Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Η Νεραϊδένια

Είμαστε στη δεκαετία του – 60 - .

Υπηρετούσα στη Λάρισα και είχα την τύχη να έχω κοντά μου μερικούς καλούς συναδέλφους .

Αυτός που πραγματικά ξεχώριζε και πραγματικά ακόμα τον θυμάμαι με πολύ αγάπη , είναι ο Νίκος . Καλλιεργημένος άνθρωπος , είχε σπουδάσει – Φυσικομαθηματικός - στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και αν θυμάμαι καλά αφού τελείωσε τις σπουδές του κάποιος καθηγητής του τον κράτησε κοντά του .

Είχε δημιουργηθεί μια ωραία φιλία μεταξύ μας και πολλές φορές τα ζεστά απογεύματα του Καλοκαιριού τα περνούσαμε στην αυλή του σπιτιού του πίνοντας τσίπουρο και τρώγοντας τα ωραία μεζεδάκια που μας ετοίμαζε η αδελφή του , καταναλώνοντας το χρόνο μας σε διάφορες συζητήσεις επιστημονικού ενδιαφέροντος που πολλές φορές τραβούσαν μέχρι αργά το βράδυ .

Ήταν ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα που είχα πάει για άλλη μια φορά στο σπίτι του Νίκου , είχαμε καθίσει στην αυλή και τα μεζεδάκια είχαν αρχίσει να έρχονται από τα χρυσά χεράκια της αδελφής του , η μητέρα του μόλις είχε βγάλει από τον φούρνο μια θαυμάσια πίτα και μας είχε σερβίρει μερικά κομμάτια καυτά – καυτά και βέβαια το ντόπιο τσίπουρο καταναλωνόταν με απίστευτα γρήγορο ρυθμό .

Γέλια , πειράγματα , φιλοφρονήσεις και το γλυκό Αυγουστιάτικο Απόγευμα κυλούσε ανέμελα . Οι γυναίκες σιγά - σιγά και διακριτικά αποσύρθηκαν στο εσωτερικό του σπιτιού και ο Νίκος άρχισε πάλι να μιλά για το αγαπημένο του θέμα που το είχαμε αφήσει στη μέση εχθές – την αντιύλη - . Είχα πολλές απορίες και όλη την ώρα τον διέκοπτα για να ζητήσω να μου εξηγήσει κάτι που δεν είχα καταλάβει .

Και ξαφνικά την είδα . Μαρμάρωσα στη θέση μου και η ερώτηση που είχα αρχίσει να κάνω στο Νίκο έμεινε στη μέση . Λίγα μέτρα ποιο πέρα από το σπίτι , σε μια διπλανή αυλή , μια ψηλή λυγερόκορμη γυναίκα πότιζε κάτι γλάστρες . Τα ξανθά της μαλλιά λιτά , έφθαναν μέχρι την μέση της . Φορούσε ένα άσπρο φουστάνι που έφθανε σχεδόν μέχρι τους αστράγαλους της και στη λυγερή της μέση για ζώνη είχε σφίξει μια κόκκινη φαρδιά κορδέλα . Τα πόδια της ήταν γυμνά , χωρίς παπούτσια ή κάτι άλλο .Προσπάθησα να μαντέψω την ηλικία της , θα την έκανα πάνω από είκοσι και κάτω από τριάντα πέντε , ήταν αυτό που θα λέγαμε “ απροσδιορίστου ηλικίας “ .
- Τι συμβαίνει ; Με ρώτησε ο Νίκος .
- Ποια είναι αυτή ;
- Α , λες για την Φωτεινή ; Στη γειτονιά την φωνάζουμε Νεραϊδένια . Πολλά λένε γι’ αυτή . Ποιος ξέρει τι είναι αλήθεια και τι παραμύθια των γυναικών .
- Για πες , για πες
- Φίλε μη κάνεις όνειρα , η γυναίκα είναι παντρεμένη και έχει και δύο πανέμορφα κοριτσάκια .
- Μυρίζομαι κάποια ιστορία από αυτές που σε πολλά μέρη της Ελλάδας μιλούν σε θρύλους , σωστά ; ή κάνω λάθος ;
- Τι να σου πω , ίσως
- Τώρα τι θα γίνει ; Θα σου βγάζω τις λέξεις με το τσιμπιδάκι ;
- Εντάξει , αλλά θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα γελάσεις και ούτε θα με πεις ευκολόπιστο , γραφικό , ξεμωραμένο και δεν ξέρω τι άλλο .
- Εντάξει λέγε
- Ο Σταύρος ήταν πάντα , από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου , ένας ήσυχος άνθρωπος .
- Σιγά , σιγά γιατί τώρα με μπέρδεψες , ποιος είναι ο Σταύρος ;
- Ο Σταύρος είναι ο άνδρας της φωτεινής .
- Α
- Ο Σταύρος λοιπόν , από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου , ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος που δεν είχε πολλά – πολλά με την γειτονιά , ζούσε μόνος σε αυτό το σπίτι που βλέπεις εκεί , κοίταζε τη δουλειά του , ποτέ δεν τον είχαν δει να πηγαίνει στο καφενείο ή στο πανηγύρι , ποτέ δεν είχε φίλους και τέλος πάντων ζούσε μια ζωή μοναχική .
Μια μέρα είδαμε ότι είχε φέρει στο σπίτι την Φωτεινή και αργότερα μάθαμε ότι είχαν παντρευτεί . Λόγω της συμπεριφοράς του ζευγαριού , άρχισαν να λένε πολλά παράξενα στη γειτονιά που , δεν ξέρω βρε φίλε τι από αυτά είναι αλήθεια και τι ψέματα.
- Δηλαδή ;
- Τι να σου πω τώρα ….. Να ….. Τέλος πάντων θα το πω . Πιστεύεις στις Νεράιδες , στα ξωτικά .
- Ρε συ Νίκο τι μου λες τώρα ; Θες να μου πεις ότι υπάρχουν τέτοια πράγματα και ότι αυτή εκεί είναι Νερ….
- Σ σ σ σ μη μιλάς , καμιά φορά και οι τοίχοι έχουν αυτιά .
Ο Νίκος σταμάτησε να μιλάει , έκοψε ένα κομμάτι πίτα και γέμισε τα ποτήρια με τσίπουρο , κατέβασε μια γουλιά και συμπλήρωσε ξανά το ποτήρι του . Η ματιά μου πέρασε πάνω από τον φίλο μου και καρφώθηκε στη λυγερόκορμη γυναίκα , εκείνη σα να ένιωσε το βλέμμα μου ή σα να μάντεψε ότι μιλάμε γι’ αυτή , γύρισε αργά το κεφάλι και μας κοίταξε . Τα μάτια της , μάτια μαύρα μεγάλα , ήταν μια αντίθεση με τα ξανθά της μαλλιά και το λευκό της δέρμα .
Ο Νίκος ξεροκατάπιε και άρχισε πάλι να μιλάει
- Ξέρεις τι λένε γι’ αυτά τα πλάσματα ; Αν βρεθείς στο ποτάμι στις δώδεκα το βράδυ έως τις τρις , την ώρα δηλαδή που βγαίνουν και τους μιλήσεις σου παίρνουν τη μιλιά αλλά αν προλάβεις και πάρεις το μαντήλι από κάποια αυτή σε ακολουθεί όπου και να πας με σκοπό να σου πάρει το μαντίλι και να γυρίσει πάλι πίσω .
- Έχω ακούσει κάτι τέτοιες ιστορίες για τα ξωτικά του δάσους από τη συχωρεμένη την γιαγιά μου , στη Μάνη , είπα γελώντας .
- Άστα φίλε , ιστορίες που λένε οι γιαγιάδες στα παιδάκια για να τα φοβίζουν .

Οι μέρες περνούσαν και είχε έλθει πλέον ο Σεπτέμβρης . Ένα βράδυ πήραμε διαταγή να πάμε περίπολο στο ποτάμι . Η βάρδια μας ήταν από τις δώδεκα έως τις δύο .
Ήταν μια γλυκιά νύχτα φεγγαρόφωτη , περπατούσαμε στην όχθη του ποταμού , παράλληλα με το ποτάμι . Το φεγγάρι έβαφε τα νερά ασημένια και περπατώντας απολαμβάναμε το τραγούδι του αηδονιού .
Ξαφνικά , περισσότερο το αισθανθήκαμε παρά το είδαμε , μια κίνηση στην απέναντι όχθη . Προσπαθώντας να μην κάνουμε θόρυβο κρυφθήκαμε πίσω από κάτι φτέρες . Και τότε η τρίχα μας σηκώθηκε κάγκελο … Τρία νέα πανέμορφα κορίτσια με ξέπλεκα ξανθά μαλλιά και λευκά φουστάνια έτρεχαν και γελούσαν . Πριν προλάβουμε να συνέλθουμε ακούσαμε κοντά μας βήματα και ετοιμαστήκαμε να κάνουμε την εμφάνιση μας για να σταματήσουμε , όποιος ήταν για έλεγχο . Δεν προλάβαμε και σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων είδαμε μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά , χωρίς παπούτσια , να προχωράει προς την όχθη κλαίγοντας και να φωνάζει .
- Αγνή - Αγνή – Σαπφώ – Μεγίστη εγώ είμαι η αδελφή σας η Φωτεινή βοηθήστε με .
Καμία όμως από τις απέναντι γυναίκες δεν γύρισαν να την κοιτάξουν .
Ασυναίσθητα το δεξί μου χέρι έσφιξε στη ζώνη μου τη – Beretta - λες και το όπλο θα έκανε κάτι για μένα σε αυτά τα πλάσματα ….


Ο καιρός πέρασε και έφυγα από τη Λάρισα . Άλλαξαν πολλά από τότε στη ζωή μου , όμως τον καλό μου φίλο και την νεραϊδένια πάντα τους θυμόμουνα και όταν μετά από δέκα πέντε χρόνια βρέθηκα ξανά στη Λάρισα με την γυναίκα μου , πήγα και βρήκα τον καλό μου φίλο . Από τον Νίκο έμαθα τον επίλογο της ιστορίας μου .

Ένα πρωί ξύπνησε ο Σταύρος και δεν βρήκε την γυναίκα του . Είχε φύγει για πάντα παίρνοντας μαζί της και τα δύο παιδιά τους και ….. ίσως και κάτι που ο Σταύρος έκρυβε να μη το βρει η Φωτεινή . ( Το μαντίλι της ) .

Δεν υπάρχουν σχόλια: