Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Πασχαλινά έθιμα στην Ήπειρο

















του Αποστόλη Δ. Καλαντζή. 


Τα Πασχαλινά έθιμα στην Ήπειρο διαφέρουν από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό. Το Μ. Σάββατο στην Πρέβεζα οι κάτοικοι αναβιώνουν ένα έθιμο που κρατά από την εποχή της Τουρκοκρατίας στο γραφικό εμπορικό στενό της πόλης «Σαϊτάν Παζάρ». Από νωρίς το πρωί πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται στο στενό και μόλις ο ιερέας του μητροπολιτικού ναού Αγίου Χαραλάμπους, σημάνει την πρώτη Ανάσταση, πλήθος από «μπότια» (πήλινα κανάτια) σπάζουν στο πλακόστρωτο με τη συνοδεία κροτίδων. Σε όλη την πόλη αντηχεί ο τρομερός αυτός θόρυβος, δίνοντας το μήνυμα για την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων κατοίκων, αυτό το έθιμο ξεκίνησε από την εποχή της Τουρκοκρατίας, όταν οι χριστιανοί έριχναν αυτοσχέδιες κροτίδες για να κρατούν μακριά τους Τούρκους και να γιορτάζουν ανενόχλητα την Ανάσταση. Μετά το σπάσιμο των κανατιών μοιράζεται σε όλους το παραδοσιακό γλυκό.
Στο χωριό Γηρομέρι Φιλιατών τη Δευτέρα του Πάσχα, οργανοπαίχτες μαζεύονται για να παίξουν στους τάφους. Πρόκειται για μοναδικό ταφικό έθιμο στην Ελλάδα, που έχει ρίζες στις αρχές του 18ου αιώνα. Κάτοικοι και συγγενείς νεκρών, πηγαίνουν μαζί με κλαρίνα, ντέφια, λαούτα και ακορντεόν, αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία στον ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής, στο νεκροταφείο πάνω από τους τάφους. Εκεί γίνεται «παραγγελία» για τον νεκρό, να ακουστεί πάνω από τον τάφο του, το αγαπημένο τραγούδι του όσο ήταν στη ζωή. Οι μουσικοί ήχοι σπάζουν τη νεκρική σιωπή και οι ζωντανοί γιορτάζουν τη Λαμπρή, με τους δικούς τους ανθρώπους που έφυγαν. Στη συνέχεια, όλοι όσοι βρίσκονται στο νεκροταφείο, στήνουν γλέντι με παραδοσιακά τραγούδια. Στο νεκροταφείο η κάθε οικογένεια έχει και τα παιδιά μαζί, ώστε το έθιμο, να συνεχίζεται από γενιά σε γενιά. 







Στο χωριό  μας τα Ραβένια, τα έθιμα της Λαμπρής άρχιζαν από τη Μεγάλη Βδομάδα. Η γιορτή του Λαζάρου ήταν το τελευταίο «σκαλοπάτι» για τη μεγάλη μέρα. Μια βδομάδα απέμενε για τη Λαμπρή. Η μεγάλη δοκιμασία έφτανε στο τέλος της. Η μακρά περίοδος της νηστείας μας έκανε να περιμένουμε με αγωνία τον ερχομό του Πάσχα για να έρθει η λύτρωση. Όχι πως δεν είχαμε νηστεία όλο το χρόνο… Αλλά να, στη σαρακοστή κόβονταν και τ’ αυγά  και το λίγο τυρί από την καθημερινή διατροφή μας. Γι’ αυτό σε όλη τη διάρκεια της νηστείας το πασχαλινό τραπέζι φάνταζε πλούσιο στη φαντασία μας. Οι μέρες αυτές θα ήταν χορταστικές… 







Τη Μεγάλη βδομάδα παρακολουθούσαμε ανελλιπώς, από τη Μ. Δευτέρα μέχρι τη Μ. Παρασκευή, τα Άγια πάθη. Το Μ. Σάββατο το βράδυ οι ετοιμασίες και η αναμονή κορυφώνονταν. Μόνο που η ώρα της ανάστασης –τρεις  τα μεσάνυχτα- μας προβλημάτιζε γιατί ο παιδικός ύπνος την άνοιξη είναι γλυκός. Ώσπου να τακτοποιήσουμε τα ζώα, να ετοιμάσει κι ο πατέρας το τρικέρι  –σαν επίτροπος ήταν μια από τις υποχρεώσεις του κι αυτή- έφτανε η ώρα δώδεκα. Η καμπάνα χτυπούσε τα μεσάνυχτα και η απόλυση συνέπιπτε με το ξημέρωμα.
-«Γιατί μάνα, η Ανάσταση βγαίνε τα μεσάνυχτα;», ρωτούσα με παράπονο.
-«Γιατί ο Χριστός αναστήθηκε το ξημέρωμα», μου απαντούσε εκείνη.
Βέβαια η εκκλησία προέβλεψε και αυτό το πρόβλημα. Προσάρμοσε την ώρα της Ανάστασης κατά τις βολές των πιστών. Η 12η ώρα είναι βολική. Και το θρησκευτικό σου καθήκον εκπληρώνεις και η μαγειρίτσα δεν κρυώνει. Εμείς στο χωριό μου επιμέναμε πατροπαράδοτα.
Στην Ανάσταση έπρεπε να βρίσκονται όλοι οι χωριανοί ή τουλάχιστον ένας από κάθε σπίτι. Ο παπάς έλεγε τα προκαταρτικά και περίμενε.
-«Ήρθαν όλοι; Ποιος λείπει;», ρωτούσε.
Οι ματιές έπεφταν στο εκκλησίασμα και αντιστοίχιζαν πρόσωπα και σόγια. Από τους Δημαίους ου Χρήστους, από τους Μαντζαίους ου Γάκ’ς, από τους Καλαντζαίους ου Μήτρους …
-«Οι πλιότεροι είναι εδώ, βάλε βλοητό παπά», έλεγαν οι επίτροποι.
Ο παπάς με την καλή του στολή, έβαζε και την… καλή του φωνή.
-«Δέφτε λάααβετε φώωως…»
Οι αρχηγοί (πάντα οι άντρες), κρατώντας όλες τις λαμπάδες της οικογένειας, ορμούσαν και, τσαλαπατώντας ο ένας τον άλλον, προσπαθούσαν να πάρουν πρώτοι το Άγιο Φως από το τρικέρι του παπά. Πάντα, όμως, υπήρχαν και οι υπναράδες που έρχονταν καθυστερημένοι…
Μια φορά άρπαξαν από τα γένια τον παπα-Γιάννη και απαιτούσαν να τους ξαναβγάλει Ανάσταση.
-«Δε γίνεται να βγάλουμε δυο Αναστάσεις… Δεν το επιτρέπει η εκκλησία!», τους έλεγε ο παπάς.
Και μόνο με την παρέμβαση των ψυχραιμότερων αποφεύχθηκε το ανοσιούργημα. 
Στη δεύτερη Ανάσταση (απόγευμα της Κυριακής) όλοι οι χωριανοί έβαζαν τα καλά τους και μετά τη λειτουργία  μαζεύονταν στο χοροστάσι (πλατεία) και άρχιζαν το χορό με λαμπριάτικα τραγούδια. Τα τραγουδούσαν όλοι μαζί, χωρίς τη συνοδεία οργάνων. Σχημάτιζαν δυο μεγάλους κύκλους, στον μέσα κύκλο οι γυναίκες και στον έξω οι άντρες. Πρώτος έσερνε το χορό ο παπάς. 
Τα τραγούδια ονομάζονταν «τραγούδια της αγάπης» γιατί αναφέρονταν στην Ανάσταση και στην  αγάπη του Χριστού.
Πάντα άρχιζαν με το παρακάτω τραγούδι:
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Κυρίου τον τάφο
Εκεί δέντρο δεν ήτανε και δέντρο εφανερώθει
Το δέντρο ήταν ο Χριστός και η ρίζα η Παναγία
Που μαρτυρούσαν κ’ έλεγαν για του Χριστού τα πάθη
Την Κυριακή του Πάσχα αρχίζαμε τη διατροφή μας με τυρόπιτα, αυγά, και γιαούρτι. Έπρεπε ν’ αρχίσουμε την «κοιλιοθεραπεία» μας κλιμακωτά γιατί το στομάχι μας, μετά από τόσες μέρες νηστείας δεν μπορούσε να καταλύσει κρέας.
Τη Δευτέρα, όμως, όλοι έσφαζαν αρνί. Δε συνηθίζονταν τότε στο χωριό μας η σούβλα. Η γάστρα είχε την τιμητική της. Βέβαια σ’ αυτό συνηγορούσαν και οι καιρικές συνθήκες γιατί την Άνοιξη στα μέρη μας είναι συχνές οι βροχές.
Τη μέρα αυτή έπρεπε να φάμε νωρίς το μεσημέρι γιατί ο πατέρας, σαν επίτροπος τη εκκλησίας, έπρεπε να βγει για τα τομάρια. Μαζί με τους άλλους δυο επιτρόπους γύριζαν όλο το χωριό και μάζευαν τ’ αρνοτόμαρα για να ’χει και η εκκλησία κάποιο έσοδο. Κανένας δεν τ’ αρνιόταν.       
Όλα αυτά, τα τόσο απλά, ήταν βάλσαμο στις καρδιές των χωριανών κι έδιναν την αληθινή διάσταση στο πνεύμα της μεγάλης γιορτής της χριστιανοσύνης… 

The following two tabs change content below.

Δεν υπάρχουν σχόλια: