Ο τελευταίος φίλος
Πέρση, τέτοιον καιρό, (όπως θα έλεγε και το παλιό ελαφρό τραγουδάκι), έφυγε από την ζωή μια βασίλισσα με χάρτινο στέμμα που για μερικούς καλούς της συντρόφους της παιδικής της ηλικίας ήταν στην φαντασία μας χρυσό. Με ένα βασίλειο που η επικράτεια του ήταν μια αλάνα και το κάστρο του μια άγρια χαρουπιά. Η αδυσώπητη μπουλντόζα πριν μερικά χρόνια, ξερίζωσε το δένδρο και η άκαρδη μπετονιέρα στην αλάνα έχτισε μια εξαώροφη πολυκατοικία.
Το μόνο που δεν μπορεί να αλλάξει είναι το γεωγραφικό πλάτος και μήκος της περιοχής...
**Άλιμος, οδός Αριστοτέλους** Δεν έχει σημασία αν ήταν στην αρχή ή στο τέλος ή κάπου στη μέση. Κοντά στο τότε ποτάμι (που τώρα είναι η Λ. Αμφιθέας) ή κάπου στην διασταύρωση με την οδό Μεγίστης. Η στάχτη του χρόνου και το τσιμέντο, τα ισοπέδωσαν όλα και μόνο στο μυαλό ορισμένων ακόμη υπάρχουν.
Δεν θα αναφέρω το όνομα της. Αυτό μόνο η οικογένεια της έχει το δικαίωμα.... Εγώ απλά θα την αποκαλώ **Βασίλισσα**
Κάποτε είχαμε μια παρέα με καμιά δεκαριά άτομα και αρχηγός ήταν εκείνη. Από αυτή την παρέα, οι τέσσερις είμαστε οι ποιο κολλητοί.
Δεν θα αναφερθώ στα χρόνια εκείνα. Αυτό θα το κάνω κάπου ποιο (επίσημα).
Θα περιγράψω όμως εκείνη, έτσι σαν ένα σκίτσο σε μια κόλα χαρτί.
Ένα μελαχρινό κορίτσι δεκατριών χρονών. Μαύρα μαλλιά, μελιά μάτια, λεπτό κορμί γεροδεμένο. Την θυμάμαι πάντα με εκείνο το πορτοκαλί σορτσάκι, το λευκό πουκάμισο που με δυσκολία κρατούσε στη θέση του το πρόωρα ανεπτυγμένο εφηβικό στήθος και εκείνα τα δερμάτινα καφέ πέδιλα.
Την θυμάμαι να είναι πρώτη στον πετροπόλεμο. Να κρατάει στο δεξί χέρι το ξύλινο σπαθί της και στο αριστερό για ασπίδα το καπάκι από κάποια κατσαρόλα της μάνας της...
Την θυμάμαι να με κρατάει πάντα δίπλα της. Με πρόσεχε και την πρόσεχα σαν κάτι πολύτιμο, σαν κάτι πολύ ακριβό.
Ποτέ αυτή η σχέση δεν έγινε κάτι άλλο. Μήναμε πάντα αδερφικοί φίλοι. Κάποτε αναρωτηθήκαμε γιατί; Δεν έτυχε.
Οι δρόμοι όλων μας χώρισαν. Η ζωή βλέπετε είναι σκληρή αδυσώπητη... Πάντα όμως υπήρχε ένα νοητό νήμα που μας είχε δεμένους τον ένα με τον άλλο.
Δεν ξέρω αν είναι κατάρα ή βασκανία ή δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω. Όλοι έφυγαν από την ζωή πριν την ώρα τους. Από την επάρατο νόσο οι περισσότεροι...
Πέρση στις αρχές του Καλοκαιριού έφυγε άλλος ένας... Τότε είχα δει την **βασίλισσα** στο δρόμο
- Γεια σου αγάπη μου (Έτσι της άρεσε να με λέει.)
- Καλημέρα, χμ, ξέρεις πέθανε ο ....
Έμεινε για λίγο σκεφτική και μετά μου έπιασε τα δυο μου χέρια και τα έσφιξε με όση δύναμη είχε.
-Στέλιο μείναμε οι δυο μας. Κράτα γερά.
Με φίλησε στο μάγουλο και έφυγε.
Μετά από δυο μήνες, μια μέρα του Αυγούστου, αφού συγύρισε το σπίτι της, μαγείρεψε για τα παιδιά της και τον άνδρα της πήγε και ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστεί.
Έτσι σαν πουλάκι έφυγε. Κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ ποια.
Κάποτε είμασταν δέκα φίλοι, οι τέσσερις κολλητοί. Έμεινα μόνος
Ο τελευταίος φίλος
Πέρση, τέτοιον καιρό, (όπως θα έλεγε και το παλιό ελαφρό τραγουδάκι), έφυγε από την ζωή μια βασίλισσα με χάρτινο στέμμα που για μερικούς καλούς της συντρόφους της παιδικής της ηλικίας ήταν στην φαντασία μας χρυσό. Με ένα βασίλειο που η επικράτεια του ήταν μια αλάνα και το κάστρο του μια άγρια χαρουπιά. Η αδυσώπητη μπουλντόζα πριν μερικά χρόνια, ξερίζωσε το δένδρο και η άκαρδη μπετονιέρα στην αλάνα έχτισε μια εξαώροφη πολυκατοικία.
Το μόνο που δεν μπορεί να αλλάξει είναι το γεωγραφικό πλάτος και μήκος της περιοχής...
**Άλιμος, οδός Αριστοτέλους** Δεν έχει σημασία αν ήταν στην αρχή ή στο τέλος ή κάπου στη μέση. Κοντά στο τότε ποτάμι (που τώρα είναι η Λ. Αμφιθέας) ή κάπου στην διασταύρωση με την οδό Μεγίστης. Η στάχτη του χρόνου και το τσιμέντο, τα ισοπέδωσαν όλα και μόνο στο μυαλό ορισμένων ακόμη υπάρχουν.
Δεν θα αναφέρω το όνομα της. Αυτό μόνο η οικογένεια της έχει το δικαίωμα.... Εγώ απλά θα την αποκαλώ **Βασίλισσα**
Κάποτε είχαμε μια παρέα με καμιά δεκαριά άτομα και αρχηγός ήταν εκείνη. Από αυτή την παρέα, οι τέσσερις είμαστε οι ποιο κολλητοί.
Δεν θα αναφερθώ στα χρόνια εκείνα. Αυτό θα το κάνω κάπου ποιο (επίσημα).
Θα περιγράψω όμως εκείνη, έτσι σαν ένα σκίτσο σε μια κόλα χαρτί.
Ένα μελαχρινό κορίτσι δεκατριών χρονών. Μαύρα μαλλιά, μελιά μάτια, λεπτό κορμί γεροδεμένο. Την θυμάμαι πάντα με εκείνο το πορτοκαλί σορτσάκι, το λευκό πουκάμισο που με δυσκολία κρατούσε στη θέση του το πρόωρα ανεπτυγμένο εφηβικό στήθος και εκείνα τα δερμάτινα καφέ πέδιλα.
Την θυμάμαι να είναι πρώτη στον πετροπόλεμο. Να κρατάει στο δεξί χέρι το ξύλινο σπαθί της και στο αριστερό για ασπίδα το καπάκι από κάποια κατσαρόλα της μάνας της...
Την θυμάμαι να με κρατάει πάντα δίπλα της. Με πρόσεχε και την πρόσεχα σαν κάτι πολύτιμο, σαν κάτι πολύ ακριβό.
Ποτέ αυτή η σχέση δεν έγινε κάτι άλλο. Μήναμε πάντα αδερφικοί φίλοι. Κάποτε αναρωτηθήκαμε γιατί; Δεν έτυχε.
Οι δρόμοι όλων μας χώρισαν. Η ζωή βλέπετε είναι σκληρή αδυσώπητη... Πάντα όμως υπήρχε ένα νοητό νήμα που μας είχε δεμένους τον ένα με τον άλλο.
Δεν ξέρω αν είναι κατάρα ή βασκανία ή δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω. Όλοι έφυγαν από την ζωή πριν την ώρα τους. Από την επάρατο νόσο οι περισσότεροι...
Πέρση στις αρχές του Καλοκαιριού έφυγε άλλος ένας... Τότε είχα δει την **βασίλισσα** στο δρόμο
- Γεια σου αγάπη μου (Έτσι της άρεσε να με λέει.)
- Καλημέρα, χμ, ξέρεις πέθανε ο ....
Έμεινε για λίγο σκεφτική και μετά μου έπιασε τα δυο μου χέρια και τα έσφιξε με όση δύναμη είχε.
-Στέλιο μείναμε οι δυο μας. Κράτα γερά.
Με φίλησε στο μάγουλο και έφυγε.
Μετά από δυο μήνες, μια μέρα του Αυγούστου, αφού συγύρισε το σπίτι της, μαγείρεψε για τα παιδιά της και τον άνδρα της πήγε και ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστεί.
Έτσι σαν πουλάκι έφυγε. Κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ ποια.
Κάποτε είμασταν δέκα φίλοι, οι τέσσερις κολλητοί. Έμεινα μόνος
Ο τελευταίος φίλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου