ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΜΙΛΓΚΡΑΜ. ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΥΠΑΚΟΥΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΤΑΓΗΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Το πείραμα του Μίλγκραμ είναι ένα από τα πιο γνωστά αντιδεοντολογικά πειράματα της ψυχολογίας. Επρόκειτο -ουσιαστικά- για μια “φάρσα” που ξεγύμνωσε την ανθρώπινη ψυχή και απέδειξε ότι η εξουσίααντιτάχθηκε στις ισχυρότερες ηθικές αρχές και κέρδισε έναντι της ηθικής περισσότερες φορές από ότι έχασε.
Το 1961, ο είκοσι-εφτάχρονος Στάνλει Μίλγκραμ, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Yale, αποφάσισε να μελετήσει την υπακοή στην εξουσία. Είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα φρικτά εγκλήματα των Ναζί και γινόταν μια προσπάθεια κατανόησης της συμπεριφοράς των απλών στρατιωτών και αξιωματικών των SS, οι οποίοι είχαν εξολοθρεύσει εκατομμύρια αμάχων [Το 1961 ξεκίνησε η δίκη του Γερμανού Ναζί Adolf Eichmann για εγκλήματα πολέμου]. Η ευρέως αποδεκτή εξήγηση –πριν το πείραμα του Μίλγκραμ- ήταν η αυταρχική τευτονική διαπαιδαγώγηση και η καταπιεσμένη –κυρίως σεξουαλικά- παιδική ηλικία των Γερμανών. Όμως ο Μίλγκραμ ήταν κοινωνικός ψυχολόγος και πίστευε ότι αυτού του είδους η υπακοή –που οδηγεί στο έγκλημα- δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών. [Ο Μίλγκραμ υποστήριξε πως τα εκατομμύρια συνεργών των γερμανικών αρχών ακολουθούσαν διαταγές, παρότι δεν συμφωνούσαν με τις πράξεις αυτές που εναντιώνονταν στα πιστεύω τους, επειδή είχαν εκπαιδευτεί με τη λογική της υπακοής και της πειθαρχίας. Το πείραμα επαναλήφθηκε πολλές φορές με παρόμοια αποτελέσματα σε διαφορετικές κοινωνίες, αν και με διαφορετικά ποσοστά υπακοής.]
Και το απέδειξε κάνοντας τη “φάρσα” του.
Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη [Ο Μίλγκραμ για να βρει πειραματόζωα δημοσίευσε μια αγγελία, σύμφωνα με την οποία πλήρωνε 4 δολάρια την ώρα σε όποιον ήθελε να συμμετέχει]. Χώριζε τους φοιτητές σε ζεύγη και –μετά από μια εικονική κλήρωση- ο ένας έπαιρνε το ρόλο του “μαθητευομένου” και ο άλλος του “δασκάλου”. Ο έκπληκτος “μαθητευόμενος” δενόταν χειροπόδαρα σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων. Ο “δάσκαλος”, από την άλλη, καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: “15 volt, 30 volt, 50 volt κλπ.” Το τελευταίο κουμπί έγραφε: “450 volt. Προσοχή! Κίνδυνος!” Πίσω από το “δάσκαλο” στεκόταν ο πειραματιστής, ο υπεύθυνος του πειράματος.
(Περνάμε -γραμματικά- σε χρόνο ενεστώτα ώστε να γίνουμε μέτοχοι της στιγμής.)
“Θα λέτε την πρώτη λέξη από τα ζεύγη στο μαθητευόμενο. Αν κάνει λάθος θα σηκώσετε το πρώτο μοχλό και θα υποστεί ένα ηλεκτροσόκ 15 volt. Σε κάθε λάθος θα σηκώνετε τον αμέσως επόμενο μοχλό”, λέει ο πειραματιστής και ο “δάσκαλος” αισθάνεται ήδη καλά που δεν του έτυχε στην κλήρωση ο άλλος ρόλος.
Το πείραμα ξεκινάει. Ο “δάσκαλος” λέει τις λέξεις από το μικρόφωνο. Ο “μαθητευόμενος”, ήδη τρομαγμένος, απαντάει σωστά, αλλά όχι για πολύ. Μόλις κάνει το πρώτο λάθος ο “δάσκαλος” γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος του λέει να προχωρήσει στο πρώτο ηλεκτροσόκ. Ο “δάσκαλος” υπακούει, 15 volt δεν είναι πολλά, αλλά ο “μαθητευόμενος” έχει αλλάξει ήδη γνώμη. Παρ’ όλα αυτά απαντάει σωστά σε άλλη μια ερώτηση, αλλά στο επόμενο λάθος δέχεται 30 volt. “Αφήστε με να φύγω”, λέει ο “μαθητευόμενος” που δεν μπορεί να λυθεί. “Δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτό το πείραμα.” Ο “δάσκαλος” κοιτάει τον πειραματιστή. Εκείνος του κάνει νόημα να συνεχίσει.
Τα volt αυξάνονται και τώρα πια ο πόνος είναι εμφανής στο πρόσωπο του “μαθητευόμενου”, που εκλιπαρεί να τον αφήσουν ελεύθερο. Στα 200 βολτ ταρακουνιέται ολόκληρος. Ο “δάσκαλος” πριν κάθε ηλεκτροσόκ γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος, με σταθερή φωνή, του λέει ότι το πείραμα πρέπει να συνεχιστεί. Ο “δάσκαλος” συνεχίζει να βασανίζει έναν άγνωστο, έναν απλό φοιτητή που κλαίει, ζητάει τη βοήθεια του Θεού και παρακαλεί να τον λυπηθούν. Δεν μπορεί πια να απαντήσει στις ερωτήσεις, αλλά ο πειραματιστής λέει στο “δάσκαλο”:
“Τη σιωπή την εκλαμβάνουμε ως αποτυχημένη απάντηση και συνεχίζουμε με την τιμωρία.”
Στα 345 volt ο “μαθητευόμενος” τραντάζεται ολόκληρος, ουρλιάζει και χάνει τις αισθήσεις του.
Ο “δάσκαλος”, ιδρωμένος και με τα χέρια του να τρέμουν, κοιτάει τον πειραματιστή.
“Μην ανησυχείτε”, λέει εκείνος, “το πείραμα είναι απολύτως ελεγχόμενο… Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.”
“Μα είναι λιπόθυμος”, λέει ο “δάσκαλος”.
“Δεν έχει καμιά σημασία. Το πείραμα πρέπει να ολοκληρωθεί. Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.”
Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό;
Πριν ξεκινήσει το πείραμα του ο Μίλγκραμ είχε κάνει μια δημοσκόπηση ανάμεσα στους ψυχιάτρους και στους ψυχολόγους, ρωτώντας τους τι ποσοστό των εθελοντών θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό. Σχεδόν όλοι απάντησαν ότι κανείς δε θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό, πέρα ίσως από κάποια άτομα [υποστήριξαν πως μόνο το 3% των πειραματόζωων] με κρυπτοσαδιστικές τάσεις, καθαρά παθολογικές. Δυστυχώς έκαναν λάθος.
Μόλις το 5% των “δασκάλων” αρνήθηκαν ευθύς εξ’ αρχής να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πείραμα και αποχώρησαν –συνήθως βρίζοντας τον πειραματιστή.
Το υπόλοιπο 95% προχώρησε πολύ το πείραμα, πάνω από τα 150 volt.
Και το 65%… Έφτασε μέχρι τον τελευταίο μοχλό, τα πιθανότατα θανατηφόρα 450 volt!
Που έγκειται η φάρσα;
Ο “μαθητευόμενος” δεν ήταν φοιτητής, αλλά ηθοποιός, που είχε προσληφθεί από το Μίλγκραμ για αυτόν ακριβώς το ρόλο. Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός ούτε ηλεκτροσόκ. Ο ηθοποιός υποκρινόταν. Το μοναδικό πειραματόζωο ήταν ο “δάσκαλος”.
Όμως τα αποτελέσματα ήταν αληθινά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων θα υπακούσει και θα βασανίσει –ίσως και θα σκοτώσει- έναν άγνωστο του, αρκεί να δέχεται εντολές από κάποιον με κύρος (στην προκειμένη περίπτωση επιστημονικό) και ταυτόχρονα να αισθάνεται ότι δεν τον βαρύνει η ευθύνη για ό,τι συμβεί –αφού εκείνος “απλά ακολουθούσε τις διαταγές”. [Από την πρώτη ομάδα των 40 "δασκάλων", το 65% έφτασε μέχρι το τελευταίο κουμπί των 450 volt, αν και όλοι τους κάποια στιγμή αμφισβήτησαν το πείραμα και ζήτησαν να φύγουν. Όλοι τους έδειξαν κατά τη διάρκεια του πειράματος πως είχαν αυξημένο στρες, ιδρώνοντας, τρέμοντας, δαγκώνοντας τα χείλη τους, βογκώντας, καρφώνοντας τα νύχια τους στο δέρμα, γελώντας νευρικά.]
Και φυσικά οι περισσότεροι από εμάς θα σκεφτούν όταν μάθουν για αυτό το πείραμα: “Εγώ αποκλείεται να έφτανα ως τον τελευταίο μοχλό.”
Όμως δείτε τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, κάθε μέρα…
Ο υπάλληλος της ΔΕΗ που δέχεται να κόψει το ρεύμα από έναν άνεργο ή άπορο, ξέροντας ότι έτσι τον ταπεινώνει, τον υποβάλει σε ένα διαρκές βασανιστήριο και πιθανότατα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του, ανήκει στο 65% του τελευταίου μοχλού. Και δεν είναι καθόλου κρυπτοσαδιστής. Απλά ακολουθάει τις εντολές που του έδωσαν.
Ο υπάλληλος του σούπερ-μάρκετ που σου δίνει το χαλασμένο ψάρι και σε διαβεβαιώνει ότι είναι φρέσκο (μιλώ εξ’ ιδίας πείρας, ως αγοραστής) δε σε μισεί, παρότι γνωρίζει ότι μπορεί να πάθεις και δηλητηρίαση. Απλώς ακολουθάει εντολές.
Ο αστυνομικός ο οποίος ραντίζει με χημικά τους διαδηλωτές δεν είναι κρυπτοσαδιστής –αν και πολλοί θα διαφωνήσουν στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Απλώς κάνει τη δουλειά του.
Ο υπάλληλος της εφορίας ή της τράπεζας που υπογράφει την κατάσχεση κάποιου σπιτιού για 1.000 ευρώ χρέος, θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό στο πείραμα. Γιατί υπακούει.
Ο πολιτικός που υπογράφει το μνημόνιο το οποίο οδηγεί ένα ολόκληρο έθνος στην εξαθλίωση του νεοφιλελευθερισμού θα έφτανε μέχρι τον τελευταίο μοχλό. Και αυτός υπακούει, σε εντολές πολύ πιο ισχυρές από εκείνες του πειραματιστή με την άσπρη φόρμα.Αν όμως δούμε το πείραμα του Μίλγκραμ από την ανθρωπιστική-ηθική του πλευρά (από την πλευρά του 5% που αρνήθηκε να υπακούσει) θα καταλάβουμε ότι κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Αν σε διατάζουν να κάνεις κάτι που προκαλεί κακό στον άλλον, στο συμπολίτη σου, σε έναν άνθρωπο (ή σε ένα ζώο, αλλά αυτό περιπλέκει πολύ τα πράγματα, εφόσον συνεχίζουμε να τρώμε κρέας), πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις. Ακόμα κι αν χάσεις το μπόνους παραγωγικότητας, την προαγωγή, την επανεκλογή, τη δουλειά σου. [Συνεχίζοντας το πείραμα με μικρές διαφοροποιήσεις, ο Μίλγκραμ συμπέρανε πως όταν βρισκόταν σε σωματική επαφή με τον "δάσκαλο", το ποσοστό υπακοής έπεφτε στο 30%, ενώ όταν έδινε τις διαταγές τηλεφωνικά, το ποσοστό υπακοής ήταν ακόμα χαμηλότερο, στο 21 %. Πολλοί συμμετέχοντες μάλιστα προσπάθησαν να εξαπατήσουν το Μίλγκραμ λέγοντας του πως συνέχιζαν το πείραμα, χωρίς να το κάνουν. Τα ποσοστά υπακοής δεν διέφεραν ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, οι γυναίκες όμως παρουσίασαν αυξημένο στρες σε σχέση με τους άντρες.]
Μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε να υπακούσουμε στις “μικρές” και καθημερινές εντολές βίας –με τις οποίες οι περισσότεροι ασυνείδητα συμμορφωνόμαστε, μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια γενικευμένη και μέχρι τέλους πολιτική, κοινωνική, καταναλωτική ανυπακοή, μόνο όταν μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως αυτεξούσιοι άνθρωποι και όχι ως ανεύθυνοι υπάλληλοι, μόνο τότε θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού που μας θέλει υπάνθρωπους, υπάκουους και υπόδουλους.
Και μια τελευταία παρατήρηση:
Τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ, οι εθελοντές φοιτητές, μάθαιναν από εκείνον ποιος ήταν ο στόχος του πειράματος. Μάθαιναν ότι ο “μαθητευόμενος” ήταν ηθοποιός και ότι δεν είχε ποτέ υποστεί ηλεκτροσόκ. Ο Μίλγκραμ το έκανε αυτό για να τους ανακουφίσει, αλλά πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά το 65% που είχε φτάσει ως τον τελευταίο μοχλό, πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους κυνηγημένοι από τις Ερινύες της πράξης τους. Γιατί συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τόσο αθώοι και τόσο “καλοί” όσο ήθελαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους.
Ο Μίλγκραμ, στο άρθρο του το 1974 “Oι Κίνδυνοι της Υπακοής”, συνόψισε: οι ηθικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις της υπακοής έχουν τεράστια σημασία, δεν λένε όμως τίποτα για τη συμπεριφορά του ανθρώπου σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Κάναμε ένα απλό πείραμα για να δούμε πόσο πόνο θα μπορούσε να προκαλέσει ένας συνηθισμένος πολίτης σε ένα άλλο άτομο, μόνο και μόνο γιατί διατάχτηκε να το κάνει. Η εξουσία αντιτάχθηκε στις ισχυρότερες ηθικές αρχές και κέρδισε έναντι της ηθικής περισσότερες φορές από ότι έχασε.