Και περπατώντας ,
ξάφνου μπροστά μου
την είδα να προβάλει
και η σκούνα της νωχελικά
καθόταν στο λιμάνι .
Η σκάλα της
ριγμένη στ’ ακρογιάλι
ήτανε κάλεσμα γλυκό
φιλί μαστόρισσας παλιάς
κρυφό το γιατρικό
Σα μαγεμένος πάτησα
της σκούνας το σανίδι
κι ευθύς την ευωδιά της ένοιωσα
γνωστή σε μένα από παλιά
να με χτυπά του πόθου το λεπίδι
Την βλέπω , πρυμάτσα ξαπλωμένη
και απ’ τον ιδρώτα μια τουφίτσα
πάνω απ’ τα μάτια κολλημένη
και το κορμί να βγάζει αρώματα κρυφά
αιθέρια έλαια , μοναδικά
Ο άνεμος , η άλμη και ο Ήλιος
θείο κορμί ζηλόφθονα φιλούν
και παίρνουν την ανάσα του
στο κύμα αποθέτουν
μάτια θνητών να μη την δουν
Άλικα χείλι , που το φιλί
ζητούσαν ν’ απολαύσουν
στήθος στητό , λαχταριστό
που τους καημούς
ζητούσαν να δαμάσουν
Πόδια χυτά
που απ’ τα καλούπια
των αρχαίων αγαλμάτων καμωμένα
της Αφροδίτης ίσως να ήτανε κλεμμένα
και ανάμεσα στα πόδια μία ήβη
την ομορφιά της τίποτα δεν κρύβει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου