Την περασμένη Πέμπτη, η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ, ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και οι άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες, μεταξύ αυτών και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ ήταν όλο χαμόγελα, αποφασισμένοι να δείξουν ότι το προϊόν της 30ετούς προσπάθειας των πολιτικών προκατόχων τους δεν θα κατεληγε σε ενα ιστορικο φιασκο. Έπειτα από πολλές βδομάδες διαπραγματεύσεων και απορρίψεων, είχαν καταφέρει επιτέλους να καταλήξουν σε μια συμφωνία για ένα πακέτο βοήθειας ύψους 109 δις ευρώ προς την Ελλάδα.
Για τους πιστούς της Ευρώπης, επρόκειτο για μια πολύ ενθαρρυντική απόδειξη ότι τα κράτη της Ευρωζώνης είναι δεσμευμένα στην ευρωπαϊκή ιδέα. Για όσους δεν πιστεύουν στο ευρώ, επρόκειτο για μια άκρως απογοητευτική απόδειξη ότι δεν υπάρχει όριο στους ποταμούς της ρευστότητας που μπορούν να χυθούν σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο.
Όμως τα χαμόγελα κράτησαν λίγο, μόλις τη νύχτα της Πέμπτης και την Παρασκευή, καθώς οι χρηματοπιστωτικές αγορές ανταποκρίθηκαν αρχικά θετικά στη νέα συμφωνία. Ήταν το αναμενόμενο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα, ήταν η συμμετοχή των μεγάλων ιδιωτών πιστωτών – κυρίως τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών – που με τόση προσπάθεια επιτεύχθηκε, ήταν και η ζωτική υποχώρηση από την πλευρά της ΕΚΤ, ότι το ‘επιλεκτικό χρεοστάσιο’, βαθμολογία που θα απέδιδαν οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης στην Ελλάδα δεν θα την οδηγούσε να απορρίψει τους ελληνικούς τίτλους ως εγγυήσεις για την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες. Η Ελλάδα είχε σωθεί.
Αλλά το εύθραυστο επίχρισμα της πανευρωπαϊκής συνεργασίας και η πίστη που επέδειξαν οι αγορές σε αυτό κράτησε μόνον τόσο όσο χρειάστηκαν για να φύγουν οι χαμογελαστοί Ευρωπαίοι ηγέτες από τις Βρυξέλλες. Την ώρα που οι βασικοί διαπραγματευτές και πολιτικοί επέστρεφαν στις πατρίδες τους, δηλαδή από το απόγευμα της Παρασκευής οι παράγοντες των αγορών είχαν αρχίσει να υιοθετούν απαισιόδοξη στάση απέναντι στη συμφωνία.
Και είχαν κάθε δίκιο να το κάνουν. Γιατί υπήρχαν δύο σημαντικά ζητήματα που αυτή η συμφωνία θα έπρεπε να αντιμετωπίσει και το είχε κάνει με τρόπο εξαιρετικά άτολμο.
Πρώτον, έπρεπε να αντιμετωπίσει τον πανικό για τις ευάλωτες οικονομίες των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που όλο και περισσότερο αναδεικνύονταν στις αγορές. Δεύτερον, για να πετύχει κάτι τέτοιο και να διασφαλίσει στις κυβερνήσεις ότι δεν θα παραμείνουν αιωνίως στο στόχαστρο των αγορών, θα έπρεπε να διασφαλίσει μια πολύ πιο σημαντική συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών που κατέχουν τίτλους δημόσιου χρέους, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και των άλλων κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που βρίσκονται σε επίσημα προγράμματα: της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας.
Από το μεσημέρι της Παρασκευής οι αγορές είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η περίπλοκη συμφωνία της Πέμπτης ήταν άλλο ένα ευρωπαϊκό παραμυθάκι.
Οι πολιτικοί είχαν εν τέλει περιορίσει την εφαρμογή των αποφάσεων που έλαβαν στην Ελλάδα, παρά τα ανησυχητικά σημάδια των τελευταίων εβδομάδων ότι οι επενδυτές αρχίζουν να αποφεύγουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της Ευρωζώνης – από το δημόσιο χρέος της Ιταλίας έως τις γαλλικές τράπεζες.
Ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα της συμφωνίας αφορούσε την ειδικότερη συμφωνία με τον ιδιωτικό τομέα για την επιβολή ‘κουρέματος’ στην ονομαστική αξία των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν. Το πακέτο ήταν σημαντικά πιο σκληρό για τους ομολογιούχους απ’ ό,τι η αρχική πρόταση των τραπεζών ένα μήνα πριν. Αλλά και πάλι παρέμενε λιγόψυχο, επιβάλλοντας ‘κούρεμα’ της τάξης του 21%, όταν στην πραγματικότητα η ίδια η αγορά είχε προεξοφλήσει το διπλάσιο.
Ακόμα και έτσι, με βάση τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, του οργανισμού- ομπρέλα που εποπτεύει τον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα, οι τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν σήμερα 100 δις περισσότερα κεφάλαια από ό,τι πέρσι, όμως δεν υπάρχουν ακόμα αρκετά χρήματα στο σύστημα ώστε να μπορούν οι τράπεζες να αναλάβουν πλήρως τις ζημιές που θα έπρεπε να πάρουν και να σπάσει ο φαύλος κύκλος που συνδέει κυβερνήσεις και τράπεζες από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Ο φαύλος κύκλος αυτός έγινε προφανής πριν τρία χρόνια όταν οι τράπεζες στράφηκαν στα κρατικά ταμεία ζητώντας διάσωση και οι κυβερνήσεις τους έκαναν το χατίρι με συνέπεια να βρεθούν οι ίδιες με υψηλό χρέος.
Κι όμως, ακόμη και σήμερα κανείς δεν παίρνει αυτή την κρίση στα σοβαρά. Αξιοθρήνητες αντιπαλότητες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πολιτικοί που μετρούν κουκιά προκειμένου να πάρουν τις επόμενες εκλογές στην πατρίδα τους και τραπεζικά ιδρύματα που ενδιαφέρονται μόνο για το συμφέρον τους και αρνούνται να διαγράψουν σε σύντομο χρονικό διάστημα τόσο χρέος όσο θα έπρεπε, έχουν ως συνέπεια την αποφυγή αντιμετώπισης της σημερινής οικτρής κατάστασης με το σωστό τρόπο. Για να αλλάξει αυτό η Ευρωζώνη θα πρέπει να αποκτήσει ένα σοβαρό σύστημα διακυβέρνησης και ταυτόχρονα να διευρύνει δραστικά τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προκειμένου να μπορεί να στηρίξει μια αξιόπιστη διάσωση σε κάθε κράτος που θα χρειαστεί. Την ίδια στιγμή η Ευρώπη πρέπει να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες της θα πάρουν πολύ μεγαλύτερες ζημιές και ότι οι μέτοχοί τους θα καταβάλουν τα αντίστοιχα κεφάλαια. Μόνο σε αυτή την περίπτωση θα μπορέσουν όντως να ανακάμψουν τα κράτη, οι τράπεζες και η οικονομία της Ευρωζώνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου