Τα ενεχυροδανειστήρια
Άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, απ’ όταν εισήλθαμε στην εποχή της οικονομικής κρίσης. Τα ‘γραφεία αγοράς χρυσού έχουν τις προθήκες τους, βαμμένες στο χρώμα του χρυσού, γράφουν ότι λειτουργούν με κρατική άδεια. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αλλά στην Ελλάδα όλα γίνονται. Μονάχα για τους Έλληνες τα πράγματα είναι δύσκολα. Μέσα από τηλεοπτικές και έντυπες διαφημίσεις υπόσχονται στους πολίτες ότι θα δώσουν άμεση λύση στα οικονομικά τους προβλήματα με την εκποίηση χρυσαφικών και τιμαλφών.
Εγείρονται σημαντικά ερωτήματα. Πώς προστατεύεται από την οικονομική εκμετάλλευση ο πολίτης που εξαναγκάζεται να καταφύγει σε τέτοια γραφεία; Πώς αποτρέπεται το ενδεχόμενο ακούσιας κλεπταποδοχής; Όπως επίσης πού καταλήγει ο χρυσός που συγκεντρώνεται στα σύγχρονα ενεχυροδανειστήρια; Οι ιδιοκτήτες τους, εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη δυστυχία, αποπειρώνται να βάλουν στο χέρι τον χρυσό των ιδιωτών, η πώληση του οποίου είθισται να αποτελεί την τελευταία απέλπιδα επιλογή για κάποιον που αδυνατεί να συγκεντρώσει μετρητά. Όμως, είθισται αυτό να συμβεί σε ‘καιρό ειρήνης’.
Η άνθιση των τοκογλυφικών αυτών ανταλλακτηρίων μας δίδαξε ότι δεν ζούμε σε καιρό ειρήνης, αλλά σε μόνιμη τροχιά πολέμου. Στον ακήρυχτο πόλεμο, δεν θα απέχουμε, δεν θα σιωπήσουμε και δεν θα μείνουμε αδρανείς. Στοχοποιήσαμε τις τοκογλυφικές συμμορίες με το προσωπείο του σωτήρα και δράσαμε εναντίον τους.
Η άθλια λογική του εκάστοτε ‘πολιτικού χώρου’ που αποδεικνύει τί ποιότητας ανθρωποειδή το υποστηρίζουν, μπορεί να συνοψισθεί στα λόγια:‘Τί φταίει ο ιδιοκτήτης, μπορεί να είναι δικός μας’.
Για εμάς, δεν νοείται οποιοδήποτε επάγγελμα ή λειτούργημα στρέφεται επί του συνόλου εναντίον της κοινωνίας, να γίνει αποδεκτό. Η ιδιότητα δεν αποτελεί καθαρτήριο για κανέναν. Υπό προϋποθέσεις αποτελεί όνειδος, είτε πρόκειται για τον ιδιοκτήτη ή τον απλό υπάλληλο, αυτουργοί και συνεργοί σε τοκογλυφική δραστηριότητα, δεν μπορούν να θεωρηθούν ‘συναγωνιστές’. Η καθολική υποταγή στη συστημική λογική, επεκτείνεται και σε άλλα μέτωπα. Βάσει της ίδιας ‘λογικής’, κανείς πολιτικός δεν είναι 100% ‘κακός’. Βάσει του σωκρατικού ‘ουδείς εκών κακός’, προοριζόμαστε για την κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Το επιχείρημα γι’ αυτό είναι η μεροληπτική και συμφεροντολογική βάση που στηρίζει κανείς την επιχειρηματολογία του.
Αυτός που έχει κάθε έννομο συμφέρον από το να χαϊδέψει τα αυτιά ή να υπερασπιστεί τον ‘συνάνθρωπό’ του, επικαλείται τον ‘ανθρωπισμό’ που ουδεμία λογική πολιτική εξήγηση βάση έχει, δεδομένου ότι ομιλούμε σε πολιτικό επίπεδο και όχι σε ανθρωπιστικό. Όταν έχουμε πόλεμο, δεν μπορούμε να ομιλούμε περί ανθρωπισμού, αλλά περί του πολέμου.
Η άθλια νοοτροπία που καλλιεργήθηκε στα επτά χρόνια της οικονομικής κρίσης, απέφερε καρπούς, τους οποίους δρέπουμε. Οι πολίτες έγιναν μαλθακότεροι των μαλθακών, πιο ηττοπαθείς από όσο ήταν προ κρίσεως, έγιναν χειρότεροι από τους δυνάστες τους. Και όπως έχουμε πει στο παρελθόν, οι συνένοχοι δεν εξεγείρονται εναντίον των ανώτερών τους. Τουναντίον, η δυσαρέσκειά τους περιορίζεται σε μία στείρα διαμαρτυρία για το ρίξιμο στην μοιρασιά της πίτας.
Το ‘Μαζί τα φάγαμε’ αποτελεί την πιο ωμή αλήθεια για έναν λαό που όχι μόνο συνηγόρησε στην αισχρή μεταπολιτευτική δημοκρατική αδιαφορία σε βάρος του κυπριακού ελληνισμού, αλλά έκλεισε κυνικά το μάτι στο κατεστημένο, προκειμένου να αρπάξουν αμφότεροι ως κοινοί συμμορίτες όσο περισσότερα μπορούν.
Τί θα απογίνει αυτή η πατρίδα, ούτε λόγος. Όσα φάνε και όσα πιούνε. Η πατρίδα όμως είναι μία και δεν πωλείται και περισσότερο δεν είμαστε διατεθειμένοι να την αφήσουμε να πωληθεί.
Σε ό,τι αφορά το πολιτικό κατεστημένο, έμειναν ατιμώρητοι, παρόλο που έχουμε διανύσει και τυπικά επτά χρόνια οικονομικής κρίσης. Ποιοί θα διδάξουν ήθος, ποιοί θα μεταδώσουν πνεύμα στην νεολαία; Τί άλλο μπορεί να περιμένει κανείς απόταν ο συρφετός που ονομάζεται ‘χώρος’ περιθωριοποιεί όσους τολμήσουν να αρθρώσουν λόγο εναντίον του κοινοβουλευτισμού! Οι ακροδεξιοί ξεβρακώθηκαν.
Τον Εθνικοσοσιαλισμό, εφόσον δεν είναι ικανοί να τον φτάσουν (δεν είναι και τυπικά Εθνικοσοσιαλιστές), τον έφεραν στα ακροδεξιά μέτρα τους και τον παρουσίασαν σαν τα μούτρα τους. Όταν δεν υπάρχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ο εθνικισμός είθισται να είναι από τη ρίζα του αντικοινοβουλευτικός. Εφόσον υπάρχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ο εθνικισμός είναι κοινοβουλευτικός, σύμφωνα με την ‘λογική’ τους…
Η πεμπτουσία της εναντίωσης στους καταληστρικούς αυτούς μηχανισμούς είναι πολιτική. Ουδεμία αξία έχει η παράθεση νόμων και διατάξεων και άλλων οικονομικών ή ιστορικών αναλύσεων για τα ενεχυροδανειστήρια. Η εναντίωσή μας είναι πολιτική. Οι ριζοσπάστες εθνικιστές έχουν την δική τους ηθική και σύμφωνα με αυτήν ενεργούν πολιτικά. Καμία οικονομική θεωρία η οποία επιβάλλεται από τα πάνω ή από τα κάτω στις μάζες και οδηγεί στην καταλήστευση και την δυστυχία έναν λαό, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από εμάς.
Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε διαβάσει ή ακούσει το ‘θέλουν να βάλουν στο χέρι τον χρυσό των Ελλήνων’. Χρυσαφικά και τιμαλφή δεν εντάσσονται στον φυσικό πλούτο της Ελλάδος, αλλά αποτελούν ατομική περιουσία που αξιοποιείται κατά το δοκούν από τους ιδιώτες. Το κράτος αποσκοπεί να υφαρπάξει με διάφορα δόλια τεχνάσματα αυτά που ονομάζονται ‘αφανής πλούτος’ ή ‘κρυφά χρήματα’. Με λίγα λόγια να υφαρπάξει και τις τελευταίες οικονομίες που έχουν οι πολίτες ‘για ώρα ανάγκης’. Οι μεγαλοκαταχραστές απατεώνες που αφαίμαξαν τους Έλληνες φορολογούμενους, δεν κινδυνεύουν από τις κρατικές μεθοδεύσεις, καθότι αποτελούν σάρκα από την σάρκα του κράτους και τα κλοπιμαία είναι εξασφαλισμένα στις τράπεζες της Αυστρίας και της Ελβετίας, δύο χώρες οι οποίες επιμένουν στο τραπεζικό απόρρητο και δεν επιδέχονται ελέγχων. Με λίγα λόγια, όποιος καταφέρνει να βγάλει στην Αυστρία και την Ελβετία τα κλοπιμαία, αυτομάτως έχει εξασφαλίσει το ακαταδίωκτό του, καθώς δεν μπορούν να διερευνηθούν τα όποια εγκλήματα.
Για όσους τυχόν το αγνοούν, στην χώρα μας διεξάγονται πλειστηριασμοί και δημοπρασίες σε μόνιμη βάση. Εάν κάποιοι το αντελήφθησαν αργά, αποδεικνύεται πώς ούτε ικανοί για την πολιτική είναι, ούτε φυσικά ενδιαφέρονται για την κοινωνία. Να τους ενημερώσουμε για τον ‘ΟΔΔΥ’ (‘Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού’) που εδρεύει ‘Σταδίου 60’ στο κέντρο της Αθήνας. Όσον αφορά τις δραστηριότητές τους, ουδέποτε παρενοχλήθηκαν από ‘αντιεξουσιαστές’. Ο ‘Ρουβίκωνας’ ακούει; Τα κατασχεμένα που μεταπωλούνται στον ‘ΟΔΔΥ’ δεν τους ενοχλούν απ’ ότι φαίνεται ή δεν έχουν εντολές να περάσουν σε ‘μία άνευ επιστροφής ρήξη’.
Η ιστορία των ενεχυροδανειστηρίων
Ας θυμηθούμε κάποια θεωρητικά πράγματα για τα ενεχυροδανειστήρια… Βάσει ορισμού, το ενεχυροδανειστήριο είναι πιστωτικό ίδρυμα ή γραφείο που χορηγεί έντοκα δάνεια, τα οποία εξασφαλίζονται με ενέχυρο. Στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει.
Η μέθοδος λειτουργίας τους είναι φαινομενικά απλή. Ο δανειζόμενος ζητάει από τον δανειστή (το ενεχυροδανειστήριο) ένα ποσό και ως ενέχυρο (ως διασφάλιση της μη απώλειας κέρδους αν ο δανειζόμενος δεν επιστρέψει το ποσό) δίνει ένα αντικείμενο του οποίου την αξία κοστολογεί ο δανειστής. Κάθε πολύτιμο αντικείμενο μπορεί να δοθεί ως ενέχυρο. Από οχήματα έως και χρυσά δόντια. Ο δανειολήπτης είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει το ποσό που δανείστηκε σε έναν συμφωνημένο χρονικό ορίζοντα έξι μηνών (με νομική ισχύ), με επιτόκια επιβάρυνση. Αν στους έξι μήνες δεν επιστρέψουν τα χρήματα, τα ενέχυρα βγαίνουν σε πλειστηριασμό με προφανέστατα οφέλη για τους δανειστές.
Φημολογείται ότι το πρώτο σύγχρονο ενεχυροδανειστήριο ιδρύθηκε το 1198 στη Βαυαρία, ενώ ανάλογα καταστήματα λειτούργησαν στην Αγγλία (1361) και αλλού από τον ΙΒ΄ ως τον ΙΔ΄ αιώνες. Αυτός που έδωσε ώθηση στο θεσμό ήταν ο Ιταλός μοναχός Βαρνάβας ντε Τέρνι στα μέσα του ΙΕ΄ αιώνα. Για να απαλλάξει τις λαϊκές τάξεις από την εκμετάλλευση που υφίσταντο από τους τοκογλύφους ίδρυσε αρχικά (1440) στην Περούτζια και αργότερα (1464) στο Ορβιέτο σοβαρά πιστωτικά ιδρύματα, τα κεφάλαια των οποίων προέρχονταν κατά το πλείστον από δημόσιες εισφορές, που χορηγούσαν άτοκα δάνεια σε φτωχούς.
Στην Ελλάδα ενεχυροδανειστήρια ιδρύθηκαν επί ενετοκρατίας στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο. Αυτό της Κέρκυρας άρχισε να λειτουργεί το 1630 με πόρους που προέρχονταν από φόρους, οι οποίοι είχαν επιβληθεί για το σκοπό αυτό, και από το πλεόνασμα των κεφαλαίων των σιταποθηκών. Το κατάστημα τούτο, ελλείψει χρημάτων, έκλεισε το 1706, αλλά ανασυστήθηκε το 1768. Έτσι, το ενεχυροδανειστήριο Ζακύνθου ιδρύθηκε το 1670 με σκοπό την παροχή βοήθειας στους πενόμενους πολίτες και για περιορισμό της δανειστικής αισχροκέρδειας. Το αρχικό του κεφάλαιο ανερχόταν σε 6.000 ρεάλια, τα οποία είχε δανειστεί από τη σιταποθήκη του νησιού, αλλά με την πάροδο του χρόνου απέκτησε ίδια κεφάλαια. Στην υπόλοιπη Ελλάδα αποφασίστηκε η ίδρυση ενεχυροδανειστηρίων αμέσως μετά την απελευθέρωση με διάταγμα της 1ης Δεκεμβρίου 1836 (‘ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ’, φύλλο 7ης Ιουλίου 1957).
Όμως κατά τα επόμενα εξήντα χρόνια δεν ιδρύθηκε κρατικό ενεχυροδανειστήριο παρά μόνο κάποια ιδιωτικά μικρομάγαζα, τα οποία έγδυναν στην κυριολεξία όσους αναγκάζονταν να καταφύγουν σ’ αυτά, για να δανειστούν μικροποσά. Συναισθανόμενος την αναγκαιότητα δημιουργίας ανάλογου κρατικού ιδρύματος ο τότε υπουργός των Εσωτερικών Κυριακούλης Μαυρομιχάλης (επί κυβερνήσεως του Θεόδωρου Δηλιγιάννη) συγκρότησε το 1896 πενταμελή επιτροπή, για να υποβάλει σχέδιο συστάσεως ενεχυροδανειστηρίων ‘κατά το πρότυπον των εν τη Εσπερία (= την Ευρώπη) λειτουργούντων, καθ’ όσον τα υπάρχοντα νυν ιδιωτικά δεν ανταποκρίνονταν εις τον σκοπόν αυτών’ (‘ΕΜΠΡΟΣ’, φύλλο 5ης Δεκεμβρίου 1896).
Η προσπάθεια τελικά δεν τελεσφόρησε και έτσι ως τις αρχές του 20ου αιώνα το μόνο κρατικό ενεχυροδανειστήριο που λειτουργούσε στην Ελλάδα ήταν αυτό της Κέρκυρας με κεφάλαιο δύο εκατομμυρίων δραχμών (‘ΣΚΡΙΠ’, φύλλα 12ης Φεβρουαρίου 1902 και 5ης Σεπτεμβρίου 1905).
Το 1903 ο δήμαρχος Αθηναίων Σπυρίδων Μερκούρης απεφάσισε να δημιουργήσει δημοτικό ενεχυροδανειστήριο. Για το σκοπό αυτό απεστάλη στην Ευρώπη ο δικηγόρος Θηβαίος, για να μελετήσει το σύστημα με το οποίο λειτουργούσαν τα ευρωπαϊκά ανάλογα ιδρύματα. Μετά την επάνοδό του από το εξωτερικό κατέγινε με τη σύνταξη του καταστατικού λειτουργίας του ενεχυροδανειστηρίου, το οποίο ο δήμαρχος θα υπέβαλε στο υπουργείο των Εσωτερικών, ώστε να καταρτισθεί με βάση αυτό σχετικό νομοσχέδιο (‘ΕΜΠΡΟΣ’, φύλλο της 24ης Φεβρουαρίου 1903).
Το 1905, όμιλος Αθηναίων κεφαλαιούχων ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση την άδεια να συστήσει στην Αθήνα μεγάλο ενεχυροδανειστήριο. Την ίδια χρονιά ο ομογενής από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου Ιωάννης Γεωργάνος, ενεργώντας ως εκπρόσωπος Γάλλων κεφαλαιούχων, έστειλε στους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες σχέδιο καταστατικού εταιρείας, η οποία ήταν διατεθειμένη να ιδρύσει ενεχυροδανειστήριο στην πρωτεύουσα. Η εταιρεία θα είχε αρχικό κεφάλαιο δύο εκατομμυρίων φράγκων και από τα κέρδη της θα παραχωρούσε ένα μέρος στο ελληνικό δημόσιο και κυρίως στο Ταμείο Εθνικής Αμύνης.
Η πρόταση Γεωργάνου κρίθηκε συμφέρουσα και οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν: «Αι διαπραγματεύσεις του κ. Γεωργάνου μετά των κεφαλαιούχων και της Κυβερνήσεως διεκόπησαν ένεκα των εκλογών, προσεχώς δε επαναλαμβάνονται. Διά τούτο ελπίζομεν ότι η Κυβέρνησις του κ. Δηλιγιάννη, προτού προβή εις οριστικήν απόφασιν επί της προτάσεως των Αθηναίων κεφαλαιούχων, θα αναμείνη τας προτάσεις της Γαλλικής Εταιρείας, αίτινες είναι ασυγκρίτως επωφελέστεραι διά τον πληθυσμόν της πρωτευούσης και ευεργετικαί διά το Ταμείον της Εθνικής Αμύνης’ (‘ΣΚΡΙΠ’, φύλλο 3ης Απριλίου 1905).
Αργότερα ιδρύθηκε στην Αθήνα κρατικό ενεχυροδανειστήριο που στεγάστηκε σε υποκατάστημα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου στην οδό Σταδίου 18. Βάσει του νόμου η Διοίκηση του Ταμιευτηρίου είχε την ευθύνη για τη στελέχωσή του με εξειδικευμένο προσωπικό για την αποτίμηση της αξίας των χρυσαφικών και άλλων τιμαλφών που έβαζαν ως ενέχυρο οι δανειζόμενοι (‘ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ’, φύλλο 24ης Δεκεμβρίου 1961).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου