Η προβοκάτσια στα ελληνοαλβανικά σύνορα, οι συσχετισµοί δυνάµεων, η επίσκεψη Μεταξά στη βρετανική πρεσβεία, το έκτακτο Υπουργικό Συµβούλιο, η άρνηση της Τουρκίας να υλοποιήσει τις δεσµεύσεις της για παροχή αµοιβαίας βοήθειας και το ∆ιάταγµα της Γενικής Επιστράτευσης
Ο Ιωάννης Μεταξάς πέφτει για ύπνο έχοντας γράψει στο ηµερολόγιό του: «Ούτε σήµερα επίθεσις. Ενισχύεται η χθεσινή µου γνώµη. Πανταχόθεν ειδήσεις ησυχίας διά Ελλάδα».
Κατά τις 02.00 το πρωί όµως θα τον ξυπνήσει ο υφυπουργός Τύπου Θεολόγος Νικολούδης (που νωρίτερα βρισκόταν στη δεξίωση του πρέσβη), προκειµένου να τον ενηµερώσει ότι το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων «Στέφανι» µετέδιδε µέσω τηλεγραφηµάτων του ότι «ένοπλη ελληνική συµµορία» είχε επιτεθεί σε συνοριακά φυλάκια της θέσης Καπέστιτσα και πως τρεις βόµβες είχαν εκραγεί «πλησίον της έδρας του γραφείου του Ιταλού λιµενάρχου του Πόρτο-Εντα (σ.σ.: Αγίων Σαράντα Αλβανίας)». Ηταν προφανές ότι επρόκειτο για προβοκάτσια προκειµένου να βρει αφορµή ο στρατός του Μουσολίνι να επιτεθεί κατά της Ελλάδας. Η κυβέρνηση διαψεύδει µε τον πλέον κατηγορηµατικό τρόπο το επεισόδιο και η σχετική ανακοίνωση µεταδίδεται στις 04.00 το πρωί από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Ο Μεταξάς θα συµπληρώσει στο ηµερολόγιό του: «Τι νύχτα! [...] Συνδυάζων πληροφορίας, φήµας και ηµεροµηνίας (25-28) απέκτησα πεποίθησιν ότι πρόκειται περί σκηνοθεσίας δι’ επικειµένην αύριον ίσως επίθεσιν».
Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1940:
Τη διάψευση περί επίθεσης στο αλβανικό έδαφος, που τώρα κατείχαν οι Ιταλοί, θα επαναλάβει στις 08.00 το πρωί ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, στον στρατιωτικό ακόλουθο της πρεσβείας των γειτόνων, συνταγµατάρχη Λουίτζι Μοντίνι, σε κατ’ ιδίαν συνάντησή τους. «Μα δεν µπορεί τα ελληνικά στρατεύµατα να ελέγχουν απ’ άκρου εις άκρον τη µεθοριακή γραµµή» θα πει ο συνοµιλητής, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το επεισόδιο υπήρξε. Ο Παπάγος τον κοίταξε κατάµατα και τονίζοντας κάθε λέξη του, θα απαντήσει πως «τα ελληνικά σύνορα φρουρούνται µέτρον προς µέτρον» και ότι «πρέπει εποµένως να αποκλεισθή το ενδεχόµενον ότι οιαδήποτε κίνησις, ακόµη και η ελαχίστη, θα διέφευγε την προσοχή των ελληνικών στρατευµάτων». Κατά τα άλλα, η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Στο Βασιλικό Θέατρο παίζεται «Ο έµπορος της Βενετίας» και µάλιστα µε διπλή παράσταση, µία απογευµατινή στις 17.00 και µία βραδινή στις 21.00.
Στην εφηµερίδα «Εθνος» ο αρχιµάγειρας Νίκος Τσελεµεντές δίνει συµβουλές για τον τρόπο µε τον οποίο οι Ελληνες «κατά τας πολεµικάς αυτάς ηµέρας» θα αντικαταστήσουν τη ζάχαρη, που θα αρχίσει να εκλείπει από την αγορά, µε µέλι. Στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο εορτάζεται η επέτειος της φασιστικής επανάστασης, ωστόσο η ατµόσφαιρα είναι παγερή, µε τον πρεσβευτή Εµανουέλε Γκράτσι να περιµένει µε αγωνία να περάσει η ώρα ώστε να επιδώσει το τελεσίγραφο. «Η ηµέρα της 27ης πέρασε σαν εφιάλτης» θα πει αργότερα.
Το βράδυ, προκειµένου να χαλαρώσει, θα βρεθεί στην οικία της οικογένειας Βλαστού, επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, παίζοντας µπριτζ µε φίλους όπως ο πρίγκιπας Ντεµίντωφ, πρώην πρεσβευτής της Ρωσίας στην Αθήνα. Νωρίτερα το απόγευµα ο συµµαχικός σταθµός υποκλοπών της Μάλτας αναφέρει στο Λονδίνο ότι καταγράφεται έντονη κινητικότητα ιταλικών στρατευµάτων στην Αλβανία. Πράγµατι, όταν δύει ο ήλιος, ιταλικά αγήµατα προελαύνουν προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα λαµβάνοντας θέσεις για την επικείµενη επίθεση, ενώ στην περιοχή έχει αρχίσει να βρέχει ασταµάτητα. Η µεγάλη στιγµή για την Ελλάδα φθάνει.
«Δεν θα περάσουν»
Οπως αναφέρει ο διαπρεπής ιστορικός και ακαδηµαϊκός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος στο βιβλίο του «1940 – Οι τελευταίες µέρες του Οκτωβρίου» (Εκδόσεις Πατάκη), ο υποστράτηγος Χαράλαµπος Κατσιµήτρος, που βρίσκεται στα Γιάννενα, διαµηνύει στο Γενικό Επιτελείο την προσωπική του άποψη ότι η ιταλική επίθεση είναι πιθανό να εκδηλωθεί την εποµένη το πρωί, ίσως και κατά τη διάρκεια της νύχτας, τονίζοντας αποφασιστικά: «∆εν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι! (σ.σ.: σηµερινή έδρα του ∆ήµου Πωγωνίου Ιωαννίνων)». Ως επικεφαλής της 8ης Μεραρχίας έχει φροντίσει να οργανώσει την άµυνα των γύρω υψωµάτων. Στο ύψωµα της Βέλλας διασώζονται µέχρι και σήµερα ίχνη από τα χαρακώµατα της εποχής.
∆ευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940:
Στη 1.00 µετά τα µεσάνυχτα το κρατικό ραδιόφωνο της Ρώµης αναγγέλλει ότι έληξε η περίοδος ανεκτικότητας της Ιταλίας έναντι της Ελλάδας. Ενενήντα λεπτά αργότερα, ο πρεσβευτής Εµανουέλε Γκράτσι ετοιµαζόταν να επιβιβαστεί στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο προκειµένου να µεταβεί στην οικία του πρωθυπουργού, στην Κηφισιά. Ωρα 2.50 π.µ. έχει φθάσει στην οδό Κεφαλληνίας και ∆αγκλή 10, όπου βρίσκεται το σπίτι, και ζητά από τον φρουρό να ξυπνήσει τον Μεταξά, ο οποίος θα τον δεχθεί µε µια µάλλινη ρόµπα σε ένα µικρό σαλονάκι και εκεί ο διπλωµάτης του επιδίδει την τελεσιγραφική διακοίνωση της κυβέρνησής του. Στο κείµενο κατηγορούνταν η χώρα µας για παραβίαση της ουδετερότητας και ζητούσε να παρασχεθεί η συναίνεση προκειµένου να καταληφθούν «ειρηνικά» µια σειρά από στρατηγικά σηµεία της επικράτειας.
Σε περίπτωση άρνησης, η Ελλάδα θα δεχόταν επίθεση στις 6.00 το πρωί. Ο 69χρονος Μεταξάς, βουρκωµένος, αντιλαµβάνεται την κρισιµότητα των στιγΗ προβοκάτσια στα ελληνοαλβανικά σύνορα, οι συσχετισµοί δυνάµεων, η επίσκεψη Μεταξά στη βρετανική πρεσβεία, το έκτακτο Υπουργικό Συµβούλιο, η άρνηση της Τουρκίας να υλοποιήσει τις δεσµεύσεις της για παροχή αµοιβαίας βοήθειας και το ∆ιάταγµα της Γενικής Επιστράτευσης. µών. Θα απαντήσει στον νυχτερινό επισκέπτη στα γαλλικά, στη γλώσσα των διπλωµατών: «Alors. C’ est la guerre» («Πολύ καλά, λοιπόν. Εχοµεν πόλεµον»). Επί της ουσίας αυτό ήταν το «Οχι». Υστερα θα σηκωθεί και θα οδηγήσει τον Γκράτσι στην εξώπορτα, παρατηρώντας µελαγχολικά: «Vous etes les plus forts» («Είστε ισχυρότεροι»). Ο πρέσβης δεν απάντησε. Υποκλίθηκε µε σεβασµό και αποχώρησε.
Στις 3.30 το πρωί ο δικτάτορας ξεκινά τα τηλεφωνήµατα. Καλεί κατ’ αρχάς τον βασιλιά Γεώργιο Β’ και αµέσως µετά τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Αλέξανδρο Παπάγο, τον οποίο προάγει σε αρχιστράτηγο ζητώντας του να θέσει άµεσα σε εφαρµογή το σχέδιο επιστράτευσης. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά ειδοποιούνται τα στρατεύµατα της Ηπείρου να προβάλουν σθεναρή αντίσταση στην επικείµενη επίθεση.
Οι άνδρες των ταγµάτων εµπροσθοφυλακής κατά µήκος της µεθοριακής γραµµής είναι όλοι ξύπνιοι, ντυµένοι µε πλήρη εξάρτυση και το όπλο ανά χείρας. Ο αείµνηστος καθηγητής Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισµού στο Πανεπιστήµιο Αθηνών, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, επικαλούµενος αξιόπιστες µαρτυρίες αναφέρει ότι οι εισβολείς παρέταξαν στο ευρύτερο µέτωπο των ελληνοαλβανικών συνόρων οκτώ µεραρχίες µε 100.000 άνδρες, ενώ οι Ελληνες αντιπαρατάχθηκαν µε 30.000 - 40.000 ετοιµοπόλεµους οπλίτες, καταταγµένους σε 30 έως 40 τάγµατα που ανήκαν στην 8η Μεραρχία Ηπείρου και ∆υτικής Μακεδονίας. Οι Ιταλοί δεν είχαν µονάχα την αριθµητική υπεροχή των στρατιωτών, αλλά διέθεταν επίσης αεροπορική και αντιαεροπορική υπεροπλία και τον δεύτερο καλύτερο στόλο στη Μεσόγειο µετά τον βρετανικό. Επρεπε τάχιστα να αφιχθούν οι ελληνικές εφεδρείες στα βουνά της Πίνδου.
«Πόλεμος τιμής»
Ο Μεταξάς ορίζει έκτακτο Υπουργικό Συµβούλιο για τις 4.30 το πρωί στο υπουργείο Εξωτερικών. Πριν φθάσει στην αίθουσα συσκέψεων έχει κάνει µια στάση στη βρετανική πρεσβεία προκειµένου να ενηµερώσει για τα διατρέξαντα τον Αγγλο πρεσβευτή, σερ Μάικλ Πάλερετ, ζητώντας να σταλεί από το Λονδίνο αεροπορική και ναυτική βοήθεια. Τα µέλη της κυβέρνησης φθάνουν ένα ένα στο κέντρο της Αθήνας και ξεκινά το Υπουργικό Συµβούλιο που θα διαρκέσει ελάχιστα λεπτά. Ο δικτάτορας δεν τρέφει αυταπάτες για τα όσα θα ακολουθήσουν: «Σήµερα», θα πει, «αναλαµβάνοµεν σκληρότατον αγώνα µε µέσα τελείως άνισα και δεν πρέπει να αυταπατώµεθα ότι θα πολεµήσωµε µόνον τους Ιταλούς. Τα συµφέροντα του Αξονα είναι αναπόσπαστα και αργά ή γρήγορα θα πολεµήσουµε και τους Γερµανούς. Το πιθανώτατο είναι να χάσωµε προσωρινώς την Μακεδονίαν και την Ηπειρον και δεν αποκλείεται και αυτάς τας Αθήνας και τας εστίας µας.
Ο πόλεµος λοιπόν που σήµερα αναλαµβάνει το έθνος είναι µόνον και µόνον πόλεµος τιµής και επειδή πιστεύω βαθύτατα ότι αι ηθικαί αξίαι τελικώς θα θριαµβεύσουν επί των υλικών, έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι η νίκη θα είναι τελικώς µε το µέρος των Συµµάχων». Και καταλήγει: «Θα υποφέρωµεν τα πάνδεινα, αλλά µε το θαυµάσιο φρόνηµα του λαού, µε την οµόψυχον ένωσιν όλων των Ελλήνων, πιστεύω εις την νίκην».
Στο µεσοδιάστηµα έχει φθάσει και ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ που θα προεδρεύσει στο πρώτο Πολεµικό Συµβούλιο, ενώ υπογράφονται το ∆ιάταγµα της Γενικής Επιστράτευσης και το ολιγόλογο διάγγελµα του άνακτος ως αρχηγού του κράτους προς τον ελληνικό λαό: «Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθηµεν να κατέλθωµεν εις πόλεµον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Κατά την µεγάλην αυτήν στιγµήν είµαι βέβαιος ότι κάθε Ελλην και κάθε Ελληνίς θα επιτελέση το καθήκον µέχρι τέλους και θα φανή αντάξιος της ενδόξου ηµών Ιστορίας. Με πίστιν εις τον Θεόν και εις τα πεπρωµένα της φυλής, το Εθνος σύσσωµον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος θα αγωνισθή υπέρ βωµών και εστιών µέχρι της τελικής νίκης. Εν τοις ανακτόροις των Αθηνών τη 28η Οκτωβρίου 1940».
Ο πρεσβευτής στην Άγκυρα
Στις 5.00 το πρωί ο Μεταξάς επικοινωνεί τηλεφωνικά µε τον Ελληνα πρεσβευτή στην Αγκυρα, Ραφαήλ Ραφαήλ, και του ζητά να ενηµερώσει την τουρκική κυβέρνηση, ενώ ταυτόχρονα καλεί και τον Τούρκο πρεσβευτή στην Αθήνα να πάει στο γραφείο του, όπως και γίνεται. Ο πρωθυπουργός του δείχνει το ιταλικό τελεσίγραφο και τον καλεί να ενεργοποιηθούν οι συµβατικές δεσµεύσεις που έχει αναλάβει η εξ ανατολών γειτονική χώρα από το 1938 και 1939 για την παροχή αµοιβαίας βοήθειας, αν και ενδόµυχα πιστεύει ότι η Τουρκία θα µας βοηθήσει µονάχα εάν δεχθούµε επίθεση από τους Βούλγαρους και όχι από τους Ιταλούς. Εχει απόλυτο δίκιο. Επικοινωνώντας ο πρέσβης µας στην Αγκυρα, Ραφαήλ Ραφαήλ, µε τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Σουκρού Σαράτσογλου (που δύο χρόνια αργότερα θα ορκιζόταν πρωθυπουργός), θα του ξεκαθαρίσει ότι «η Ελλάδα µπορεί να βασιστεί απόλυτα στην Τουρκία, αν δεχθεί επίθεση από τη Βουλγαρία».
Ωρα 5.30 το πρωί από τα ελληνοαλβανικά σύνορα εισβάλλουν επτά πλήρως επανδρωµένες µεραρχίες. Οι δυνάµεις του Μουσολίνι δεν περίµεναν καν να ολοκληρωθεί η προθεσµία που όριζε το τελεσίγραφο. Η εξουθενωτική νεροποντή, η λάσπη, η πυκνή οµίχλη, το τροµερό κρύο, οι αστραπές και οι βροντές από κάθε σηµείο του ορίζοντα συµφύρονταν µε το καταιγιστικό πυρ από τα εχθρικά πυροβόλα, τη λάµψη των βοµβίδων αλλά και τον βόµβο των αεροπλάνων, συνθέτοντας µια εικόνα κόλασης. Το Επος του ’40 µόλις ξεκινούσε.
1 σχόλιο:
Έτσι για να μαθαίνουμε και λίγη πραγματική νεότερη ιστορία. Ας αποκαταστήσουμε επιτέλους και αυτόν τον ανιδιοτελή Έλληνα πρωθυπουργό , τον Μεταξά, που τόσα ανυπόστατα έχουν πει οι νεοέλληνες εις βάρος του.
Δημοσίευση σχολίου