«Fox-2 Κill»: Η αποτρεπτική αξία της εικονικής σύγκρουσης στο Αιγαίο
Τα περιστατικά τουρκικών παραβιάσεων της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο προκαλούν συχνά διαδεχόμενους κύκλους αντιπαραθέσεων στο δημόσιο διάλογο. Δύο πλευρές κυριαρχούν συνήθως σε αυτές τις συζητήσεις. Η πρώτη πιστεύει ότι τέτοιες τουρκικές ενέργειες δημιουργούν πρόβλημα στην ελληνική προσπάθεια περιορισμού του τουρκικού επεκτατισμού. Η πλευρά, λοιπόν, αυτή προτείνει η Ελλάδα να τηρεί μια σκληρή στάση (δηλαδή να βυθίζει πλοία ή/και να καταρρίπτει αεροσκάφη) απέναντι σε κάθε είδους τουρκική πρόκληση, ακόμη και στις λιγότερο σημαντικές περιπτώσεις, με σκοπό να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα αποφασιστικότητας και ετοιμότητας να υπερασπιστεί τα ελληνικά δίκαια.
Η δεύτερη πλευρά θεωρεί όλα αυτά τα περιστατικά αντιπαράθεσης στο Αιγαίο ως σπατάλη χρόνου και πόρων και προτείνει οι δύο χώρες να εγκαταλείψουν αυτήν την αντιπαραγωγική συμπεριφορά. Το πρόβλημα με το δημόσιο διάλογο στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι ότι και οι δύο πλευρές δεν αντιλαμβάνονται την συνεισφορά αυτών των περιστατικών περιορισμένης σύγκρουσης στην επίτευξη των στόχων που υποστηρίζουν.
Επαρκής προϋπόθεση για τον περιορισμό του τουρκικού επεκτατισμού είναι η τουρκική πεποίθηση ότι μια επιθετική προσπάθεια θα είναι είτε μάταιη, είτε απαράδεκτα ακριβή. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υποστηρικτές της ανελαστικής θέσης θεωρούν ότι μια επίδειξη ισχυρής θέλησης εκ μέρους της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας θα επηρέαζε τους τουρκικούς υπολογισμούς γύρω από την πιθανότητα ελληνικής στρατιωτικής απάντησης σε άλλες, πιο σημαντικές περιπτώσεις τουρκικής επιθετικότητας.
Το επιχείρημά τους αυτό βασίζεται κυρίως στο πληροφοριακό περιεχόμενο που μεταδίδει η αποφασιστική στάση σχετικά με τη δομή των προτιμήσεων της πολιτικής ηγεσίας και τις εκτιμήσεις της σχετικά με την πραγματική ισορροπία ισχύος. Μια αποφασιστική στάση μεταδίδει την υψηλή αποτίμηση των ελληνικών δικαιωμάτων και, κατ’ επέκταση, τη βούληση της ηγεσίας να ρισκάρει να υποστεί το κόστος μιας πολεμικής σύγκρουσης για να τα υπερασπιστεί. Επίσης, μια αποφασιστική στάση μεταδίδει την εκτίμηση της πολιτικής ηγεσίας, βασισμένης στην ιδιωτική πληροφόρηση που έχει σχετικά με τις ικανότητες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΕΔ), για τη θετική έκβαση του αποτελέσματος ενός πιθανού πολέμου με την Τουρκία. Με αυτόν τον τρόπο, η σκληρή στάση της ελληνικής πλευράς, υποστηρίζει η ανελαστική θέση, θα επηρεάσει αποφασιστικά τους τουρκικούς υπολογισμούς, οδηγώντας σε ύφεση τον τουρκικό επεκτατισμό έναντι των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αντιθέτως, η αδράνεια σε αυτά τα μικρά περιστατικά παραβατικότητας ενισχύει τον τουρκικό επεκτατισμό, συνεχίζουν οι υποστηρικτές της ανελαστικής θέσης, καθώς μεταδίδει τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας να αποφύγει το κόστος μιας σύγκρουσης ή/και την εκτίμησή της ότι οι ΕΕΔ δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες μιας σύγκρουσης με την Τουρκία.
Αυτή η πρόταση πάσχει για τρεις λόγους.
Πρώτον, η στάση της πολιτικής ηγεσίας στις περιπτώσεις τουρκικών παραβιάσεων στο Αιγαίο δεν αποτελεί ασφαλή δείκτη της βούλησής της να υποστεί το κόστος μιας σύγκρουσης σε περιπτώσεις ευρύτερων εχθρικών ενεργειών. Το κόστος της μη κατάρριψης των εχθρικών αεροσκαφών που παραβιάζουν τον εθνικό εναέριο χώρο είναι αμελητέο σε σχέση με το κόστος της αδράνειας σε περίπτωση κατάληψης ενός κομματιού της ελληνικής επικρατείας. Με άλλα λόγια, είναι σφάλμα να εξομοιώνεται το πλαίσιο υπολογισμού κόστους/οφέλους των περιπτώσεων τουρκικής παραβατικότητας στο Αιγαίο με το αντίστοιχο πλαίσιο των περιπτώσεων σοβαρότερης τουρκικής επιθετικότητας.
Δεύτερον, η ανελαστική θέση αγνοεί το γεγονός ότι η Τουρκία διαθέτει εναλλακτικούς τρόπους να παρατηρήσει και να μετρήσει την ελληνική στρατιωτική ισχύ. Με άλλα λόγια, υπερεκτιμά τη συνεισφορά της επίδειξης αποφασιστικότητας από την ελληνική πολιτική ηγεσία στον υπολογισμό την ικανότητας των ΕΕΔ, ειδικά αν αυτή συγκριθεί με την αποτρεπτική αξία δεικτών οι οποίοι σχετίζονται με τη σκληρή στρατιωτική ισχύ. Ακόμη και να έχει η ελληνική πολιτική ηγεσία πλήρη και τέλεια πληροφόρηση σχετικά με την κατανομή της στρατιωτικής ισχύος και να μπορεί με μαθηματική ακρίβεια να προβλέψει το αποτέλεσμα μιας στρατιωτικής σύγκρουσης, έχει κάθε κίνητρο να μπλοφάρει. (Ίσως μάλιστα να έχει ακόμη μεγαλύτερο κίνητρο να μπλοφάρει αν γνωρίζει ότι η Τουρκία θεωρεί ότι η ελληνική πολιτική ηγεσία μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης και για αυτό το λόγο χρησιμοποιεί ως μοναδικό δείκτη της στρατιωτικής ισχύος τη συμπεριφορά της.) Ως εκ τούτου, η Τουρκία, όπως κάθε άλλο κράτος που ενδιαφέρεται για την κατανομή της ισχύος στη γειτονιά του, χρησιμοποιεί ένα ευρύ σύνολο δεικτών στρατιωτικής ικανότητας για να εκτιμήσει την πραγματική κατανομή της ισχύος. Αυτό, μάλιστα, μας οδηγεί στον τρίτο λόγο για τον οποίον η ανελαστική θέση έχει λάθος στο να ζητά την κατάρριψη των τουρκικών αεροσκαφών που παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο.
Τρίτος λόγος, λοιπόν, είναι το γεγονός ότι τα αποτελέσματα των εικονικών αερομαχιών, όταν είναι με υψηλή συχνότητα θετικά για την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, συνεισφέρουν πραγματικά στις αποτρεπτικές εκροές των ΕΕΔ. Με άλλα λόγια, οι εικονικές αερομαχίες αποτελούν μια προσομοίωση πειράματος που αποκαλύπτει σημαντικές πληροφορίες για την πραγματική κατανομή της ισχύος στο τακτικό επίπεδο ανάλυσης. Όσο πιο συχνές είναι οι εικονικές αερομαχίες και όσο πιο συχνά κερδισμένοι βγαίνουν οι Έλληνες πιλότοι, τόσο πιο πεπεισμένη θα είναι η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ότι η απόκτηση εναέριας υπεροχής σε περίπτωση πραγματικών επιχειρήσεων θα είναι δύσκολη υπόθεση.
Η δεύτερη θέση θεωρεί ότι αυτά τα περιστατικά εικονικής σύγκρουσης είναι είτε ανούσια, είτε αποτέλεσμα εσωτερικών παραγόντων όπως η σύγκρουση μεταξύ των τουρκικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών ή οι προτιμήσεις μιας συγκεκριμένης πολιτικής ομάδας εντός της Τουρκίας. Ακόμη χειρότερα, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της άποψης αυτής, τέτοιου είδους συγκρούσεις ενέχουν το κίνδυνο κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης σε μια γενικότερη σύγκρουση μεταξύ των δύο κρατών. Οι ειρηνικές σχέσεις και η οικονομική αποτελεσματικότητα, λοιπόν, απαιτούν, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, οι δύο χώρες να σταματήσουν αυτήν την παράλογη και αντιπαραγωγική συμπεριφορά και να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην επίλυση των διαφορών τους.
Αυτή η θέση δεν λαμβάνει υπ’ όψη της το γεγονός ότι μια συμφωνία γύρω από την κατανομή των δικαιωμάτων δεν είναι αναγκαία συνθήκη για την ειρήνη μεταξύ των δύο κρατών. Τα κράτη πολεμούν όταν διαφωνούν με την κατανομή των προνομίων και για την κατανομή της ισχύος. Είναι εύκολο να δούμε πως αν δύο κράτη συμφωνούν ως προς το πιθανότερο αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης, η διεξαγωγή πολέμου είναι περιττή. Όπως υποστηρίχθηκε παραπάνω, η εικονική σύγκρουση μπορεί να παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την πραγματική ισορροπία ισχύος ανάμεσα στα δύο κράτη. Σε αυτό το πλαίσιο, μια θετική επίδοση από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις συνεισφέρει στην αποτροπή και, κατ’ επέκταση, στην ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ως εκ τούτου, οι κατά τα άλλα “ανούσιες” δαπάνες που καταβάλλονται για την επαναλαμβανόμενη συμμετοχή σε εικονικές αντιπαραθέσεις στο Αιγαίο μπορεί στην πραγματικότητα να παράγουν πολλαπλάσια οφέλη και οικονομίες, συνεισφέροντας στη διατήρηση του παρόντος status quo και βοηθώντας να καταστεί η διεξαγωγή ενός πολέμου περιττή.
Η θέση αυτού του σύντομου σημειώματος είναι ότι μια θετική επίδοση σε περιπτώσεις εικονικής σύγκρουσης συνεισφέρει σημαντικά στις αποτρεπτικές εκροές των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Συνεπώς, ο δημόσιος διάλογος πρέπει να απομακρυνθεί από το ερώτημα της ορθής στάσης σε περιπτώσεις τουρκικών προκλήσεων και να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη ρεαλιστικών (όταν ληφθούν υπ’ όψη τα επίπεδα των διαθεσίμων πόρων) λύσεων στο πρόβλημα της διατήρησης υψηλών επιδόσεων σε όλο το εύρος των δεικτών στρατιωτικής ισχύος, όπως τα επίπεδα εκπαίδευσης του προσωπικού και η ετοιμότητα του οπλοστασίου των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η δεύτερη πλευρά θεωρεί όλα αυτά τα περιστατικά αντιπαράθεσης στο Αιγαίο ως σπατάλη χρόνου και πόρων και προτείνει οι δύο χώρες να εγκαταλείψουν αυτήν την αντιπαραγωγική συμπεριφορά. Το πρόβλημα με το δημόσιο διάλογο στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι ότι και οι δύο πλευρές δεν αντιλαμβάνονται την συνεισφορά αυτών των περιστατικών περιορισμένης σύγκρουσης στην επίτευξη των στόχων που υποστηρίζουν.
Επαρκής προϋπόθεση για τον περιορισμό του τουρκικού επεκτατισμού είναι η τουρκική πεποίθηση ότι μια επιθετική προσπάθεια θα είναι είτε μάταιη, είτε απαράδεκτα ακριβή. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υποστηρικτές της ανελαστικής θέσης θεωρούν ότι μια επίδειξη ισχυρής θέλησης εκ μέρους της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας θα επηρέαζε τους τουρκικούς υπολογισμούς γύρω από την πιθανότητα ελληνικής στρατιωτικής απάντησης σε άλλες, πιο σημαντικές περιπτώσεις τουρκικής επιθετικότητας.
Το επιχείρημά τους αυτό βασίζεται κυρίως στο πληροφοριακό περιεχόμενο που μεταδίδει η αποφασιστική στάση σχετικά με τη δομή των προτιμήσεων της πολιτικής ηγεσίας και τις εκτιμήσεις της σχετικά με την πραγματική ισορροπία ισχύος. Μια αποφασιστική στάση μεταδίδει την υψηλή αποτίμηση των ελληνικών δικαιωμάτων και, κατ’ επέκταση, τη βούληση της ηγεσίας να ρισκάρει να υποστεί το κόστος μιας πολεμικής σύγκρουσης για να τα υπερασπιστεί. Επίσης, μια αποφασιστική στάση μεταδίδει την εκτίμηση της πολιτικής ηγεσίας, βασισμένης στην ιδιωτική πληροφόρηση που έχει σχετικά με τις ικανότητες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΕΔ), για τη θετική έκβαση του αποτελέσματος ενός πιθανού πολέμου με την Τουρκία. Με αυτόν τον τρόπο, η σκληρή στάση της ελληνικής πλευράς, υποστηρίζει η ανελαστική θέση, θα επηρεάσει αποφασιστικά τους τουρκικούς υπολογισμούς, οδηγώντας σε ύφεση τον τουρκικό επεκτατισμό έναντι των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αντιθέτως, η αδράνεια σε αυτά τα μικρά περιστατικά παραβατικότητας ενισχύει τον τουρκικό επεκτατισμό, συνεχίζουν οι υποστηρικτές της ανελαστικής θέσης, καθώς μεταδίδει τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας να αποφύγει το κόστος μιας σύγκρουσης ή/και την εκτίμησή της ότι οι ΕΕΔ δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες μιας σύγκρουσης με την Τουρκία.
Αυτή η πρόταση πάσχει για τρεις λόγους.
Πρώτον, η στάση της πολιτικής ηγεσίας στις περιπτώσεις τουρκικών παραβιάσεων στο Αιγαίο δεν αποτελεί ασφαλή δείκτη της βούλησής της να υποστεί το κόστος μιας σύγκρουσης σε περιπτώσεις ευρύτερων εχθρικών ενεργειών. Το κόστος της μη κατάρριψης των εχθρικών αεροσκαφών που παραβιάζουν τον εθνικό εναέριο χώρο είναι αμελητέο σε σχέση με το κόστος της αδράνειας σε περίπτωση κατάληψης ενός κομματιού της ελληνικής επικρατείας. Με άλλα λόγια, είναι σφάλμα να εξομοιώνεται το πλαίσιο υπολογισμού κόστους/οφέλους των περιπτώσεων τουρκικής παραβατικότητας στο Αιγαίο με το αντίστοιχο πλαίσιο των περιπτώσεων σοβαρότερης τουρκικής επιθετικότητας.
Δεύτερον, η ανελαστική θέση αγνοεί το γεγονός ότι η Τουρκία διαθέτει εναλλακτικούς τρόπους να παρατηρήσει και να μετρήσει την ελληνική στρατιωτική ισχύ. Με άλλα λόγια, υπερεκτιμά τη συνεισφορά της επίδειξης αποφασιστικότητας από την ελληνική πολιτική ηγεσία στον υπολογισμό την ικανότητας των ΕΕΔ, ειδικά αν αυτή συγκριθεί με την αποτρεπτική αξία δεικτών οι οποίοι σχετίζονται με τη σκληρή στρατιωτική ισχύ. Ακόμη και να έχει η ελληνική πολιτική ηγεσία πλήρη και τέλεια πληροφόρηση σχετικά με την κατανομή της στρατιωτικής ισχύος και να μπορεί με μαθηματική ακρίβεια να προβλέψει το αποτέλεσμα μιας στρατιωτικής σύγκρουσης, έχει κάθε κίνητρο να μπλοφάρει. (Ίσως μάλιστα να έχει ακόμη μεγαλύτερο κίνητρο να μπλοφάρει αν γνωρίζει ότι η Τουρκία θεωρεί ότι η ελληνική πολιτική ηγεσία μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης και για αυτό το λόγο χρησιμοποιεί ως μοναδικό δείκτη της στρατιωτικής ισχύος τη συμπεριφορά της.) Ως εκ τούτου, η Τουρκία, όπως κάθε άλλο κράτος που ενδιαφέρεται για την κατανομή της ισχύος στη γειτονιά του, χρησιμοποιεί ένα ευρύ σύνολο δεικτών στρατιωτικής ικανότητας για να εκτιμήσει την πραγματική κατανομή της ισχύος. Αυτό, μάλιστα, μας οδηγεί στον τρίτο λόγο για τον οποίον η ανελαστική θέση έχει λάθος στο να ζητά την κατάρριψη των τουρκικών αεροσκαφών που παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο.
Τρίτος λόγος, λοιπόν, είναι το γεγονός ότι τα αποτελέσματα των εικονικών αερομαχιών, όταν είναι με υψηλή συχνότητα θετικά για την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, συνεισφέρουν πραγματικά στις αποτρεπτικές εκροές των ΕΕΔ. Με άλλα λόγια, οι εικονικές αερομαχίες αποτελούν μια προσομοίωση πειράματος που αποκαλύπτει σημαντικές πληροφορίες για την πραγματική κατανομή της ισχύος στο τακτικό επίπεδο ανάλυσης. Όσο πιο συχνές είναι οι εικονικές αερομαχίες και όσο πιο συχνά κερδισμένοι βγαίνουν οι Έλληνες πιλότοι, τόσο πιο πεπεισμένη θα είναι η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ότι η απόκτηση εναέριας υπεροχής σε περίπτωση πραγματικών επιχειρήσεων θα είναι δύσκολη υπόθεση.
Η δεύτερη θέση θεωρεί ότι αυτά τα περιστατικά εικονικής σύγκρουσης είναι είτε ανούσια, είτε αποτέλεσμα εσωτερικών παραγόντων όπως η σύγκρουση μεταξύ των τουρκικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών ή οι προτιμήσεις μιας συγκεκριμένης πολιτικής ομάδας εντός της Τουρκίας. Ακόμη χειρότερα, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της άποψης αυτής, τέτοιου είδους συγκρούσεις ενέχουν το κίνδυνο κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης σε μια γενικότερη σύγκρουση μεταξύ των δύο κρατών. Οι ειρηνικές σχέσεις και η οικονομική αποτελεσματικότητα, λοιπόν, απαιτούν, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, οι δύο χώρες να σταματήσουν αυτήν την παράλογη και αντιπαραγωγική συμπεριφορά και να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην επίλυση των διαφορών τους.
Αυτή η θέση δεν λαμβάνει υπ’ όψη της το γεγονός ότι μια συμφωνία γύρω από την κατανομή των δικαιωμάτων δεν είναι αναγκαία συνθήκη για την ειρήνη μεταξύ των δύο κρατών. Τα κράτη πολεμούν όταν διαφωνούν με την κατανομή των προνομίων και για την κατανομή της ισχύος. Είναι εύκολο να δούμε πως αν δύο κράτη συμφωνούν ως προς το πιθανότερο αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης, η διεξαγωγή πολέμου είναι περιττή. Όπως υποστηρίχθηκε παραπάνω, η εικονική σύγκρουση μπορεί να παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την πραγματική ισορροπία ισχύος ανάμεσα στα δύο κράτη. Σε αυτό το πλαίσιο, μια θετική επίδοση από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις συνεισφέρει στην αποτροπή και, κατ’ επέκταση, στην ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ως εκ τούτου, οι κατά τα άλλα “ανούσιες” δαπάνες που καταβάλλονται για την επαναλαμβανόμενη συμμετοχή σε εικονικές αντιπαραθέσεις στο Αιγαίο μπορεί στην πραγματικότητα να παράγουν πολλαπλάσια οφέλη και οικονομίες, συνεισφέροντας στη διατήρηση του παρόντος status quo και βοηθώντας να καταστεί η διεξαγωγή ενός πολέμου περιττή.
Η θέση αυτού του σύντομου σημειώματος είναι ότι μια θετική επίδοση σε περιπτώσεις εικονικής σύγκρουσης συνεισφέρει σημαντικά στις αποτρεπτικές εκροές των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Συνεπώς, ο δημόσιος διάλογος πρέπει να απομακρυνθεί από το ερώτημα της ορθής στάσης σε περιπτώσεις τουρκικών προκλήσεων και να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη ρεαλιστικών (όταν ληφθούν υπ’ όψη τα επίπεδα των διαθεσίμων πόρων) λύσεων στο πρόβλημα της διατήρησης υψηλών επιδόσεων σε όλο το εύρος των δεικτών στρατιωτικής ισχύος, όπως τα επίπεδα εκπαίδευσης του προσωπικού και η ετοιμότητα του οπλοστασίου των Ενόπλων Δυνάμεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου