Προς το τέλος Νοεμβρίου του 325 π.Χ. ο στόλος τουΝεάρχου (ναύαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την Κρήτη) άφησε πίσω του τις ακτές των Ωρειτών και συνέχισε προς τα δυτικά παραπλέοντας τις ακτές, όπου κατοικούσαν οι Ιχθυοφάγοι. Στο εσωτερικό, βόρεια των Ωρειτών και των Ιχθυοφάγων κατοικούσαν οι Γεδρωσοί.
Η Γεδρωσία ήταν ξηρή, ορεινή περιοχή κατά μήκος των βορειοδυτικών ακτών του Ινδικού ωκεανού, η οποία αποικήθηκε την εποχή του χαλκού από ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στις λιγοστές οάσεις της περιοχής και κατακτήθηκε πιθανόν από τον Πέρση βασιλέα Κύρο τον Μέγα (559-530 π.Χ.). Πρωτεύουσα της Γεδρωσίας ήταν η πόλη Πούρα, η οποία αντιστοιχεί στην σημερινή Bampûr, 40 χλμ. από το Irânshahr.
Οι Ιχθυοφάγοι, όπως υποδηλώνει το όνομά τους, τρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά με ωμά ψάρια. Αυτοί που διέθεταν βάρκες και ήξεραν να ψαρεύουν στη θάλασσα, ήσαν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι μάζευαν τα ψάρια, που άφηνε πίσω της η άμπωτη. Έγνεθαν τον φλοιό των φοινίκων, όπως άλλοι λαοί έγνεθαν το λινάρι και έφτιαχναν σχοινιά με τα οποία κατασκεύαζαν δίχτυα. Πολλά από τα δίχτυα τους είχαν μήκος μέχρι 2 στάδια (370 μ.) και τα χρησιμοποιούσαν για να συλλέγουν τα ψάρια, που παγιδεύονταν στην παραλία με τη άμπωτη. Σε πολλά σημεία των ακτών εύρισκαν επίσης καραβίδες, στρείδια και κοχύλια.
Τα μικρότερα ψάρια τα έτρωγαν ωμά και τα μεγαλύτερα, αφού τα ξέραιναν στον ήλιο, τα άλεθαν και έφτιαχναν αλεύρι. Με αυτό το ιχθυάλευρο παρασκεύαζαν στη συνέχεια ψωμί και άλλα σκευάσματα. Από τα διάφορα θαλασσινά έφτιαχναν και κάποιο είδος ιχθυελαίου. Σχεδόν όλη η χώρα ήταν γυμνή, δεν φύτρωνε δέντρο ή χορτάρι, παρά μόνον λίγοι άγριοι φοίνικες. Έτσι τάιζαν ακόμη και τα λιγοστά ζώα τους με ψάρια και ιχθυάλευρο.
Στα ελάχιστα καλλιεργήσιμα σημεία έσπερναν δημητριακά, τα οποία αποτελούσαν ένα πολυτελές συμπλήρωμα στη διατροφή τους. Οι πλουσιότεροι Ιχθυοφάγοι κατασκεύαζαν τις καλύβες τους με τα οστά των κητών, που ξέβραζε η θάλασσα. Τα κήτη αυτά έφταναν πολλές φορές τις 25 οργιές (44,4 μ.) και τα οστά των σιαγόνων τους μετατρέπονταν σε κάσες για τις πόρτες, τα πλευρά τους σε δοκάρια και τα μικρότερα οστά σε τμήματα της στέγης. Οι φτωχότεροι έφτιαχναν τις καλύβες τους με τα απλά ψαροκόκαλα.
Ένας σχετικός μύθος έλεγε ότι σ’ ένα νησάκι, τα Νόσαλα (σημερινή νήσος Astola) σε απόσταση 100 σταδίων (18,5 χλμ.) από τις ακτές των Ιχθυοφάγων ζούσε παλαιότερα μία θαλάσσια νύμφη (σαν τις Νηρηίδες των Ελλήνων). Αυτή, αφού συνευρισκόταν ερωτικά με όσους έβγαιναν στο νησί, τους μεταμόρφωνε σε ψάρια και τους πετούσε στη θάλασσα. Ο Ήλιος θύμωσε με την τακτική της και την έδιωξε από τα Νόσαλα, τα οποία έκτοτε ήταν αφιερωμένα σ’ εκείνον σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, διότι ξανάκανε ανθρώπους, όσους η νύμφη είχε μεταμορφώσει σε ψάρια. Όλοι όσοι ξανάγιναν άνθρωποι, αποτέλεσαν το έθνος των Ιχθυοφάγων.
Τα πληρώματα του Νεάρχου είχαν ακούσει ακόμη ότι όποιος πλησίαζε εκεί, εξαφανιζόταν. Καθώς παρέπλεαν τα Νόσαλα, ένας κέρκουρος (ελαφρύ ταχύπλοο σκάφος) με Αιγυπτιακό πλήρωμα, που έπλεε πιο κοντά, εξαφανίσθηκε και φυσικά, τα πληρώματα πίστεψαν τους Ινδούς πλοηγούς, οι οποίοι απέδωσαν την εξαφάνιση στη νύμφη. Ο Νέαρχος ήθελε να στείλει μία τριακόντορο (πολεμικό πλοίο με 30 κουπιά, 15 ανά πλευρά) για να περιπλεύσει το νησί σε αναζήτηση του κέρκουρου ή τυχόν ναυαγών, αλλά ουδείς προθυμοποιήθηκε να υπακούσει στην διαταγή. Υποχρεώθηκε τότε να προσεγγίσει ο ίδιος τα Νόσαλα και παρά τις έντονες αντιρρήσεις του πληρώματος οδήγησε το σκάφος στην ακτή, όπου αποβιβάσθηκε αποδεικνύοντας σε όλους ότι όσα είχαν ακούσει ήταν ανυπόστατες φήμες και προλήψεις των ιθαγενών, χωρίς όμως να βρεθεί ούτε ο κέρκουρος ούτε οι Αιγύπτιοι.
Την πρώτη ημέρα κάλυψαν 600 στάδια (περί τα 111 χλμ.) από τα Μάλανα των Ωρειτών και το βράδυ, την ώρα της δεύτερης βάρδιας, έκαναν τον πρώτο σταθμό στη χώρα των Ιχθυοφάγων, στα Βαγίσαρα. Εκεί βρήκαν ένα ασφαλές λιμάνι και προχωρώντας 60 στάδια (περί τα 11 χλμ.) προς το εσωτερικό συνάντησαν ένα χωριό, τα Πάσιρα. Με το πρώτο φως της ημέρας περιέπλευσαν ένα απόκρημνο ακρωτήριο, που προχωρούσε βαθιά στη θάλασσα. Εκεί άνοιξαν πηγάδια, για να υδροδοτηθούν, και βρήκαν άφθονο αλλά κακής ποιότητας νερό. Στο μεταξύ ο ήλιος άρχισε να δύει και διανυκτέρευσαν αγκυροβολημένοι στα ανοιχτά, επειδή κοντά στην ακτή είχε ξέρες.
Την τρίτη ημέρα, μετά από 200 στάδια (περί τα 37 χλμ.) έφτασαν στα Κόλτα και τα χαράματα της τέταρτης ημέρας ξεκίνησαν και πάλι. Μετά από 600 στάδια (περί τα 111 χλμ.) έφτασαν στα Κάλιμα, ένα παραθαλάσσιο χωριό με λίγες χουρμαδιές. Σε απόσταση 100 σταδίων (περί τα 18,5 χλμ.) από την ακτή βρισκόταν ένα νησάκι, η Καρνίνη. Στην περιοχή εκείνη δεν υπήρχε νομή και όλοι, άνθρωποι και ζώα, τρέφονταν με ψάρια. Οι χωρικοί προσέφεραν στον Νέαρχο ως δώρα φιλοξενίας ψάρια και πρόβατα, τα οποία είχαν γεύση ψαριού, όπως και τα θαλασσοπούλια. Αυτό αποτελεί άμεση ομολογία του Νεάρχου ότι οι ελλείψεις στον επισιτισμό των πληρωμάτων τους ανάγκασαν να προσθέσουν στο διαιτολόγιό τους και τα θαλασσοπούλια, ένα έδεσμα σαφώς προτιμότερο από τους θαλασσοπόντικες, που ήδη είχαν καταναλώσει.
Μετά από 200 στάδια (περί τα 37 χλμ.) έφτασαν την πέμπτη μέρα σε μία παραλία, την Καρβίδα, 30 στάδια (περί τα 5,5 χλμ.) από την οποία βρισκόταν το χωριό, Κύσα. Εκεί βρήκαν μικρές και κακοφτιαγμένες ψαρόβαρκες και κατάλαβαν ότι οι κάτοικοι ήσαν φτωχοί ψαράδες, οι οποίοι όμως εγκατέλειψαν το χωριό τους, μόλις είδαν τον στόλο. Ο Νέαρχος είχε πολύ μεγάλη ανάγκη από σιτάρι, αλλά στην Κύσα βρήκε μόνο κατσίκια.
Στη συνέχεια περιέπλευσαν ένα ψηλό ακρωτήριο, που εισερχόταν 150 στάδια (περί τα 28 χλμ.) μέσα στη θάλασσα, και έφτασαν σε ένα ήρεμο λιμάνι, τα Μόσαρνα στο οποίο ζούσαν ψαράδες. Στο λιμάνι αυτό υδροδοτήθηκαν και προσέλαβαν ως οδηγό έναν Γεδρωσό, τον Υδράκη, που θα τους οδηγούσε ως την Καρμανία. Από εκεί και μετά, το δρομολόγιο δεν ήταν τόσο άγνωστο. Από αυτήν την πληροφορία του Νεάρχου πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι Ινδοί πλοηγοί, που είχε πάρει μαζί του από τα Πάταλα, δεν ήξεραν τα δρομολόγια πέρα από τη χώρα των Ιχθυοφάγων.
Την 4η Νοεμβρίου 325 π.Χ ο Νέαρχος αρχίζει και πάλι τον παράπλου των ακτών. Στις 8 Νοεμβρίου προσπερνά τις ακτές του Αράβιου ποταμού και ανεφοδιάζεται από το Λεοννάτο. Την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου αρχίζει τον παράπλου των ακτών των Ιχθυοφάγων. Αρχές Δεκεμβρίου ο Νέαρχος παραπλέει τις ακτές της Καρμανίας και ο Αλέξανδρος συναντάται με τον Κρατερό. Στα μέσα Δεκεμβρίου 325 ο Νέαρχος συναντάται με τον Αλέξανδρο.
Από τα Μόσαρνα έφυγαν νύχτα, έπλευσαν 750 στάδια (139 χλμ.), έφτασαν στην παραλία του Βάλωμου και μετά από άλλα 400 στάδια (74 χλμ.) έφτασαν στο χωριό Βάρνα. Εκεί συνάντησαν και πάλι καλλιεργημένα δένδρα και ανθρώπους σε όχι τόσο άγρια κατάσταση. Μετά από άλλα 200 στάδια (37 χλμ.) αγκυροβόλησαν στα Δενδρόβοσα.
Απέπλευσαν τα μεσάνυχτα και μετά από 400 στάδια (74 χλμ.) έφτασαν στο λιμάνι Κώφαντα, όπου βρήκαν άφθονο, καθαρό νερό και ψαράδες με πιρόγες. Κακότεχνες βάρκες τις αναφέρει ο Νέαρχος και συμπληρώνει ότι τα κουπιά δεν τα στήριζαν «σε σκαλμούς (ξύλινος κυλινδρικός πάσσαλος που συγκρατεί το κουτί στην κουπαστή της βάρκας)» όπως οι Έλληνες, αλλά είχαν ένα μόνο κουπί το οποίο βουτούσαν μία δεξιά και μία αριστερά της βάρκας, «σαν να έσκαβαν σε χώμα». Από τα Κώφαντα ξεκίνησαν την ώρα της πρώτης νυχτερινής βάρδιας και μετά από 800 σταδία (148 χλμ.) έφτασα στα Κύιζα, όπου υπήρχε μία έρημη και ρηχή παραλία με ξέρες. Αγκυροβόλησαν στα ανοιχτά και δείπνησαν πάνω στα πλοία.
Είχαν αποπλεύσει από τα Κύιζα, όταν κατά το χάραμα συνάντησαν μπροστά τους ένα κοπάδι φάλαινες. Το θέαμα του πίδακα, που πέταγαν με την εκπνοή τους, τρομοκράτησε τα πληρώματα, που δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Οι ντόπιοι πλοηγοί τους εξήγησαν ότι στον Ωκεανό ζούσαν «μεγάλα κήτη, που φυσούσαν προς τα πάνω το νερό» (μάλλον οι μπλε φάλαινες, που συναντώνται στα ανοικτά των ακτών του Πακιστάν) αλλά η εξήγηση δεν καθησύχασε τους ναυτικούς της Μεσογείου, σε πολλούς από τους οποίους έφυγαν τα κουπιά από τα χέρια. Για να μη διασαλευτεί η τάξη, ο Νέαρχος άρχισε να κινείται με το πλοίο του σε όλο το μήκος του στόλου και να εμψυχώνει τους περιδεείς άντρες του, ενώ χρειάστηκε να πλευρίσει στα πλοία των πιο τρομοκρατημένων και να τους μιλήσει από κοντά.
Μετά διέταξε τους μεν κυβερνήτες να παρατάξουν τα πλοία σαν να ξεκινούσαν ναυμαχία, τα δε πληρώματα να κωπηλατούν με δύναμη και θόρυβο και να αλαλάζουν. Τότε τα πληρώματα συνειδητοποίησαν τη μαχητική ισχύ του στόλου τους, αναθάρρησαν και … επιτέθηκαν στα κήτη. Εκείνα ακούγοντας τον θόρυβο, που έκανε ο στόλος, καταδύθηκαν. Κάποια στιγμή αργότερα αναδύθηκαν πίσω από τα πλοία και τα πληρώματα ζητωκραύγασαν και χειροκρότησαν το Νέαρχο, που τους είχε οδηγήσει στην ανέλπιστη σωτηρία από τα τέρατα της άγνωστης θάλασσας.
Περί τα 200 στάδια (37 χλμ.) μετά τα Κύιζα, έφτασαν σε μία μικρή παραλιακή πόλη πάνω σε λόφο. Η περιοχή κίνησε το ενδιαφέρον του Νέαρχου, ο οποίος από τα στάχυα, που φαίνονταν κοντά στον αιγιαλό, συμπέρανε ότι οι ντόπιοι καλλιεργούσαν σιτηρά. Όμως αφενός δεν πίστευε ότι θα του έδιναν τρόφιμα με τη θέλησή τους, αφού γενικά οι Ιχθυοφάγοι δεν είχαν αξιόλογα αποθέματα, και αφετέρου ο στόλος δεν είχε πια αρκετά τρόφιμα ούτε για μία σύντομη πολιορκία. Έτσι κατέφυγε στο εξής τέχνασμα: διέταξε έναν επιφανή Μακεδόνα, τον Αρχία του Αναξιδότου από την Πέλλα, να αναλάβει τον στόλο και να κάνει ότι ετοιμάζονταν να αποπλεύσουν. Ο ίδιος με το πλοίο του πλησίασε στην ακτή και αποβιβάσθηκε, δήθεν για να δει την πόλη.
Όταν πλησίασε το τείχος, οι κάτοικοι τον υποδέχθηκαν φιλικά και του προσέφεραν δώρα. Ήταν οι τελευταίοι Ιχθυοφάγοι που συναντούσαν και οι πρώτοι, που δεν έτρωγαν ωμά τα ψάρια. Του προσέφεραν τόννους ψημένους σε πήλινα σκεύη, χουρμάδες και λίγα γλυκίσματα σαν κρέπες. Ο Νέαρχος αφού τα δέχθηκε, ζήτησε να επισκεφθεί το χωριό και εκείνοι του επέτρεψαν.
Μόλις μπήκε μέσα, τοποθέτησε δύο τοξότες στην πύλη και με άλλους δύο και το διερμηνέα ανέβηκε στο τείχος και διέταξε τους κατοίκους να τους παραδώσουν το σιτάρι, αν ήθελαν να σώσουν την πόλη τους. Παράλληλα έδωσε σύνθημα στον Αρχία, που δήθεν ετοίμαζε τα πλοία για αναχώρηση. Τα πλοία του Αρχία έσπευσαν πάση δυνάμει και οι Μακεδόνες πηδούσαν στο νερό, πριν τα πλοία προσαράξουν καλά – καλά στην ακτή. Οι Ιχθυοφάγοι κατάλαβαν ότι εξαπατήθηκαν και έτρεξαν να πάρουν τα όπλα, αλλά το απόσπασμα του Νέαρχου τους απέκρουσε.
Τότε εκείνοι αντιλαμβανόμενοι το μάταιο κάθε αντίστασης, πρότειναν στο Νέαρχο να πάρει τα τρόφιμα και να μην τους πειράξει. Τα τρόφιμα ήταν άφθονο αλεύρι από αλεσμένα ψητά ψάρια αλλά ελάχιστο κριθάρι και πυροί (αλεύρι από αποφλοιωμένο σιτάρι) διότι τρέφονταν κυρίως με ψάρια, ενώ το ψωμί αποτελούσε έδεσμα για εξαιρετικές περιστάσεις. Οι ναύτες πήραν όλα τα τρόφιμα, έφυγαν από το χωριό και προσορμίσθηκαν σε ένα ακρωτήριο, το οποίο ονομαζόταν Βάγεια και ήταν αφιερωμένο σε μία θεότητα αντίστοιχη προς τον θεό Ήλιο των Ελλήνων. Κατά τα μεσάνυχτα ξεκίνησαν και έπλευσαν 1.000 στάδια (185 χλμ.) ως ένα ασφαλές λιμάνι, τα Τάλμενα και μετά από άλλα 400 στάδια (74 χλμ.) έφτασαν στην πόλη Κανασίδα. Εκεί υδροδοτήθηκαν από ένα πηγάδι και έφαγαν τις ψίχες των άγριων φοινίκων.
Αφού ταξίδευσαν όλη την ημέρα και όλη την νύχτα προσορμίσθηκαν σε μία έρημη παραλία. Όμως επειδή είχαν τελειώσει τα τρόφιμα και τα πληρώματα υπέφεραν, ο Νέαρχος φοβήθηκε να τους βγάλει στην ακτή, μήπως λιποτακτήσουν από την απόγνωση και έτσι αγκυροβόλησαν στα ανοιχτά. Παρέπλευσαν 750 στάδια (138 χλμ.) ακτογραμμής, έφτασαν στην παραλία Κανάτη και μετά από άλλα 800 στάδια (148 χλμ.) στα Τάα, όπου βρήκαν μερικά πάμφτωχα χωριά. Οι κάτοικοι τα είχαν εγκαταλείψει και ο Νέαρχος πήρε ό,τι είχαν αφήσει πίσω τους, λίγο σιτάρι, χουρμάδες και 7 καμήλες, που τις έσφαξαν και τις έφαγαν.
Απέπλευσαν τα χαράματα και αγκυροβόλησαν 300 στάδια (55,5 χλμ.) πιο δυτικά σε μία περιοχή νομάδων, τα Δαγάσειρα. Για άλλη μία φορά είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα και ήταν σαφές πλέον ότι δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε πραγματικό ανεφοδιασμό στις άγονες ακτές των Ιχθυοφάγων. Όσο για το ηθικό των πληρωμάτων, είχε καταρρακωθεί από την πείνα και τη δίψα.
Ο Νέαρχος δεν είχε άλλη επιλογή από το να διατάξει την συνέχιση του ταξιδιού χωρίς άλλη στάση. Από τα Δαγάσειρα ταξίδεψαν ασταμάτητα, ημέρα και νύχτα, ώσπου μετά από 1.100 στάδια (203 χλμ.) έφτασαν στις ακτές της Καρμανίας. Μετά από συνολικά 10.000 και πλέον στάδια (1.849 χλμ.) είχαν αφήσει πίσω τους τις άγονες και επικίνδυνες ακτές των Ιχθυοφάγων.
Πηγές – βιβλιογραφία Αρριανός Ινδική 26.-31
Η Γεδρωσία ήταν ξηρή, ορεινή περιοχή κατά μήκος των βορειοδυτικών ακτών του Ινδικού ωκεανού, η οποία αποικήθηκε την εποχή του χαλκού από ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στις λιγοστές οάσεις της περιοχής και κατακτήθηκε πιθανόν από τον Πέρση βασιλέα Κύρο τον Μέγα (559-530 π.Χ.). Πρωτεύουσα της Γεδρωσίας ήταν η πόλη Πούρα, η οποία αντιστοιχεί στην σημερινή Bampûr, 40 χλμ. από το Irânshahr.
Οι Ιχθυοφάγοι, όπως υποδηλώνει το όνομά τους, τρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά με ωμά ψάρια. Αυτοί που διέθεταν βάρκες και ήξεραν να ψαρεύουν στη θάλασσα, ήσαν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι μάζευαν τα ψάρια, που άφηνε πίσω της η άμπωτη. Έγνεθαν τον φλοιό των φοινίκων, όπως άλλοι λαοί έγνεθαν το λινάρι και έφτιαχναν σχοινιά με τα οποία κατασκεύαζαν δίχτυα. Πολλά από τα δίχτυα τους είχαν μήκος μέχρι 2 στάδια (370 μ.) και τα χρησιμοποιούσαν για να συλλέγουν τα ψάρια, που παγιδεύονταν στην παραλία με τη άμπωτη. Σε πολλά σημεία των ακτών εύρισκαν επίσης καραβίδες, στρείδια και κοχύλια.
Ερείπια της αρχαίας πόλης Πούρα, πρωτεύουσας της Γεδρωσίας |
Τα μικρότερα ψάρια τα έτρωγαν ωμά και τα μεγαλύτερα, αφού τα ξέραιναν στον ήλιο, τα άλεθαν και έφτιαχναν αλεύρι. Με αυτό το ιχθυάλευρο παρασκεύαζαν στη συνέχεια ψωμί και άλλα σκευάσματα. Από τα διάφορα θαλασσινά έφτιαχναν και κάποιο είδος ιχθυελαίου. Σχεδόν όλη η χώρα ήταν γυμνή, δεν φύτρωνε δέντρο ή χορτάρι, παρά μόνον λίγοι άγριοι φοίνικες. Έτσι τάιζαν ακόμη και τα λιγοστά ζώα τους με ψάρια και ιχθυάλευρο.
Στα ελάχιστα καλλιεργήσιμα σημεία έσπερναν δημητριακά, τα οποία αποτελούσαν ένα πολυτελές συμπλήρωμα στη διατροφή τους. Οι πλουσιότεροι Ιχθυοφάγοι κατασκεύαζαν τις καλύβες τους με τα οστά των κητών, που ξέβραζε η θάλασσα. Τα κήτη αυτά έφταναν πολλές φορές τις 25 οργιές (44,4 μ.) και τα οστά των σιαγόνων τους μετατρέπονταν σε κάσες για τις πόρτες, τα πλευρά τους σε δοκάρια και τα μικρότερα οστά σε τμήματα της στέγης. Οι φτωχότεροι έφτιαχναν τις καλύβες τους με τα απλά ψαροκόκαλα.
Ένας σχετικός μύθος έλεγε ότι σ’ ένα νησάκι, τα Νόσαλα (σημερινή νήσος Astola) σε απόσταση 100 σταδίων (18,5 χλμ.) από τις ακτές των Ιχθυοφάγων ζούσε παλαιότερα μία θαλάσσια νύμφη (σαν τις Νηρηίδες των Ελλήνων). Αυτή, αφού συνευρισκόταν ερωτικά με όσους έβγαιναν στο νησί, τους μεταμόρφωνε σε ψάρια και τους πετούσε στη θάλασσα. Ο Ήλιος θύμωσε με την τακτική της και την έδιωξε από τα Νόσαλα, τα οποία έκτοτε ήταν αφιερωμένα σ’ εκείνον σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, διότι ξανάκανε ανθρώπους, όσους η νύμφη είχε μεταμορφώσει σε ψάρια. Όλοι όσοι ξανάγιναν άνθρωποι, αποτέλεσαν το έθνος των Ιχθυοφάγων.
Κέρκουρος |
Τα πληρώματα του Νεάρχου είχαν ακούσει ακόμη ότι όποιος πλησίαζε εκεί, εξαφανιζόταν. Καθώς παρέπλεαν τα Νόσαλα, ένας κέρκουρος (ελαφρύ ταχύπλοο σκάφος) με Αιγυπτιακό πλήρωμα, που έπλεε πιο κοντά, εξαφανίσθηκε και φυσικά, τα πληρώματα πίστεψαν τους Ινδούς πλοηγούς, οι οποίοι απέδωσαν την εξαφάνιση στη νύμφη. Ο Νέαρχος ήθελε να στείλει μία τριακόντορο (πολεμικό πλοίο με 30 κουπιά, 15 ανά πλευρά) για να περιπλεύσει το νησί σε αναζήτηση του κέρκουρου ή τυχόν ναυαγών, αλλά ουδείς προθυμοποιήθηκε να υπακούσει στην διαταγή. Υποχρεώθηκε τότε να προσεγγίσει ο ίδιος τα Νόσαλα και παρά τις έντονες αντιρρήσεις του πληρώματος οδήγησε το σκάφος στην ακτή, όπου αποβιβάσθηκε αποδεικνύοντας σε όλους ότι όσα είχαν ακούσει ήταν ανυπόστατες φήμες και προλήψεις των ιθαγενών, χωρίς όμως να βρεθεί ούτε ο κέρκουρος ούτε οι Αιγύπτιοι.
Την πρώτη ημέρα κάλυψαν 600 στάδια (περί τα 111 χλμ.) από τα Μάλανα των Ωρειτών και το βράδυ, την ώρα της δεύτερης βάρδιας, έκαναν τον πρώτο σταθμό στη χώρα των Ιχθυοφάγων, στα Βαγίσαρα. Εκεί βρήκαν ένα ασφαλές λιμάνι και προχωρώντας 60 στάδια (περί τα 11 χλμ.) προς το εσωτερικό συνάντησαν ένα χωριό, τα Πάσιρα. Με το πρώτο φως της ημέρας περιέπλευσαν ένα απόκρημνο ακρωτήριο, που προχωρούσε βαθιά στη θάλασσα. Εκεί άνοιξαν πηγάδια, για να υδροδοτηθούν, και βρήκαν άφθονο αλλά κακής ποιότητας νερό. Στο μεταξύ ο ήλιος άρχισε να δύει και διανυκτέρευσαν αγκυροβολημένοι στα ανοιχτά, επειδή κοντά στην ακτή είχε ξέρες.
Την τρίτη ημέρα, μετά από 200 στάδια (περί τα 37 χλμ.) έφτασαν στα Κόλτα και τα χαράματα της τέταρτης ημέρας ξεκίνησαν και πάλι. Μετά από 600 στάδια (περί τα 111 χλμ.) έφτασαν στα Κάλιμα, ένα παραθαλάσσιο χωριό με λίγες χουρμαδιές. Σε απόσταση 100 σταδίων (περί τα 18,5 χλμ.) από την ακτή βρισκόταν ένα νησάκι, η Καρνίνη. Στην περιοχή εκείνη δεν υπήρχε νομή και όλοι, άνθρωποι και ζώα, τρέφονταν με ψάρια. Οι χωρικοί προσέφεραν στον Νέαρχο ως δώρα φιλοξενίας ψάρια και πρόβατα, τα οποία είχαν γεύση ψαριού, όπως και τα θαλασσοπούλια. Αυτό αποτελεί άμεση ομολογία του Νεάρχου ότι οι ελλείψεις στον επισιτισμό των πληρωμάτων τους ανάγκασαν να προσθέσουν στο διαιτολόγιό τους και τα θαλασσοπούλια, ένα έδεσμα σαφώς προτιμότερο από τους θαλασσοπόντικες, που ήδη είχαν καταναλώσει.
Μετά από 200 στάδια (περί τα 37 χλμ.) έφτασαν την πέμπτη μέρα σε μία παραλία, την Καρβίδα, 30 στάδια (περί τα 5,5 χλμ.) από την οποία βρισκόταν το χωριό, Κύσα. Εκεί βρήκαν μικρές και κακοφτιαγμένες ψαρόβαρκες και κατάλαβαν ότι οι κάτοικοι ήσαν φτωχοί ψαράδες, οι οποίοι όμως εγκατέλειψαν το χωριό τους, μόλις είδαν τον στόλο. Ο Νέαρχος είχε πολύ μεγάλη ανάγκη από σιτάρι, αλλά στην Κύσα βρήκε μόνο κατσίκια.
Στη συνέχεια περιέπλευσαν ένα ψηλό ακρωτήριο, που εισερχόταν 150 στάδια (περί τα 28 χλμ.) μέσα στη θάλασσα, και έφτασαν σε ένα ήρεμο λιμάνι, τα Μόσαρνα στο οποίο ζούσαν ψαράδες. Στο λιμάνι αυτό υδροδοτήθηκαν και προσέλαβαν ως οδηγό έναν Γεδρωσό, τον Υδράκη, που θα τους οδηγούσε ως την Καρμανία. Από εκεί και μετά, το δρομολόγιο δεν ήταν τόσο άγνωστο. Από αυτήν την πληροφορία του Νεάρχου πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι Ινδοί πλοηγοί, που είχε πάρει μαζί του από τα Πάταλα, δεν ήξεραν τα δρομολόγια πέρα από τη χώρα των Ιχθυοφάγων.
Την 4η Νοεμβρίου 325 π.Χ ο Νέαρχος αρχίζει και πάλι τον παράπλου των ακτών. Στις 8 Νοεμβρίου προσπερνά τις ακτές του Αράβιου ποταμού και ανεφοδιάζεται από το Λεοννάτο. Την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου αρχίζει τον παράπλου των ακτών των Ιχθυοφάγων. Αρχές Δεκεμβρίου ο Νέαρχος παραπλέει τις ακτές της Καρμανίας και ο Αλέξανδρος συναντάται με τον Κρατερό. Στα μέσα Δεκεμβρίου 325 ο Νέαρχος συναντάται με τον Αλέξανδρο.
Από τα Μόσαρνα έφυγαν νύχτα, έπλευσαν 750 στάδια (139 χλμ.), έφτασαν στην παραλία του Βάλωμου και μετά από άλλα 400 στάδια (74 χλμ.) έφτασαν στο χωριό Βάρνα. Εκεί συνάντησαν και πάλι καλλιεργημένα δένδρα και ανθρώπους σε όχι τόσο άγρια κατάσταση. Μετά από άλλα 200 στάδια (37 χλμ.) αγκυροβόλησαν στα Δενδρόβοσα.
Απέπλευσαν τα μεσάνυχτα και μετά από 400 στάδια (74 χλμ.) έφτασαν στο λιμάνι Κώφαντα, όπου βρήκαν άφθονο, καθαρό νερό και ψαράδες με πιρόγες. Κακότεχνες βάρκες τις αναφέρει ο Νέαρχος και συμπληρώνει ότι τα κουπιά δεν τα στήριζαν «σε σκαλμούς (ξύλινος κυλινδρικός πάσσαλος που συγκρατεί το κουτί στην κουπαστή της βάρκας)» όπως οι Έλληνες, αλλά είχαν ένα μόνο κουπί το οποίο βουτούσαν μία δεξιά και μία αριστερά της βάρκας, «σαν να έσκαβαν σε χώμα». Από τα Κώφαντα ξεκίνησαν την ώρα της πρώτης νυχτερινής βάρδιας και μετά από 800 σταδία (148 χλμ.) έφτασα στα Κύιζα, όπου υπήρχε μία έρημη και ρηχή παραλία με ξέρες. Αγκυροβόλησαν στα ανοιχτά και δείπνησαν πάνω στα πλοία.
Είχαν αποπλεύσει από τα Κύιζα, όταν κατά το χάραμα συνάντησαν μπροστά τους ένα κοπάδι φάλαινες. Το θέαμα του πίδακα, που πέταγαν με την εκπνοή τους, τρομοκράτησε τα πληρώματα, που δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Οι ντόπιοι πλοηγοί τους εξήγησαν ότι στον Ωκεανό ζούσαν «μεγάλα κήτη, που φυσούσαν προς τα πάνω το νερό» (μάλλον οι μπλε φάλαινες, που συναντώνται στα ανοικτά των ακτών του Πακιστάν) αλλά η εξήγηση δεν καθησύχασε τους ναυτικούς της Μεσογείου, σε πολλούς από τους οποίους έφυγαν τα κουπιά από τα χέρια. Για να μη διασαλευτεί η τάξη, ο Νέαρχος άρχισε να κινείται με το πλοίο του σε όλο το μήκος του στόλου και να εμψυχώνει τους περιδεείς άντρες του, ενώ χρειάστηκε να πλευρίσει στα πλοία των πιο τρομοκρατημένων και να τους μιλήσει από κοντά.
Μετά διέταξε τους μεν κυβερνήτες να παρατάξουν τα πλοία σαν να ξεκινούσαν ναυμαχία, τα δε πληρώματα να κωπηλατούν με δύναμη και θόρυβο και να αλαλάζουν. Τότε τα πληρώματα συνειδητοποίησαν τη μαχητική ισχύ του στόλου τους, αναθάρρησαν και … επιτέθηκαν στα κήτη. Εκείνα ακούγοντας τον θόρυβο, που έκανε ο στόλος, καταδύθηκαν. Κάποια στιγμή αργότερα αναδύθηκαν πίσω από τα πλοία και τα πληρώματα ζητωκραύγασαν και χειροκρότησαν το Νέαρχο, που τους είχε οδηγήσει στην ανέλπιστη σωτηρία από τα τέρατα της άγνωστης θάλασσας.
Περί τα 200 στάδια (37 χλμ.) μετά τα Κύιζα, έφτασαν σε μία μικρή παραλιακή πόλη πάνω σε λόφο. Η περιοχή κίνησε το ενδιαφέρον του Νέαρχου, ο οποίος από τα στάχυα, που φαίνονταν κοντά στον αιγιαλό, συμπέρανε ότι οι ντόπιοι καλλιεργούσαν σιτηρά. Όμως αφενός δεν πίστευε ότι θα του έδιναν τρόφιμα με τη θέλησή τους, αφού γενικά οι Ιχθυοφάγοι δεν είχαν αξιόλογα αποθέματα, και αφετέρου ο στόλος δεν είχε πια αρκετά τρόφιμα ούτε για μία σύντομη πολιορκία. Έτσι κατέφυγε στο εξής τέχνασμα: διέταξε έναν επιφανή Μακεδόνα, τον Αρχία του Αναξιδότου από την Πέλλα, να αναλάβει τον στόλο και να κάνει ότι ετοιμάζονταν να αποπλεύσουν. Ο ίδιος με το πλοίο του πλησίασε στην ακτή και αποβιβάσθηκε, δήθεν για να δει την πόλη.
Όταν πλησίασε το τείχος, οι κάτοικοι τον υποδέχθηκαν φιλικά και του προσέφεραν δώρα. Ήταν οι τελευταίοι Ιχθυοφάγοι που συναντούσαν και οι πρώτοι, που δεν έτρωγαν ωμά τα ψάρια. Του προσέφεραν τόννους ψημένους σε πήλινα σκεύη, χουρμάδες και λίγα γλυκίσματα σαν κρέπες. Ο Νέαρχος αφού τα δέχθηκε, ζήτησε να επισκεφθεί το χωριό και εκείνοι του επέτρεψαν.
Μόλις μπήκε μέσα, τοποθέτησε δύο τοξότες στην πύλη και με άλλους δύο και το διερμηνέα ανέβηκε στο τείχος και διέταξε τους κατοίκους να τους παραδώσουν το σιτάρι, αν ήθελαν να σώσουν την πόλη τους. Παράλληλα έδωσε σύνθημα στον Αρχία, που δήθεν ετοίμαζε τα πλοία για αναχώρηση. Τα πλοία του Αρχία έσπευσαν πάση δυνάμει και οι Μακεδόνες πηδούσαν στο νερό, πριν τα πλοία προσαράξουν καλά – καλά στην ακτή. Οι Ιχθυοφάγοι κατάλαβαν ότι εξαπατήθηκαν και έτρεξαν να πάρουν τα όπλα, αλλά το απόσπασμα του Νέαρχου τους απέκρουσε.
Τότε εκείνοι αντιλαμβανόμενοι το μάταιο κάθε αντίστασης, πρότειναν στο Νέαρχο να πάρει τα τρόφιμα και να μην τους πειράξει. Τα τρόφιμα ήταν άφθονο αλεύρι από αλεσμένα ψητά ψάρια αλλά ελάχιστο κριθάρι και πυροί (αλεύρι από αποφλοιωμένο σιτάρι) διότι τρέφονταν κυρίως με ψάρια, ενώ το ψωμί αποτελούσε έδεσμα για εξαιρετικές περιστάσεις. Οι ναύτες πήραν όλα τα τρόφιμα, έφυγαν από το χωριό και προσορμίσθηκαν σε ένα ακρωτήριο, το οποίο ονομαζόταν Βάγεια και ήταν αφιερωμένο σε μία θεότητα αντίστοιχη προς τον θεό Ήλιο των Ελλήνων. Κατά τα μεσάνυχτα ξεκίνησαν και έπλευσαν 1.000 στάδια (185 χλμ.) ως ένα ασφαλές λιμάνι, τα Τάλμενα και μετά από άλλα 400 στάδια (74 χλμ.) έφτασαν στην πόλη Κανασίδα. Εκεί υδροδοτήθηκαν από ένα πηγάδι και έφαγαν τις ψίχες των άγριων φοινίκων.
Αφού ταξίδευσαν όλη την ημέρα και όλη την νύχτα προσορμίσθηκαν σε μία έρημη παραλία. Όμως επειδή είχαν τελειώσει τα τρόφιμα και τα πληρώματα υπέφεραν, ο Νέαρχος φοβήθηκε να τους βγάλει στην ακτή, μήπως λιποτακτήσουν από την απόγνωση και έτσι αγκυροβόλησαν στα ανοιχτά. Παρέπλευσαν 750 στάδια (138 χλμ.) ακτογραμμής, έφτασαν στην παραλία Κανάτη και μετά από άλλα 800 στάδια (148 χλμ.) στα Τάα, όπου βρήκαν μερικά πάμφτωχα χωριά. Οι κάτοικοι τα είχαν εγκαταλείψει και ο Νέαρχος πήρε ό,τι είχαν αφήσει πίσω τους, λίγο σιτάρι, χουρμάδες και 7 καμήλες, που τις έσφαξαν και τις έφαγαν.
Απέπλευσαν τα χαράματα και αγκυροβόλησαν 300 στάδια (55,5 χλμ.) πιο δυτικά σε μία περιοχή νομάδων, τα Δαγάσειρα. Για άλλη μία φορά είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα και ήταν σαφές πλέον ότι δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε πραγματικό ανεφοδιασμό στις άγονες ακτές των Ιχθυοφάγων. Όσο για το ηθικό των πληρωμάτων, είχε καταρρακωθεί από την πείνα και τη δίψα.
Ο Νέαρχος δεν είχε άλλη επιλογή από το να διατάξει την συνέχιση του ταξιδιού χωρίς άλλη στάση. Από τα Δαγάσειρα ταξίδεψαν ασταμάτητα, ημέρα και νύχτα, ώσπου μετά από 1.100 στάδια (203 χλμ.) έφτασαν στις ακτές της Καρμανίας. Μετά από συνολικά 10.000 και πλέον στάδια (1.849 χλμ.) είχαν αφήσει πίσω τους τις άγονες και επικίνδυνες ακτές των Ιχθυοφάγων.
Πηγές – βιβλιογραφία Αρριανός Ινδική 26.-31
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου