Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Οι αρχαίοι Δήμοι των νότιων προαστίων της Αττικής μια ιστορία 6000 ετών



Οι κάτοικοι της Γλυφάδας και του Ελληνικού πρέπει να ξέρουν πως στα ίδια χώματα που παίζουν τα παιδιά τους σήμερα, ζούσαν και περπατούσαν κάποιοι άλλοι κατά την 4η και 3η χιλιετία π.Χ., δηλαδή πριν από 6.000 χρόνια.

Και ότι στα Αστέρια της Γλυφάδας έκαναν τα μπάνια τους, εγκατεστημένοι μάλιστα σε μόνιμες κατοικίες, άνθρωποι της πρωτοελλαδικής εποχής. Η περιήγηση στα λείψανα που άφησαν πίσω τους αυτοί οι μακρινοί μας πρόγονοι από το Παλαιό Φάληρο ώς τα Αστέρια της Γλυφάδας είναι πλέον δυνατή μετά το πλήθος των ευρημάτων που ήρθαν στο φως με την ευκαιρία διαφόρων έργων τα τελευταία χρόνια.

Με οδηγό τον περιηγητή Παυσανία, ο οποίος περιγράφει το τοπίο που αντίκρισε βγαίνοντας από τον Πειραιά στα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα., αλλά και τον Στράβωνα, έναν αιώνα νωρίτερα, η αρχαιολόγος Ντίνα Καζά, υπεύθυνη των ανασκαφών αυτής της περιοχής, αναγνώρισε οικίες, δρόμους, ιερά και μνημεία, ανθρώπινες δραστηριότητες, συνήθειες, λατρείες, έθιμα και παραδόσεις.

Πάντως, εκεί όπου βρίσκονται σήμερα οι δήμοι Παλαιού Φαλήρου, Αλίμου, Ελληνικού-Αργυρούπολης και Γλυφάδας, στην αρχαιότητα είχαν αναπτυχθεί με την ίδια ακριβώς ακολουθία οι αττικοί δήμοι του Φαλήρου, του Αλιμούντος, του Ευωνύμου και της Αιξωνής. Μάρτυρας, ο Στράβωνας που γράφει: «Μετά δε τον Πειραιά, Φαληρείς δήμος εν τη εφεξής παραλία. Είθ” Αλιμούσιοι, Αιξωνείς, Αλαιείς Αιξωνικοί… και κατά τους Αιξωνέας δ” εστίν Υδρούσσα» (Στρ. ΙΧ 398).

Ποιος ήταν όμως ο δήμος του Ευωνύμου που δεν αναφέρεται από τους περιηγητές; «Κατείχε ενδότερη θέση δεξιά και αριστερά της σημερινής λεωφόρου Βουλιαγμένης και περιλαμβάνει ένα μέρος από το σύγχρονο δήμο της Ηλιουπόλεως», σύμφωνα με την κ. Καζά. «Οι αρχαίοι αττικοί δήμοι που διαμορφώθηκαν στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη, αποτέλεσαν συνέχεια προγενέστερων εγκαταστάσεων που ανάγονται στα προϊστορικά χρόνια.

Κι αυτό προκύπτει γιατί στην περιοχή του Αλίμου και της Γλυφάδας βρέθηκαν ίχνη κατοίκησης από τα τέλη της 4ης και καθ” όλη τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ., ενώ πενιχρά στοιχεία αυτών των εποχών δεν λείπουν και από το Ελληνικό». Κάτι που σημαίνει ότι μπορούν να «σκοντάψουν» σε αρχαία όσοι επιθυμούν να αξιοποιήσουν με νέα κτήρια την περιοχή του παλαιού αεροδρομίου.

Πρωτοελλαδικά και μεσοελλαδικά λείψανα έχουν βρεθεί από τον Άγιο Κοσμά, το Κοντοπήγαδο Αλίμου μέχρι και τα Αστέρια της Γλυφάδας, ενώ κατά τα μυκηναϊκά χρόνια από τον 14ο έως τον 12ο αι. π.Χ. κατοικούνταν το Φάληρο, τα Λουτρά Αλίμου, ο Άγιος Κοσμάς και η Αλυκή Γλυφάδας-Βούλας.

“Ηταν επίσης σε χρήση η ακτή του φαληρικού λιμένα στο Δέλτα Φαλήρου, ενώ στο Κοντοπήγαδο εκτός από τα οικιστικά συγκροτήματα βρέθηκαν και εργαστήρια κατεργασίας λιναριού, ψαθοπλεκτικής, καλαθοπλεκτικής και παραγωγής κεραμικών. Το ενδιαφέρον είναι ότι το Φάληρο, ο Αγιος Κοσμάς και το Κοντοπήγαδο είχαν αναπτύξει σχέση και εξάρτηση (13ο και 12ο αι. π.Χ.) με την εξουσία των Αθηνών. Η Ακρόπολη φαίνεται πως διαχειριζόταν την παραγωγή και διακίνηση των προϊόντων τους μέσω του φαληρικού λιμένα.

Τα χρόνια που ακολούθησαν (από τον 8ο-4ο αι. π.Χ.) οι ίδιες περιοχές συνέχισαν να κατοικούνται όπως αποδεικνύουν τα μεγάλα νεκροταφεία που έχουν ανασκαφεί στο Δέλτα Φαλήρου, στον Άλιμο (κτήμα Γερουλάνου, πλατεία Παναγούλη, άλλα οικόπεδα), στην Αργυρούπολη και το Ελληνικό (αμαξοστάσιο του Τραμ, Αεροπορική Βάση, σταθμός του Μετρό Αργυρούπολης, πλατεία Λευκωσίας Αργυρούπολης κ.ά.). Ανεπτυγμένο ήταν και το οδικό δίκτυο. Βασικοί οδικοί άξονες, ήταν η αστική οδός και η παραλιακή που συνέδεαν το άστυ, τον Πειραιά και το Φάληρο με τη μεταλλοφόρο Λαυρεωτική και το Σούνιο.

Στα κλασικά χρόνια ήταν πολύ καλά οργανωμένοι οι δήμοι. Κάθε δήμος διέθετε δικά του ιερά όπως και το δικό του δημοτικό θέατρο. Στον σημερινό Άλιμο η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως το θέατρο του Ευωνύμου και του Αλιμούντος. Το θέατρο της Αιξωνής, όμως, που μαρτυρείται επιγραφικά, δεν έχει ακόμη εντοπιστεί. Οσο για τους ναούς και τα ιερά των τεσσάρων δήμων που μαρτυρούνται φιλολογικά, η κ. Καζά υποστηρίζει ότι «γνωρίζουμε τη θέση του Θεσμοφορίου του Αλιμούντος, ενώ οι ναοί και τα ιερά του Φαλήρου που αναφέρει ο Παυσανίας, όπως και αυτά των άλλων δήμων δεν έχουν εντοπισθεί.

«Η θεμελίωση ενός κτηρίου μικρών διαστάσεων εντός του Εθνικού Αθλητικού Κέντρου του Αγίου Κοσμά ίσως ανήκει σε μικρό ναό, άγνωστης θεότητας. Το Ακρωτήρι του Αγίου Κοσμά, ως γνωστόν από τα τέλη του 19ου αιώνα έχει ταυτιστεί με την Κωλιάδα των αρχαίων, αν και τελευταία επανεξετάζεται το θέμα της συγκεκριμένης ταύτισης, χωρίς όμως να υπάρχουν ανασκαφικά στοιχεία που θα έλυναν διά παντός το ζήτημα». Αυτό σημαίνει πως οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει τον κορμό. Η συνέχιση της μελέτης θα προσθέσει και τα φύλλα.


Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, Ελευθεροτυπία, Έρρωσο


Πηγή

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Καντήλι, Κερί, Θυμίαμα: Ποια η σημασία και οι συμβολισμοί τους;












Το Καντήλι

Η λέξη καντήλι προέρχεται από τη λατινική candela=κερί. Στη χριστιανική Εκκλησία το Καντήλι τοποθετείται μπροστά στις άγιες εικόνες. Αυτό που τοποθετείται μπροστά στον Εσταυρωμένο, μέσα στο Ιερό Βήμα, διατηρείται πάντοτε αναμμένο και γι” αυτό λέγεται «ακοίμητο» Καντήλι.
Ένα Καντήλι τοποθετείται επίσης στο εικονοστάσι του σπιτιού και ανάβεται κάθε μέρα, σύμφωνα με την ορθόδοξο παράδοση.
Μια συνήθεια που διατηρεί τον βαθύ χριστιανικό συμβολισμό της με το Φώς του Χριστού που φωτίζει κάθε άνθρωπο, που θερμαίνει την ελπίδα και που παρηγορεί και συντροφεύει στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς.
Το άναμμα του καντηλιού ενέχει τον συμβολισμό ότι προσφέρεται ως θυσία σεβασμού και τιμής προς τον Θεό και τους Αγίους του. Συμβολίζει επίσης, το φώς του Χριστού που φωτίζει κάθε άνθρωπο, καθώς επίσης συμβολίζει και το γνωστό παράγγελμα του Κυρίου μας ότι πρέπει να είμαστε, οι χριστιανοί, τα φώτα του κόσμου.
Το έλαιον, το λάδι δηλ. που καίει στα καντήλια μας, “τον του Θεού υπεμφαίνει έλαιον” γράφει ο Άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης, το έλεος του Θεού που φανερώθηκε όταν η περιστερά του Νώε επέστρεψε στην Κιβωτό για να σημάνει την παύση του κατακλυσμού, έχοντας στο ράμφος της κλάδο ελαίας, ή όταν ο Ιησούς, καθώς επροσηύχετο εκτενώς, επότιζε με τους θρόμβους του ιδρώτος του την ελιά, κάτω από τα κλαδιά της οποίας γονάτισε την μαρτυρική εκείνη νύχτα, στο Όρος των Ελαιών.Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως απείρως ανώτερος του υλικού φωτισμού είναι ο εσωτερικός, αγιοπνευματικός φωτισμός. Έγραφε λοιπόν ο Θεοφόρος Πατήρ Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός : “Φωτίσωμεν…γλώσσαν” και συμπληρώνει ο σχολιαστής του : Επετεύχθη τούτο ;
Το λάδι συμβολίζει το άπειρο έλεος του Θεού, αλλά και τα κανδήλια συμβολίζουν την Εκκλησία που είναι μεταδοτική Θείου ελέους και φωτιστική. Συμβολίζουν βέβαια τους ίδιους τους αγίους που το Φώς τους έλαμψε, κατά το λόγο του Κυρίου, «έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσι τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα τον εν τοίς ουρανοίς».
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει οι Ορθόδοξοι να ανάβουμε το καντήλι όπως για παράδειγμα για να μάς θυμίζει την ανάγκη για προσευχή,για να φωτίζει το χώρο και να διώκει το σκότος όπου επικρατούν οι δυνάμεις του κακού,για να μάς θυμίζει ότι ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό Φώς και η πίστη σε Αυτόν είναι Φώς,για να μάς θυμίζει ότι η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή,για να μάς θυμίζει ότι όπως το καντήλι απαιτεί το δικό μας χέρι για να ανάψει έτσι και η ψυχή απαιτεί το χέρι του Θεού, τη Χάρη Του δηλαδή,για να μάς θυμίζει ότι πρέπει το θέλημά μας να καεί και να θυσιαστεί για την αγάπη προς το Θεό κ.ά.
Εννοείται, βέβαια, ότι το λάδι των καντηλιών πρέπει να είναι ελαιόλαδο και μάλιστα όσο το δυνατόν καλύτερης ποιότητος. Άλλωστε ο Κύριος προσευχήθηκε στον κήπο των Ελαιών και ο ναός με τα κανδήλια μετατρέπεται σε νέο κήπο και ελέους (λαδιού) και Ελέους Θεϊκού Το λάδι τους μας θυμίζει την ευσπλαχνία του Θεού και το φως τους στη ζωή μας, που πρέπει να είναι φωτεινή και άγια.
Η φωτοχυσία του ναού συμβολίζει το θείο φως της παρουσίας του Θεού που φωτίζει τις καρδιές όχι μόνο των νεοφώτιστων αλλά και όλων των χριστιανών. Ο Κύριος φανέρωσε αυτή τη μεγάλη αλήθεια για τον εαυτό Του με τα ακόλουθα λόγια: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου» (Ιωάν.8/η: 12). Είναι φως όχι μόνο λόγω της φωτεινής διδασκαλίας Του, αλλά κυρίως λόγω της φωτεινής παρουσίας Του. Αυτό επιβεβαιώνεται κυρίως από τη θαυμαστή Μεταμόρφωσή Του, όπου «έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως» (Ματθ.17/ιζ: 2).
Στο Σύμβολο της Πίστεως ο Υιός του Θεού παρουσιάζεται ως «φως εκ φωτός». Στην ακολουθία του Εσπερινού επίσης ο υμνογράφος παρουσιάζει τον Κύριο ως «φως ιλαρόν». Και οι χριστιανοί με τα μυστήρια της Εκκλησίας και τον πνευματικό τους αγώνα μπορούν να δεχθούν το φως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και να το ακτινοβολούν με τη ζωή τους.
Στην «επί του όρους» ομιλία ο Κύριος συμβουλεύοντας τους μαθητές Του είπε: «Υμείς εστε το φως του κόσμου…. ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ 5/ε: 14-16). (Δηλαδή: Εσείς είστε το φως του κόσμου… έτσι να λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον πατέρα σας τον επουράνιο). Εδώ φαίνεται καθαρά ότι το φως των μαθητών του Χριστού είναι τα καλά έργα της αγιοπνευματικής ζωής τους. Οι άγιοι στην άλλη ζωή θα ομοιάσουν με τον Κύριο, θα γίνουν «θεοί κατά χάριν». Αυτό το εκφράζει ο Κύριος καθαρά με τα προφητικά λόγια Του: «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτων» (Ματθ. 13/ιγ: 43).

Το Κερί
Και το κερί επίσης συμβολίζει το Φως του Χριστού , τη φλόγα της πίστεως. Πίσω από το άναμμα του κεριού κρύβεται βαθύτατος συμβολισμός. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης μας λέγει ότι το κερί που ανάβουμε έχει έξι συμβολισμούς:
Συμβολίζει την καθαρότητα της ψυχής μας, γιατί είναι κατασκευασμένο από καθαρό κερί μέλισσας.
·Επίσης την πλαστικότητα της ψυχής μας, μια και εὔκολα πάνω του μπορούμε να χαράξουμε ο,τιδήποτε.Ακόμη την Θεία Χάρη, επειδή το κερί προέρχεται από τα άνθη που ευωδιάζουν.Επιπλέον συμβολίζει την θέωση, στην οποία πρέπει να φθάσουμε, επειδή το κερί ανακατεύεται με τη φωτιά και της δίνει τροφή.Και το φώς του Χριστού επίσης δείχνει, καθώς καίει και φωτίζει στο σκοτάδι.Και τέλος συμβολίζει την αγάπη και την ειρήνη που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε χριστιανό, επειδή το κερί καίγεται όταν φωτίζει, αλλά και παρηγορεί τον άνθρωπο με το φώς του μέσα στο σκοτάδι.Ανάβοντας κερί πρέπει να θυμόμαστε ότι πρέπει να ζούμε μέσα στο φώς που πήραμε με την βάπτισή μας. Γι αυτό τη βάπτιση την ονομάζουμε και Φώτισμα. Γι αυτό και στη διάρκεια της βαπτίσεως κρατάμε αναμμένες λαμπάδες. Το φώς αυτό είναι το πύρ της Πεντηκοστής, το φώς του Αγίου Πνεύματος. Και το φώς αυτό ανανεώνεται μέσα μας στην ψυχή μας, κάθε φορά που συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία και κάθε φορά που κοινωνούμε και προσευχόμαστε. Γι αυτό στο τέλος κάθε Θείας Λειτουργίας ψάλλουμε: «Είδομεν το φώς το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες».
Το φως του Ναού όμως, πρέπει να πούμε, σώζει καλύτερα τους συμβολισμούς του και βοηθεί και την ψυχή να κατανυχθεί όταν είναι φυσικό, όπως στα περισσότερα από τα μοναστήρια μας, δηλαδή αποτελούμενο από κεριά και κανδήλια που καίνε και όχι τεχνητό που προέρχεται δηλ. από ηλεκτρικό ρεύμα.
Διαβάστε εδώ: Αγγελική συλλειτουργία

Τα κ ε ρ ι ά όπως και το λ ά δ ι είναι μία προσφορά προς τον Θεό από αυτά τα υλικά αγαθά που ο ίδιος μάς δίνει ( τα Σά εκ των Σών) και συμβολίζουν τα μέν κεριά το εύπλαστο και μαλακό της ψυχής αλλά και την ενωτική δύναμη του αγίου Πνεύματος διότι τα κεριά κατασκευάζονται, έτσι τουλάχιστον θα έπρεπε, από το αγνό κερί που φτιάχνει η μέλισσα, η οποία για να παρασκευάσει το κερί μαζεύει τη γύρη από διάφορα λουλούδια. Για το λόγο αυτό το κερί μάς θυμίζει και την εργατικότητα της μέλισσας αλλά και το γεγονός ότι μαζεύει ό,τι καλό και απορρίπτει ό,τι ρυπαρό. Θυμίζει επίσης το κερί τον τρόπο με τον οποίο το Πύρ, η Θεότητα δηλαδή, ενώνεται με την εύπλαστη ψυχή και τη μαλακώνει αλλά και τη φωτίζει και την ίδια και όλους όσοι έρχονται σε κοινωνία μαζί της.
Το κερί, καθώς καίγεται, φωτίζει το περιβάλλον του. Έτσι και ο συνειδητός χριστιανός, όταν θυσιάζεται για την αγάπη του Θεού, φωτίζει τους συνανθρώπους του και τους δείχνει τον δρόμο της σωτηρίας.
Όταν ο πιστός εισέρχεται στον ναό, πρέπει να ανάβει στο μανουάλι ένα κερί για τους ζώντες κι ένα κερί για τους τεθνεώτες συγγενείς και γνωστούς του. Εάν όμως κάποιοι από τους ζώντες έχουν ιδιαίτερα προβλήματα, τότε καλό είναι να ανάβουμε κερί για τον καθένα ξεχωριστά. Το άναμμα του κεριού πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται με λόγια προσευχής. Για τους ζώντες θα ζητάμε το έλεος και την προστασία του Θεού, ενώ για τους τεθνεώτες τη θεία ευσπλαχνία και αιώνια σωτηρία τους.Το αγνό κερί που παράγεται από παρθένες μέλισσες συμβολίζει την ανθρώπινη φύση του Χριστού η οποία προήλθε από την πάναγνη και παρθένο Μαριάμ. Το τρικέρι του επισκόπου συμβολίζει την Αγία Τριάδα, ενώ το δικέρι τις δύο φύσεις του Χριστού. Τα κεριά ή οι λαμπάδες που ανάβουμε στη Βάπτιση συμβολίζουν το πνευματικό φως που λαμβάνει ο νεοφώτιστος. Τα κεριά της κηδείας, του τάφου και των μνημοσύνων συμβολίζουν το φως του Χριστού, στο οποίο ευχόμεθα να εισέλθει ο αποθανών. Ο Πολυέλαιος συμβολίζει την θριαμβεύουσα Εκκλησία των Ουρανών. Τα κεριά ή τα κανδήλια του συμβολίζουν τους αγίους. Στις μεγάλες γιορτές στις Ιερές Μονές σείουν τον Πολυέλαιο, για να φανερώσουν ότι και οι άγιοι στα επουράνια συνεορτάζουν και συγχορεύουν με την επίγεια Εκκλησία του Χριστού.

Το Θυμίαμα

Θυμίαμα καλείται από τα αρχαία χρόνια το αρωματικό ρετσίνι ή το κόμμι που βγαίνει από τις τομές στον κορμό του δέντρου λίβανος εξ ου και λιβάνι. Στο σπίτι καλό είναι να προσφέρεται θυμίαμα τακτικά και να συνοδεύεται πάντοτε με κάποια προσευχή. Οι πνευματικοί συμβολισμοί του θυμιάματος είναι:
1. Το θυμίαμα εν πρώτοις συμβολίζει την προσευχή, που ανεβαίνει προς τον θρόνον του Θεού. » Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου. . . » Είναι η ορμή της ψυχής προς τα άνω. Και ταυτόχρονα συμβολίζει και την ζέουσαν επιθυμία μας να γίνει η προσευχή μας δεκτή » εις όσμήν ευωδίας πνευματικής «. Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος » Ώσπερ το θυμίαμα και καθ” εαυτό καλόν και ευώδες, τότε δέ μάλιστα επιδείκνυται την ευωδίαν, όταν ομιλήση τώ πυρί. Ούτω δέ και η ευχή καλή μέν καθ” εαυτήν, καλλίων δέ και ευωδεστέρα γίνεται όταν μετά και ζεούσης ψυχής αναφέρηται, όταν θυμιατήριον η ψυχή γένηται και πύρ ανάπτη σφοδρόν «. Γι “ αυτό και πρέπει, όταν προσεύχεται κανείς, καλόν είναι να καίει θυμίαμα στο σπίτι.
2. Συμβολίζει ακόμη τις γλώσσες πυρός της Αγ. Πεντηκοστής, όταν ο Κύριος εξαπέστειλε στους Μαθητές Του το Πανάγιό Του Πνεύμα » έν είδει πυρίνων γλωσσών «. Στην ευχή που λέγει ο ιερεύς, όταν ευλογεί το θυμίαμα στην Πρόθεση, αναφέρει » Θυμίαμά Σοι προσφέρομεν Χριστέ ο Θεός εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, ο προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον, αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του Παναγίου Σου Πνεύματος «. Με το θυμίαμα δηλ. ζητούμε από τον Κύριο να μάς στείλει την αγιοπνευματικήν Του χάρι. Γι” αυτό και οι πιστοί, όταν τους θυμιάζει ο Ιερεύς, κλίνουν ελαφρώς την κεφαλή σε δείγμα αποδοχής της χάριτος αυτής. Ο Άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης ερμηνεύει ως εξής την σημασίαν του θυμιάματος : » Δηλοί την απ” ουρανού χάριν και δωρεάν εκχυθείσαν τώ κόσμω διά Ιησού Χριστού και ευωδίαν του Πνεύματος και πάλιν εις τον ουρανόν δι” αυτού αναχθείσαν».
3. Το ευώδες θυμίαμα συμβολίζει εξ άλλου και τον αίνον, που απευθύνεται προς τον Θεό. Η καύση του θυμιάματος σημαίνει τη λατρεία και τον εξιλασμό. Το δέ ευχάριστο συναίσθημα, που δημιουργείται από το άρωμα του θυμιάματος σε όλο το χώρο του Ι. Ναού, σημαίνει την πλήρωση της καρδιάς μας από τη θεία ευαρέστηση, που είναι ο καρπός της αγάπης μας προς το Θεό. Στην περίπτωση αυτή κάθε πιστός μετατρέπεται σε » ευωδίαν Χριστού «.
4. Το δέ θυμιατήριον, όπου καίγονται τα κάρβουνα και τοποθετείται το θυμίαμα, συμβολίζει την κοιλίαν της Θεοτόκου, η οποία δέχθηκε στα σπλάχνα της σωματικώς την Θεότητα, που είναι » πύρ καταναλίσκον «, χωρίς να υποστή φθοράν ή αλλοίωση. Κατά τον άγιο Γερμανό, Πατριάρχη Κων/λεως » Ο θυμιατήρ υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χριστού, το πύρ την θεότητα και ο ευώδης καπνός μηνύει την ευωδία του Αγίου Πνεύματος προπορευομένην «. Και αλλού » Η γαστήρ του θυμιατηρίου νοηθείη αν ημίν η ηγιασμένη μήτρα της Θεοτόκου φέρουσα τον θείον άνθρακα Χριστόν εν ώ κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς. Διό και την οσμήν της ευωδίας αναδίδωσιν ευωδιάζον τα σύμπαντα «. Με απλά λόγια και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός περιγράφει αυτόν τον συμβολισμόν, λέγοντας » Το θυμιατό σημαίνει την Δέσποινα, την Θεοτόκο. Όπως τα κάρβουνα είναι μέσα στο θυμιατό και δεν καίεται, έτσι και η Δέσποινα η Θεοτόκος εδέχθηκε τον Χριστόν και δεν εκάηκε, αλλά μάλιστα εφωτίσθηκε.
Με το θυμίαμα που προσφέρουμε την ώρα της προσευχής υποβοηθείται η ανάταση της ψυχής προς τα υψηλά «άνω σχώμεν τάς καρδίας». Όπως το θυμίαμα θερμαινόμενο στον άνθρακα ανέρχεται προς τα άνω ευωδιάζοντας το περιβάλλον, έτσι και η ψυχή του πιστού με θερμή πίστη πρέπει να πτερουγίζει προς τα άνω μυροβλύζουσα, απαγγιστρωμένη από τις υλικές μέριμνες. Η βάση του θυμιατηρίου υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χριστού, η φωτιά την θεότητά Του και ο ευώδης καπνός μάς «πληροφορεί» την προπορευόμενη ευωδία του Αγίου Πνεύματος.
Ο Μωυσής υπακούοντας στον Θεό κατασκεύασε και τοποθέτησε στη Σκηνή του Μαρτυρίου Θυσιαστήριο του Θυμιάματος (Έξοδ. 30: 1-10). Ο τρόπος παρασκευής του Θυμιάματος διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο (Έξοδ. 30: 34-36). Η προσφορά Θυμιάματος στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούσε εντολή του Θεού. Έπρεπε να προσφερθεί Θυμίαμα στην αρχή της ημέρας το πρωί και το βράδυ με το άναμμα των Λύχνων (Έξοδ. 30: 7-8).
Αυτή η καλή συνήθεια μεταφέρθηκε και στη χριστιανική λατρεία. Ιδιαίτερα προσφέρεται Θυμίαμα στον Εσπερινό με το ιλαρό φως της δύσεως του Ηλίου και στο ψάλσιμο του δεύτερου στίχου του 140 Ψαλμού, όπου ψάλλεται το «κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου». Παρακαλούμε τον Κύριο να ανεβεί η προσευχή μας προς τον θρόνο Του, όπως ανεβαίνει το ευωδιαστό Θυμίαμα προς τον ουρανό.
Το λατρευτικό αυτό μέσο δημιουργεί κατανυκτικό κλίμα προσευχής και ελκύει την αγιαστική χάρη του Θεού. Η ευλογία του Θυμιάματος κατά την τελετή της Προσκομιδής δείχνει καθαρά τη μεγάλη ωφέλεια, που προξενείται στους εκκλησιαζόμενους από την προσφορά του Θυμιάματος. Λέει χαρακτηριστικά εκεί ο ευλογών λειτουργός: «Θυμίαμά σοι προσφέρομεν, Χριστέ ο Θεός ημών, εις οσμήν ευωδίας πνευματικής· ό προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν σου θυσιαστήριον, αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του παναγίου σου Πνεύματος». (Δηλαδή: Θυμίαμα σ” Εσένα προσφέρουμε, Χριστέ Ύψιστε Θεέ, ως οσμή ευωδίας πνευματικής· αυτό, αφού δέχθηκες στο υπερουράνιό Σου Θυσιαστήριο, στείλε πίσω σε μας τη χάρη του παναγίου Σου Πνεύματος). Έκπληξη προκαλεί το ότι τα ίδια λόγια περίπου χρησιμοποιεί ο λειτουργός και για την προσφορά των Τιμίων Δώρων στη Θεία Λειτουργία: » Όπως ο φιλάνθρωπος Θεός ημών, ο προσδεξάμενος αυτά εις το άγιον και υπερουράνιον και νοερόν αυτού θυσιαστήριον εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, αντικαταπέμψη ημίν την θείαν χάριν και την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, δεηθώμεν». (Δηλαδή: Με σκοπό ο φιλάνθρωπος Θεός μας, που δέχθηκε αυτά στο άγιο και υπερουράνιο και πνευματικό Του Θυσιαστήριο ως οσμή ευωδίας πνευματικής, να στείλει πίσω σε μας τη θεία χάρη και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ας παρακαλέσουμε).
Όταν ο λειτουργός θυμιάζει τους πιστούς, αυτοί πρέπει να προσκυνούν ευλαβικά προσδοκώντας την ευλογία και τη χάρη του Θεού. Όταν ο λειτουργός θυμιάζει τις εικόνες των αγίων, επιζητεί τις μεσιτικές προσευχές τους προς τον Κύριο για βοήθεια των μελών της στρατευομένης Εκκλησίας. Δυστυχώς Πολλοί χριστιανοί, όταν τους θυμιά ο Ιερεύς, παραμένουν ακίνητοι (σάν κολώνες). Και τούτο, ασφαλώς, λόγω άγνοιας! Η μικρή υπόκλιση είναι δείγμα ότι συμμετέχουμε στα τελούμενα και μία ανταπόκριση στοιχειώδους ευγένειας προς τον λειτουργό που προσεύχεται για μάς!

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Η ΠΑΡΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΦΑΛΑΓΓΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΑΡΙΣΑ

























Γράφει η Μαίρη Καρά

     Οι κατακτήσεις του Mεγάλου Aλεξάνδρου έφερατους Eλληνες στα πέρατα της Οικουμένης και κυρίαρχους μιας απέραντης Αυτοκρατορίας. Τον κεντρικό ρόλο σε αυτές τις κατακτήσεις έπαιξε η περίφημη ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΦΑΛΑΓΓΑ, το στρατιωτικό σύστημα που δημιούργησε ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ο Β΄. 
     Ο Φίλιππος για να ιδρύσει την Φάλαγγα, κατ’ αρχάς διαίρεσε την επικράτεια σε 12 στρατολογικές περιφέρειες, απ’ τις οποίες προέρχονταν οι τάξεις της Φάλαγγας. Η προέλευση κάθε τάξης από μια περιοχή συνέβαλλε, στο να σφυρηλατείται το πνεύμα της ομάδας και να εξασφαλίζεται η καλύτερη απόδοσή της. Την Φάλαγγα συγκροτούσαν μικροϊδιοκτήτες αγρότες, ελεύθεροι επαγγελματίες, ή αστοί των πόλεων της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. 
     Ο Φίλιππος προσέδιδε μεγάλη σημασία στους πεζούς και τους ονόμασε πεζέταιρους, σε αντιστοιχία με τους Εταίρους έφιππους αριστοκρατικής καταγωγής. Ανάλογα δε με την μάχη μπορούσαν να συμμετέχουν και Υπασπιστές. Η περικεφαλαία ήταν θρακικού/φρυγικού τύπου, βαμμένη σε διάφορα χρώματα. Επί Αλεξάνδρου, χρησιμοποιείτο κυρίως η Βοιωτική, ενώ ακόμα σε χρήση ήταν χαλκιδικού ή αττικού τύπου και λακωνικοί ΠΙΛΟΙ. 
     Οργανωτικά η βασική μονάδα της ήταν η Τάξη (1536 άνδρες), υπό τον Ταξίαρχο. Υπομονάδα της, το Σύνταγμα (256) υπό το Συνταγματάρχη, οι άνδρες του οποίου τάσσονταν σε βάθος 16 ζυγών, σχηματίζοντας τον Λόχο, με μέτωπο άλλων 16, σχηματίζοντας το τετράγωνο του Συντάγματος. Σε κάθε Λόχο πρώτος ήταν ο Διοικητής, μετά ο Λοχαγός και τελευταίος ο Υποδιοικητής Ουραγός. Οι υπόλοιποι Αξιωματικοί ήταν ο Ημιλοχίτης-Διοικητής 8 ανδρών και ο ΕΝΩΜΟΤΑΡΧΗΣ. 
     Κάθε τάξη συγκροτούνταν από 6 συντάγματα, ενώ 32 τάξεις συγκροτούσαν ένα Κέρας. Όλη η παράταξη αποτελούνταν από τα δύο Κέρατα. Μετά τον Αλέξανδρο τόσο στην Μακεδονία όσο και στα κράτη των Διαδόχων, η βασική διαίρεση της φάλαγγας ήταν σε δύο κέρατα, τους Χαλκάσπιδες και τους Αργυράσπιδες, ενώ η διαίρεση σε τάξεις ατόνησε. Η Φάλαγγα αποτελούσε τον χαρακτηριστικό τρόπο παράταξης μάχης, αρχικά των Μακεδόνων και στην συνέχεια επί δύο αιώνες (4ου-2ου αιώνα π.Χ.) όλων των κρατών των Διαδόχων και ΕΠΙΓΟΝΩΝ. 
     Για να αποκτήσει η φάλαγγα συντριπτική υπεροχή στους αντιπάλους, οι φαλαγγίτες εξοπλίστηκαν με μακρύτερα δόρατα, τις ΣΑΡΙΣΕΣ. Η Σάρισα ήταν δόρυ 5,5 μέτρων μήκους και βάρους 8 κιλών, κομμένο από δέντρο της Μακεδονίας την  ΚΡΑΝΙΑ,με μεγάλο ύψος και ευθύ κορμό, που παρείχε σκληρά δόρατα μεγάλου μήκους κι αντοχής. Είχε σαυρωτήρα και σιδερένια αιχμή στο αντίθετο άκρο ως αντίβαρο, για κάρφωμα στο έδαφος και ήταν το βασικό επιθετικό όπλο της ΦΑΛΑΓΓΑΣ. 
     Λόγω του μεγάλου βάρους της (από 7-9 κιλά) δεν ήταν δυνατός ο χειρισμός της με το ένα χέρι. Για να απαλλαγεί απ’ το βάρος της ασπίδας στο άλλο χέρι ο σαρισοφόρος, αντικαταστάθηκε με ελαφρύτερη και μικρότερη στρογγυλή, διαμέτρου 65 εκατοστών, που κατασκευαζόταν με πόρπακα και αντιλαβή. Διέθετε όμως ένα σύστημα, για να αναρτάται απ’ τον ώμο και να στερεώνεται γερά στον βραχίονα, χωρίς ο φαλαγγίτης να είναι αναγκασμένος να την κρατά στο χέρι. Έτσι είχε ελεύθερα τα δυο χέρια του για να κρατά την ΣΑΡΙΣΑ. 
     Η λέξη σάρισα είναι άγνωστης ετυμολογίας και προφανώς αποτελεί κατάλοιπο ιδιωματισμού της μακεδονικής διαλέκτου, ή λεξιδάνειο από τους γειτονικούς λαούς. Με δεδομένο όμως το μεγάλο μήκος και βάρος της, έπρεπε να ελαφρυνθεί κι άλλο ο οπλίτης, για να μην κουράζεται γρήγορα. Γι’ αυτό και για να στρατολογούνται περισσότεροι φαλαγγίτες, οι πανοπλίες περιορίστηκαν στον στρατό. Mόνο λίγοι φαλαγγίτες των πρώτων σειρών έφεραν λινοθώρακες ή δερμάτινους "σπολάδες" με μεταλλικές ενισχύσεις, σπάνια δε μεταλλικούς, αν ο φαλαγγίτης είχε τα οικονομικά μέσα για να τους αποκτήσει ή ήταν τυχερός, για να βρει κάποιον ανάμεσα στα ΛΑΦΥΡΑ. 
     Oι φαλαγγίτες φορούσαν κράνη κυρίως θρακικού (φρυγικού) τύπου την εποχή του Φιλίππου και Βοιωτικού την εποχή του Aλεξάνδρου (αν και στις δύο περιόδους ήταν εν χρήσει μία μεγάλη ποικιλία κρανών), ενώ οι άνδρες των πρώτων σειρών κι όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα έφεραν ΚΝΗΜΙΔΕΣ. Δευτερεύον επιθετικό όπλο ήταν ένα ξιφίδιο, που σε μήκος δεν ξεπερνούσε κατά πολύ το αντίστοιχο σπαρτιατικό. Στον τομέα αυτό όμως δεν ακολουθήθηκε η μεθοδολογία του Iφικράτη, που είχε εξοπλίσει τους πελταστές του με ένα μακρύ (μεγαλύτερο των 70 εκ. σε μήκος) για τα ελληνικά δεδομένα ΞΙΦΟΣ. 
     Oι φαλαγγίτες έπρεπε να εξοπλίζονταν κατά περίπτωση και με ελαφρύτερα δόρατα καθώς και με ακόντια. Aπ’ όλα αυτά τα απάρτια, το βασίλειο χορηγούσε στους πεζούς του τις σάρισες και τις ασπίδες. Για τα υπόλοιπα έπρεπε να φροντίζουν οι ίδιοι. Οι πρώτες 5 σειρές κρατούσαν σηκωμένες τις σάρισες, για να πλήξουν τους αντιπάλους ή τα άλογα κατά πρόσωπο. Οι επόμενες 11 σειρές είχαν υψωμένα σαν δάσος τα ΔΟΡΑΤΑ. 
     Οι σχηματισμοί στην μακεδονική φάλαγγα περιελάμβαναν Πύκνωση: βάθος 16 ανδρών. Συνασπισμό: 8 ανδρών. Βάθος: 32 ανδρών. Τα ξίφη ήταν συνήθως ίσια, κοντά και πλατύστομα και σπάνια μακρύτερα κι ελαφρώς κυρτά-κοπίδες. Το ξίφος το χρησιμοποιούσαν σε περιπτώσεις, που η σάρισα διαλυόταν ή οι εχθροί κατόρθωναν να σπάσουν την παράταξη της φάλαγγας, και επομένως χρειαζόταν να κάνουν μάχη σώμα με ΣΩΜΑ. 
     Το μάκρος της σάρισας έδινε το πλεονέκτημα στους πεζέταιρους σε σχέση με τους κανονικούς οπλίτες και τους Πέρσες, διότι κρατούσαν τους εχθρούς σε απόσταση και πλήττοντάς τους, χωρίς να κινδυνεύουν απ’ τα κοντύτερα δόρατά τους. Εννοείται πως η σάρισα ως όπλο ήταν σχεδόν άχρηστη, εκτός απ’ την μάχη σε παράταξη. Η φάλαγγα μπορούσε να ταχθεί με ευθύ μέτωπο, λοξά ή σε άλλο σχηματισμό (τοξωτά, σφηνοειδώς, τετράγωνα) κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ, ενώ τον 2ο αιώνα μόνο σε ευθεία ΠΑΡΑΤΑΞΗ. 
     Κύριο πλεονέκτημα της Μακεδονικής φάλαγγας υπήρξε η τρομερή δύναμη κρούσης, που παρέτασσε στο εμπρόσθιο τόξο, καθώς οι σάρισες των τριών πρώτων σειρών εκτείνονταν πέντε μέτρα μπροστά από το μέτωπό της. Το βάθος των ανδρών τής έδινε μια ακαταμάχητη ορμή, που ήταν πρακτικά αδύνατο να σταματηθεί από μπροστά. Κύρια μειονεκτήματα της Μακεδονικής φάλαγγας υπήρξαν τα εκτεθειμένα πλευρά της και η αδυναμία άμυνας σε περίπτωση διάσπασης ή ΡΗΓΜΑΤΟΣ. 
     Κύρια αποστολή της Μακεδονικής Φάλαγγας στο πεδίο της μάχης, ήταν να καθηλώσει τα αντίπαλα στρατεύματα, να τα αγκιστρώσει, παίζοντας έτσι αμυντικό ρόλο, ή να τα πιέσει δημιουργώντας μια τακτική βάση ανάπτυξης επιχειρησιακών κινήσεων για το υπόλοιπο στράτευμα. Στην επίτευξη αυτού του στόχου, ασφαλώς συνέβαλλε και η καθίζηση του ηθικού που προκαλούσε στους αντιπάλους. Γι’ αυτό ήταν ΑΗΤΤΗΤΗ.

Το jason-αντιγόνη είναι ένα θύμα της εξελικτικής μαλακίας του σήμερα.

Γράφει ο +Yanni Spiridakis 

Δεν είναι ταινία φαντασίας ούτε κάποιο σενάριο απ' το μέλλον. Είναι γεγονός του "σήμερα" και είτε θα νιώσεις πουριτανός είτε πολύ μεγάλος σε ηλικία είτε κάτι άλλο που δεν θα το γράψω εδώ. 

Έχουμε λοιπόν έναν άντρα που δεν ξέρω ποια μύγα τον τσίμπησε αλλά στηριζόμενος στους νόμους του κράτους άλλαξε το όνομα του σε Jason. Να τον έλεγαν Ιάσονα; Αγνοώ...

Προφανώς είχε φαγούρα στον κώλο του από καιρό και όταν η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να νομιμοποιήσει σχεδόν κάθε παρά φύσιν δραστηριότητα μεταξύ ομοφυλόφιλων ή παράουρα (που λέμε και στην Κρήτη) σεξουαλικώς προσδιορισμένων, εκείνος το πήγε ένα βήμα πιο πέρατραβώντας κι άλλο το σκοινί. 

Η απαίτηση του σήμερα, είναι να προστεθεί δίπλα στο νόμιμο Jason και το όνομα Αντιγόνη το οποίο θα εξισορροπεί το φύλλο του. Για την ακρίβεια απαιτεί από την ελληνική δικαιοσύνη να του αναγνωρίσει νομίμως το δικαίωμα να μην έχει φύλλο και να χρησιμοποιείται για αυτόν η αντωνυμία  "το". 

Ο Jason, η Αντιγόνη, τώρα σε μία συσκευασία του ενός... είναι το... Αυτό!

Διάβασα σε διάφορα άρθρα της επικαιρότητας για την δράση του... "αυτό" και ενώ δηλώνει ακτιβιστή και υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παράλληλα έχει και πλούσια δράση σαν φιλόζωο και πάει λέγοντας. Αισθάνεται τόσο πολύ ότι προσφέρει που στο τέλος απλά θέλει να απολαύσει αυτήν την "ουδετερότητα" που διεκδικεί στα ελληνικά δικαστήρια, ακόμα κι αν στο τέλος αναγκαστεί να προσφύγει στα ευρωπαϊκά.

Αρκετά με αυτό. Ας προβληματιστούμε λίγο. Εγώ είμαι περήφανος που είμαι άντρας, είμαι επίσης περήφανος που μου αρέσουν οι γυναίκες και απολαμβάνω να τις βλέπω να τονώνουν και να εκφράζουν την θηλυκότητα τους. Μ' αρέσει να μιλάω με άντρες για διάφορα αντρικά πράγματα, όπως και να συναναστρέφομαι με γυναίκες για να έχω συζητήσεις που άπτονται των ενδιαφερόντων τους. Τώρα με έναν... ουδέτερο άνθρωπο δεν ξέρω πως θα μπορούσα να φερθώ ειδικά αν έμοιαζε όπως ο τύπος, δηλαδή να φοράει φορέματα και μακιγιάζ και να έχει πιο πολλές τρίχες από μένα!

Όλοι οι άνθρωποι θέλουμε να διαφέρουμε και να ξεχωρίζουμε. Να επιδεικνύουμε την διαφορετικότητά μας εφόσον αυτό μας κάνει να αισθανόμαστε καλά με τον εαυτό μας. Όμως στην πάροδο του χρόνου και στην εξέλιξη της κοινωνίας, χάσαμε την αίσθηση του προσδιορισμού της έννοιας της προόδου είτε ανθρωπολογικά είτε εννοιολογικά είτε κοινωνικά. Έχουμε τόσο μεγάλη αγωνία για να επηρεάσουμε αυτήν την εξέλιξη που καταλήγουμε να βάζουμε την σφραγίδα μας άμεσα ή έμμεσα σε οποιαδήποτε μαλακία απλά φαντάζει διαφορετική και προσποιούμαστε με τόσο πάθος ότι μας αρέσει που στο τέλος όχι απλά την υιοθετούμε αλλά την πιστεύουμε και ιδεολογικά.  

Δεν Συνηθίζεται στους Έλληνες να Προσκυνούν Κανέναν

aspida-ouk-eithistai-tous-ellisi-proskyneein-min-696x392






-«Αν δεν προσκυνήσετε τον μεγάλο βασιλιά θα σας θανατώσουμε».
-«Θανατώστε μας, άλλωστε για αυτό ήρθαμε, αλλά δεν προσκυνάμε!».
Όταν, στην πρώτη εκστρατεία των Περσών, ο Δαρείος έστειλε κήρυκες στην Σπάρτη, όπως έκανε και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος, για να ζητήσουν «γην και ύδωρ», οι Λακεδαιμόνιοι τους πέταξαν σε ένα πηγάδι και τους καλούσαν να πάρουν από κει «γην και ύδωρ» και να τα παν στον βασιλιά τους..
Στους Λακεδαιμονίους, λοιπόν, ξέσπασε ο θυμός του Ταλθυβίου, του κήρυκα του Αγαμέμνονος. Γιατί στην Σπάρτη υπάρχει ναός του Ταλθυβίου, ζουν και οι απόγονοί του, οι ονομαζόμενοι Ταλθυβιάδες, που τους έχουν δοθεί ως τιμητικό προνόμιο όλες οι αποστολές κηρύκων που στέλνει η Σπάρτη.
Εξ αιτίας όμως αυτού του γεγονότος, οι Σπαρτιάτες έκαναν θυσίες αλλά άδικα περίμεναν αίσια προμηνύματα. Κι αυτό κράτησε πολύ καιρό στην πόλη τους.
Και καθώς οι Λακεδαιμόνιοι αγανακτούσαν και το θεωρούσαν μεγάλη συμφορά, συγκαλούσαν πολλές φορές συνέλευση των πολιτών τους κι ο κήρυκας φώναζε:
«Ποιος Σπαρτιάτης δέχεται με την θέλησή του να δώσει την ζωή του για την Σπάρτη; »
Τότε λοιπόν παρουσιάσθηκαν ο Σπερθίας, ο γιος του Ανηρίστου, κι ο Βούλις, ο γιος του Νικολάου, Σπαρτιάτες που κι από την φύση τους ήσαν προικισμένοι με χαρίσματα κι από την πλουσιότερη τάξη της πόλης, ανέλαβαν εθελοντικά να τιμωρηθούν από τον Ξέρξη για την θανάτωση των κηρύκων του Δαρείου στην Σπάρτη.
Έτσι οι Σπαρτιάτες τους έστειλαν στους Πέρσες για να θανατωθούν.
Αξιοθαύμαστη στάθηκε και αυτή η τολμηρή πράξη των ανδρών αυτών, αλλά κοντά σ’ αυτήν και τα λόγια τους. Δηλαδή, στην πορεία τους προς τα Σούσα φθάνουν στην αυλή του Υδάρνη.
Κι ο Υδάρνης, Πέρσης στην καταγωγή, ήταν διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων στα παραθαλάσσια της Μικράς Ασίας· αυτός τους φιλοξένησε κάνοντάς τους το τραπέζι· και πάνω στο τραπέζι, τους ρώτησε:
» Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, γιατί δεν δέχεσθε να γίνετε φίλοι του βασιλιά; Να, βλέπετε πώς ξέρει ο βασιλιάς να τιμά τους άνδρες που έχουν αρετή, ρίχνοντας μία ματιά σε μένα και την θέση που κατέχω. Έτσι λοιπόν κι εσείς, αν γίνετε άνθρωποι του βασιλιά (γιατί έχει σχηματίσει την γνώμη πως είσθε άνδρες με αρετή), ο καθένας σας θα μπορούσε να εξουσιάζει μία περιοχή της Ελλάδος που θα του παραχωρούσε ο βασιλιάς.»
Η απόκρισή τους ήταν η εξής:
«Υδάρνη, η συμβουλή που μας απευθύνεις στηρίζεται σε μονόπλευρη εμπειρία· γιατί μας συμβουλεύεις για δύο πράγματα, που το ένα τους το δοκίμασες, το άλλο όμως όχι· δηλαδή γνωρίζεις πολύ καλά πώς ζουν οι δούλοι, όμως δεν δοκίμασες έως σήμερα την ελευθερία, τι άραγε να ’ναι, γλυκό η όχι. Γιατί αν κάποτε την δοκίμαζες, θα μας συμβούλευες να αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν όχι μονάχα με δόρατα, αλλά και με πελέκεις (με τσεκούρια).»
Αυτή την απάντηση έδωσαν στον Υδάρνη.
Η συνέχεια είναι εξ ίσου εντυπωσιακή.
«Κι από κει ανέβηκαν στα Σούσα· κι όταν παρουσιάσθηκαν στον βασιλιά πρώτα πρώτα, ενώ οι σωματοφυλακές του τους πρόσταζαν, ασκώντας βία, να πέσουν και να προσκυνήσουν τον βασιλιά, δεν δέχθηκαν με κανέναν τρόπο να το κάνουν, όσο κι αν εκείνοι τους έσπρωχναν το κεφάλι προς τα κάτω· γιατί, επέμεναν πως ούτε στον νόμο τους είναι γραμμένο να προσκυνούν άνθρωπο ούτε γι’ αυτό ήλθαν (ούτε γαρ σφι εν νόμω είναι άνθρωπον προσκυνέειν ούτε κατά ταύτα ήκειν), [Ηροδότου Ιστορία, βιβλίο 7ο, 136, 5-6]
Κι αφού με αγώνα απέφυγαν την προσκύνηση, κατόπιν λένε τα εξής και με το ακόλουθο περίπου περιεχόμενο:
«Βασιλιά των Μήδων, εμάς μας έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι ως αντιστάθμισμα για τους κήρυκές σας που θανατώθηκαν στην Σπάρτη, για να πληρώσουμε εμείς για τον θάνατό τους.»
{Μετά από σύντομη συνομιλία, ο Ξέρξης δείχνοντας μεγαλοψυχία τούς χάρισε τη ζωή.
ΟΥΚ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΕΙΝ!
Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου Καθηγητού – Κλασσικού Φιλολόγου Ιστορικού – Συγγραφέως

Τιμωρία μαθητή για έπαρση της Ελληνικής σημαίας: Πάντα γελαστοί και γελασμένοι…


Γράφει ο Νίκος Συρίγος

Πανελλήνιες διαστάσεις έχει λάβει το περιστατικό που σημειώθηκε στο Λύκειο του Γαζίου, όπου ένας μαθητής απεβλήθη από το σχολείο επειδή το πρωί της παραμονής της 28ης Οκτωβρίου, ύψωσε σε στύλο την ελληνική σημαία

Είναι κάποιες φορές, κάποιες ειδήσεις που σε κάνουν και χαμογελάς.

Από αισιοδοξία.

Κάποιες και από υπερηφάνεια.

Λες «ναι ρε, δεν χάθηκε το παιχνίδι… Υπάρχει ελπίδα».

Ένας πιτσιρίκος, ένας 14χρονος, ένας μικρός σε ηλικία αλλά μεγάλος μάγκας και Έλληνας, ένας Κρητίκαρος, βαρέθηκε να βλέπει το σχολείο του χωρίς την ελληνική σημαία.
Βαρέθηκε να βλέπει ένα ξερό κοντάρι… Κυρίως όμως βαρέθηκε να τον κοροϊδεύουν. Κουράστηκε να τον θεωρούν χαζό… Δεν γούσταρε πια να το παίζει αδιάφορος. Να λέει «έλα μωρέ, ποια σημαία τώρα και κουραφέξαλα»…

Σιχάθηκε όλους αυτούς που κρύβονται πίσω από μια καρέκλα, σκύβουν το κεφάλι και λένε σε όλα «ναι».


Κι έχω να σας πω, πολλά τέτοια παραδείγματα εκπαιδευτικών, δασκάλων και καθηγητών, που αντί να βγουν μπροστά, να απαιτήσουν οι ίδιοι πρώτοι από όλους τα αυτονόητα, αυτά που μας κράτησαν αιώνες τώρα ως έθνος, κάνουν την πάπια…

Ή όπως διδάσκουν τα παιδιά μας «ποιούν τη νήσσα»…
Αυτό το παλικαράκι λοιπόν, πριν λίγες μέρες, την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου, τότε που στήθηκε ολόκληρο πανηγύρι για μια άλλη σημαία, αυτή που δεν πήρε ο Αμίρ, σκαρφάλωσε σε έναν στύλο της ΔΕΗ και ύψωσε εκεί τη γαλανόλευκη…


Αυτή που κάποιοι αρνούνταν, απέφευγαν ή ξέχναγαν να βάλουν στον ιστό του σχολείου, εδώ και 4 χρόνια.

Τέσσερα ολόκληρα χρόνια…

Νιώθοντας πια ότι τον έπνιγε το δίκιο και αυτό το «γαμώτο», ο μικρός έκανε τη δική του επανάσταση.

Τι έκανε το σχολείο για τον μικρό;

Τον απέβαλλε για μια μέρα, επειδή, λέει έκρινε ότι η πράξη του ήταν ριψοκίνδυνη και θα μπορούσε να χτυπήσει…

Θαρρώ πως ο πιτσιρίκος θα πρέπει να είναι περήφανος για αυτή την αποβολή!

Είναι καλύτερη και από έπαινο!

Μαζί του κι εμείς… Όσοι εν πάση περιπτώσει συνεχίζουμε να θεωρούμε τη σημαία κάτι σημαντικό, κάτι ιερό και όχι… σουβενίρ.

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

ΠΑΣΣΑΒΑΣ – ΛΑΣ – ΧΩΣΙΑΡΙ Λάα – Λα – Λας ΠΕΤΡΙΝΗ ΠΟΛΗ Μ΄ΟΝΟΜΑ ΜΟΥΣΙΚΟ















ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

«Κειται δέ επί πέτρας υψηλής, διό καί Λα καλειται» (Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.). Η αρχαία πόλη Λάα, Λα και Λας ήταν, στα προϊστορικά χρόνια, ιδρυμένη στο λόφο που λεγόταν Ασία και απείχε 40 στάδια από το Γύθειο (περιηγητής Παυσανίας, 160 μ.Χ.), γύρω στα 8 χλμ. Ταυτίζεται με το λόφο του κάστρου του Πασσαβά ή απλά Κάστρου, που βρίσκεται 10 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά του Γυθείου. Ο λόφος αυτός ελέγχει την κλεισούρα, τα στενά του Πασσαβά, τη μοναδική δηλαδή είσοδο της χερσονήσου του Ταινάρου από τα ανατολικά (Ν. Παπαχατζής).
Αργότερα, η αρχαία πόλη εγκαταλείφθηκε και η εγκατάσταση μεταφέρθηκε, από την ακρόπολη της Ασίας, ακριβώς κάτω, στη μικρή εύφορη κοιλάδα, τα σημερινά Kαρδάματα και την Τουρκόβρυση. Η νεώτερη πόλη περικλειόταν δηλαδή από τους λόφους τού Πασσαβά, της Ταρμπόλιας και του Μαστρολέου, που έφεραν το όνομα Ασία, Κνακάδιον και Ίλιον (Παυσανίας). Ο Περιηγητής σημειώνει πως κοντά στη σύγχρονη του πόλη υπήρχε μία κρήνη που τ’ όνομα της ήταν Γαλακώ, και το ώφειλε στη γαλακτώδη απόχρωση τού νερού της. Κοιτάσματα υδάτων έχει πλούσια η Τουρκόβρυση, και πιθανά η αρχαία κρήνη να μπορεί να ταυτιστεί με ένα σωζόμενο εκεί παραμορφωμένο ερείπιο κρηνικής κατασκευής. Και βορειότερα, στα ριζά του Κάστρου, υπάρχει πηγάδι με νερό γαλακτώδους απόχρωσης (Ν. Παπαχατζής).
Το λιμάνι τής πόλης, επίσης με το όνομα Λας (γεωγράφος Σκύλαξ ο νεώτερος, 350 π.Χ.), βρισκόταν σ’ απόσταση περίπου 2 χλμ (10 σταδίων: Παυσανίας), στον κόλπο τού σημερινού Βαθιού (Ν. Παπαχατζής). Επειδή ήταν « ευλίμενον », χρησιμοποιείτο, σύμφωνα με τον ιστορικό Έφορο (4ος π.Χ.), ως ναύσταθμος των Σπαρτιατών από τους πρώτες αιώνες της 1ης χιλιετίας π.Χ. – και πιθανότατα πιο πριν, στα χρόνια των Αχαιών, παράλληλα με το Έλος (Α. Κουτσιλιέρης). Πράγματι, ο κόλπος αυτός έχει μεγάλη σε μήκος παραλία και βαθειά νερά, κι είναι σπάνια φουρτουνιασμένος. Γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να χρησιμοποιείτο κι αργότερα, από τη ναυτική δύναμη των Τούρκων, αφού χωρούσε, όπως έγραφε στα 1670 μ.Χ. ο Τούρκος Εβλιά Τσελεμπί, εκατό καράβια και τ’ όνομα του ήταν τότε Πασαλιμάνι.

ΙΣΤΟΡΙΑ

Μυκηναϊκή Περίοδος

Την πόλη Λάαν αναφέρει πρώτος ο Όμηρος (γύρω στον 8ο αι. π.Χ.) ως μία από τις πόλεις τού βασιλιά της Σπάρτης Μενελάου, από τους Αχαιούς που φαίνεται να έζησαν γύρω στα 1200 π.Χ. : στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των νηων, η Λάα παρουσιάζεται ως μία από τις εννέα λακωνικές πόλεις που παίρνουν μέρος στον πόλεμο της Τροίας, επανδρώνοντας τα εξήντα πλοία του στόλου τού Μενελάου.
Άλλη παράδοση, ευρέως γνωστή, έλεγε πως τ’ αδέρφια τής όμορφης συζύγου του Ελένης, οι Διόσκουροι, πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Λα, γι’ αυτό και είχαν το προσωνύμιο Λαπέρσαι (Σοφοκλής 5ος π.Χ., Λυκόφρων 3ος π.Χ., Δίδυμος 1ος π.Χ., Στέφανος Βυζάντιος 6ος μ.Χ.). Οι ίδιοι οι Λάοι -όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι (Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.)- έλεγαν πως οι Διόσκουροι, επιστρέφοντας σώοι από την Κολχίδα [και την Αργοναυτική εκστρατεία] έφθασαν στη Λα και ίδρυσαν, στην ακρόπολη της, ναό τής Αθηνάς Ασίας, ομώνυμο με αυτόν της Κολχίδας (Παυσανίας).
Κατά την τοπική παράδοση, που διασώζει ο Περιηγητής, ιδρυτής της πόλης ήταν ο Λας. Ο τάφος του, με αδριάντα, βρισκόταν στο Αράινο (Παυσανίας), κατά πάσα πιθανότητα στον Αγερανό (Ν. Παπαχατζής), στο νότιο άκρο του λιμανιού του Βαθιού.
Καθώς έλεγαν οι κάτοικοι στα 160 μ.Χ., τον ήρωα Λα σκότωσε ο Αχιλλέας, όταν ήρθε στη Λακωνία για να ζητήσει την Ελένη της Σπάρτης για γυναίκα του (Παυσανίας) – και προφανώς θα προσορμίστηκε στο λιμάνι τής Λας. Ο Περιηγητής απορρίπτει, μάλλον λανθασμένα, μέρος τής τοπικής αυτής παράδοσης : θεωρεί πως τον Λα σκότωσε ο φίλος τού Αχιλλέα, Πάτροκλος, ο οποίος συγκαταλεγόταν στους μνηστήρες της Ελένης, και όχι ο Αχιλλέας μια και δεν παρουσιάζεται ως μνηστήρας της στα κείμενα του Ομήρου. Ο Παυσανίας αγνοεί όμως ότι ο ποιητής Ευριπίδης, τον 5ο π.Χ. αιώνα, έγραφε πως ο Αχιλλέας υπήρξε μνηστήρας της Ελένης.
Όπως και εάν είχε, βλέπουμε πως ο ιδρυτής ήρωας Λας, θεωρείτο σύγχρονος με τους ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο και πως η δολοφονία του τοποθετείται πριν το γάμο της Ελένης με τον Μενέλαο και συνεπώς πριν τον πόλεμο της Τροίας. Σύγχρονοι του Αχιλλέα και του Πάτροκλου ξέρουμε πως ήταν και οι Διόσκουροι, ήρωες οι οποίοι είχαν πεθάνει και αποθεωθεί λίγο πριν τον πόλεμο αυτό (P. Grimal), που η παράδοση τοποθετεί γύρω στα 1200 π.Χ.
Για την ονοματοθεσία της πόλης μπορεί να γίνει και μια άλλη υπόθεση : ο ήρωας Λας ήταν μυθικό πρόσωπο, που πλάστηκε για να εξηγηθεί το όνομα της και να αποδοθεί η ίδρυση της σε κάποιο γενναίον άντρα, που αναμετρήθηκε μ’ έναν πανελλήνιον ήρωα. Στα παλαιοχριστιανικά και μόνον χρόνια βρίσκουμε αυτήν την πιο ρεαλιστική εξήγηση : η πόλη Λα ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν χτισμένη σε πέτρα υψηλή (γεωγράφος και γραμματικός Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.). Σύμφωνα μ’ αυτήν άποψη, η Λας, χρωστούσε το όνομα της στη γεωμορφολογία του πρώτου τόπου τής ίδρυσης της, δηλαδή στο πετρώδη λόφο τής Ασίας-Πασσαβά.
Αν ο Λας ήταν υπαρκτό πρόσωπο της αχαϊκής περιόδου, η πόλη στην οποία έδωσε τ’ όνομα του, παρουσιάζεται από τις φιλολογικές πηγές να ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά τα 1250 π.Χ. -λίγο πριν το γάμο της Ελένης και πριν την αποθέωση των Διοσκούρων- και να κατελήφθη απ’ αυτούς μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πριν τα 1200 π.Χ.
Αν δεν δεχτούμε την ιστορικότητα του ήρωα Λα, η πόλη Λαας, αφού ανήκε στο βασίλειο του Μενελάου, προ του πολέμου της Τροίας, συμπεραίνουμε πως ήταν μια μυκηναϊκή πόλη ήδη χτισμένη λίγο μετά τα 1250 και πριν τα 1200 π.Χ. (πάντα βασισμένοι στην παραδοσιακή χρονολόγηση του πολέμου της Τροίας, γύρω στα 1200 π.Χ.). Έτσι, παραμένει ανοικτή η χρονολογία ίδρυσης της.
Ενώ οι φιλολογικές πηγές αναφερόμενες στα μυκηναϊκά χρόνια της Λας είναι, καθώς είδαμε, αρκετές, τα αρχαιολογικά ευρήματα αυτής της εποχής είναι λιγοστά. Μόνον ένα μεμονωμένο θραύσμα οψιδιανού (μαύρου στιλπνού ηφαιστιογενούς λίθου) από την αρχαία ακρόπολη είναι χωρίς αμφιβολία προϊστορικό (Η. Waterhouse, G. Shipley). Υπάρχουν κάποιοι αινιγματικοί, δυσχρονολόγητοι ογκόλιθοι 1,50 μ επί 0,80 μ (Η. Waterhouse) και κάποια αινιγματικά θραύσματα αγγείων που θεωρήθηκαν υστεροελλαδικής περιόδου (1400-1100 π.Χ.) από τον Πασσαβά (Π. Γιαννακόπουλος), αλλά η χρονολόγηση τους έχει αμφισβητηθεί (Η. Waterhouse). Για να τεκμηριωθεί απόλυτα η ύπαρξη εγκατάστασης στη μυκηναϊκή εποχή στο λόφο του Πασσαβά απαιτείται, έστω κι αν η διαμόρφωση του εδάφους τη δυσχεραίνει, περαιτέρω αρχαιολογική έρευνα. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως από παλιά έχει σημειωθεί, η θέση του Κάστρου «θεωρείται ιδανική για ίδρυση μυκηναϊκής ακρόπολης». Έλληνες και ξένοι ερευνητές, ομόφωνα, θεωρούν πως εκεί βρίσκεται η μυκηναϊκή Λας (πρόσφατα Ν. Παπαχατζής, G. Shipley).

Πρώτα Δωρικά χρόνια

Μετά τα μυκηναϊκά χρόνια και τους Αχαιούς, κύριοι της Σπάρτης έγιναν οι Δωριείς, στα πρωτογεωμετρικά χρόνια (P. Cartledge), γύρω στο 1050 π.Χ., κι έπειτα της νοτιοδυτικής Λακωνίας, όπου βρισκόταν και η Λας. Κατά την παράδοση, ο Ευρυσθένης και ο Προκλής, οι πρώτοι δύο δωριείς βασιλιάδες της Σπάρτης, χώρισαν τότε το βασίλειο σε έξι τμήματα κι έκαναν τη Λα πρωτεύουσα στο ένα απ’ αυτά. Και, όπως είδαμε πιο πάνω, επέλεξαν να κάνουν το ομώνυμο ευλίμενο λιμάνι της ναύσταθμό τής Σπάρτης/Λακωνίας (ιστορικός Έφορος 4ος π.Χ., γεωγράφος Στράβων 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ.). Από τότε, και για πολλούς αιώνες, η Λα αποτελούσε μία από τις περιοικίδες πόλεις της Σπάρτης, υποτελείς στην πρωτεύουσα, με κάποια -σχετική- αυτονομία.

Αρχαϊκή Περίοδος

Ερχόμαστε στα ιστορικά χρόνια, όπου διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή του Χωσιαρίου δίνουν στοιχεία για τη ζωή στην αρχαική περίοδο (700-480 π.Χ.). Τα περισσότερα από αυτά σχετίζονται με τη θρησκευτική ζωή του τόπου, όπως ένα αρχαϊκό κιονόκρανο από πωρόλιθο, που πρέπει να ανήκε σε κάποιον από τους ναούς της περιοχής (Π. Γιαννακόπουλος).
Μία λίθινη ερμαϊκή στήλη, που καταλήγει σε κεφάλι κριού, παρουσιάζει μία ποιμενική θεότητα που λατρευόταν στην περιοχή γύρω στα 500 π.Χ. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για ζωόμορφη αναπαράσταση του μεγάλου δωρικού θεού Απόλλωνα Κάρνειου (θεού των προβάτων, οπότε και των κριών), ο οποίος λατρευόταν από τη Σπάρτη και το Γύθειο ως την Καρδαμύλη (M. Pettersson), και είχε ιερό και άγαλμα στο όρος Κνακάδιον τής Λας (Πολύβιος, Παυσανίας).
Σε γερμανικές ανασκαφές της αρχής του 20ου αι. ανακαλύφθηκε ένα ορειχάλκινο αγαλματίδιο του Πάνα (E. S. Forster), αναπαράσταση της ποιμενικής αυτής θεότητας που θα μπορούσε κάλλιστα να συνδυαστεί με τον Απόλλωνα Κάρνειο και το πιο πάνω κριόμορφο άγαλμα. Το εύρημα δεν είναι χρονολογημένο και έχει μάλλον χαθεί, αλλά είναι πιθανό να είχε κατασκευαστεί στον 6ο ή τον 5ο π.Χ. αιώνα : σ’ αυτήν την εποχή ανάγεται η συντριπτική πλειοψηφία των ορειχάλκινων ειδωλίων της λακωνικής τέχνης (Ν. Γιαννακόπουλος για αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων θεών από το Γύθειο. Ε. Κουρίνου-Πίκουλα για αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων ζώων από τη Λακωνία και Μεσσηνία).
Από την περιοχή προέρχεται και το κάτω τμήμα μαρμάρινου αναγλύφου, που παρουσιάζει ανδρική, μάλλον, μορφή με μακρύ χιτώνα και σανδάλια, καθισμένη σε θρόνο που καταλήγει σε πόδια λιονταριού (Π. Γιαννακόπουλος). Το αρχαϊκό αυτό εύρημα πρέπει να θεωρηθεί, όπως και άλλα πολυάριθμα ευρήματα του ιδίου τύπου προερχόμενα από διάφορες περιοχές της Λακωνίας, πως δεν αποτελεί επιτύμβια στήλη αλλά είναι τάμα προσφερμένο στο ιερό κάποιου ήρωα (R. Parker).
Στην αρχαϊκή εποχή ανάγεται ένας τάφος με λίγα κτερίσματα (μικρογραφικά αγγεία) και η επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε δίπλα, γύρω στα 500 π.Χ., η οποία δήλωνε πως ο νεκρός, που το όνομα του ήταν Ερυμνίδας, είχε το, άγνωστο σε μας, αξίωμα του Επιστάτου (Π. Γιαννακόπουλος).

Κλασσική Εποχή

Κατά την κλασσική εποχή (480-330 π.Χ.), η ακρόπολη της Λας οχυρώνεται με περίβολο κατασκευασμένο από πολυγωνικές πέτρες (Π. Γιαννακόπουλος). Στην ανατολική πλευρά του μεσαιωνικού κάστρου του Πασσαβά παρατηρούμε και σήμερα τμήμα τού τείχους, που μοιάζει να είναι αρχαίων χρόνων. Οι ογκόλιθοι που σώζονται αποτελούν αναμφίβολα δομικό υλικό της αρχαίας οχύρωσης, αλλά το πιθανότερο είναι πως ξαναχρησιμοποιήθηκαν στη μεσαιωνική τειχοδομία : ο τοίχος αυτός δεν πρέπει να είναι στην αρχική του θέση (Η. Waterhouse). Στο λόφο ανακαλύφθηκαν πολλά θραύσματα αγγείων τής κλασσικής περιόδου (Π. Γιαννακόπουλος, Η. Waterhouse).
Ως τον 5ο ή και τον 4ο αιώνα π.Χ., η Λας πρέπει να ήταν η πιο σημαντική πόλη της περιοχής, αφού κι η πόλη στο χώρο του Γυθείου δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί. Γύρω στα 500 π.Χ., ο ναύσταθμος των Λακεδαιμονίων μεταφέρεται από τη Λα στο νεοκατασκευασμένο τεχνητό λιμάνι στην περιοχή του Γυθείου. Όμως, το λιμάνι της Λας συνεχίζει να χρησιμοποιείται από το ναυτικό της Σπάρτης, αφού κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.) διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν απ’ αυτό (Θουκυδίδης, Α. Κουτσιλιέρης).

Ελληνιστική Περίοδος

Φθάνουμε στην ελληνιστική περίοδο (323 – 146 π.Χ.). Το όνομα τής Λας ξανακούγεται γύρω στα 270 π.Χ., μέσα από την Αλεξάνδρα, ένα μεγάλο ποίημα τού ποιητή Λυκόφρονα από τη Χαλκίδα (Λυκόφρων). Ο ιστορικός Πολύβιος και ο Παυσανίας διασώζουν και ένα στρατιωτικό γεγονός που έλαβε χώρα εκείνη περίπου την εποχή : στα 219/8 π.Χ., μοίρα Μακεδόνων στρατιωτών του βασιλιά Φιλίππου τού Ε΄ [συμμάχου τών Αχαιών, και αντιπάλου των Αιτωλών και των Ηλείων με τους οποίους είχε ταχθεί η Σπάρτη: Ι. Βίγλας] επιτίθεται και στη Λα, εξορμώντας από το εκεί στρατόπεδο της, δίπλα στο ιερό τού Κάρνειου Απόλλωνα στο όρος Κνακάδιον (ιστορικός Πολύβιος, 2ος π.Χ., Παυσανίας). Το τρόπαιο από τους Μακεδόνες διατηρούσαν οι κάτοικοι και στα 160 μ.Χ., μπροστά στα τείχη της ακρόπολης (Παυσανίας).
Αρχαιολογικά τεκμήρια για τη ζωή στη Λα των ελληνιστικών χρόνων παρέχονται από το λόφο του Πασσαβά, όπου παρατηρήθηκαν πολυάριθμα θραύσματα αγγείων αυτών των χρόνων (Η. Waterhouse). Σ’ αυτήν την περίοδο ανάγεται και μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη, διακοσμημένη με φύλλα άκανθας που βρέθηκε στο Βαθύ (Π. Γιαννακόπουλος).
Τα τελευταία χρόνια της ελληνιστικής περιόδου η Λας βρίσκεται ανάμεσα σε Σπάρτη και Ρώμη. Από τα χρόνια του αχαιού βασιλιά Μενελάου ως και τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας του τυράννου Νάβη (207-192 π.Χ.), η Λας υπαγόταν στη δικαιοδοσία τής Σπάρτης. Για να συγκεντρώσει χρήματα για συγκρότηση στρατού, ο Νάβις πήρε σκληρά μέτρα ενάντια στην τάξη των ευγενών Σπαρτιατών πολιτών, που ήταν και οι οικονομικά ισχυροί. Αυτοί, για να σωθούν, κατέφυγαν στη Λα (ιστορικός Tίτος Λίβιος, 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ., Α. Κουτσιλιέρης).
Το 196/5 π.Χ., η Σπάρτη νικήθηκε από τους Ρωμαίους. Με αρχηγό τους τον Τίτο Φλαμινίνο, οι Ρωμαίοι, με συμμάχους τους Ρόδιους, κατέλαβαν και το Γύθειο [δεύτερη τότε πιο σημαντική λακωνική πόλη μετά τη Σπάρτη] και το ανακήρυξαν ελεύθερη πόλη. Ο ρωμαίος Φλαμινίνος τιμήθηκε ως ελευθερωτής, και ονομάστηκε « ευεργέτης» τού Γυθείου (επιγραφή στον N. Παπαχατζή). Με το τέλους αυτού του πολέμου, που ονομάστηκε λακωνικός, η Σπάρτη του Νάβη χάνει την επαφή με τη θάλασσα : 24 λακωνικές -επί το πλείστον παραθαλάσσιες πόλεις- που ήθελαν να απαλλαγούν από Νάβη, αποσπάστηκαν από τη Σπάρτη. Αποτέλεσαν μία ομοσπονδία, υπό την κηδεμονία των Ρωμαίων και της Συμπολιτείας των Αχαιών, που ονομάστηκε Κοινόν των Λακεδαιμονίων (Α. Κουτσιλιέρης). Μία από αυτές τις πόλεις ήταν και η Λας (Παυσανίας, Ν. Παπαχατζής) η οποία αποκτά τη μεγαλύτερη αυτονομία που είχε ως τότε.
Στα 189 π.Χ. -κι ενώ η Λας ανήκε στο Κοινόν των Λακεδαιμονίων- στη Σπάρτη, οι διάδοχοι του τύραννου Νάβη που ακολουθούσαν την πολιτική του, ανησυχώντας για τις δραστηριότητες των εγκαταστεστημένων πριν λίγα χρόνια στη Λα Σπαρτιατών, οργάνωσαν νυχτερινή επίθεση εναντίον τους. Οι Λάοι και Σπαρτιάτες τής Λας, αν και αιφνιδιάστηκαν, αντιστάθηκαν και τελικά οι σπαρτιάτες στρατιώτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν (ιστορικός Tίτος Λίβιος, 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ., Α. Κουτσιλιέρης).
Ας σημειώσουμε εδώ και τρεις αχρονολόγητες αρχαιότητες, που πρέπει να ανάγονται στα προ Ρωμαίων χρόνια. Από την μικρή κοιλάδα, στην τοποθεσία που λεγόταν Χανάκι στις αρχές του 20ου αιώνα « ανακαλύφθηκε ένα δωρικό κτίσμα». Από εκεί προέρχεται και αχρονολόγητο τμήμα ορειχάλκινης περόνης (καρφίτσας) κορινθιακού εργαστηρίου (E. S. Forster). Στο λόφο Σολωμό, κοντά στο Βαθύ, βρέθηκαν δύο θραύσματα επιτύμβιας μαρμάρινης πλάκας, κοινής για τρεις ή τέσσερις άντρες, τον Διοκλή, τον Ευδαμίδα που ήταν «ιερός» (ταγμένος σε κάποια θεότητα), τον Κλεήρατο και ίσως τον Κλέαρχο. Πρέπει να ανάγεται στα ελληνιστικά χρόνια. Ο Πατσουράκος τη θεωρεί δωρική, εννοώντας προφανώς ότι ανήκει στα προ ρωμαίων χρόνια. (I. Πατσουράκος,W. Kolbe).

Ρωμαϊκή Περίοδος

Από τα 146 π.Χ. όλη η Πελοπόννησος ρωμαιοκρατείται. Στα 21 π.Χ., στην αρχή των αυτοκρατορικών χρόνων, όταν γίνεται αναδιοργάνωση του Κοινού των Λακεδαιμονίων από τον Αύγουστο, η Λας αποτελεί ένα από τα 18 μέλη της ομοσπονδίας που έχει πια το όνομα Κοινόν των Ελευθερολακώνων (Παυσανίας, Ν. Παπαχατζής).
Τα αυτοκρατορικά χρόνια φαίνεται να είναι από τις πιο ευήμερες περιόδους τής Λας. Την εποχή των Σεβήρων, από τα 193 έως τα 217 μ.Χ., η Λας και το Γύθειο αποτελούν τις μοναδικές πόλεις της χερσοννήσου του Ταινάρου, που κόβουν νόμισμα (Α. Τζαμαλής). Έντεκα νομισματικές σειρές που φέρουν την επιγραφή Λάων, όλες χάλκινες και μικρής αξίας, προσφέρουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ιστορία της πόλης.
Ο Ν. Παπαχατζής σημειώνει πως « η Σπάρτη έζησε ειρηνικές μέρες στον καιρό των [ρωμαίων] αυτοκρατόρων ». Το ίδιο έχουμε να πούμε και για τη Λα. Από την αρχή αυτής της περιόδου και μετά δεν έχουμε καμία πληροφορία για πολέμους κι εχθροπραξίες. Η οχυρωμένη ακρόπολη είναι ήδη ερειπωμένη. Αυτή η πιο ειρηνική διάθεση θεωρώ πως αντικατοπτρίζεται και στην επιλογή των αναπαριστάμενων στα νομίσματα θεών : από πολεμικές θεότητες συναντάμε μόνον την Αθηνά, και τον Ηρακλή -εδώ όχι ιδιαίτερα ετοιμοπόλεμο- με το ρόπαλο του ακουμπισμένο στο έδαφος. Οι υπόλοιπες θεότητες που παρουσιάζονται είναι αυτές που προσφέραν στους πιστούς υγιή, ευχάριστη κι ευτυχισμένη ζωή : ο Ασκληπιός, η Υγεία, η Άρτεμις Κυνηγέτις και η Τύχη (για τις αναπαραστάσεις δείτε F. Imhoof-Blumer και P. Gardner, S. Wide). Πιθανότατα, εκείνη την εποχή οι πιο φιλοπόλεμοι Λάοι να κατατάγονταν σε μισθοφορικά στρατεύματα : πολυάριθμα νομίσματα πελοποννησιακών πόλεων κι ανάμεσα τους ελευθερολακωνικών, που βρέθηκαν στη Συρία και σε άλλες μεσανατολικές χώρες, θεωρούνται πως ανήκαν σε πελοποννήσιους μισθοφόρους που στρατολογήθηκαν για τις εκστρατείες τού Σεβήρου και του Καρακάλλα κατά των Πάρθων (Α. Τζαμαλής).
Στα 160 μ.Χ., η αρχαιότερη πόλη, στο λόφο Ασία είχε ήδη ερειπωθεί και η νεώτερη Λας βρίσκεται στην κοιλάδα. Τα « θέας άξια » της επικράτειας τής Λας ήταν, εκείνη την εποχή, ο ναός της Αθηνάς Ασίας στην ερειπωμένη ακρόπολη Ασία, οι ναοί του Διόνυσου και του Ασκληπιού στο όρος Ίλιον, το άγαλμα ή ιερό του Απόλλωνα Κάρνειου στο όρος Κνακάδιον. Μπροστά στα τείχη της αρχαιότερης πόλης υπήρχε άγαλμα του Ηρακλή, και ένα «αρχαίο»-όπως σημειώνει ο Περιηγητής- άγαλμα του Ερμή ήταν μπροστά ή μέσα στο Γυμνάσιο (Γυμναστήριο) της πόλης, στην κοιλάδα. Στα περίχωρα της Λας υπήρχαν δύο ιερά : σε ένα ακρωτήριο, δίπλα στη θάλασσα, βρισκόταν ο ναός της Άρτεμης Δίκτυννας και στην ενδοχώρα, ένα κοινό ιερό του Ασκληπιού και της Άρτεμης Δαφναίας, στην τοποθεσία ‘Ύψοι, έως τριάντα στάδια από την πόλη, στα σύνορα με τους Σπαρτιάτες (Παυσανίας). Στα 160 μ.Χ., δηλαδή η Λας -αντίθετα με το Γύθειο- είχε άμεση γειτονία με την επικράτεια τής Σπάρτης, και τα προς αυτήν όρια της απείχαν πέντε με έξι χιλιόμετρα από την πόλη.
Εκτός των νομισμάτων, το μόνο χρονολογήσιμο αρχαιολογικό εύρημα από τη Λα, που ανάγεται στα ρωμαϊκά χρόνια, είναι η ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη ενός παιδιού που πέθανε στα 13 του μόλις χρόνια, κι ονομαζόταν [Θεό?]ξενος. Το μικρό τμήμα της πλάκας που βρέθηκε ήταν στολισμένο με τέσσερα φύλλα κισσού (Ι. Πατσουράκος, Λας).
Η τελευταία χρονολογικά πηγή πληροφοριών για τη Λα είναι τα νομίσματα τής πόλης που αναφέραμε πιο πάνω, τα οποία επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και την ακμή τής πόλης στον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Η πόλη Λας, με την ιδιαίτερης σημασίας στρατηγική θέση, υπήρξε μια από τις μακροβιώτερες πόλεις της Λακωνικής, μετά τη Σπάρτη-Αμύκλες και τη μικρή εμπορική εγκατάσταση της Κρανάης (Όμηρος, G. Shipley). Χιλίων πεντακοσίων χρόνων ιστορία έχουν και το Οίτυλο και η Καρδαμύλη (Όμηρος, Ν. Παπαχατζής) και κράτησαν και αυτές το μυκηναϊκό όνομα τους. Αλλά η παρουσία της Λας ήταν πιο έντονη, αφού ήταν μια πόλη που είχε περισσότερους ναούς, και συνεπώς περισσότερους κατοίκους από τις άλλες δύο, έκοψε νόμισμα, και το λιμάνι της ήταν για πολλούς αιώνες αγκυροβόλι κι ορμητήριο του λακωνικού στόλου.
Στην προϊστορική εποχή η Λας ήταν η πιο σημαντική πόλη της περιοχής (Α. Θέμος) και συνεχίζει να ακμάζει περίπου μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, οπότε τη σκυτάλη παίρνει το Γύθειο. Στα ρωμαϊκά χρόνια, ιδίως στους μεταχριστιανικούς αιώνες, ξαναβρίσκει τη λάμψη της και παρουσιάζεται ως η δεύτερη μετά το Γύθειο σημαντική πόλη της χερσονήσου.
Κλείνοντας, ας σημειώσουμε και μια πληροφορία για τη Λα που δεν είναι ευρέως γνωστή. Στα 1728, κι ενώ η περιοχή του Πασσαβά τουρκοκρατείται (1715-1780), ο Μητροπολίτης Μελέτιος στην Γεωγραφία Παλαιά και Νέα, στο κεφάλαιο Περί της Λακωνικής Επαρχίας, γράφει για τη Λα: « πλησίον αυτού [του ποταμού Σκύρα] ήτον η Λας πόλις, κοινώς Λάσα ». Φαίνεται λοιπόν ότι το αρχαίο ελληνικό όνομα τής Λας πρέπει να διασώθηκε και επί τουρκοκρατίας ως τοπωνύμιο με την ελάχιστη δυνατά γλωσσική αλλοίωση. Όχι μόνον λοιπόν στη μνήμη, αλλά πιθανότατα και στην καθημερινή ζωή, των μεταγενέστερων κατοίκων της περιοχής υπήρχε πάντα η Λας.
Τα τελευταία, ειρηνικά κι ευήμερα χρόνια της αρχαίας Λας ήρθε να ταράξει ο καταστρεπτικός σεισμός του 375 μ.Χ. που έπληξε το Λακωνικό κόλπο και το Γύθειο (N. Scoufopoulos-Stavrolakes) πρέπει να καταβύθισε και μέρος του λιμανιού τής Λας, όχι όμως και την ίδια την πόλη, η οποία βρισκόταν στην ενδοχώρα.
Με τη χαρακτηριστική ελληνική διάθεση για δημιουργία θρύλων, αλλά και την ουσιαστική ανάμνηση, που πέρασε από στόμα σε στόμα, μιας πόλης πολύ ισχυρής – άρα πολυπληθούς – φαίνεται πως γεννήθηκε η ντόπια παράδοση που λέει πως ο σεισμός αυτός καταβύθισε την πόλη και πήρε μαζύ 20.000 ανθρώπους. Αυτή η μυθοπλασία που απορρέει από το θαυμασμό για την αρχαία πέτρινη πόλη είναι συγκινητική, γιατί αποδεικνύει πως ό,τι σεβαστούν οι μανιάτες το αγαπάν, το ομορφαίνουν, κι αυτό, ισχύει εφ’ όρου ζωής.


..Χαλάκι“ από την πόλη Λάσσα του Θιβέτ

ΣΗΜΕΙΏΣΕΙΣ

Η Αννη Λιναρδάκη είναι υποψήφια διδάκτωρ Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Paris X της Γαλλίας, με θέμα διατριβής «Ο Απόλλωνας στη Λακωνία εκτός της περιοχής της Σπάρτης». Παππούς απ’ τη μητέρα της ήταν ο Νίκωνας Κασιμάκος από το Χωσιάρι (διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών)
Το ανέκδοτο χειρόγραφο του καθηγητή και Επιμελητή των εν Γυθείω αρχαιοτήτων Ιωάννη Πατσουράκου, Το κράτος των Ελευθερολακώνων. Πραγματεία β’. Η Λα, χειρόγραφο, Γύθειο 1903, του οποίου φωτοτυπία μού εμπιστεύτηκαν πρόσφατα οι εκδότες του παρόντος περιοδικού, δεν πρόλαβα να μελετήσω. Συνεπώς στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται μόνον οι επιγραφές της Λας που ανακάλυψε ο Ι. Πατσουράκος και οι οποίες έχουν από παλιά συμπεριληφθεί από τον W. Kolbe στην επιγραφική συλλογή Inscriptiones Graecae V 1.
Η φωτογραφία του αγάλματος του κριόμορφου θεού από τη Λα που παρουσιάζεται εδώ είναι ανέκδοτη και είναι η δεύτερη δημοσιευμένη μετά από αυτήν των Γερμανών ανασκαφέων, στα 1904. Ελήφθη τον Ιούλιο 1994 με άδεια που αιτήθηκα στην Ε΄ Εφορία Προιστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων στις 25.6.1993.

ΛΑΣ. Φιλολογικές πηγές

‘Όμηρος, ’Ιλιάς, Β, στ. 585 (Κατάλογος των νηων), Γ, στ. 443-6 (Κρανάη), Ι, στ. 150-3 (Καρδαμύλη). Σοφοκλης στον Στράβωνα, Γεωγραφικά, VIII, 5, 3 = C. 364.- Ευριπίδης, ‘Ελένη, στ. 99.- Θουκυδίδης, ‘Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, VIII, 91, 92.- ’Έφορος στον Στράβωνα, Γεωγραφικά, VIII, 5, 4 = C. 364.- Σκύλαξ ο νεώτερος, Περίπλους 46.- Λυκόφρων, Αλεξάνδρα, στ. 95 (Λας), στ. 510-511 (Λαπέρσαι).- Πολύβιος, ‘Ιστορίαι, Ε, 19.- Δίδυμος στον Ησύχιο, λήμμα Λαπέρσαι.- Στράβων, Γεωγραφικά, VIII, 5, 3-4 = C. 364.- Tίτος Λίβιος, ΧΧΧVIII, 30 (Λας) και ΧΧΧΙV, 29 (Κατάληψη Γυθείου).- Παυσανίας, Λακωνικά, ΙΙΙ, 24, 6-9 (Λας), 21, 7 (Κοινόν των Ελευθερολακώνων).- ‘Ησύχιος, λήμματα κάρνος, Λαπέρσαι.- Στέφανος Βυζάντιος, λήμμα Λα.- Εβλιά Τσελεμπί, Οδοιπορικό στην Ελλάδα 1668-1671, μετάφ. Δ. ΛΟΥΠΗΣ, Αθήνα 1994, σ. 85 (Κάστρο Πασσαβά).- Μελέτιος, Γεωγραφία Παλαιά και Νέα, επαυξηθείσα και επιδιορθωθείσα υπό Ανθίμου Γαζή, τ. Β, 1807 (1η έκδ.1728), σ. 413.

ΛΑΣ. Βιβλιογραφία

Ι. ΒΙΓΛΑΣ, Μετάφραση και σχόλια στα Λακωνικά του Παυσανία, Aθήνα 1997, σ. 278 σημ. 338.- Π. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Το Γύθειον, Aθήνα 1966, σ. 26, 35-36, 52-55, 62-63 (αρχαιολογ. Ευρήματα από τη Λα), σ. 51-52 (αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων Δία και Ερμή από το Γύθειο).- A. ΘΕΜΟΣ, « Το Γύθειο κατά την αρχαιότητα », στο Λακωνικόν Ημερολόγιον 1999, Σπάρτη 1999, σ. 9-10.- E. KΟΥΡΙΝΟΥ-ΠΙΚΟΥΛΑ, « Χάλκινο ειδώλιο αιγοειδούς από τις υπώρειες του Ταϋγέτου », Πελοποννησιακά, Παράρτημα 9 (1982-1983), σ. 199-200.- A. KΟΥΤΣΙΛΙΕΡΗΣ, Ιστορία της Μάνης, Aθήνα 1996 (1η έκδ. 1993), 38 (Κοινόν των Λακεδαιμονίων), 43-50 (λιμάνι Γυθείου), σ. 50, 53-55 (Λας).- N. ΠAΠAΧΑΤΖΗΣ, Μετάφραση και σχόλια στα Κορινθιακά και Λακωνικά του Παυσανία, Aθήνα 1989 (1η έκδ. 1976), σ. 336β (Σπάρτη στα αυτοκρατορικά χρόνια), σ. 408-409 (Κοινόν των Λακεδαιμονίων και των Ελευθερολακώνων), σ. 431-3 (Λας), σ. 450-1 (Οίτυλον), σ. 455 (Καρδαμύλη).- Α. TZAMAΛΗΣ, « Λακωνική νομισματοκοπία », Πελοπόννησος στο Επτά Ημέρες 12 (1998) της εφημ. Η Καθημερινή, σ. 96.- P. CARTLEDGE, Sparta and Laconia, Οξφόρδη 1979, σ. 143, 191-192, 322, 327, 337 (Λας), σ. 75 και εξής και σ. 331 (οι πρώτοι Δωριείς στη Σπάρτη).- E. S. FORSTER, « Laconia. Topography », BSA 13 (1906-1907), σ. 233.- P. GRIMAL, Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας, Θεσσαλονίκη 1991, λήμμα Διόσκουροι, σ. 185.- F. IMHOOF-BLUMER et P. GARDNER, « Numismatic commentary on Pausanias », JHS 7 (1886), σ. 68-69 ν° 1-5, πίν. LXV, Ο ΧVII-O XXI.- W. KOLBE, Inscriptiones Graecae V 1, 1214 (επιτύμβια στήλη).- W. M. LEAKE, Travels in the Morea, τ. 1, Λονδίνο 1830.- R. PARKER, « Spartan Religion » στο A. POWELL (εκδ.), Classical Sparta : Techniques Behind her Success, Ρούτλετζ 1988, σ. 147.- M. PETTERSSON, Cults of Apollo at Sparta, Στοκχόλμη 1992, σ. 60-62.- N. SCOUFOPOULOS-STAVROLAKES, «Ancient Gythion, the Port of Sparta: History and Survey of the Submerged Remnants», A. RABAN (εκδ.), Harbour Archaeοlogy, Haifa 1985, σ. 51.- G. SHIPLEY, « Archaeological sites in Laconia and the Thyreatis », BSA Supplement 27 (1996), The Laconia Survey vol. II, σ. 297 ν° JJ129 Kranai και σ. 300 ν° LL153. Passava, Chosiari.- H. WATERHOUSE et R. HOPE-SIMPSON, « Prehistoric Laconia. Part II », BSA 56 (1961), σ. 118-119.- S. WIDE, Lakonische Kulte, Λιπσία 1893, σ. 261.
Της Αννης Λιναρδάκη