυγχάνουσι το ποθούμενον»
Ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε γνώση για τους σχεδιασμούς των συγκεκριμένων ξένων δυνάμεων εναντίον του. Στις 31 Ιουλίου 1831, σε επιστολή του προς τον Γάλλο ναύαρχο Lalande, που υπηρετούσε στην Ελλάδα, του αποκάλυψε ότι γνώριζε όλες τις δολοπλοκίες των Άγγλων και των Γάλλων, με τρόπο που καταπλήσσει:
«Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους»
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1831, έστειλε στον Έλληνα πρέσβυ στο Παρίσι πρίγκηπα Α. Σούτσο επιστολή με την οποία, με εθνική αγανάκτηση, διαμαρτύρεται και του ζητά να προβεί σε σχετικά διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την πρωτοφανή και ανεπίτρεπτη ανάμιξη των Γάλλων και των Άγγλων αξιωματικών στις φοβερές αντικυβερνητικές ενέργειες της Ύδρας και της Μάνης και για την απροκάλυπτη σύμπραξη και τη βοήθειά τους προς τους ταραχοποιούς.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν τελικά οι Ελληνες Μαυρομιχάληδες σκότωσαν τον Καποδίστρια, οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας σίγουρα δεν ήταν Έλληνες. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη: «Ανάθεμα τους Άγγλο – Γάλλους που ήταν η αιτία και εγώ να χάσω τους δικούς μου ανθρώπους και το Έθνος να χάσει έναν κυβερνήτη που δεν θα ματαβρεί. Το αίμα του με παιδεύει έως σήμερα».
Η απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια να προχωρήσει στη διανομή των Εθνικών Γαιών στους φτωχούς αγωνιστές, φαίνεται ότι αποτελούσε ένα ακόμα σημείο τριβής του Κυβερνήτη με τους Έλληνες προύχοντες και τους ξένους δανειστές, αφού οι εθνικές γαίες αποτελούσαν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του ελληνικού κράτους και άρα εγγύηση για αποπληρωμή των επαχθών δανείων που είχαν χορηγηθεί στην Ελλάδα. Η Μάνη, απόλυτα ελεγχόμενη από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη είχε στασιάσει κατά του Καποδίστρια και ετοίμαζε ένοπλα τμήματα.
Ο Καποδίστριας συνέλαβε τον Πετρόμπεη, αλλά η κατάσταση επιδεινώθηκε από την εξέγερση της Ύδρας. Υπό την ηγεσία της οικογένειας Κουντουριώτη και την πολιτική καθοδήγηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, οι Υδραίοι επαναστάτησαν, ζητώντας από τον Καποδίστρια να τους επιστρέψει τα χρήματα που είχαν ξοδέψει στον Αγώνα του 1821, κατέλαβαν τον ναύσταθμο του Πόρου, και με πρωτεργάτη τον Ανδρέα Μιαούλη, πυρπόλησαν πλοία του στόλου, ανάμεσά τους και την φρεγάτα «Ελλάς». Είναι απόλυτα τεκμηριωμένη η ενθάρρυνση (για να το θέσουμε επιεικώς) των στασιαστών από τις Μεγάλες Δυνάμεις, Βρετανία και Γαλλία. Ο μεν Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποστηριζόταν ανοικτά από τον Γάλλο πρέσβη, η δε οικογένεια Κουντουριώτη και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήταν οι απόλυτοι εκφραστές των βρετανικών συμφερόντων στην Ελλάδα.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1831, έστειλε στον Έλληνα πρέσβυ στο Παρίσι πρίγκηπα Α. Σούτσο επιστολή με την οποία, με εθνική αγανάκτηση, διαμαρτύρεται και του ζητά να προβεί σε σχετικά διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την πρωτοφανή και ανεπίτρεπτη ανάμιξη των Γάλλων και των Άγγλων αξιωματικών στις φοβερές αντικυβερνητικές ενέργειες της Ύδρας και της Μάνης και για την απροκάλυπτη σύμπραξη και τη βοήθειά τους προς τους ταραχοποιούς.
Ήδη, από το το προηγούμενο έτος, 1830, είχε ξεσπάσει ανταρσία στη Μάνη υπό την ηγεσία του Τζανή Μαυρομιχάλη, αδελφού του Πετρόμπεη. Ο τελευταίος ετέθη σε περιορισμό στο Ναύπλιο, ζήτησε να πάει στη Μάνη για να την ησυχάσει, το αίτημά του δεν έγινε δεκτό, αποπειράθηκε να διαφύγει με αγγλικό πλοίο, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Βαρέως φέροντες τη μεταχείριση αυτή του αρχηγού της οικογενείας τους, και μέσα στο τεταμένο και από τα γεγονότα του Πόρου κλίμα, οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδερφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα, εφάρμοσαν το μανιάτικο έθιμο της βεντέτας. Η δολοφονία του Καποδίστρια τελικά οργανώθηκε από τον Γάλλο πρέσβη Ρουάν και τον Βρετανό ομόλογό του Ντόκινς, που εκτελούσαν οδηγίες των κυβερνήσεών τους.
Άλλωστε είχαν επιχειρήσει και προηγουμένως να σκοτώσουν τον Καποδίστρια, μέσω Μαυροκορδάτου! Ο Μαυροκορδάτος είχε τότε πληρώσει με 25.000 γρόσια τον καμαριέρη του Καποδίστρια, Νικολέτο, για να τον δηλητηριάσει. Αυτός όμως αν και αρχικά δέχτηκε, άλλαξε γνώμη και μάλιστα ενημέρωσε τον Καποδίστρια. Όταν η απόπειρα αυτή απέτυχε έσπασαν οι στάσεις σε Μάνη – με τη συνδρομή γαλλικών στρατευμάτων – και στην Ύδρα.
Ο αδερφός του Πετρόμπεη, Κωνσταντίνος, και ο ανιψιός του, Γεώργιος, μπήκαν κάτω από αστυνομική παρακολούθηση. Ο πολιτάρχης, όπως λεγόταν τότε ο αρχηγός της αστυνομίας, αντί να αλλάζει κάθε βδομάδα τους δύο χωροφύλακες συνοδούς των Μαυρομιχάληδων, όπως είχε εντολή, τους άφησε 40 μέρες. Έτσι έγιναν τελικά συνεργοί. Λίγες μέρες πριν από τη δολοφονία του Καποδίστρια, οι Μαυρομιχάληδες, μαζί με τους συνοδούς τους χωροφύλακες, αγόρασαν νέα όπλα από το οπλοπωλείο του Παξιμάδη, στο Ναυπλίου.
Την Παρασκευή, 25 Σεπτεμβρίου, μια ηλικιωμένη γυναίκα κατήγγειλε στην αστυνομία ότι άκουσε τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη να κουβεντιάζουν με τους δυο χωροφύλακες φρουρούς τους ότι έπρεπε να σκοτώσουν τον Καποδίστρια το Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου, μπροστά στην εκκλησία. Η αναφορά έφτασε στον αρχηγό της αστυνομίας, ο οποίος δεν αντέδρασε. Το Σάββατο όμως ο Καποδίστριας ήταν άρρωστος και δε βγήκε από το σπίτι. Έτσι η επιχείρηση αναβλήθηκε για την επομένη.
Το επόμενο πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας βγήκε από το σπίτι του, στο Ναύπλιο, για να πάει στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος. Στα σκαλιά, τον πρόλαβαν οι Μαυρομιχάληδες και οι δύο χωροφύλακες. Τον πυροβόλησαν και οι τέσσερις. Ο Δημήτριος Κοκκινάκης στο βιβλίο του «Ποιοι σκότωσαν τον Καποδίστρια» θεωρεί ότι οι Μαυρομιχάληδες ήταν σαφώς παρόντες στη δολοφονία, συνέργησαν σε αυτή, αλλά δεν ήταν οι πραγματικοί δολοφόνοι.
Τον Καποδίστρια συνόδευε ο Κρητικός μονόχειρας σωματοφύλακάς του Γεώργιος Κοζώνης, ο οποίος πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Τον τελευταίο τον αποτελείωσε ο όχλος, το δε πτώμα του πετάχθηκε στο λιμάνι. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, από όπου και παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί ύστερα από την επιμονή του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί και απειλούσε να κάψει την πρεσβεία. Τελικώς καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε λίγες μέρες αργότερα. Ο τραγικός θάνατος του Καποδίστρια βύθισε σε θλίψη τον γεωργικό πληθυσμό, ενώ αντίθετα στην Ύδρα δέχτηκαν την είδηση με πανηγυρισμούς.
Ο σχεδιασμός της δολοφονίας ανήκε μάλλον στον Γάλλο στρατηγό Ζεράντ, διοικητή τότε του τακτικού στρατού, με ανάμιξη και Ελλήνων αξιωματικών, όπως του λοχαγού Φώτιου Αγγελίδη. Δύο μήνες πριν από τη δολοφονία, οι αξιωματικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο στις μεταξύ τους συζητήσεις επιβεβαίωναν ότι πλησίαζε η ημέρα που θα «ξεφορτώνονταν» τον Καποδίστρια. Επίσης ενδεικτικές είναι και οι τελευταίες λέξεις του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη, όπως τις μεταφέρει ο στρατηγός Κασομούλης στα απομνημονεύματά του. «Δεν φταίω εγώ στρατιώται, άλλοι με έβαλαν» κραύγασε ο δολοφόνος Μαυρομιχάλης πριν πέσει νεκρός από την πιστολιά του φρουρού του Καποδίστρια. ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΟΤΙΒΟ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ … “ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΦΤΑΙΝΕ ΚΥΡΙΑ”
Προς τη κατεύθυνση της εμπλοκής της Γαλλίας συναινεί και η μαρτυρία που μεταφέρει ο ιστορικός και αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης, ότι ο έτερος εκτελεστής του Κυβερνήτη Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στο σπίτι του πρέσβυ της Γαλλίας βαρώνου Ρουάν, δηλώνοντάς του: «Σκοτώσαμε τον τύραννο. Μπιστευόμαστε την τιμή της Γαλλίας. Να τα άρματά μας».
Η απόφαση του Γάλλου πρέσβυ Ρουάν να παράσχει άσυλο στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και η αρχική άρνησή του να τον παραδώσει με προφάσεις (όπως την επίδειξη εντάλματος σύλληψης) απετέλεσε χαρακτηριστική και απροκάλυπτη παροχή πολιτικής προστασίας και κάλυψης του εγκλήματος. Πάντως, παρά την προσπάθεια κωλυσιεργίας, υπό την απειλή του εξεγερμένου λαού που είχε περικυκλώσει την πρεσβεία, ο Ρουάν αναγκάστηκε να παραδώσει τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη στις αρχές. Οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας συνέχισαν να παρέχουν υποστήριξη προς τους δολοφόνους του Κυβερνήτη, ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε.
Αξιοσημείωτη και αποκαλυπτική είναι, επίσης, και η στάση του πρέσβη της Αγγλίας, ο οποίος αμέσως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, ζήτησε να ληφθούν αυστηρά μέτρα κατά του εξεγερμένου λαού, ακόμη και καταστολή με τη χρήση όπλων, απειλώντας την τριμελή προσωρινή Διοικητική επιτροπή (που απαρτιζόταν από τους Αυγουστίνο Καποδίστρια, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Κωλέττη), ακόμη και με αποχώρηση και διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Αρκετά αργότερα, το 1840 ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ακούγοντας κάποιον να κατηγορεί τον Καποδίστρια, φέρεται να είπε τούτα τα λόγια: «Δεν μετράς καλά φιλόσοφε. Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου και το Έθνος έναν άνθρωπο που δε θα τονε ματαβρεί, και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα» Για την δολοφονία του Καποδίστρια ο Ελβετός φιλέλληνας Ι.Γ. Εϋνάρδος είπε: «Όστις δολοφόνησε τον Καποδίστρια, δολοφόνησε την πατρίδα του. Ο θάνατός του είναι συμφορά για την Ελλάδα και δυστύχημα ευρωπαϊκόν»
Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια τη θέση του κυβερνήτη ανέλαβε για κάποιο διάστημα ο αδερφός του Αυγουστίνος Καποδίστριας, ως πρόεδρος της προαναφερθείσας Διοικητικής Επιτροπής που διόρισε η Γερουσία. Τη σορό του Καποδίστρια την μετέφερε ο αδερφός του στην Κέρκυρα, όπου και ενταφιάστηκε στη Μονή Πλατυτέρας. Οι ξένοι (σύμμαχοι και φίλοι) των γνωστών Μυστικών Εταιριών, Στοών και Λαγουμιών, ήθελαν τον Καποδίστρια νεκρό, όμως Ελληνες κατσαπλιάδες, τραμπούκοι, ηλίθιοι, παρασιτικοί και μοχθηροί τον δολοφόνησαν.
terrapapers.com_Kapodistrias in Switzerland (2)
Ενας Μεγάλος Ανθρωπος
Σχετικά με την προσωπικότητα του Καποδίστρια έχουν εκφραστεί από τους ιστορικούς αντικρουόμενες απόψεις. Ο κόμης Γκομπινό τον συγκαταλέγει στους τρεις μεγαλύτερους διπλωμάτες της εποχής μαζί με τον Μέττερνιχ και τον Ταλλεϋράνδο, ο Χέρτσμπεργκ αναφέρει ότι ήταν διπλωμάτης δεξιώτατος. Ο Γιάννης Κορδάτος τον χαρακτηρίζει τυφλό όργανο των Ρώσων, ενώ ο Κάρλ Μάρξ ο νοητικά ανυπόληπτος, τον χαρακτηρίζει πολιτικά ανυπόληπτο. Αντίθετα, ο Τάσος Βουρνάς εκφράζεται θετικά ως προς το έργο του, όπως και οι Καρολίδης και Διονύσιος Κόκκινος, ένας εκ των φανατικότερων υποστηρικτών του.
Με την άποψη ότι ο Καποδίστριας ήταν εκτελεστικό όργανο των Ρώσων διαφωνεί και ο Douglas Dakin. Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης χαρακτηρίζει το έργο του αξιόλογο αλλά όχι αξιέπαινο, ο Σπυρίδων Τρικούπης, στενός συνεργάτης του Καποδίστρια, εκφράζεται θετικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου