Δεν ξέρω πόση ώρα είμαι μπροστά στο πληκτρολόγιο. Ο χρόνος έχει σταματήσει. Οι σκέψεις και οι ιδέες και αυτές έχουν στερέψει.
Πλησιάζει το τέλος του χρόνου και προσπαθώ να βρω λόγια να γράψω κάτι που να δώσει ελπίδα, χαρά, αγαλλίαση. Μα τίποτα...
Η ψυχή μου πονάει για σένα πατρίδα, για σένα Ελλάδα.
*Πως να γράψω για αγάπη όταν το μίσος με πνίγει; Όταν το θεριό που έχουμε μέσα μας έχει ξυπνήσει και ζητάει αίμα για να τραφεί; Ο αδελφός σκοτώνει τον αδελφό, απαρνιέται την μάνα, φτύνει την Παναγιά, προσκυνά τον προδότη και θεοποιεί το χρήμα....
*Πως να γράψω για ειρήνη όταν οι βόμβες της συμφοράς πέφτουν γύρο μου; Νιώθω πως είναι η ώρα που πρέπει να δώσουμε την μητέρα όλων των μαχών στον ποιο ανελέητο πόλεμο, στον ποιο σκληρό και στον ποιο μεγάλο. Ένα πόλεμο που το πλήθος των όπλων δεν παίζει τον πρώτο ρόλο. Αυτόν τον πόλεμο τον ξέρουν οι γενναίοι Έλληνες. Τον ξέρουν και τον έχουν βιώσει στο πέρασμα των αιώνων πολλές φορές, δεν τους τρομάζει αυτός ο πόλεμος διότι είναι πόλεμος αντρίκειος, σώμα με σώμα, ψυχή με ψυχή.
Εδώ όμως έχουμε πόλεμο που δεν συμμετέχουν άνδρες μα ανδρείκελα με γραβάτες. Ύπουλα υποκείμενα που μοιάζουν με το σαράκι που τρώει σιγά, σιγά το ξύλο, με την βδέλλα που ρουφάει το αίμα μέχρι να σε στεγνώσει κι από την τελευταία σταγόνα σου.
Ίσως κάποιοι νεωτεριστές μου πουν <Μα έτσι είναι ο οικονομικός πόλεμος> και εγώ θα τους πω να τον βάλουν εκεί που ξέρουν και που τους αρέσει.
Το ανάθεμα του έμπορα που τον έπνιξαν τα χρέοι και αυτοκτόνησε, του απολυμένου υπαλλήλου που του πείρε η τράπεζα το σπίτι, του καρδιοπαθή που του έκοψε η ΔΕΗ το ηλεκτρικό ρεύμα, του παιδιού που λιγοθύμησε από την πείνα στο σχολείο, θα είναι οι Ερινύες που θα τους κατατρέχουν μέχρι θανάτου και θα ζητούν εκδίκηση....
*Πως να γράψω για υγεία όταν δεν υπάρχει η στοιχειώδης πρόληψη και περίθαλψη; Όταν βλέπω τους συνανθρώπους μου να πεθαίνουν αβοήθητοι; όταν βλέπω νοσοκομεία να κλείνουν, ιατρεία χωρίς γιατρούς, ασθενείς χωρίς φάρμακα;
*Πως να γράψω για ευημερία όταν ο συνταξιούχος βλέπει να του κόβουν την σύνταξη, να του ληστεύουν τα χρήματα που με χίλιες στερήσεις πλήρωνε τόσα χρόνια για να έχει μια αξιοπρεπή σύνταξη στα γεράματά του, τα νέα παιδιά που δεν πρόκειται να πάρουν ποτέ σύνταξη και αμείβονται με ψίχουλα ενώ τους υποχρεώνουν να εργάζονται με εξαντλητικά ωράρια και γιατί ολ' αυτά παρακαλώ;;; Για να μην επιστρέψουν τα κλεμμένα οι κλέφτες. Ευκαιρία ζητούσαν και τα ξένα ανδρείκελα με τις γραβάτες για να αρπάξουν τον γεωφυσικό πλούτο της πατρίδας και να γίνουν επικυρίαρχοι στα εδάφη μας και εμείς δούλοι στην ίδια μας την πατρίδα...
ΌΧΙ λοιπόν, δεν μπορώ να γράψω ευχές. Γονάτισα, ομολογώ γονάτισα. Το λέω αυτό εγώ που όταν έβλεπα κάποιους άλλους να γονατίζουν τους έλεγα πως γονατίζουμε για να παίρνουμε δύναμη από την μάνα ΓΗ
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σηκώσω τα χέρια ψηλά και με όση δύναμη έχει απομείνει μέσα στην ψυχή μου να πω
<Ελέησον Κύριε την πατρίδα μου κατά το μέγα έλεος σου>
Πλησιάζει το τέλος του χρόνου και προσπαθώ να βρω λόγια να γράψω κάτι που να δώσει ελπίδα, χαρά, αγαλλίαση. Μα τίποτα...
Η ψυχή μου πονάει για σένα πατρίδα, για σένα Ελλάδα.
*Πως να γράψω για αγάπη όταν το μίσος με πνίγει; Όταν το θεριό που έχουμε μέσα μας έχει ξυπνήσει και ζητάει αίμα για να τραφεί; Ο αδελφός σκοτώνει τον αδελφό, απαρνιέται την μάνα, φτύνει την Παναγιά, προσκυνά τον προδότη και θεοποιεί το χρήμα....
*Πως να γράψω για ειρήνη όταν οι βόμβες της συμφοράς πέφτουν γύρο μου; Νιώθω πως είναι η ώρα που πρέπει να δώσουμε την μητέρα όλων των μαχών στον ποιο ανελέητο πόλεμο, στον ποιο σκληρό και στον ποιο μεγάλο. Ένα πόλεμο που το πλήθος των όπλων δεν παίζει τον πρώτο ρόλο. Αυτόν τον πόλεμο τον ξέρουν οι γενναίοι Έλληνες. Τον ξέρουν και τον έχουν βιώσει στο πέρασμα των αιώνων πολλές φορές, δεν τους τρομάζει αυτός ο πόλεμος διότι είναι πόλεμος αντρίκειος, σώμα με σώμα, ψυχή με ψυχή.
Εδώ όμως έχουμε πόλεμο που δεν συμμετέχουν άνδρες μα ανδρείκελα με γραβάτες. Ύπουλα υποκείμενα που μοιάζουν με το σαράκι που τρώει σιγά, σιγά το ξύλο, με την βδέλλα που ρουφάει το αίμα μέχρι να σε στεγνώσει κι από την τελευταία σταγόνα σου.
Ίσως κάποιοι νεωτεριστές μου πουν <Μα έτσι είναι ο οικονομικός πόλεμος> και εγώ θα τους πω να τον βάλουν εκεί που ξέρουν και που τους αρέσει.
Το ανάθεμα του έμπορα που τον έπνιξαν τα χρέοι και αυτοκτόνησε, του απολυμένου υπαλλήλου που του πείρε η τράπεζα το σπίτι, του καρδιοπαθή που του έκοψε η ΔΕΗ το ηλεκτρικό ρεύμα, του παιδιού που λιγοθύμησε από την πείνα στο σχολείο, θα είναι οι Ερινύες που θα τους κατατρέχουν μέχρι θανάτου και θα ζητούν εκδίκηση....
*Πως να γράψω για υγεία όταν δεν υπάρχει η στοιχειώδης πρόληψη και περίθαλψη; Όταν βλέπω τους συνανθρώπους μου να πεθαίνουν αβοήθητοι; όταν βλέπω νοσοκομεία να κλείνουν, ιατρεία χωρίς γιατρούς, ασθενείς χωρίς φάρμακα;
*Πως να γράψω για ευημερία όταν ο συνταξιούχος βλέπει να του κόβουν την σύνταξη, να του ληστεύουν τα χρήματα που με χίλιες στερήσεις πλήρωνε τόσα χρόνια για να έχει μια αξιοπρεπή σύνταξη στα γεράματά του, τα νέα παιδιά που δεν πρόκειται να πάρουν ποτέ σύνταξη και αμείβονται με ψίχουλα ενώ τους υποχρεώνουν να εργάζονται με εξαντλητικά ωράρια και γιατί ολ' αυτά παρακαλώ;;; Για να μην επιστρέψουν τα κλεμμένα οι κλέφτες. Ευκαιρία ζητούσαν και τα ξένα ανδρείκελα με τις γραβάτες για να αρπάξουν τον γεωφυσικό πλούτο της πατρίδας και να γίνουν επικυρίαρχοι στα εδάφη μας και εμείς δούλοι στην ίδια μας την πατρίδα...
ΌΧΙ λοιπόν, δεν μπορώ να γράψω ευχές. Γονάτισα, ομολογώ γονάτισα. Το λέω αυτό εγώ που όταν έβλεπα κάποιους άλλους να γονατίζουν τους έλεγα πως γονατίζουμε για να παίρνουμε δύναμη από την μάνα ΓΗ
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σηκώσω τα χέρια ψηλά και με όση δύναμη έχει απομείνει μέσα στην ψυχή μου να πω
<Ελέησον Κύριε την πατρίδα μου κατά το μέγα έλεος σου>
Στέλιος Τσολάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου