Posted: 07 Jan 2014 02:00 AM PST
Του π. Ανανία Κουστένη
Στὶς 7 Ἰανουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν Σύναξη τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Εἶναι ἡ ἀρχαιότερη γιορτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Καὶ ἦλθε Θεόθεν. Ὁ Θεὸς φώτισε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ὅρισαν τὴν ἑπόμενη τῶν Θεοφανείων, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν ἅγιο Ἰωάννη, ποὺ βάπτισε τὸν Χριστό μας. Εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἅγιος της Ἐκκλησίας μας. Ἡ Παναγία δὲν συγκρίνεται, βέβαια. Ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν». Ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔνσαρκη. Ὁ φίλος τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ κῆρυξ τῆς μετανοίας. Ἡ φιλέρημος τρυγῶν. Σ’ ὁποια ἐρημιὰ κι ἂν εἴμαστε, καὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν ἄλλων περιοχῶν, ὑπάρχει ἐκεῖ πάντοτε, νὰ τὸ ξέρομε αὐτό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ μᾶς συντροφεύει. Μᾶς κάνει καὶ μᾶς κρατᾶ τὴν καλύτερη παρέα καὶ τὴν καλύτερη συντροφιά.
Γι’ αὐτό, ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εὐρισκόμενος στὴν πολύβουη Ἀθήνα τῆς πλουτοκρατίας κλπ, ἐνθυμεῖτο περισσότερο τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο τῆς Σκιάθου. Ποῦ τὸν ἔλεγαν Ἀσέληνο, θὰ ’ταν σὲ κάποιο σημεῖο, ποὺ δὲν τὸ ’βλεπε οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε καὶ ἡ σελήνη. Καὶ τοῦ λέει σ’ ἕνα ὡραῖο ποίημα, μὲ τὸν ἴδιο τίτλο: «Ἀπὸ τὴν ἐρημία σου Ἄϊ μου Γιάννη/ ποὺ ἤχησε τὸ πάλαι ἡ φωνή σου/θυμήσου μας...
κ’ ἐμᾶς κ’ ἐμᾶς λυπήσου/ ποὺ λυώνομε μέσα σὲ μία ἐρημία/ γεμάτη ἀπὸ πληθυσμὸν ἀνθρώπινον.» Τί ὡραία! Γι’ αὐτὸ δὲν εἴμαστε μόνοι στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία. Τυπικὰ μόνοι μπορεῖ. Ὑπαρξιακά, ὅμως, ὄχι. Εἶναι κοντά μας ὁ σαρκωθεῖς, κοντά μας ἡ Ἁγία Τριάς, πολλῶ μᾶλλον, κοντά μας ἡ Παναγία, ὁ ἄη Γιάννης, οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, τὰ πνεύματα καὶ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων. Κι ὅσοι μᾶς ἀγαποῦν, ὅπου κι ἂν βρίσκονται ἐπὶ τῆς γῆς. Γι’ αὐτὸ δὲν εἴμαστε καθόλου μόνοι. Μόνο νὰ προσευχόμεθα καὶ νὰ τοὺς ἐπικαλούμεθα καὶ εἴμεθα «ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων.» Ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους. Καὶ μὲ τοὺς ἁγίους.
Τὴν ἴδια μέρα, 7 Ἰανουάριου πάντα, γιορτάζει καὶ ἡ μετένεξις, ἡ μεταφορά, δηλαδή, τῆς Τιμίας χειρὸς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν Κωνσταντινούπολη, στὰ χρόνια τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου καὶ τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Β’, τοῦ υἱοῦ του, Πορφυρογέννητου κι αὐτοῦ, τὸν 10ο αιώνα. Εἶχε ταφεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴ Σεβαστή. Μία πόλη, ἐκεῖ κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, στὴν Κιλικία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶναι κοντὰ αὐτά, καὶ πῆγε ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς κι ἐπῆρε τὸ χέρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τὸν ἀγαποῦσε πολύ. Κι αὐτὸς γράφει τὰ περισσότερα γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας.
Τὸ πῆρε καὶ τὸ πῆγε στὴν πατρίδα του, τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Τὶς Συριάδες Ἀθῆνες, ποὺ προῆλθε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ τόσοι ἄλλοι ἀπὸ ’κεῖ. Κι ἐκεῖ τὸ χεράκι τοῦ ἁγίου μας Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἔκανε πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα. Ξεκλείδωνε ψυχές. Τὶς ἔφερνε στὸν Χριστό. Τὶς ἔβγαζε ἀπ’ τὴν ἁμαρτία, δίνοντας μετάνοια καὶ χάρη. Καὶ θαυματουργοῦσε παντοιοτρόπως. Ἔβγαζε δαιμόνια, θεράπευε ἀρρώστους, σήκωνε παράλυτους, καὶ ἔδινε, προπαντός, ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ὑγεία.
Ἐκεῖ στὰ ὅρια τῆς Ἀντιόχειας, λέει τὸ ταπεινὸ καὶ Ἱερὸ Συναξάριο τῆς 7ης Ιανουαρίου, ἦτο κι ἕνας μεγάλος δράκοντας. Τὸν ὁποῖο ὁ κόσμος ἐκεῖ ὁ ἁπλός, οἱ εἰδωλολάτραι, οἱ μὴ χριστιανοί, δηλαδή, τοῦ ἀπένεμαν λατρεία. Τὸν εἶχαν θεό. Καὶ τοῦ πρόσφεραν κάθε χρόνο θυσία, μὲ θύμα ἕναν ἄνθρωπο. Ἔριχναν κλῆρο κι ὁποῖος τύχαινε. Μία χρονιὰ ἔτυχε, λοιπόν, ἡ κόρη ἑνὸς χριστιανοῦ, νὰ τὴν ρίψουν στὸν δράκοντα, νὰ τὴν φάγει. Ἐκεῖνος στενοχωρήθηκε. Δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει. Παρακαλοῦσε, λοιπόν, τὸν Θεό, τὸν Χριστό μας, καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη. Καὶ τὴν παραμονὴ αὐτῆς τῆς φοβερῆς καὶ θεοστυγοὺς πράξεως, πῆγε καὶ προσκύνησε τὸ χεράκι τοῦ ἁγίου. Καὶ καθὼς προσκυνοῦσε, δάγκωσε καὶ ἔκοψε, ἢ πῆρε, μᾶλλον, μὲ τὸ στόμα του τὸν ἀντίχειρα. Δὲν τὸν κατάλαβε κανείς.
Τὴν ἄλλη μέρα, κρατώντας στὸ χεράκι του κρυφὰ τὸν ἀντίχειρα τοῦ μεγάλου Βαπτιστοῦ, πῆγε τὴν κόρη του στὸ μέρος ποὺ ἤρχετο ὁ δράκων, γιὰ νὰ τὴν φάει. Κι εἶχε μαζευτεῖ πολὺς κόσμος ἀπὸ περιέργεια, —τί ἄχαρο θέαμα καὶ τί σκληρὴ πράξη!— καὶ περίμεναν ὅλοι τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐγίνετο αὐτὸ τὸ κακό. Καὶ καθὼς ἤρχετο ὁ δράκων καὶ ὁρμοῦσε πάνω στὸ θύμα του, τρέχει μπροστὰ ὁ πατέρας κι ἐνῶ εἶχε ἐκεῖνος ἀνοίξει τὸ στόμα του νὰ καταπιεῖ τὴν κόρη, τοῦ ρίχνει μέσα στὸ στόμα, σημάδεψε, καὶ τοῦ ρίχνει τὸν ἀντίχειρα τοῦ μεγάλου Προδρόμου. Καὶ τί γίνεται; Ἐκεῖνος ἔσκασε καὶ ἐχάθη. Συγκινήθηκαν ὅλοι. Καὶ περισσότερο ὁ πατέρας. Καὶ πιὸ πολὺ ἡ κορούλα του. Χάρηκαν τόσο πολύ. Δόξασαν καὶ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν μεγάλο Πρόδρομό Του, τὸν Χριστό μας. Καὶ τὸν μεγάλο Πρόδρομο. Πανηγύρισαν. Ἀλάλαξαν. Πολλοὶ εἰδωλολάτραι ἔγιναν χριστιανοί. Κι ὅλοι μαζὶ κι ὁ εὐεργετηθεῖς πατέρας περισσότερο, πῆραν πέτρες καὶ φτειάξανε μία μεγάλη ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
Εἶχαν μάθει τὰ θαύματα κι οἱ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου. Καὶ περισσότερο οἱ Κωνσταντῖνος καὶ Ρωμανὸς Πορφυρογέννητοι. Καὶ θὰ ἤθελαν νὰ ἔχουν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ χεράκι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὅλα τὰ βλέπει, καὶ χάρηκε πολὺ ποὺ τὸν ἤθελαν καὶ στὴ Βασιλεύουσα. Καὶ τί κάνει; Σ’ ἕναν ἑσπερινὸ καὶ καθῶς ἔκαναν οἱ πατέρες στὸ ναὸ ἐκεῖ ἁγιασμό, στὸ ναὸ ποῦ ἦταν τὸ χεράκι τοῦ ἁγίου, τί κάνει ὁ ἅγιος; Φωτίζει καὶ σπρώχνει, θὰ λέγαμε, ἕνα διάκονο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, τὸν Ἰώβ, καὶ τί κάνει; Καθῶς ἦταν ὅλοι ἐκεῖ στὸν ἁγιασμὸ προσηλωμένοι καὶ προσευχόμενοι, πάει καὶ ἁρπάζει, λέει τὸ Συναξάριο, ἁρπάζει τὸ χέρι τοῦ ἁγίου καὶ τὸ φέρνει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὑπάρχει καὶ καλὸς ἁρπαγμός. Καὶ καλὴ κλοπή.
Καὶ τώρα ὁ ἄη Γιάννης ἤθελε νὰ πάει τὸ χέρι του ἐκεῖ καὶ πῶς νὰ τὸ κάνει; Βάζει τὸν ἄνθρωπο: «Ἄντε πήγαινε καὶ κᾶνε τὸ αὐτό.» Καὶ ὄντως ἔφθασε τὸ χεράκι τοῦ ἁγίου ἀνήμερα στὴ Σύναξή του. Στὴ χάρη του. Ἑπτὰ Ἰανουαρίου. Ἔφθασε. Μυστικὰ ἔφθασε. Τὸ ’φερε μυστικὰ ὁ ἄνθρωπος. Μὴν τὸν γνωρίσουν καὶ τὸν τρέξουνε πίσω καὶ τοῦ πάρουν τὸ χέρι. Ἤτανε μεγάλος θησαυρός. «Τὴν χείρα σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου…», ποὺ λέει στὴν ἐννάτη ὥρα τὸ Δοξαστικόν, καὶ τὸ ἔψαλε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ἐκοιμήθη μὲ αὐτό.
Τὸ ἔμαθαν οἱ αὐτοκράτορες καὶ βγῆκαν. Προϋπάντησαν τὸν μεγάλο Βαπτιστή. Ἔπεσαν κάτω στὴ γῆ, κλαίγανε, ἔκλαιγε ὁ κόσμος, ἦταν μεγάλη, ἔτσι, ἐκδήλωση χαρᾶς καὶ εὐγνωμοσύνης καὶ ὑποδοχῆς γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη, τὸν μείζονα τῶν προφητῶν. Καὶ τὸ πῆραν στὰ χέρια τους. Στὸ χέρι τους οἱ αὐτοκράτορες. Καὶ ποῦ τὸ πῆγαν; Στὸ παλάτι. Στὸν ναὸ τοῦ παλατιοῦ.
Κι ἐκεῖ: «Εὐχαριστοῦμε, ἅγιε Ἰωάννη, ποὺ ἄκουσες, εἶδες τὴν ἐπιθυμία μας κι ἄκουσες τὴ δέησή μας καὶ μᾶς ἦλθες μόνος, κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Καὶ κάθε χρόνο, στὶς 7 Ἰανουαρίου, ὅσο ἤσαν οἱ αὐτοκράτορες στὴν ἀθάνατη Κωνσταντινούπολή μας, γιόρταζαν τὴν μετένεξη, τὴ μεταφορά, δηλαδή, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Καὶ εἶναι στὸ Μηναῖο καὶ τὸ γιορτάζουμε κι ἐμεῖς. Τί ὄμορφο εἶναι! Τί καλὸ εἶναι! Χρόνια πολλὰ καὶ σ’ ὅσους ἑορτάζουν.
(Ἀρχιμ. Ἀνανίας Κουστένης, Χειμερινὸ Συναξάρι, τ. Α΄, σ.134-140).
πεμπτουσία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου