Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Ο Πειραιάς δια μέσου των αιώνων


Αναπαράσταση του Πειραιά κατά την αρχαιότητα, 19ος αιώνας
Η ιστορία του Πειραιά είναι μια συναρπαστική «περιπέτεια» ανάμεσα στους αιώνες. Με πολλές και ποικίλες μεταπτώσεις. Με περιόδους ακμής και παρακμής, ανόδου και πτώσης που και μόνον αυτές την κάνουν όχι μόνο απλώς ενδιαφέρουσα αλλά – θα προσθέταμε – και ελκυστική. Στην ιστορική αυτή πορεία είναι έκδηλα ορισμένα στοιχεία, που τις προσδίνουν τις «διαστάσεις» μιας γοητευτικής διαδρομής μέσα στο χρόνο – μιας διαδρομής που συνεχίζεται, με εναλλαγή «σκηνικών» αλλά πάντοτε στον ίδιο χώρο πάνω από τέσσερις χιλιετίες. Για να καταλήξει, μετά το θαύμα της δημιουργίας της νεότερης πόλης του Πειραιά, στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, στη σημερινή πραγματικότητα: σε μια μεγαλούπολη που σφύζει από ζωή, με το πρώτο λιμάνι της χώρας μας και με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός μεγάλου ναυτιλιακού και εμποροβιομηχανικού κέντρου.
Στην διαμόρφωση της ιστορικής μοίρας του Πειραιά, υπήρξε πράγματι καθοριστική η επίδραση του φυσικού χώρου  και της γωγραφικής θέσης του. Για τον Πειραιά, στην διαδρομή των αιώνων, ίσχυσε με μαθηματική ακρίβεια, ό,τι συνήθως παρατηρείται στις περισσότερες – αν όχι όλες – παραθαλάσσιες πόλεις. Κατά καιρούς, η ανάπτυξη του λιμένα του συνδέθηκε πάντα με περιόδους ανάλογης ακμής και προόδου της πόλης. Και, όπως είναι γνωστό, στους δεκαπέντε περίπου αιώνες της παρακμής του λιμένα, η πόλη δεν υπήρξε. Η πορεία της πόλης και του λιμένα εμφανίζεται, στα πλαίσια του πειραϊκού χώρου, κοινή. Και αρκεί νομίζουμε, για τη σχετική επιβεβαίωση, η αδιάψευστη μαρτυρία της ιστορίας.
Στους πρώτους ιστορικούς χρόνους που το λιμάνι του Πειραιά δεν χρησιμοποιήθηκε από τους Αθηναίους, οι κάτοικοι του τόπου ήταν ελάχιστοι. Παρά τις απόψεις που με κάποια δόση ρομαντισμού υποστήριξαν για αξιόλογη ανάπτυξη, στην περίοδο αυτή, δεν υπάρχουν στοιχεία για να τις τεκμηριώσουν. Ο Πειραιάς, πριν αξιοποιηθεί, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και αναδειχθεί σε επίνειο της Αθήνας, ήταν – και έμεινε για αρκετούς αιώνες – ασήμαντος τόπος. Οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν ως επίνειο το Φάληρο και για το εξαγωγικό εμπόριο τα λιμάνια των ανατολικών ακτών της Αττικής και κυρίως τιςΠρασιές (το σημερινό Πόρτο-Ράφτη). Αντίθετα, όταν με τα έργα του Θεμιστοκλή και του Περικλή διαμορφώθηκε σε υποδειγματικό για την εποχή λιμάνι και συγκέντρωσε το εισαγωγικό και διαμετακομιστικό εμπόριο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, αναπτύχθηκε παράλληλα και η πόλη που έγινε το κέντρο της οικονομικής ζωής όχι μόνο της Αθήνας, αλλά και της Ελλάδας ολόκληρης
Προϊστορικοί χρόνοι
Οπως είναι γνωστό, στους προϊστορικούς χρόνους, ο Πειραιάς ήταν νησί, που χωριζόταν από την υπόλοιπη Αττική με θαλάσσια ζώνη, που άρχιζε από την περιοχή του Φαληρικού όρμου – και συγκεκριμένα από το Νέο Φαληρο – περνούσε μέσα από τη σημερινή συνοικία Καμίνια και τνήμα του δήμου Αγίου Ιωάννη Ρέντη και κατάληγε στον λιμέναΑλων, μπροστά στο σταθμό των «Ηλεκτρικών  Σιδηροδρόμων Αθηνών – Πειραιώς». Αργότερα η ζώνη αυτή καλύφθηκε με προσχώσεις για να μετασχηματιστεί αρχικά σε αβαθή θαλάσσια λωρίδα, στη συνέχεια σε «ελώδη περιοχή» (βάλτο) και τελικά σε «πηλώδη» (λασπότοπο) και να αποτελέσει το γνωστό μας Αλίπεδο, με το οποίο ο Πειραιάς ενώθηκε με την υπόλοιπη Αττική. Στην νησιωτική μορφή του τόπου, στα πανάρχαια αποδίδεται και η προέλευση του τοπωνυμίου Πειραιεύς. Οι περισσότεροι το ετυμολογούν από τη λέξη περαιεύς (=πορθμέας, περαματάρης), από τον ανώνυμο περαματάρη που πιθανότητα μετέφερε με το πλοιάριό του τους κατοίκους της Αττικής στην απέναντι πειραϊκή παραλία και αντίθετα. Το αρχικά προσηγορικό (περαιεύς) εξελίχθηκε σε τοπωνυμικό και με την εναλλαγή του ε σε ει διαμορφώφηκε στον τελικό τύπο Πειραιεύς. Στη ζωντανή, άλλωστε γλώσσα του λαού, έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας και ο αρχικός τύπος του τοπωνυμίου (Περαίας, Περαιάς). Κατ’ άλλους το τοπωνύμιο ετυμολογείται από τη λέξη πέραν, αφού ο Πειραιάς, είτε όταν ήταν νησί, αποκομμένο από την υπόλοιπη Αττική, είτε μετά από την ανασύνδεσή του, επειδή μεσολαβούσε ο βάλτος του Αλιπέδου, βρισκόταν «πέραν της ακτής» και χαρακτηριζόταν «νησιάζων».
Τοπογραφικό σχέδιο του αρχαίου Πειραιά
(Παπαχατζής 1974, 100-101)
Ο Πειραιάς κατοικήθηκε γύρω στα μέσα της 3ης π.Χ. χιλιετηρίδας. Η άποψη αυτή ενισχύεται από κατάλοιπα πρωτοελλαδικών οικισμών που αποκαλύφθηκαν στην Παλαιά Κοκκινιά και το Κερατσίνι – και τοποθετούνται χρονικά ανάμεσα στο 2600 και το 1900 π.Χ. – σε συσχετισμό με άλλα ευρήματα της ίδιας εποχής (ερείπια κτισμάτων, εργαλεία) στην περιοχή της Μουνιχίας και τη Σταλίδα (νησάκι του Κουμουνδούρου). Ως πρώτοι κάτοικοι του Πειραιά αναφέρονται, εκτός από τους Πελασγούς και άλλοι γνωστά ελληνικά φύλλα (Κάρες, Λέλεγες, Κρήτες, Θράκες, Φοίνικες) και -κυρίως – οι Μινύες, οι οποίοι ήταν οι περισσότερο προηγμένοι από όλους, με πολλές ικανότητες και τεχνικές γνώσεις, εκπλητικές για την εποχή τους. Οι τελευταίοι, ιωνικής πιθανόν καταγωγής, προέρχονταν από τον Ορχομενό της Βοιωτίας και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά στα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ., μετά τη θρακική εισβολή στον τόπο τους. ‘Εμπειροι ναυτικοί καθώς ήταν βρήκαν στο φυσικό λιμενίσκο της Μουνιχίας (το σημερινό Μικρολίμανο) το κατάλληλο ορμητήριο, ενώ ο οικισμός τους αναπτύχθηκε στον ομωνυμο λόφο (τον γνωστό σήμερα ως λόφο του Προφήτη Ηλία). Ο λόφος αυτός παραχωρήθηκε, κατά την παράδοση, στους Μινύες από τον βασιλιά της Αθήνα Μούνιχοκαι γι’ αυτό ονομάστηκε Μουνιχία, ενώ άλλοι αποδίδουν το τοπωνύμιο σε ομώνυμο αρχηγό ή ήρωα των Μινυών. Στη  κορυφή του λόφου ή – κατα μία άλλη εκδοχή- σε μικρό ύψωμα, αριστερά στον εισερχόμενο στο λιμενίσκο της Μουνιχίας, όπου έχει αναγερθεί το εντευκτήριο «Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος», ίδρυσαν οι Μίνυες το ιερό της«Μουνιχίας Αρτέμιδος».  Οι Μίνυες, που, ας σημειωθεί, είχαν ειδικευθεί στην κατασκευή υπογείων δαιβάσεων (σηράγγων), υπονόμων και άλλων τεχνικών έργων, άφησαν ως τις μέρες μας, σημάδια, στο πέρασμά τους από τον πειραϊκό χώρο. Εκτός από την ισοπέδωση του λόφου της Μουνιχίας και τα λαξευτά, μέσα σε βράχους κατασκευάσματα, που ο λαός ονόμαζε παλαιότερα «Θεόσπιτα», δύο σημαντικά, για την εποχή τους, τεχνικά έργα μαρτυρούν το πέρασμά τους από τον τόπο : Η γνωστή ως «Σπηλιά της Αρετούσας» στον λόφο της Μουνιχίας και το «Σηράγγιο», γνωστό (παλαιότερα) ως «Σπηλιά του Παρασκευά».
Αναπαράσταση του αρχαίου Πειραιά με τις οχυρωματικές, τις λιμενικές και τις αστικές κατασκευές
(Παπαχατζής 1974, 104)
Εκτός από τον προϊστορικό οικισμό των Μινυών, στον λόφο της Μουνιχίας, στους προϊστορικούς καιρούς αλλά και αργότερα, ως τους ιστορικούς χρόνους, υπήρχε στον Πειραιά και ένας «σύνδεσμος» ή «ένωση» κοινοτήτων με θρησκευτικό κυρίως χαρακτήρα και κοινό ιερό: Το «Τετράκωμον Ηράκλειον». Οι τέσσερις «κώμες» που συγκροτούσαν την ιδιόμορφη κοινωτική «ένωση» του «Τετρακώμου» ήταν οΠειραιεύς , το Φάληρο – η σημαντικότερη τότε, που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν ως«επίνειο» και που η ονομασία του προήλθε από τοπικό ήρωα και, κατά την παράδοση, έναν από τους Αργοναύτες, τον Φάληρο (ή Φαληρό) – οι Θυμαιτάδαι (ή Θυμοιτάδαι), – το σημερινό Κερατσίνι – και η Ξυπέτη (ή Ξυπετή) που η θέση της τοποθετείται ανάμεσα στην Παλαιά Κοκκινιά και τον Κορυδαλλό, ίσως στη σημερινή Νίκαια. Η λατρεία του Ηρακλή ήταν ο συνδεκτικός κρίκος της ιδιόμορφης αυτής κοινοτικής ένωσης, που επιβίωσε σε «μάκρος αιώνων» και το κοινό ιερό των «Τετρακώμων» βρισκόταν, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην σημερινη συνοικία Καμίνια.
Το Κλέος των αρχαίων καιρών
Παρά το γεγονός ότι είχε κατοικηθεί από τα μέσα της τρίτης χιλιετηρίδας, ο Πειραιάς,στους πρώτους ιστορικούς χρόνους και μέχρι την αξιοποίησή του (τον 5ο π.Χ. αιώνα), έμεινε για πολλούς αιώνες ασήμαντη πολίχνη, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Αθηναίους. Η ανάδειξη του Πειραιά, που ας σημειωθεί, ανακηρύχθηκε Δήμος το 517 π.Χ.στη διοικητική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, του θεμελιωτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, συμπίπτει χρονικά με την περίοδο της ακμής της Δημοκρατίας αυτής. Και οφείλεται στο ενδιαφέρον και τις δημιουργικές πραγματώσεις δύο μεγάλων πολιτικών μορφών της εποχής: Του Θεμιστοκλή και του Περικλή.
Το ενδιαφέρον του Θεμιστοκλή προς τον Πειραιά άρχισε να εκδηλώνεται μετά τη μάχη του Μαραθώνα, το 492/493 π.Χ., όταν αναδείχθηκε «επώνυμος άρχων». Τα έργα για την τείχιση και γενικά για την οχύρωσή του άρχισαν οπωσδήποτε πριν από την ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), αλλά αποπερατώθηκαν ανάμεσα στο 471 και 465π.Χ. Αργότερα (461-456 π.Χ.) ακολούθησαν άλλα έργα για την επέκταση των Μακρών Τειχών, ώστε να επιτευχθεί η σύνδεση του Πειραιά με την Αθήνα. Και τέλος, στην περίοδο451-431 π.Χ. ολοκληρώθηκε η οικοδόμηση και η οριστική διαμόρφωση της πόλης, με ένα υποδειγματικό, για την εποχή, πολεοδομικό σχέδιο που είχε εκπονηθεί από τον διάσημο αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Ιππόδαμο το Μιλήσιο.
Γραφική αναπαράσταση του ναυστάθμου της Μουνιχίας
(Πανάγος 1968, 242-243)
Η επιλογή του Θεμιστοκλή, που στάθηκε ο δημιουργός του αρχαίου Πειραιά, υπήρξε επιτυχής. Γιατί με τα φυσικά πλεονεκτήματα που διαθέτει ο Πειραιάς με τους τρεις«αυτοφυείς» λιμένες του (Μέγα, Ζέα, Μουνιχία) και με τα έργα που εκτελέστηκαν, αναδείχθηκε σύντομα σε ασφαλέστατο πολεμικό και άρτιο σε συγκρότηση, οργάνωση και εκμετάλλευση εμπορικό λιμάνι. Με θαυμάσια τείχιση που ίχνη της σώζονται εως σήμερα. Με όλες τις απαραίτητες για την εξυπηρέτηση της λιμενικής κίνησης εγκαταστάσεις, όπως κρηπιδώματα κια προβλήτες για την παραβολή των πλοίων, μώλους, πέντε αποθήκες για την εναπόθεση των εμπορευμάτων, τις περίφημες Στοές με κυριότερη τη Μακρά Στοά, αγόρες, νεώρια για τη ναυπήγηση των πλοίων, το περίφημο «Δείγμα», που υπήρξε το πρώτο χρημαστήριο εμπορευμάτων του κόσμου και στους πολεμικούς ναυστάθμους της Ζέας, της Μουνιχίας και του Κανθάρου νεωσοίκους (παραθαλάσια υπόστεγα, στα οποία αποσύρονταν για ασφάλεια τα πλοία όταν δεν ταξίδευαν) και σκευοθήκες για τη φύλαξη του εξοπλισμού των πλοίων, με περισσότερο γνωστή από τις τελευταίες τη «Σκευοθήκη του Φίλωνος», στο λιμάνι της Ζέας. Με δημόσια κτίρια, ιερά, θέατρα. Με άριστη ρυμοτομία. Σε γενικές γραμμές μία πόλη που έσφυζε από ζωή και δίκαια είχε αποκληθεί Εμπόριον της Ελλάδος, «εις ό» κατά τον Θουκυδίδη «εισέρχεται δια το μέγεθος της πόλεως εκ πάσης γης τα πάντα». Μεγάλο εισαγωγικό λιμάνι, στην αρχαιότητα οΠειραιάς, διατηρεί αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα αναλλοίωτο ανάμεσα στους αιώνες, αφού και σήμερα είναι το μεγαλύτερο εισαγωγικό λιμάνι της χώρας, με σταθερή αναλογία εισαγωγών – εξαγωγών: 7:3.
Το εμπορικό λιμάνι του αρχαίου Πειραιά, το περίφημο «Εμπόριον», εκτεινόταν από την περιοχή του σημερινού Κεντρικού Τελωνείου (Αγίου Νικολάου) ως τη χηλή τηςΗετιωνείας άκρας, δηλαδή το σημείο όπου βρίσκεται το Σιλό και υπήρχαν ως πρόσφατα οι αποθήκες και τα λιμενικά υπόστεγα της Ελευθέρας Ζώνη, χωρίς να περιλαμβάνεται σ’ αυτό η λεκάνη του λιμένα Αλών, που ως αβαθής δεν χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα. Δαιθέτοντας τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και υποδειγματική οργάνωση, με όλα τα αρμόδια για την εξυπηρέτηση των συναλλασσομένων όργανα (επιμελητές εμπορίου, τελώνες ή ελλιμενιστές – για τη είσπραξη των λιμενικών ταλών και φόρων-, αγορανόμους, μετρονόμους, αστυνόμους, σιτοφύλακες κ.α.) το «Εμπόριον» διασφάλιζε τα εχέγγυα για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των λιμενικών εργασιών, ενώ με τα αυστηρά μέτρα που ίσχυαν είχε επίσης εξασφαλιστεί η ομαλή διενέργεια των εμπορικών συναλλαγών στην «Αγορά», η οποία, με την ιδιαίτερη σημασία της, στην αρχαιότητα, αποτελούσε το κέντρο της οικονομικής ζωής της πόλης. Η «Αγορά» βρισκόταν στην περιοχή του «Εμπορίου»,ενώ μια άλλη αγορά, για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών των κατοίκων σε προμήθειες τροφίμων και άλλων ειδών, η «Ιπποδάμειος», λειτουργούσε στο εσωτερικό της πόλης, κοντά στο λιμένα της Ζέας (Πασσαλιμάνι).
Θεμιστοκλής
Ο Πειραιάς στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα, ήταν κύριως εισαγωγικό λιμάνι, με μεγάλη ναυτιλιακή και εμπορευματική κίνηση, ιδιαίτερα από τον Οκτώβριο εως τον Απρίλιο, που οι καιρικές συνθήκες διευκόλυναν τα ταξίδια των ιστιοφόρων. Το μεγαλύτερο μέρος των φορτίων προερχόταν από τα λιμάνια της Μεσογείουκαι της Μαύρης Θάλασσας και ιδιαίτερα της Σκυθίας. από την οπία εισάγονταν σιτηρά. Το εξαγωγικό εμπόριο ήταν περιορισμένο, με φορτώσεις ορισμένων προϊόντων της Αττικής (όπως λάδι, κρασί, μέλι) και ειδών αγγειοπλαστικής. Η μεγάλη εισαγωγική κίνηση του λιμένα του και η εφαρμογή, στην καθημερινή συναλλακτική πρακτική, των αρχών της ελεύθερης οικονομίας συνετέλεσαν στην ανάπτυξη αξιόλογης εμπορικής κίνησης και στην πόλη. Οι έμποροι ήταν, κατα κύριο λόγο, ξένοι, που είχαν μόνιμα εγκατασταθεί στονΠειραιά – οι μ έ τ ο ι κ ο ι-, στους οποίους είχαν δοθεί ορισμένα δικαιώματα για την απρόσκοπτη άσκηση  του επαγγέλματός τους, υπό την προϋπόθεση της καταβολής ειδικού φόρου, του γνωστού «μετοίκιου». Και η παρουσία μεγάλου αριθμού ξένων, με προοδευτικότερες ίσως αρχές και αντιλήψεις από τους ντόπιους αλλά και η παράλληλη μεγάλη κίνηση διαρχομένων από το λιμάνι, που είχε ως αποτέλεσμα τη «διακίνηση»νέων ιδεών, εξηγεί ως ένα σημείο το γεγονός ότι στον Πειραία από πολύ νωρίς επικρατούσε «πνεύμα» ελευθεροφροσύνης, και είχε αναπτυχθεί μια καθαρή δημοκρατική συνείδηση, ώστε να θεωρείται το «επίνειο», όχι μόνο στον οικονομικοκοινωνικό αλλάκαι στον πολιτικό χώρο «ωφελιμότερον της άνω πόλεως».
Εκτός από το εμπόριο σημαντικά είχε αναπτυχθεί και η βιομηχανία, με αντιπροσωπευτικούς κλάδους τη ναυπηγική, τη μεταλλουργία, την αγγειοπλαστική και, κατα δεύτερο λόγο, την υφαντουργία. Ακόμα στο λιμάνι του Πειραιά διαμορφωνόταν, την περίοδο αυτή, η χρηματηστηριακή τιμή των διαφόρων εμπορευμάτων, καθοριζόταν το ύψος των ναύλων και γενικά ρυθμίζονταν όλα τα σχετικά με τις εμποροναυτιλιακές συναλλαγές θέματα, σε «διεθνή» – για την εποχή –  πλαίσια, ώστε δικαίως να χαρακτηρίζεται ο Πειραιάς ως «το Λονδίνο της αρχοιότητας».
Η οικονομική και κοινωνική άνθηση που γνώρισε ο Πειραιάς στην περίοδο της μέγιστης ακμής του είχε ως αποτέλεσμα την παράλληλη ανάπτυξη πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στην πόλη, με ενεργό συμμετοχή σ’ αυτήν όχι μόνον των ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης, αλλά και των ισχυρών οικονομικών παραγόντων της εποχής που είχαν ως έδρα της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας το «επίνειο». Στα σπιτικά του βιομηχάνου Κεφάλου (πατέρα του ρήτορα Λυσία), του τραπεζίτη Πασίωνα, του πολιτικού Καλλία, του στρατηγού Τιμοθέου – γιού του Κόνωνα – του σοφιστή Πρόκλου κ.α. συγκεντρώνονταν συχνά ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Λυσίας, ο αστρονόμος και γεωμέτρης Μέτων, ο Ξενοφών – και αργότερα ο Δημοσθένης, ο ρήτορας – επίσης – Ισαίος, ο Μένανδρος (ο οποίος έμενε μόνιμα στην επαύλη του στον Πειραιάκαι πνίγηκε ενώ κολυμπούσε στη θαλάσσια περιοχή της Φρεαττίδας) κ.α και «συνδιαλέγονταν» επάνω στα επιστημονικά, καλλιτεχνικά και κοινωνικά θέματα του καιρού τους. Ας σημειωθεί ότι ο χώρος που είχε επιλέξει ο Ξενοφών για τη διεξαγωγή του διαλόγου στο έργο του«Συμπόσιον» είναι το σπίτι του Καλλία στον Πειραιά, ενώ και ο Πλάτων στον Πειραιάτοποθετεί επίσης το χώρο του διαλόγου στο σπουδαιότερο ίσως έργο του, την«Πολιτεία». Τέλος στο περίφημο θέατρο της Μουνιχίας (το σωζόμενο θεάτρο της Ζέας είναι μεταγενέστερο) διδάχθηκαν, κατά καιρούς, έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου κ.α. με προσέλκυση θεατών από όλη την Ελλάδα.
Η πορεία προς την πτώση και οι αιώνες της παρακμής.
Η πορεία του αρχαίου Πειραιά στάθηκε κοινή με την πορεία της Αθηναϊκης Δημοκρατίας. Θα την ακολουθήσει στο μεσουράνημα της, στον περίφημο «χρυσούν αιώνα». Θα δεχθεί μαζί της το πρώτο πλήγμα, στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.). Θα συνέλθει κάπως με την αποκατάσταση της δημοκρατίας (403 π.Χ.) που η προσπάθεια για αυτήν από εδω – από τον λόφο της Μουνιχίας, με τον Θρασύβουλο – θα ξεκινήσει. Και τελικά θα την παρακολουθήσει στην πορεία προς την οριακή παρακμή, αργά μα σταθερά από τους Μακεδονικούς χρόνους, για να δεχθεί το θανάσιμο χτύπημα με την εισβολή των Ρωμαίων και την καταστροφή από τον Σύλλα, το 85 π.Χ. Μετά την καταστροφή η πόλη περιορίστηκε «εις ολίγην κατοικίαν», κοντά στο λιμάνι. Και στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες γράφτηκε ο θλιβερός επίλογος της ιστορίας τουαρχαίου Πειραιά. Από το 395 π.Χ., με την τελευταία εισβολή των Γότθων, αρχίζει η μεγάλη περίοδος της πειραϊκής παρακμής, που θα διαρκέσει δεκαπέντε περίπου αιώνες, ως την εθνική μας αποκατάσταση. Στην περίοδο, αυτή η πόλη δεν υπήρξε.
Αν δημιουργήθηκαν – ευκαιριακά πάντα κάποιες μικρές «εστίες» ζωής, δεν γνωρίζουμε. Το λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποιήθηκε, βέβαια, κατά καιρούς, ως ορμητήριο του βυζαντινού στόλου ή των πειρατικών πλοίων, που τότε – όπως και αργότερα – λυμαίνονταν το Αιγαίο. Αλλά για κάποια, έστω και περιορισμένη, λιμενική κίνηση, δεν μπορεί να γίνει λόγος. Κι από το 1318 μ.Χ. ο Πειραιάς έχασε και το αρχαίο όνομα του. ‘Εγινε το «PORTO LEONE», το «PORTO DRACO» των Φράγκων και από το 1456 το«Ασλάν λιμάνι» των Τούρκων (λιμάνι λέοντος), από το μαρμάρινο άγαλμα Λέοντος, που βρισκόταν περίπου στη θέση όπου χτίστηκε αργότερα το Παλαιό Δημαρχείο (Ρολόι) – και το οποίο «απήγαγε» το 1688, στη διάρκεια της γνωστής εκστρατείας του κατά των Αθηνών, ο Φρ. Μοροζίνι και μετέφερε στο Ναύσταθμο της Βενετίας, όπου εξακολουθεί να βρίσκεται.
Το άγαλμα του Λέοντος, του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε τον γλύπτη που το φιλοτέχνησε, ούτε τον χρόνο της κατασκευής του, ή, έστω, της τοποθέτησής του στον Πειραιά, «με το υπερφυσικόν μέγεθος, με την ανθρωπίνην μορφήν και τας μυστηριώδεις επιγραφάς αποτελεί – όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ιωάννης Αλ Μελετόπουλος– και θα αποτελέσει ίσως εσαεί ένα από τα άλυτα μυστήρια της ιστορίας…».Επειδή όμως το άγαλμα αυτό έχει συνθεθεί άρρηκτα με μια μακρά ιστορική περίοδο της πόλης, οι Πειραιώτες δεν έπαψαν να διακδικούν την επιστροφή του. Επανειλημμένα διαβήματα έγιναν, κατά το περελθόν, από το Δήμο και άλλους τοπικούς συλλογικούς φορείς, χωρίς αποτέλεσμα. Τελευταία, με τη συγκρότηση της «Συντονιστικής Επιτροπής για την επιστροφή του Λέοντος του Πειραιώς» το θέμα ήρθε και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Η Επιτροπή, με τη συγκέντρωση με «χορηγίες» του απαραίτητου χρηματικού ποσού προχώρησε στην κατασκευή πιστού μαρμάρινου αντιγράφου του αγάλματος, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γ. Μέγκουλας, με στόχο μα προσφερθεί τούτο στη Βενετία για την επιστροφή του πρωτοτύπου. Ο «νεότευκτος’αυτός Λέων τοποθετήθηκε προσωρινά σε καίρια θέση του Κεντρικού Λιμένα, με τη φροντίδα και με δαπάνες του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς.
Σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η ερήμωση και η εγκατάλειψη εξακολουθούν να είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πειραϊκού χώρου. Στο σημείο αυτό συμφωνούν όλοι οι περιηγητές που επισκέφθηκαν τότε τον Πειραιά. Το λιμάνι του χρησιμοποιήθηκε σε αραιά χρονικά διαστήματα και για ελάχιστες εμπορικές συναλλαγές. Μόνη «εστία»ζωής, την περίοδο αυτή, το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, που ιδρύθηκε, σύμφωνα με νεότερες και περισσότερο τεκμηριωμένες απόψεις, γύρω στα 1590 με τους ελάχιστους μοναχούς του – ισχνές παρουσίες μέσα σ’ αυτό το περίεργο «σκηνικό» διάκοσμο της γενικής ερημιάς – και μόνος επώνυμος κάτοικος ο ιδιόρυθμος Γάλλος έμπορος Καυράκ,που είχε εγκατασταθεί σ’ ένα σπίτι, στην πειραϊκή παραλία, γύρω στα μέσα του δεκάτου ογδόου αιώνα, ενώ την όλη εικόνα της παρακμής του άλλοτε ένδοξου «επινείου»συμπλήρωνε η κωμικοτραγική «φιγούρα» του Τούρκου τελωνοφύλακα που αποτελούσε – κατά τον  CHATAUBRIAND– «θλιβερόν παράδειγμα ηλιθίου υπομονής που ανέμενε να παράλθουν μήνες ολόκληροι δια να ιδή καταπλέον κανένα πλοίον…».
Από τους αιώνες της παρακμής στο θαύμα της αναδημιουργίας.
Το 1829, όταν ακούγονταν οι τελευταίοι απόηχοι από τους κρότους των αρμάτων του οχτάχρονου εθνικού ξεσηκωμού και μέσα από τα χαλάσματα και τ’ αποκαϊδια ξεπρόβαλλε η αρτιγέννητη «Ελληνική Πολιτεία», όλα έδειχναν πως δεν θα αργούσε να ξανανθίσει η ζωή στον έρημο αυτό τόπο. Και «η θέσις, η καλούμενη Πειραιεύς» των τελευταίων επαναστατικών χρόνων θ’ ανασυρόταν από την αφάνεια των αιώνων της παρακμής κι αποβάλλοντας οριστικά τα ξενικά της ονόματα, θα αποκτούσε πάλι την παλιά της αίγλη. ‘Οπως και έγινε σε μία σύντομη σχετικά χρονική διαδρομή, που κάλυπτει τις έξι τελευταίες δεκαετίες του δεκάτου ενάτου αιώνα με το θαύμα της δημιουργίας του νεότερουΠειραιά.
Στη νεότερη ιστορική πορεία του Πειραιά δύο χρονολογίες σημαδεύουν καθοριστικά το επικό ξεκίνημα για τη δημιουργία: το 1829 και το 1835. Το 1829 φτάνουν στον τόπο αυτό οι πρώτοι νέοι του κάτοικοι – πέντε τον αριθμό – κι ανάμεσά τους ο Γιαννακός Τζελέπης, που η ιστορική μνήμη διασώζει ως τις μέρες μας το όνομα του στην ομώνυμη ακτή. Και το 1835 ιδρύεται ο Δήμος Πειραιώς, με πρώτο δήμαρχο τον Υδραίο Κυριακό Σερφιώτη. Εν τω μεταξύ, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα (1834) και τη διαγραφόμενη πλέον προοπτική για μελλοντική ανάπτυξη του πειραϊκού λιμένα, αρχίζει να εκδηλώνεται εντονότερο το ενδιαφέρον για τον εποικισμό του Πειραιά από τους ανθρώπους που προέρχονταν από όλα τα σημεία του ελληνικού χώρου, με σταθερή αύξηση από χρόνο σε χρόνο του αριθμού τους. Οι άνθρωποι αυτοί που, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, διέθεταν και ικανότητες και δυνατότητες, αποτέλεσαν το δυναμικό «πυρήνα» του πληθυσμού της νέας πόλης. Στις υπεράνθρωπες προσπάθειές τους οφείλει, κυρίως, ο Πειραιάς την αναδημιουργία του και την ανάδειξη του             – τελικά – στο σπουδαιότερο εμποροναυτιλιακό κέντρο της χώρας. Και ακόμα στο γεγονός ότι είχε την τύχη, στη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα, να κατευθύνουν τις τύχες του άνθρωποι δραστήριοι και δημιυργικοί, με ευρύτητα οραματισμών, που αγάπησαν τον τόπο και έθεσαν τις βάσεις για την μελλοντική προκοπή του.
Οι φωτισμένοι πρώην δημοτικοί άρχοντες του νεότερου Πειραιά υπήρξαν κατά πάντα άξιοι και με ευγνωμοσύνη αναφέρεται σ’ αυτούς η τοπική ιστορική μνήμη: Κυριάκος Α. Σερφιώτης (δήμαρχος από το 1835 – 41), Πέτρος Σ. Ομηρίδης (1841-45, 1848-54),Αντώνιος Θεοχάρης (1845-48), Λουκάς Δ. Ράλλης (1855-66), Δημήτριος Α. Μουτζόπουλος (1866-74), Τρύφων Α. Μουτζόπουλος (1874-83, 1895-1903),Αριστείδης Σκυλίτσης (1883-87), Θεόδωρος Γ. Ρετσίνας (1887-95). Παράλληλα όμως με τις προσπάθειες των πρώτων «εποίκων» και τη σημαντική συμβολή των δημιουργικών δημάρχων και ορισμένα γεγονότα, ως τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη του Πειραιά και στην ανάδειξη του σε πρώτο λιμάνι της χώρας, θέση που επί πενήντα χρόνια διεκδίκησε πεισματικά από τη Σύρο, το σπουδαιότερο ναυτιλιακό κέντρο της εποχής. Ενδεικτικά σημειώνουμε από τα γεγονότα αυτά τη σιδηροδρομική σύνδεση με την Αθήνα, το 1869 και αργότερα, προς τα τέλη του αιώνα, με τις άλλες πόλεις της Ελλάδας, τις πρώτες αξιόλογες προσπάθειες για τη βιομηχανική ανάπτυξη του τόπου, που χρονικά πρέπει να τοποθετηθούν ανάμεσα στο 1860 και το 1870 και τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, το 1893, που έκανε πλεονεκτικότερη τη θέση του Πειραιά προς τη Δύση, σε συνδιασμό και με την οριστική στροφή της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας προς τον ατμό, γύρω στις αρχές του αιώνα μας.
Πρώτο λιμάνι της χώρας.
Στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα το «θαύμα» της αναδημιουργίας είχε ολοκληρωθεί. Με την οριστική διαμόρφωση της πόλης, αρχικά σύμφωνα με το άριστο, για την εποχή του, πολεοδομικό σχέδιο των ΚΛΕΑΝΘΗ – SCHAUBERT – KLENZE και αργότερα με τις αναγκαίες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις του. Με την οικοδόμηση πολλών δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, που ξεχώριζαν για την καλαισθησία τους – και από τα οποία ελάχιστα διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας. Και με τη σταθερή αύξηση του πληθυσμού της πόλης που έφτεσε το 1896τους 51.020 κατοίκους. Εκτός από τα πρώτα δημόσια κτίρια, που οικοδομήθηκαν αμέσως μετά την ίδρυση του Δήμου (Τελωνείο, Λοιμοκαθαρτήριο, Κρατικές Αποθήκες στην οδό Ευπλοίας – έργο του αρχιτέκτονα Κλεάνθη -, κτίριο της Σχολής Ευελπίδων, η οποία λειτούργησε στον Πειραιά από το 1837 εως το 1894 κ.α.), εως τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα είχαν επίσης χτιστεί όλα τα απαραίτητα σχολικά κτίρια («Ράλλειο Παρθεναγωγίο», «Ιωνίδειες Σχολές» Γυμνάσιο – στην πλατεία Κοραή – και πολλά δημοτικά σχολεία) το μέγαρο του Χρηματιστηρίου, το γνωστό ως «Ρολόι» (1869-73), στο οποίο από το 1885εγκαταστάθηκε το δημαρχείο (και που η κατεδάφιση του το 1968, χαρακτηρίστηκε ως πράξη ασέβειας προς την πειραϊκή ιστορική μνήμη), το Δημοτικό Θέατρο (1884-95), σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Ι.Λαζαρίμου και σε λιτή νεοκλασική γραμμή, που είναι και σήμερα το ωραιότερο δημόσιο κτίριο του Πειραιά. το κτίριο του παλαιού (1899-1901) και πολλοί ιεροί ναοί (Αγίου Σπυρίδωνα, Αγίου Νικολάου, Αγίου Κωνσταντίνου, Ευαγγελιστρίας – στη σημερινή του μορφή – Αγίας Τριάδας, στην αρχική του μορφή, που με διάφορες προσθήκες διατηρήθηκε ως την καταστροφή της το 1944). Τέλος, με δωρεές των μεγάλων ευεργετών του τόπου, είχαν ιδρυθεί τα κοινωφελή ιδρύματα, που και σήμερα συνεχίζουν τη λειτουργία τους (‘Τζάνειο Νοσοκομείο», «Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων», «Γηροκομείο», «»Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων» κ.α.).
Στο λιμάνι, που επί 75 χρόνια , με τα αρμόδια για την διοίκησή του νομικά πρόσωπα («Επιτροπείες») βρισκόταν ουσιαστικά υπό τον έλεγχο του Δήμου, είχαν εκτελεστεί τα πρώτα απαραίτητα λιμενικά έργα, που παρείχαν τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της λιμενικής κίνησης της εποχής, που έφτανε περίπου τα 2500 πλοία και τους 1.500.000 τόννους εμπορευμάτων τον χρόνο – και από το 1898 είχε αρχίσει η κατασκευή των δύο εξωτερικών μώλων και των Μονίμων Δεξαμενών. Τα λυχνάρια που φώτιζαν τον Πειραιά, τα πρώτα χρόνια, αντικαταστάθηκαν διαδοχικά με τις λάμπες πετρελαίου, το φωταέριο (1878) και από τις αρχές του 20ου αιώνα  (1903-04) σταδιακά με τον ηλεκτρισμό. τη φτώχεια και τον μαρασμό, την ανυπαρξία οικονομικής ζωής, διαδέχθηκε η ακμή και η άνθηση με τα πρώτα εργοστάσια (Βασιλειάδη, Τζων Μακ Δουάλ και Βάρβουρ, Ρετσίνα, Βολανάκη, Δηλαβέρη, Μεταξά, Μπαρμπαρέσου κ.α.) και τους μεγάλους εμπορικούς οίκους. Στον πνευματικό και καλλιτεχνικό τομέα σημειώθηκε αξιόλογη κίνηση. Και καθώς ανέτελλε ο 20ος αιώνας, που έμελλε να σταθεί μια ταραγμένη και κοσμογονική εποχή, που άλλαξε, κυριολεκτικά, τη ροή της ιστορίας, οΠειραιάς είχε οριστικά κερδίσει τη μάχη της αναδημιουργίας και της προκοπής του. Είχε αναδειχθεί στο πρώτο λιμάνι και στην δεύτερη πόλη της Ελλάδας. Κι ακόμη ευρύτερη διαγραφόταν η προοπτική για τη χρονιά που θα ακολουθούσαν – όπως και έγινε, με την εκπληκτική εξέλιξή του, στη διαδρομή του εικοστού αιώνα και ως τις μέρες μας.
Η εξέλιξη της πόλης στη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Στις πρώτες τέσσερις δεκαετίες του εικοστού αιώνα η πόλη συνεχίζει σταθερά την ανοδική της πορεία, σε όλους τους τομείς. Στο εμπόριο, τη βιομηχανία, τη ναυτιλία και – γενικά – στον χώρο της οικονομικής ζωής. ενω παράλληλα αξιόλογες είναι οι επιτεύξεις και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Τούτο οφείλεται βασικά στην ομοιογένεια που διατηρεί, ιδιαίτερα ως το 1922, η πειραϊκή κοινωνία και στην έντονη προβολή μιας τοπικής συνείδησης, που σε τελευταία ανάλυση, διαμορφώνει και την ιδιαιτερότητα της όλης«φυσιογνωμίας» της πόλης. Μια ιδιαιτερότητα που είναι έκδηλη ακόμα και στην αισθητική των δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων της. Με τη σταδιακή επέκταση του ηλεκτροφωτισμού, την ηλεκτροκίνηση του σιδηροδρόμου Αθηνών – Πειραιώς (1904) και των «τραμ» (1909), την ασφαλτόστρωση των κεντρικών οδών και πλατειών – την ίδια περίοδο – και την επίλυση του σοβαρότατου για την πόλη προβλήματος της υδροδότησης, μετά την κατασκευή του φράγματος του Μαραθώνα (1931), αντιμετωπίζονται αποφασιστικά άμεσες και πρακτικές ανάγκες των κατοίκων, με αισθητή βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Ο λιμένας της Μουνιχίας (Τουρκολίμανο) όπως ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970
(Παπαχατζής 1974, 103)
Συγχρόνως , μετά την ίδρυση της «Επιτροπείας Λιμένος» (1911), εκτελούνται τα πρώτα μεγάλα από την εποχή της εθνικής παλιγγενεσίας έργα στο λιμάνι (1924-31), με τα οποία αρχίζει ουσιαστικά η προσπάθεια για τον εκσυγχρονισμό του. Και με τη ίδρυση τουΟργανισμού Λιμένος Πειραιώς (1930) επιλύεται οριστικά και το θέμα της διοίκησης και οργάνωσής του, πάνω σε στέρεες και – κυριώς – ορθολογιστικές βάσεις. Στο ενδιάμεσο αυτό διάστημα (1900-1930) η πόλη εξελίσσεται σημαντικά και μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα της περιόδου (1912-22, Βαλκανικοί πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος, Μικρασιατική καταστροφή) έχει, κυριολεκτικά γιγαντωθεί. Ιδιαίτερα, μετα το 1922, οΠειραιάς γνωρίζει τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή «έκρηξη», με διπλασιασμό του πληθυσμού του, που φτάνει το 1928 τους 251.659 κατοίκους (1920 : 133.428 κατ.) μετά την άφιξη των προσφύγων από την Μικρά Ασία και την εγκατάστασή τους σε συνοικισμούς γύρω από τη παλιά πόλη – τους σημερινούς δήμους Νικαια, Κερατσίνι, Δραπετσώνα κ.α. Η εγκατάσταση των προσφύγων παρά τα σοβαρότατα προβλήματα που αρχικά δημιούργησε και τα οποία – τελικά – με υπεράνθρωπες προσπάθειες ξεπεράστηκαν, μπορεί να συνετέλεσε σε κάποια αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης  του τόπου, αλλά υπήρξε και χρήσιμη αλλά και παραγωγικά αποδοτική. Γιατί ενίσχυσε την οικονομία της χώρας με ένα αξιόλογο έμψυχο δυναμικό που η συμβολή του εκτιμήθηκε ως απόλυτα θετική για τα τοπικά και – ακόμη – για τα ευρύτερα εθνικά πλαίσια.
Η πολεμική περιπέτεια του έθνους (1940-44) είχε τις ανάλογες επιπτώσεις στην πόλη και το λιμάνι του Πειραιά. Ιδιάιτερα στο τελευταίο ήταν άμεσες και ανασχετικές στην απρόσκοπτη – ως τότε – λειτουργία του. Τα πολεμικά γεγονότα, όπως ο βομβαρδισμός από γερμανικά «στούκας» και η έκρηξη του α/π  «Κλαν Φρέυζερ» (6-4-1941), ο μεγάλος βομβαρδισμός του Πειραιά από τους «Συμμάχους» (11-1-1944) και η ανατίναξη των λιμενικών εγκαταστάσεων, κατά την αποχώρηση των Γερμανών (12-10-1944), είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη σχεδόν καταστροφή του λιμανιού, με ζημιές που, κατά σχετικές εκτιμήσεις της εποχής, υπολογίστηκαν σε 325.000.000 προπολεμικές δραχμές. Μεγάλες ήταν και οι καταστροφές στην πόλη (κατάρρευση ενός Ιερού Ναού – της Αγίας Τριάδας –684 δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων, 56 αποθηκών και εργοστασίων, 3000πλινθόκτιστων και ξύλινων οικημάτων και σημαντικές ζημιές σε 2.070 δημόσια και ιδιωτικά κτίρια και 146 εργοστάσια και αποθήκες, ενώ βαρύτατος ήταν και ο φόρος αίματος που κατέβαλε ο Πειραιάς – οι θυσίες σε ανθρώπινα θύματα (15.000 περίπου νεκροί, από τους οποίους οι 11.000 από πείνα τον φοβερό χειμώνα του 1941-42).
Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και μετά την αποκατάσταση των ζημιών στο λιμάνι και την πόλη, ο Πειραιάς άρχισε, ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, να ξαναβρίσκει τον συνήθη ρυθμό της ζωής του. Με την εκτέλεση σειράς έργων στο λιμάνι, που προσέλαβαν ευρύτερη έκταση μετά τις επαναστατικές αλλαγές που σημειώθηκαν στον χώρο των θαλασσίων μεταφορών με την εισβολή των CONTAINERS – και συνεχίζονται ως τις μέρες μας – δημιουργήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις γαι την αναγκαία υποδομή σε εγκαταστάσεις και μέσα, ώστε να μπορεί τούτο να εξυπηρετεί άνετα την σταθερά αυξανόμενη κίνησή του σε μοναδοποιημένα φορτία (τα τελευταία διακινούνται από τον μεγάλο σύγχρονο Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων «Ελευθέριος Βενιζέλος», στο Νέο Ικόνιο). Παράλληλα, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, άρχισε η προσπάθεια για την ανοικοδόμηση της πόλης, για να πάρει όμως διαστάσεις πραγματικής«κοσμογονίας», στον τομέα αυτό, από την επόμενη δεκαετία, με την ανέργεση πολυόροφων κτιρίων με επιβλητική κυριαρχία του «μπετόν» που, κάτω από την ασφυκτική πίεση των άμεσων αναγκών για στέγαση της εποχής πρόβαλε ίσως ως η μόνη λύση, αλλά που δυστυχώς είχε ως αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή της αισθητικής«φυσιογνωμίας» της πόλης.
Ελάχιστα είναι τα νεοκλασικά κτίρια που διασώθηκαν από την σκαπάνη της φθοράς και τα οποία ήδη αξιοποιούνται, ωστε ένα μέρος της πολιτισμικής μας αυτής κληρονομιάς να παραμείνει – τουλάχιστον – αλώβητο. Παρά όμως τις αισθητικές αλλοιώσεις που έχει υποστεί, με ορισμένες αρχιτεκτονικές ακρότητες και, φυσικά, παρά με την γειτνίαση με την Αθήνα, που σε πολλούς τομείς της τοπικής μας ζωής έχει επιδράσει ανασταλτικά, οΠειραιάς, αυτή η σύγχρονη πλέον μεγαλόπολη, διατηρεί ως ένα σημείο – και τούτο είναι παρήγορο – την ιδιαιτερότητά του. Το   τελευταίο στοιχείο, αν ενισχυθεί, όπως πιστεύεται με τις απαραίτητες «παρεμβάσεις» της τοπικής ηγεσίας για την δημιουργία περισσοτέρων «εστιών» πρασίνου και πολιτισμού, θα μπορέσει να αποτελέσει «πόλο έλξεως» μεγαλύτερου αριθμού δικών μας και ξένων προς τονΠειραιά. Την πόλη με την πανάρχαια ιστορία αυτήν, επαναλαμβάνω, την συναρπαστική«περιπέτεια» ανάμεσα στους αιώνες – αλλά και το μοναδικό αισθητικό «περίγραμμα» του φυσικού χώρου που την περιβάλλει – και συνθέτει την μοναδικότητα της «λυρικής τοπιογραφίας» της.

ΔΙΚΤΑΙΟ ΑΝΤΡΟ


«Κύδιστ’ αθανάτων, πολυώνυμε και παγκρατές αεί,
Zεύς φύσεως αρχηγέ, νόμου μετά πάντων κυβερνών
Xαίρε».


Σύμφωνα με τον μύθο, η Ρέα έφθασε στην Κρήτη νύχτα, χωρίς το φως κι ο ήλιος να δούν το βρέφος που είχε στα σπλάχνα της, το πήρε η Γαία και το έκρυψε στα βάθη της γης στο ασάλευτο ανοιχτό στόμα της Δίκτης, το Δικταίο Άντρο. Η αίσθηση της θείας ύπαρξης στα σπλάχνα του βουνού, συνεγείρει και συνενώνει τις δυνάμεις της φύσης σε μια αδιάκοπη προσφορά στον θείο επισκέπτη! Άγρυπνος σκύλος στέκεται φρουρός στην είσοδο του σπηλαίου. Η Αμάλθεια με την αποκρουστική όψη του προσφέρει το γάλα της. Οι μέλισσες ακούραστα κουβαλούν μέλι. Τα περιστέρια φέρνουν αμβροσία. Κι τεράστιος αετός ρουφά με τον ράμφος του το νέκταρ από βράχο του ωκεανού και ποτίζει το βρέφος. Οι Κουρήτες με τον πυρρίχιο χορό τους, τα μουσικά όργανα και τις κλαγές των όπλων, καλύπτουν το θεϊκό κλάμμα. Για την ψυχαγωγία του βρέφους οι Κύκλωπες κατασκεύασαν την βροντή και την αστραπή. Κάθε χρόνο που βράζει το αίμα από την γέννησή του, βγαίνει μια εκτυφλωτική λάμψη από το στόμιο του σπηλαίου.
Μισή ώρα απ’ το χωριό Ψυχρό, στη νοτιοδυτική πλευρά του οροπεδίου, στην περιοχή της Λύκτου, ανοίγεται στο βουνό μια σπηλιά με το στόμιο γυρισμένο στην ανατολή. Στο εσωτερικό της είναι διαιρεμένη σε δύο διαμερίσματα. Το πρώτο προς τα έξω έχει μάκρος 25 μέτρα και δάπεδο πολύ ανώμαλο από την πτώση μεγάλων βράχων. Το δεύτερο το εσωτερικό, σχηματίζει ένα είδος πόντου κι έχει μάκρος 84 μέτρα και πλάτος 20 μέτρα και ύψος 12 μέτρα.
Το δάπεδό του έχει μεγάλη κλίση και το φως της ημέρας δυσκολεύεται να φωτίσει την υγρή υποχθόνια ατμόσφαιρα. Την παγερή ατμόσφαιρα του σπηλαίου και την νεκρική σιγή, διαταράσσουν τα φτερουγίσματα των άγριων περιστεριών που φωλιάζουν εκεί. Οι πελώριοι σταλακτίτες με τη φυσική τους μεγαλοπρέπεια μοιάζουν με πέτρινα δάκρυα που γι’ αμέτρητους αιώνες στάζουν από την κορυφή του Άντρου. Μέσα στο μισοσκόταδο φαντάζουν οι μορφές του Δία, της Αρτέμιδος, της Αθηνάς και της Ήρας στην ατάραχη σταλακτιτική τους μορφή και μαζί τους διακρίνουμε τον μανδύα του Δία, που δίπλα του απλώνεται ο πέπλος της Ευρώπης, φτιαγμένοι με την ίδια αυτόματη συμμετρία και την ίδια φανταστική κίνηση. Ένας από τους βράχους που φράζουν τον πόρο της σπηλιάς μοιάζει με τετραγωνισμένο βωμό, βαλμένον επίτηδες στην είσοδο. Το 1883 ανακαλύφθηκαν διάφορα αφιερώματα χωμάτινα και μπρούτζινα και πολλά χωμάτινα αγγεία. Μπροστά στο στόμιο του άντρου λογής λογής δένδρα, θάμνοι κι αγριολούλουδα στα πέτρινα ανθογυάλια τους, στεφανώνουν το σπήλαιο, χαρίζοντας το μεθυστικό άρωμά τους στους επισκέπτες του. Την εικόνα ολοκληρώνει ο Λασηθιώτικος κάμπος λιοκαμένος και ρυτιδωμένος από τ’ αλέτρι τ’ αγρότη δουλευτή του.
162

Πηγή : Το βιβλίο του Γεωργίου Παναγιωτάκη Δικταίο άντρο.

Η ΥΠΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ!!

hepatia_2

«Στην Υπατία, που στην λάμψη σου, στα λόγια σου, κλίνω γόνυ και υψώνω το βλέμμα μου, προς τον έναστρο ουρανό του πνεύματός σου. Γιατί προς τον ουρανό τοξεύει η πράξη σου, προς τον ουρανό οδηγεί των λόγων σου η ομορφιά, θεϊκή Υπατία. Ω! Συ των πνευματικών επιστημών υπέρλαμπρο αστέρι».
Παλλαδάς
Η Υπατία γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το  370 μ.Χ. Σπουδαία φιλόσοφος, μαθηματικός κι αστρονόμος, κόρη του μαθηματικού και φιλοσόφου Θέωνος της Αλεξανδρείας. Απ’ τον πατέρα της η Υπατία έλαβε εξαιρετική μόρφωση, την οποία ανέπτυξε σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά τον ξεπέρασε! Θεωρείται η πρώτη γυναίκα επιστήμονας, που δίδαξε δημόσια υψηλή θετική διανόηση!
Υπήρξε μία μεγάλη νεοπλατωνική φιλόσοφος, που με την πολύπλευρη προσωπικότητά της και την επιστημονική της κατάρτιση, είχε κερδίσει την εκτίμηση και τον σεβασμό του λαού της Αλεξανδρείας. Οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι ήταν ασκητικοί ακολουθώντας τις αρχές του Πυθαγόρα, που δίδασκε, πως η σοφία επιτυγχάνεται μέσω της αποχής. Η Υπατία τηρούσε πιστά αυτές τις αρχές, χωρίς ν’ απαιτεί ποτέ το ίδιο από τους μαθητές της! Η φήμη της εξαπλώθηκε γρήγορα κι απ’ όλα τα μέρη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, άρχισαν να έρχονται στην Αλεξάνδρεια για να σπουδάσουν φιλοσοφία.  Η διδασκαλία της ήταν χαρισματική! Η ομορφιά της έτερπε τους οφθαλμούς και τα λόγια της αιχμαλώτιζαν τα ώτα. Μεταξύ των μαθητών της υπήρξαν  πολλοί Χριστιανοί, ένας εκ των οποίων ήταν κι ο Συνέσιος ο Κυρηναίος, που αργότερα έγινε επίσκοπος Πτολεμαίδος. Ο Συνέσιος έγραψε στην Υπατία πολλές επιστολές, που έχουν διατηρηθεί, εκφράζοντας τον θαυμασμό και τον σεβασμό του, για τις διδακτικές κι επιστημονικές ικανότητες της Υπατίας.
Τον 4ο αιώνα οι αυτοκράτορες, με μοναδική εξαίρεση τον Ιουλιανό, προσπάθησαν να επιβάλουν τον Χριστιανισμό, σαν  κυρίαρχη θρησκεία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Έτσι ήρθαν σε σύγκρουση με τις υπόλοιπες θρησκευτικές και φιλοσοφικές τάσεις που υπήρχαν στο Ρωμαϊκό κράτος. Ο νεοπλατωνισμός δε, αποτελούσε τον μεγαλύτερο εχθρό του Χριστιανισμού. Οι αυτοκράτορες, με μια σειρά διατάξεων άρχισαν να περιορίζουν τις ελευθερίες λατρείας των Εθνικών, να κλείνουν τα ιερά, ν’ απαγορεύουν τις θυσίες και ν’ αρπάζουν τις περιουσίες τους. Προς το τέλος μάλιστα του 4ου αιώνα, οι ναοί άρχισαν να καταστρέφονται κι η Εθνική λατρεία τέθηκε υπό διωγμόν! Τα θύματα του διωγμού ήταν πάρα πολλά!
Το 412 μ.Χ ο Κύριλλος έγινε Επίσκοπος της Αλεξανδρείας. Έπαρχος της Αλεξανδρείας ήταν ο Ορέστης. Ο Κύριλλος κι ο Ορέστης ήταν πολιτικοί ανταγωνιστές. Ο ένας εκπροσωπούσε την εκκλησία κι ο άλλος το κράτος, που πάλευαν για την επικράτηση τους και τον έλεγχο των μαζών. Η Υπατία ήταν φίλη του Ορέστη κι αυτό, μαζί με την προκατάληψη των Χριστιανών, για τις φιλοσοφικές απόψεις της, ήταν αρκετό για να κινήσει την οργή του Κυρίλλου!  Ο Κύριλλος λοιπόν, ο οποίος αργότερα αγιοποιήθηκε για το “ζήλο” του, την κατηγόρησε, πως ασκούσε μαύρη μαγεία! Η κατηγορία για μαύρη   μαγεία, εκείνη την εποχή ήταν μια προσφιλής κι αποτελεσματική μέθοδος εξόντωσης των εχθρών των Χριστιανών!
180px-hypatia_charles_william_mitchell
Το 415, ενώ η Υπατία επέστρεφε στο σπίτι της, από ένα περίπατο, μια ομάδα Χριστιανών Παραβολάνων  (ομάδα νεαρών που λειτουργούσαν ως στρατιωτικό σώμα του Πατριάρχη) της επιτέθηκε! Την έσυραν στην εκκλησία Καισάρειον κι εκεί ξέσκισαν τα ρούχα της και κομμάτιασαν το σώμα της με όστρακα. Οι τοίχοι της εκκλησίας βάφτηκαν κόκκινοι, απ’ το αθώο αίμα της Υπατίας! Το μένος τους δεν σταμάτησε εκεί! Έσυραν τα κομμάτια της σ’ όλη την πόλη και τα κάψανε στην πυρά έξω από την Αλεξάνδρεια, μαζί με τα γραπτά της, στην θέση Κίναρο.
Ο Ορέστης ζήτησε απ’ τη Ρώμη να ξεκινήσουν έρευνες, για την δολοφονία της Υπατίας. Οι έρευνες αναβλήθηκαν πολλές φορές, γιατί δεν βρέθηκαν μάρτυρες!! Τελικά ο Κύριλλος ισχυρίσθηκε, πως η Υπατία ήταν ζωντανή και ζούσε στην Αθήνα. Μαζί με την Υπατία δολοφονήθηκε κι ο Ελληνικός κλασσικός Πολιτισμός, γιατί η Υπατία ενσάρκωνε το περήφανο πνεύμα του, την ομορφιά του, την λάμψη του! Και ξεκίνησε ο σκοταδισμός του Χριστιανικού Μεσαίωνα.
Η Υπατία έγραψε σχόλια για την Αριθμητική του Διοφάντους, επίσης για τον Αστρονομικό Κανόνα του Πτολεμαίου και για τις Κωνικές Τομές του Απολλώνιου της Πέργας. Κανένα έργο της δεν έχει διασωθεί ολοκληρωμένο!
Ο μαρτυρικός θάνατος της Υπατίας, συμβολίζει τον αργό μαρτυρικό θάνατο του Ελληνικού Πνεύματος στην Ελλάδα του σήμερα, που ο σκοταδισμός κι ο μισελληνισμός κυριαρχούν.  Η θυσία της, φωτεινός φάρος κάθε Ελληνικής Ψυχής ας μας δώσει την δύναμη ν’ αντισταθούμε και να παλέψουμε για να λάμψει ξανά το ΕΛΛΗΝΙΚΟ  ΦΩΣ στην χώρα των Θεών και των Θρύλων…

Η ιστορία της Αρχαίας Αθήνας.


Ο Μύθος.
Το αρχικό όνομα της Αθήνας ήταν Ακτή ή Ακτική και το είχε πάρει από τον πρώτο της βασιλιά,  Ακταίο.
Το δεύτερο όνομά της, Κεκροπία, είχε προέλθει από τον βασιλιά Κέκροπα (Κέκρωψ), ο οποίος διαδέχθηκε τον Ακταίο, αφού παντρεύτηκε την κόρη του.
Σύμφωνα με τον μύθο, το κάτω μέρος του σώματος του ήταν το ίδιο, με αυτό του δράκοντα. Κατά την διάρκεια των χρόνων της βασιλείας του, η θεά Αθηνά και ο Ποσειδών συναγωνίσθηκαν για την προστασία της πόλεως, προσφέροντας δώρα. Ο Ποσειδών κτύπησε με την τρίαινα του πάνω στον βράχο της Ακροπόλεως και ανέβλυσε μια πηγή με αλμυρό νερό. Από το χτύπημα (τα τρία σημάδια μπορεί να τα δει κανείς πίσω από το Ερέχθειον..) ξεπήδησε και το πρώτο άλογο έτοιμο να υπηρετήσει τον άνθρωπο, ενώ η Αθηνά πρόσφερε ένα δένδρο ελιάς.
Ο μύθος αναφέρει, ότι όλοι οι άνδρες της Αθήνας ψήφισαν για το δώρο του Ποσειδώνα και όλες οι γυναίκες για το δώρο της Αθηνάς και επειδή ήταν μια γυναίκα παραπάνω από τους άνδρες, η θεά Αθηνά προτιμήθηκε και από αυτήν, η πόλη πήρε το όνομα της.
Για να προστατεύσει την πόλη από τους πειρατές της Καρίας από την θάλασσα και τους Βοιωτούς από την ξηρά, ο Κέκρωψ διένειμε την Αττική σε δώδεκα περιοχές, για να διαχειρίζεται καλύτερα τον πληθυσμό: Αφίδναι, Βραυρώνα, Δεκέλεια, Επάκρια, Ελευσίνα, Κεκροπία, Κηφισία, Κυθαιρός, Φάληρο, Σφαιττός, Τετράπολις, Θορικός.
Έδωσε επίσης εντολή, ο καθένας να ρίξει από μία πέτρα και μετρώντας αργότερα όλες τις πέτρες, βρέθηκαν είκοσι χιλιάδες κάτοικοι.
athena_poseidon_kekrop
Ο Κέκρωψ εισήγαγε την λατρεία του Διός και τις προσφορές εδεσμάτων (πελανοί) στις τελετές, αντί για ανθρωποθυσίες. Ο τάφος του στην Ακρόπολη διετηρείτο μέχρι και τον τέταρτο αιώνα π.Χ.
Όταν ένας εχθρικός στρατός πολιόρκησε την Αθήνα, οι Αθηναίοι ζήτησαν την συμβουλή του μαντείου των Δελφών, το οποίο τους έδωσε τον χρησμό, ότι για να σωθεί η πόλη, ένας Αθηναίος έπρεπε να θυσιαστεί με την θέληση του. Όταν η κόρη του Κέκρωπος, Άγραυλος, έμαθε για τον χρησμό, ανέβηκε στην Ακρόπολη και πέφτοντας σκοτώθηκε. Οι Αθηναίοι για να την τιμήσουν, έκτισαν ένα ναό στην Ακρόπολη και κάθε χρόνο εόρταζαν τα Αγραύλεια.
Οι τρεις κόρες του Κέκροπα, Άγραυλος, Έρση και Πάνδροσος, στις οποίες η θεά Αθηνά εμπιστεύθηκε το κουτί, με την οδηγία να μην το ανοίξουν. Δεν υπάκουσαν και τιμωρήθηκαν.
Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο, η θεά Αθηνά εμπιστεύθηκε ένα κουτί στην Άγραυλο ή Άγλαυρο, την ίδια κόρη του βασιλιά Κέκροπα, και στις δύο αδελφές της, Έρση και Πάνδροσο, με την οδηγία να μην το ανοίξουν. Η Πάνδροσος, η μικρότερη, υπάκουσε, αλλά η Άγραυλος και η Έρση το άνοιξαν και είδαν ένα ερπετό με την μορφή παιδιού ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ένα φίδι περιτυλιγμένο γύρω από το μωρό Εριχθόνιο, το οποίο βγήκε έξω και αναρριχήθηκε στην ασπίδα της Αθηνάς. Οι κοπέλες τρομαγμένες από αυτό που είδαν, έπεσαν από την Ακρόπολη και σκοτώθηκαν.
athina
Τον Κέκροπα διαδέχθηκε ο γιος του, Ερυσίχθων, ο οποίος δεν είχε παιδιά και αυτόν ο Κραναός. Μια από τις θυγατέρες του Κραναού, ονομαζόταν Ατθίς και από το όνομα της, ολόκληρη η περιοχή ονομάσθηκε Αττική. Ο Κραναός εκθρονίσθηκε από τον Αμφικτύωνα, ο οποίος εν συνεχεία εξορίστηκε από τον Εριχθόνιο, γιο του Ήφαιστου και της Γης. Ο μύθος τον παριστάνει σαν μισό άνθρωπο και μισό ερπετό. Ανέβηκε στον θρόνο γύρω στα 1500 π.Χ. και εδραίωσε μια ισχυρή δυναστεία, από την οποία προήλθαν οι ήρωες Πανδίων, Ερεχθεύς, Αιγέας, Θησέας.
Ο Εριχθόνιος τοποθέτησε στην Ακρόπολη το ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς και εισήγαγε την εορτή, τα Αθήναια. Ήταν ο εφευρέτης των αρμάτων με τις τέσσαρες ρόδες και ο πρώτος που χρησιμοποίησε την εκτροφή αλόγων. Παντρεύτηκε την νύμφη Πασιθέα και απέκτησε ένα γιο, τον Πανδίονα. Ο Πανδίων παντρεύτηκε την νύμφη Ζευξίππη και απέκτησε δίδυμους γιους, τον Ερεχθέα και τον Βάτη και δύο κόρες, την Πρόκνη και την Φιλομήλα.
kecrops_daughters_sm
Τον Πανδίωνα διαδέχθηκε ο Ερεχθεύς. Όταν ο Ερεχθεύς ήταν σε πόλεμο με τους Ελευσίνιους και Θράκες, υπό την αρχηγία του Εύμολπου, έλαβε χρησμό από τους Δελφούς, ότι για να νικήσει θα έπρεπε να θυσιάσει τις τρεις από τις έξι θυγατέρες του. Όταν οι κοπέλες με την θέληση τους συναίνεσαν, ο Ερεχθεύς τις θυσίασε. Μετά την θυσία, πήγε στην μάχη με αυτοπεποίθηση και εξολόθρευσε τον εχθρό του. Όταν οι Ελευσίνιοι νικήθηκαν, ο Ποσειδών στον θυμό του κατέστρεψε το σπίτι του Ερεχθέως, ο οποίος πιθανόν σκοτώθηκε στην μάχη. Τον Ερεχθέα διαδέχθηκε ο γιος του, Κέκρωψ ΙΙ και αυτόν, ο γιος του Πανδίων ΙΙ, ο οποίος είχε τέσσαρες γιους,  τον Αιγέα, Πάλλαδα, Νίσο και Λύκο.

ΑΚΡΟΤΑΙΝΑΡΟ: ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΙΣ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΑΔΗ

Στο απώτατο άκρο του Μωριά, στο Ακρωτήριο Ταινάρου, περπατώ σε έναν αρχαίο λαξευτό διάδρομο, στα τελευταία μου βήματα προς τον φάρο του Κάβο Ματαπά, στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Ο δρόμος που τερματίζει την οδική μου πορεία, εδώ στην αφετηρία του μονοπατιού, στοΠόρτο-Στέρνες, περνάει από την Αρεόπολη, συνεχίζει για Γερολιμένα και Βάθεια, καταλήγοντας ύστερα από 40χλμ στη διασταύρωση πάνω από το Πόρτο Κάγιο. Από εκεί ακολουθεί πορεία για Μαρμάρι, συναντά την  εκκλησία της Αγίας Τριάδας, στρίβει δεξιά σε νέα διασταύρωση (δεξιά πάει προς Πάλυρο), και σε 3χλμ καταλήγει στο τέρμα του δρόμου, σε έναν μικρό ήσυχο όρμο με βράχια τριγύρω.
Μπροστά μου βρίσκεται ένας μικρός θολωτός ναός, αριστερά ένα λιμανάκι και δεξιά ξεκινάει το μονοπάτι. «Πληγωμένο» από τις τελευταίες φωτιές, φαντάζει βατό και ξεκινά από το τέλος του δρόμου στα δεξιά κοιτώντας την θάλασσα, και διαρκεί, σύμφωνα με όσα μου λέει ο ταβερνιάρης του νοτιότερου οικήματος της Γηραιάς Ηπείρου, το πολύ 40 λεπτά.
Οι πύλες του Άδη
Ιστορικοί τοποθετούν στο Ταίναρο ονομαστό «Ψυχοπομπείο», από όπου κατέβαιναν οι «ταχυδρόμοι» και έπαιρναν τον μακάβριο βαρκάρη για τον κάτω κόσμο! Εδώ οι αρχαίοι πρόγονοί πίστευαν ότι βρισκόταν μία από τις πύλες του Άδη απ’ όπου κατέβηκε ο Ηρακλής και ανέβασε τον Κέρβερο στην γη κατά τον τελευταίο του άθλο.
Οι ντόπιοι λένε ότι η λέξη Κριτήρι, που λέγεται για το Ακροταίναρο δεν σημαίνει Ακρωτήρι, αλλά Κριτήριο των Ψυχών ή Ανώτατο Δικαστήριο.
Τα μοιρολόγια
Τα μοιρολόγια της Μάνης είναι αυτοσχέδια ποιήματα και έχουν σχεδόν υποκαταστήσει τα άλλα τραγούδια, όντας η μόνη μορφή λαϊκής ποίησης και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.  Κανένας Μανιάτης δεν πρέπει να κατέβει στον Άδη χωρίς να τον κλάψουν. Όταν πεθάνει κάποιος οι γυναίκες του χωριού κάθονται γύρω-γύρω από το νεκρό και αρχίζουν ένα διάλογο με μοιρολόγια. Οι γυναίκες μοιρολογούν το νεκρό ιεραρχικά, που, όταν πρόκειται για άνδρα, ξεκινά από τη μάνα και συνεχίζεται από την αδελφή, την κόρη και, τέλος καταλήγει στη γυναίκα του. Αποτελεί τιμή για την οικογένεια του νεκρού να μοιρολογηθεί από άτομο εκτός της οικογένειας.
Τη γυναίκα που λέει ένα μοιρολόι δεν πρέπει να τη διακόψει κανένας και αυτή που θέλει να συνεχίσει ζητά την άδειά της. Το μοιρολόι αρχίζει με το ξενύχτισμα του νεκρού, συνεχίζεται όταν το φέρετρο μεταφέρεται στην εκκλησία και αλλάζει μ’ ένα σπασμωδικό κλάμα μέσα στην εκκλησία την ώρα της ακολουθίας. Γίνεται εντονότερο στο δρόμο προς το νεκροταφείο, όπου ενώνεται με τις φωνές των συγγενών του νεκρού, και αποκορυφώνεται μπροστά στον τάφο. Περπατώντας πάνω σε κακοτράχαλο δρόμο συναντώ το ερειπωμένο εκκλησάκι του Ασωμάτου, χτισμένο με αρχαίο οικοδομικό υλικό.
Μονάχα ο βόρειος τοίχος της εκκλησίας είναι ολόκληρος χτισμένος οικοδομικά με καλοδουλεμένα ορθογώνια λιθάρια. Το μάτι ξεγελιέται και νομίζεις πως ακριβώς στο ίδιο σημείο ήταν χτισμένος ο περιώνυμος ναός του Ταιναρίου Ποσειδώνος, που αναφέρει και ο περιηγητής Παυσανίας.
Για να χτίσουν τη χριστιανική εκκλησία εξαγνίζοντας τους αρχαίους λατρευτικούς χώρους, πήραν υλικά από τον παραπλήσιο ναό του Ποσειδώνα.Στα ανατολικό μέρος έχτισαν μια μικρή αψίδα και στα δυτικά την τοξωτή είσοδο. Η«ιστορία» ολοκληρώνεται λίγο πιο κάτω, κατεβαίνοντας στον ορμίσκο. Μέσα σε μια σπηλαιώδη εσοχή του βράχου, που σήμερα οι τοπικοί ψαράδες βάζουν τα σύνεργά τους, βρισκόταν ο ναός του Ποσειδώνα. Σύμφωνα με τις ιδιόμορφες λατρευτικές συνήθειες των Λακεδαιμονίων, ο Ταινάριος Ποσειδώνας έπρεπε να έχει το ιερό του σε άδυτο, σε σκοτεινό σπηλαιώδη χώρο.
Ο ναός του Ποσειδώνα, το πιο πιθανό είναι να βρίσκεται λίγο πιο πέρα από το εκκλησάκι του Ασωμάτου. Περίπου 500μ. από το ναό εντός του χώρου της αρχαίας πόλης Ταίναροςσώζεται διακοσμητικό ψηφιδωτό από δάπεδο οικίας της Ελληνιστικορωμαϊκής εποχής (1ου αι. μ.Χ.), αποκαλούμενο «Άστρο της Αριάς». Οι κοιλότητες στον βράχο μοιάζουν με βάσεις δωματίων οικισμού, αφού αρκετές συνδέονται μεταξύ τους με σκαλοπάτια, όπου οι νεότεροι Λακεδαιμόνιοι τις πέρασαν για στέρνες, και γι’ αυτό το λιμανάκι το ονόμασαν Πόρτο-Στέρνες.
Παρά τους αιώνες που έχουν περάσει από πάνω του, ένα εξαιρετικό ψηφιδωτό δωματίου διατηρείται σε καλή κατάσταση και αφήνει έκπληκτο τον επισκέπτη. Από τα ερείπια, όπου υπάρχει και ένα εξαίσιο ψηφιδωτό, το μονοπάτι περνάει δίπλα σε μικρό αραξοβόλι, δρασκελίζει ξερολιθιές και νεροφαγωμένα βράχια, και ανηφορίζει σε μια ευδιάκριτη καμπύλη της ανατολικής πλαγιάς του Ταίναρου. Οι Δωριείς όταν έφτασαν στο τελευταίο σημείο της Ευρωπαϊκής ηπείρου του έδωσαν το όνομα «Μεταπέα Άκρα»,δηλαδή ακρωτήριο που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσες (Λακωνικός και Μεσσηνιακός κόλπος), απ’ όπου προέρχεται η ονομασία Κάβο Ματαπάς.
Έπειτα από περίπου 25 λεπτά πορείας, βρίσκομαι πάνω στη ράχη και αποκτώ μια πρώτη αίσθηση του ακρωτηρίου, έχοντας πλέον οπτική επαφή με τον περίφημο φάρο του Κάβο Ματαπά.  15 λεπτά έπειτα και «αγγίζω» το νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Ο φάρος
Ο φάρος δεσπόζει στο μυτερό ετούτο άκρο που λογχίζει τη Μεσόγειο. Κατασκευάστηκε από τους Γάλλους στα 1882 σε υψόμετρο 25μ. από τη θάλασσα,  έχει εμβέλεια 22 ναυτικά μίλια και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1887. Ο τετράγωνος πύργος του, ύψους 16μ, στέφεται ακόμη από τον διώροφο μεταλλικό κλωβό με τον φωτιστικό μηχανισμό και το περιστροφικό διοπτρικό.
Μεγάλα πλοία περνούν συνεχώς μπροστά παρακάμπτοντας τον φημισμένο Κάβο Ματαπά, το Ακρωτήριο Ταίναρο. Η πρώτη ανακαίνιση του φάρου έγινε στα 1930. Στα χρόνια της Κατοχής έπαψε να λειτουργεί και στα 1950, μετά τη δεύτερη ανακαίνιση, φιλοξενούσε 3 φαροφύλακες! Οι λιθόκτιστοι τοίχοι του είναι εξωτερικά επιχρισμένοι, ενώ μαρμάρινοι και εμφανείς είναι οι γωνιακοί λίθοι, το γείσο, το στηθαίο του κτίσματος τα τοξωτά των παραθύρων και των εισόδων.
Πόρτο – Κάγιο
Το ταξίδι στο Ακροταίναρο χρειάζεται οπωσδήποτε μια στάση στο πειρατικό κρησφύγετο του Πόρτο-Κάγιο. Ασφαλές λιμάνι περικυκλωμένο από υψώματα, θέρετρο για λίγους και εκλεκτούς που γνωρίζουν την ύπαρξή του, καλός ψαρότοπος και απομονωμένο-κρυφό σημείο. Αγναντεύοντας απέναντι βλέπεις τον οικισμό Αχίλλειο και τα ερείπια του κάστρου που μισο-έχτισαν οι Τούρκοι στα 1570, διακρίνονται αχνά.
Ο όρμος του Πόρτο-Κάγιο ονομαζόταν Ψαμμαθούς από τα αρχαία χρόνια κατοίκησής του λόγω των χαλικιών της παραλίας, ενώ το τοπωνυμικό «Κάγιο» μπορεί να προέρχεται από τις γαλλικές λέξεις cailliou (καγιού), που σημαίνει χαλίκι ή caille (κάιγ) που σημαίνει ορτύκι. Στην άκρη του όρμου, ένα σκουριασμένο κανόνι, μπηγμένο σαν πάσσαλος στο χώμα, πιστεύεται πως είναι ένα από τα κανόνια του Λάμπρου Κατσώνη!
Στα 1792, ο φημισμένος Έλληνας θαλασσομάχος, κυνηγημένος από Τούρκους, Ρώσους, Γάλλους και Ενετούς βρήκε καταφύγιο στον όρμο του Πόρτο Κάγιο. Οι ανεξάρτητοι Μανιάτες τον δέχτηκαν και από ξηράς θα ήταν πολύ δύσκολο να εισβάλουν στο κρησφύγετό του. Οχύρωσε εξαιρετικά όλο τον όρμο με συστοιχίες από κανόνια και ξεκίνησε τις επιδρομές εναντίον των Τούρκων σε όλο το Αιγαίο.
Γαλλικές και τουρκικές φρεγάτες έφτασαν τον Ιούνιο του 1792 στο Πόρτο Κάγιο και ο Λάμπρος Κατσώνης αντιστάθηκε σθεναρά για δύο ημέρες. Ξημερώματα της τρίτης που οι Γάλλοι αποβιβάστηκαν στο Πόρτο - Κάγιο δεν βρήκαν κανέναν! Όλοι είχαν διαφύγει την προηγούμενη νύχτα, τα πλοία ήταν σκέτα κουφάρια, χωρίς πανιά και χωρίς κανόνια.Τα είχαν θάψει οι άντρες του Κατσώνη με βοήθεια από τους Μανιάτες.

Η Ναυμαχία του Γέροντα





Μία από τις σημαντικότερες ναυτικές επιχειρήσεις της Επανάστασης του ’21, που τελείωσε νικηφόρα για τα ελληνικά όπλα. Διεξήχθη στις 29 Αυγούστου1824 στ' ανοιχτά του ακρωτηρίου Ποσείδιο ή Γέροντας της Μικράς Ασίας (νυν Didim Τουρκίας), απέναντι από τα νησιά Λειψοί και Λέρος της Δωδεκανήσου. Αντιμέτωποι τέθηκαν ο ελληνικός στόλος υπό τον Ανδρέα Μιαούλη, που αριθμούσε γύρω στα 70 πλοία και ο υπέρτερος (τεχνολογικά και ποσοτικά) τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπό τους πασάδες Χοσρέφ καιΙμπραήμ, με πάνω από 250 πλοία.
Μετά την καταστροφή της Κάσου (30 Μαΐου 1824) και των Ψαρών (21 Ιουνίου 1824), το ηθικό του ελληνικού ναυτικού είχε καταπέσει. Η βοήθεια που παρείχε ο χεβίδης της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι στον Σουλτάνο Μαχμούτ έθετε σε κίνδυνο την Ελληνική Επανάσταση. Στόχος του Μοχάμετ Άλι ήταν να συντρίψει το ελληνικό ναυτικό για να μπορέσει ο γιος του Ιμπραήμ Πασάς να αποβιβασθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια στη Πελοπόννησο και να καταστείλει την ελληνική επανάσταση. Άλλωστε, το έπαθλο για τον πανέξυπνο Αλβανό εκ Καβάλας ήταν μεγάλο. Αν επιτύγχανε τον στόχο του, ο σουλτάνος θα τον επιβράβευε με την παραχώρηση της Κρήτης και της Πελοποννήσου.
Στο πλαίσιο του κοινού τουρκοαιγυπτιακού σχεδίου, ο Τούρκος ναύαρχος Χοσρέφ Πασάς επιχείρησε στις αρχές Αυγούστου του 1824 να καταλάβει τη Σάμο. Ο ελληνικός στόλος, που αποτελείτο από υδραίικα, σπετσιώτικα και λίγα ψαριανά πλοία, τον εμπόδισε να πλησιάσει το νησί με μια σειρά συγκρούσεων, που κράτησαν περίπου μία εβδομάδα. Ο Χοσρέφ δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει με τον στόλο του ανάμεσα στην Κω και την Αλικαρνασσό και να περιμένει ενισχύσεις από τον στόλο του Ιμπραήμ, που κατέφθασε στην περιοχή στις 19 Αυγούστου.
Πέντε ημέρες αργότερα έγιναν οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ των δύο στόλων, οι οποίες συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες. Η αποφασιστική ναυμαχία δόθηκε στις 29 Αυγούστου, ημέρα Παρασκευή. Τα εχθρικά πλοία προσπάθησαν να κυκλώσουν τα ελληνικά, αλλά ο Μιαούλης με εννέα πλοία και δύο πυρπολικά προχώρησε προς τον κόλπο του Γέροντα. Τα αιγυπτιακά πλοία, που κάλυπταν το δεξιό άκρο του εχθρικού στόλου, αποφάσισαν να τα χτυπήσουν, καθώς ήταν απομονωμένα. Ο Παπανικολής προσπάθησε να τα εμποδίσει να πλησιάσουν τα πλοία του Μιαούλη, αλλά δέχθηκε ομαδικό πυρ και αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφού έκαψε πρώτα το πυρπολικό του. Η νηνεμία που επικρατούσε στη θάλασσα δεν επέτρεψε τη δράση των πυρπολικών του Ματρόζου, του Πιπίνου και του Νικόδημου.
Η κατάσταση μεταβλήθηκε γύρω στο μεσημέρι, όταν ο άνεμος έγινε ευνοϊκός για τον ελληνικό στόλο. Τα ελληνικά πλοία διείσδυσαν ανάμεσα στα εχθρικά, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται πλέον για ναυμαχία εκ παρατάξεως (θα ήταν χαμένη υπόθεση για τον ελληνικό στόλο, λόγω της ποιοτικής και ποσοτικής υπεροχής του εχθρού), αλλά για μια σύγκρουση, όπου όλα μαζί τα πλοία μάχονταν ανακατεμένα. Η κίνηση τακτικής του Μιαούλη ευνοούσε τα πυρπολικά, που ανέλαβαν δράση, κρίνοντας την έκβαση της ναυμαχίας.
Ο σπετσιώτης μπουρλοτιέρης Λάζαρος Μουσούς κατόρθωσε να προσκολλήσει το πυρπολικό του σ' ένα αιγυπτιακό μπρίκι. Έντρομοι οι 300 άνδρες που αποτελούσαν το πλήρωμά του έπεσαν στη θάλασσα και το μπρίκι ακυβέρνητο παρασύρθηκε από το ρεύμα και λίγο πιο κάτω ανατινάχθηκε. Δύο πυρπολικά υπό τους Παπαντώνη και Βατικιώτη κατόρθωσαν να κολλήσουν σε μια μεγάλη αιγυπτιακή φρεγάτα με 44 κανόνια, η οποία κάηκε μέσα σε λίγα λεπτά, παρασύροντας στον βυθό τούς περισσότερους από τους 1.100 άνδρες του  πληρώματός της.
Μετά τη δυσμενή γι’ αυτόν εξέλιξη, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος άρχισε να υποχωρεί προς την Κω, ενώ ο ελληνικός αγκυροβόλησε και πάλι στον Γέροντα. Η επιτυχία αυτή του ελληνικού ναυτικού αναπτέρωσε το ηθικό των ανδρών του, διέσωσε τη Σάμο και καθυστέρησε την απόβαση του Ιμπραήμστην Πελοπόννησο.
Η ναυμαχία του Γέροντα είναι μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης του '21. Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν τόσο πολύ άνισες, που η θετική έκβαση της ναυμαχίας για τους Έλληνες προκάλεσε τον θαυμασμό των ξένων. Ο Γάλλος  ναύαρχος Εντμόν Ζιριέν ντε λα Γκραβιέρ (1812-1892), αναφερόμενος στη ναυμαχία του Γέροντα, παρατηρεί: «Η ναυτική ιστορία ίσως να μην έχει σελίδα περισσότερο ενδιαφέρουσα από αυτήν για έναν ναυτικό».

Αλέξανδρος Καραμανλάκης 1888 – 1912

Έλληνας δημοσιογράφος και πρωτοπόρος αεροπόρος. Υπήρξε ο πρώτος νεκρός της ελληνικής αεροπορίας.

Ο Αλέξανδρος Καραμανλάκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 18 Ιανουαρίου 1888. Πρωτότοκος γιος του εμπόρου Θεμιστοκλή Καραμανλάκη και της Ευρυδίκης Καραμανλάκη, σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το 1908 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, μετά το κίνημα των Νεοτούρκων.
Ο Καραμανλάκης ασχολήθηκε από μικρός με τη δημοσιογραφία και στις 7 Ιανουαρίου 1911 εξέδωσε την εβδομαδιαία εφημερίδα Ανεξάρτητος Αθηνών με τον υπότιτλο «Πολιτική, κοινωνιολογική και φιλολογική εβδομαδιαία επιθεώρησις». Η εφημερίδα κυκλοφόρησε 43 φύλλα και ανέστειλε την έκδοσή της στις 28 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς.
Στις 8 Αυγούστου 1911 ο Καραμανλάκης αναχώρησε για τη Γερμανία και Γαλλία «προς μελέτην ειδικήν των μεγάλων εκδόσεων και της εν γένει δημοσιογραφικής κινήσεως εν Ευρώπη», όπως έγραψε η εφημερίδα του. Αφού έμεινε για λίγο στη Γερμανία, πήγε στη Γαλλία και γράφτηκε στην αεροπορική σχολή του διάσημου αεροπόρου και μηχανικού Λουί Μπλεριό (1872-1936).
Τέσσερις ημέρες μετά την ιστορική πτήση του Εμμανουήλ Αργυρόπουλου, στις 12 Φεβρουαρίου 1912, ο Καραμανλάκης φτάνει στην Πάτρα, με ένα αεροπλάνο Μπλεριό 11 (Bleriot XI) στις αποσκευές του. Στις 26 Μαρτίου 1912 επιχειρεί να πετάξει από το Ρίο στην Αθήνα, ένα εγχείρημα επικών διαστάσεων για εκείνη την εποχή, δεδομένης και της πτητικής απειρίας του. Το αεροπλάνο του σηκώνεται και πέφτει σχεδόν αμέσως. Οι ζημιές δεν είναι μεγάλες και ο ίδιος δεν τραυματίζεται.
Ακολουθεί μία ακόμη αποτυχημένη απογείωση στις 9 Απριλίου, αλλά στις 23 του ίδιου μήνα απογειώνεται κανονικά από το Ρίο και πετάει για λίγο πάνω από την Πάτρα. Λίγες μέρες αργότερα, στις 30 Απριλίου, προσπαθώντας να απογειωθεί από την Εγλυκάδα της Πάτρας, θα πέσει και θα τραυματισθεί, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στο αεροπλάνο του.
Ο Καραμανλάκης μεταφέρει τις αεροπορικές του δραστηριότητες στην Αττική, όπου ο ουρανός της θα αποδειχθεί πιο φιλόξενος. Στις 17 Ιουλίου1912 πετάει σε ύψος 2.200 μέτρων και στις 19 Αυγούστου υψώνεται στα 3.050 μέτρα, μία αξιοσημείωτη επίδοση για την εποχή του. Τώρα νοιώθει απόλυτα έτοιμος για την πραγματοποίηση του ονείρου του, την πτήση από την Αθήνα στην Πάτρα.
Την Τετάρτη 29 Αυγούστου 1912, στις 6:10 το πρωί, απογειώνεται από το Παλαιό Φάληρο. Περίπου δύο ώρες αργότερα επιχειρεί αναγκαστική προσθαλάσσωση στον Κορινθιακό Κόλπο (ανάμεσα στα χωριά Στόμι και Λυγιά και σε μικρή απόσταση από την ακτή), λόγω μηχανικής βλάβης. Το αεροπλάνο αρχίζει να χάνει ύψος και καταπέφτει στη θάλασσα. Ο Καραμανλάκης, μπλεγμένος στα σχοινιά του αεροπλάνου, προσπαθεί να απεμπλακεί, αλλά δεν τα καταφέρνει. Αφήσει την τελευταία του πνοή στο βυθιζόμενο αεροπλάνο του, σε ηλικία 24 ετών, και γίνεται ο πρώτος μάρτυρας της ελληνικής αεροπορίας.
Την επομένη γίνεται η κηδεία του στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση στην Αθήνα, παρουσία του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, μελών του Υπουργικού Συμβουλίου και πλήθους κόσμου, που τον συνοδεύει στην τελευταία του κατοικία στο Α' Νεκροταφείο. Τραγικές φιγούρες, η γηραιά μητέρα του και η νεαρά σύζυγός του. Μία εφημερίδα της εποχής έγραψε χαρακτηριστικά: «Η αρχαία Ελλάς έδωσε τον Ίκαρο θυσία της αεροπορικής ιδέας, η νεωτέρα Ελλάς δίδει τον Καραμανλάκη».