Είμαι 33 χρονών, με τρία παιδιά και έχασα τον άντρα μου πριν 9 μήνες από ανακοπή καρδιάς.
Η κουμπάρα μου έχασε τον πατέρα της πριν 30 περίπου χρόνια. Μου είχε περιγράψει μεταξύ άλλων, πόσο άσχημη αντιμετώπιση είχε η μάνα της από τον κόσμο, που την απομόνωσε κοινωνικά και που σχολίαζε τα πάντα, από το πόσο καιρό φορούσε μαύρα, μέχρι την ώρα που επέστρεφε απ’ τη δουλειά της. Όταν τα άκουσα, σκέφτηκα πως «φταίει η εποχή, άλλοι καιροί τότε» και πως σήμερα τα πράγματα θα είναι τελείως διαφορετικά.Έλα όμως που δεν είναι!
Για παράδειγμα, βρίσκω αξιοπερίεργο το πόσοι πολλοί ασχολούνται με το τι φοράω. (Φοράω μαύρα, παρεμπιπτόντως, αλλά αυτό δεν νομίζω ότι είναι κάτι που θα έπρεπε να ενδιαφέρει κανέναν άλλον).
Υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν ότι θα ‘πρεπε να φοράω μπούργκα, ας πούμε. Μέσα στο κατακαλόκαιρο, κάποιος μου είπε «Δεν θα ‘πρεπε να φοράς κοντομάνικο, χήρα γυναίκα». Έχω ακούσει σχόλιο (ειπώθηκε σε άλλον, αλλά σχεδόν μπροστά μου) «Μα γιατί δε φοράει μαύρο καλσόν;».
Η ιστορία με το εκρού δερμάτινο στο καθαριστήριο
Λίγες μέρες πριν φύγει ο άντρας μου, είχα αφήσει στο καθαριστήριο της γειτονιάς μου να μου καθαρίσουν ένα φόρεμα της μικρής και ένα δικό μου δερμάτινο σακάκι, σε εκρού χρώμα. Προφανώς, τις επόμενες μέρες, δεν ασχολήθηκα, δεν πήγα να τα πάρω.
Πέρασαν κάνα δυο μήνες και με βλέπει στο δρόμο αυτός που έχει το καθαριστήριο (ο οποίος είναι γείτονας). Μετά τα συλλυπητήρια και κλείνοντας την κουβέντα, του λέω ότι «τα ρούχα δεν τα ‘χω ξεχάσει, θα ‘ρθω κάποια στιγμή να τα πάρω». Και μου λέει «Ναι, αλλά το δικό σου το σακάκι, το λευκό, δεν το ‘δωσα για καθάρισμα. Να το δώσω;». (Προφανώς επειδή θεωρούσε ότι ως λευκό δε θα το βάλω). Μου φάνηκε κάπως αδιακρισία σαν σκέψη, αλλά δεν ασχολήθηκα. «Να το δώσεις» του λέω » και θα ‘ρθω να τα πάρω».
Μετά από 1 μήνα περίπου, πάω. Μου δίνει το φόρεμα της μικρής και μου λέει: «το δικό σου δεν το ‘δωσα για καθάρισμα, να το δώσω;»
«Ναι, να το δώσεις» του λέω.
Περνάει άλλος ένα μήνας. Και ξαναπάω. Και λέω «ήρθα για το σακάκι». Και με ρωτάει (με έκπληξη): «Μα ποιο; Το λευκό; Δεν το ‘δωσα για καθάρισμα!».
Και φεύγω. Και περνάει όλο το καλοκαίρι.
Και το Σεπτέμβρη ξαναπάω. Και το βλέπω το σακάκι στην κρεμάστρα εκεί, στη διάφανη σακούλα. Και του το δείχνω και του λέω «ήρθα να πάρω το σακάκι». Το κατεβάζει, το παίρνω, του λέω «πόσο κάνει;»
«Ε, τίποτα»
– Τι τίποτα;
– Εεε, δε θα το βάψεις; Νόμιζα ότι θα το βάψεις και δεν το ‘δωσα για καθάρισμα.
Και το πήρα πίσω, χωρίς να το καθαρίσει.
Προφανώς θα ‘πρεπε να βάψω όλα μου τα ρούχα μαύρα. ;;;;
Και φυσικά υπάρχει και το αντίπαλο στρατόπεδο. Αυτοί που με πιέζουν να ΜΗ φοράω μαύρα. «Ααα, φτάνει τώρα, να τα βγάλεις τα μαύρα, πολύ τα φόρεσες». «Ααα, ακόμα μαύρα φοράς; Γιατί;»
Μου φαίνεται εξίσου παρεμβατικό και αδιάκριτο. Είναι δικό μου θέμα το τι φοράω. Και ό,τι επιλέγω, το κάνω για μένα, όχι για τους άλλους. Γιατί ασχολούνται τόσο πολύ;
Έπειτα, έχει ενδιαφέρον το ότι οι περισσότεροι πιστεύουν ότι κατέβασα τα ρολά στο σπίτι μου και κλείδωσα τα παιδιά μου μέσα για πάντα (ή ότι θα ‘πρεπε να ‘χω κάνει έτσι). Π.χ. γίνεται πάρτυ για τα γενέθλια συμμαθητή της κόρης μου, και καλούν όλα τα παιδιά εκτός απ’ το δικό μου (ναι, αληθινό γεγονός). Επίσης, σε άλλο παιδικό πάρτυ, κάλεσαν την κόρη μου, αλλά συγκεκριμένα και ρητά όχι εμένα (ενώ όλα τα άλλα παιδιά πήγαν με τις μαμάδες τους).
Η ιστορία με τη γιορτή του σχολείου
Στη σχολική γιορτή για το τέλος της χρονιάς, όλες οι τάξεις του δημοτικού χορεύουν από έναν παραδοσιακό χορό που έμαθαν στη διάρκεια του έτους. Φέτος χόρεψε κι ο γιος μου. Την προηγούμενη μέρα, πήγα να πάρω τα παιδιά απ’ το σχολείο και χαιρετώντας μια άλλη μαμά (συμμαθήτριας του γιου μου), της λέω «Θα τα πούμε αύριο, στη γιορτή».
«Γιατί; Θα ‘ρθεις στη γιορτή;;;;» με ρώτησε με έκπληξη.
– Ε πώς; Δε θα ‘ρθω; Αφού χορεύει ο Δημητράκης.
– Να τον φέρω εγώ, για να μην έρθεις.
Καταλαβαίνω ότι μπορεί οι προθέσεις να είναι καλές. Ότι, καλοπροαίρετα, κάποιοι πιστεύουν ότι με βγάζουν απ’ τη δύσκολη θέση να βρεθώ με κόσμο. Δεν τους παρεξηγώ. Δε στενοχωριέμαι. Ούτε ενοχλούμαι. Απλά εντυπωσιάζομαι με το πόσο λίγο φαίνεται να έχουν αλλάξει τα πράγματα (που κορόιδευα) από την εποχή που χήρεψε η μάνα της κουμπάρας μου.
Προφανώς δε μ’ ενδιαφέρουν τα παιδικά πάρτυ και οι σχολικές γιορτές και προφανώς αδιαφορώ παντελώς για το εκρού δερμάτινο σακάκι μου. Αν ήταν στο χέρι μου, θα είχα κλειστεί στην ντουλάπα απ’ το Φεβρουάριο και δε θα ‘χα ξαναβγεί.
Αλλά έχω υποχρέωση, στα τρία παιδιά μου, να βγω απ’ την ντουλάπα και να τα πιάσω απ’ το χέρι και να τα πάω όπου έχουν να πάνε. Η δική μου ζωή μπορεί να τελείωσε, η δική τους όμως είναι ακόμα στην αρχή.
Και φυσικά, μακάρι όλα μου τα προβλήματα να ήταν το τι λέει ο κόσμος. Στα τόσα σοβαρά προβλήματα που έχω να λύσω κάθε μέρα (που δεν τα χωράει ο νους), αυτά δεν είναι προβλήματα. Αυτά είναι το αστείο, αυτά που λέμε για να γελάμε. Αλλά, όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο, γελάμε καμιά φορά κι εμείς οι χήρες. Και το πόσο μαύρη είναι η καρδιά μας δε φαίνεται στο χρώμα του καλσόν μας.
Δέσποινα
singleparent.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου