Η ιστορία του Ιησού Χριστού
Ο Ιησούς (8-2 π.Χ. – 29-36) είναι το πρόσωπο του οποίου η διδασκαλία αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία τηςΧριστιανικής θρησκείας.
To όνομα «Ιησούς» είναι η μεταγραφή, που εμφανίζεται σε διάφορες γλώσσες και βασίζεται στην ελληνική λέξη «Ἰησοῦς»[1] προερχόμενη από την αραμαϊκή λέξη «ישוע» (Γιεσούα), η οποία με τη σειρά της προέρχεται από τηνεβραϊκή λέξη «יהושוע» (Γεχόζουα) που σημαίνει «η Σωτηρία του Γιαχβέ»).
Οι ακόλουθοι του Ιησού τον προσδιόρισαν ως τον αναμενόμενο «Μεσσία» (εβραϊκά: משיח, Μεσάια), που αποτελεί εβραϊκό όρο και σημαίνει «Χρισμένος», από την ελληνική λέξη «Χρίσμα», από την οποία προήλθε ο ελληνικός τίτλος «Χριστός», από όπου προέκυψε και η ελληνική ονομασία «Χριστιανός»). Πίστευαν πως ήταν ο σωτήρας, ο εκλεκτός απεσταλμένος του Θεού που θα ελευθέρωνε το έθνος του Ισραήλ από τους εχθρούς του και θα αποτελούσε ευλογία για όλα τα έθνη.
Πηγές
Για τα γεγονότα της γέννησης του Ιησού, οι πληροφορίες προέρχονται από τα τέσσερα Ευαγγέλια, δηλαδή τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, που αναφέρονται στη ζωή και διδασκαλία του Ιησού και τη ζωή της πρώτης χριστιανικής κοινότητας.
Η ζωή και η διδασκαλία του σύμφωνα με τα Ευαγγέλια
Τα πρώτα χρόνια
Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε την μέλλουσα μητέρα του Ιησού, τη Μαριάμ και της είπε ότι θα φέρει στον κόσμο ένα ξεχωριστό παιδί που θα ήταν ο γιος[4] του Θεού και μάλιστα με έναν ξεχωριστό τρόπο, αφού ήρθε στον κόσμο όχι με την συμβολή ανδρός αλλά με την θαυματουργό δύναμη του Θεού. Έτσι, ο Ιησούς γεννήθηκε περίπου το 7 π.Χ στης 12 Νοεμβρίου. στη Βηθλεέμ , μια πόλη του Ισραήλ, κοντά στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν, η Μαριάμ (Μαρία) και ο μνηστήρας της Ιωσήφ, ένας πιστός και δίκαιος άνθρωπος, μαραγκός στο επάγγελμα, πήραν τον Ιησού στην φτωχική κωμόπολη Ναζαρέτ όπου και τον μεγάλωσαν. Τα Ευαγγέλια δεν γράφουν πολλά για την παιδική και εφηβική ηλικία του Ιησού. Από τα λίγα που είναι γνωστά είναι οτι, άγγελος Κυρίου φάνηκε σε όνειρο στον Ιωσήφ και του είπε να πάρει το παιδί με τη μητέρα του και να φύγει στην Αίγυπτο (Ματθ. Β' 13-18) και έμειναν εκεί, μέχρι πού πέθανε ο Ηρώδης , που ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας από το 44 π.Χ.. Ακόμα γνωρίζουμε οτι, ο Ιησούς επισκέφθηκε με τους γονείς του την Ιερουσαλήμ όπου ξαφνικά ανακάλυψαν ότι έλειπε. Τον βρήκαν στο ναό όπου συνομιλούσε με μορφωμένους άνδρες της πόλης οι οποίοι εξεπλάγησαν από τη σοφία του. Αργότερα, σύμφωνα πάντα με τα Ευαγγέλια, ο Ιησούς μεγάλωνε με τους γονείς του στη Ναζαρέτ βοηθώντας τον Ιωσήφ ως ξυλουργός.
Διδασκαλία
Σύμφωνα με τις Εβραϊκές Γραφές, επρόκειτο να υπάρξει ένα πρόσωπο που θα προετοίμαζε τον κόσμο για τον ερχομό του Μεσσία· σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές, αυτός ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ο οποίος ανέλαβε αυτό το προπαρασκευαστικό έργο. Όταν ο Ιησούς ήταν περίπου 30 ετών, ο Ιωάννης τον βάπτισε μέσα στον Ιορδάνη ποταμό καθώς αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον αναμενόμενο Μεσσία. Όχι πολύ αργότερα από το γεγονός αυτό, ο Ιησούς ξεχώρισε μια ομάδα 12 πιστών ανθρώπων, τους μαθητές του, που ονομάστηκαν απόστολοι και οι οποίοι θα τον βοηθούσαν να διαδώσει το μήνυμά του. Ο Ιησούς κήρυξε στον κόσμο της υπαίθρου, στους ναούς και στις πόλεις και μίλησε για την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει άνθρωπος στο Θεό, δίδαξε τη συγχώρεση, και την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής που να αγκαλιάζει με αγάπη τον συνάνθρωπο. Επίσης δίδαξε την ύπαρξη της αιώνιας ζωής που συνεχίζεται και μετά τον φυσικό θάνατο. Μια ζωή μέσα στην "Βασιλεία του Θεού". Η διδασκαλία του, έκανε τον Ιησού σύντομα γνωστό και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, όχι μόνο στο βορρά και στις περιοχές της Γαλιλαίας άλλα και στο νότο με τα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην ιερή πόλη του Ιουδαϊσμού, στα Ιεροσόλυμα. Τα Ευαγγέλια περιγράφουν επίσης και διάφορα θαύματα που έγιναν από τον Ιησού, όπως η ανάσταση νεκρών, η μετατροπή του νερού σε κρασί, η θεραπεία αρρώστων, κ.ά.
Η αντιμετώπιση της διδασκαλίας του
Το μήνυμα του Ιησού είχε μεγάλη επίδραση στους ακροατές του και πολλοί από αυτούς θεώρησαν ότι πράγματι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Άλλοι πάλι θεώρησαν ότι απλά ήρθε να προετοιμάσει τον ερχομό του πραγματικού Μεσσία ενώ κάποιοι είπαν πως ήταν κάποιος παλιός προφήτης που ήρθε και πάλι στη γη για να διδάξει. Μια ομάδα Εβραίων θρησκευτικών ηγετών κατηγόρησε τον Ιησού επειδή τα Σάββατα, την ιερή ημέρα ανάπαυσης των Ιουδαίων, συνέχιζε την διδασκαλία του. Επίσης κάποιοι από αυτούς δυσανασχετούσαν επειδή ο Ιησούς πλησίαζε με καλοσύνη ανθρώπους που θεωρούνταν ανάξιοι και ασεβείς. Μια μερίδα από τους Εβραίους ηγέτες ανησύχησε μήπως αυτός, που πολλοί νόμιζαν για Μεσσία, ξεκινήσει κάποια εξέγερση ενάντια στους Ρωμαίους και έτσι υπάρξει αναταραχή. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να θανατώσουν τον Ιησού και άρχισαν να ψάχνουν για οπαδούς του που θα ήταν πρόθυμοι να τον προδώσουν. Και βρήκαν τον μαθητή του Ιησού τον Ιούδα. Τα Ευαγγέλια μας περιγράφουν πως ο Ιησούς γνώριζε ότι έπρεπε να προετοιμαστεί για το τέλος του.
Ο θάνατος και η Ανάσταση
Ο Ιησούς μάζεψε τους Αποστόλους μαζί για ένα τελευταίο γεύμα, που είναι γνωστό ως «μυστικός δείπνος». Εκεί, εξήγησε στους μαθητές του, πως με τον θάνατό του θα καθιερωθεί μια νέα σχέση ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους. Πήρε τοψωμί και το κρασί από το τραπέζι, προσευχήθηκε και σε μια συγκινητική ατμόσφαιρα αποχαιρετισμού το μοίρασε στους Αποστόλους του. Οι Χριστιανοί, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού έχουν καθιερώσει το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας.
Μετά από το δείπνο, ο Ιησούς και οι Απόστολοι πήγαν στο Όρος των Ελαιών, ένα λόφο στην ανατολική πλευρά της Ιερουσαλήμ, και στον κήπο της Γεσθημανής. Σε αυτόν τον κήπο, ο μαθητής του Ιησού, Ιούδας, έφερε τους στρατιώτες για να συλλάβουν τον Ιησού. Αυτοί τον οδήγησαν μπροστά στους ηγέτες των Ιουδαίων, οι οποίοι πραγματοποίησαν μια σύντομη δίκη και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Οι νόμοι όριζαν πως για να πραγματοποιηθεί μια θανατική ποινή θα έπρεπε να εγκριθεί από τον ρωμαϊό κυβερνήτη της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο. Εκείνος, μη βρίσκοντας κάτι επιλήψιμο εναντίον του, τον έκρινε αθώο, παραπέμποντάς τον στην κρίση του λαού που είχε συγκεντρωθεί έξω από το μέγαρο. Έπειτα από την ιαχή του πλήθους: "άρων άρων σταύρωσον αυτόν", ο Πιλάτος αναγκάστηκε να καταδικάσει τον Ιησού σε σταυρικό θάνατο. Την επόμενη ημέρα, οι ηγέτες των Ιουδαίων ζήτησαν από τον Πιλάτο να σφραγιστεί ο τάφος και να τοποθετηθεί φρουρά και αυτός ικανοποίησε το αίτημα τους. Σύμφωνα με τους συγγραφείς των Ευαγγελίων, μετά από τρεις μέρες το σώμα του Ιησού είχε εξαφανιστεί από εκεί και ο Ιησούς εμφανιζόταν κατά διαστήματα σε πολλούς από τους μαθητές του. Μετά το γεγονός της Ανάστασής, πέρασε ακόμα 40 ημέρες στη γη και μετά "αναλήφθηκε"» δηλ. ανέβηκε στον ουρανό. Το γεγονός της Ανάστασης του Ιησού, κατέχει κεντρική θέση στη χριστιανική πίστη και διδασκαλία. Οι Απόστολοί του συνέχισαν να διδάσκουν το μήνυμά του Ιησού Χριστού που βρήκε ανταπόκριση στον τότε γνωστό κόσμο και συνεχίζει ακόμη και σήμερα.
«Ιησούς Χριστός» ως τίτλος
«Ιησούς Χριστός» είναι το όνομα και ο τίτλος (που έλαβε αφού χρίστηκε κατά το βάφτισμά του) του Ιουδαίου Ιησού από τηνΝαζαρέτ, ο οποίος αποκαλείται στην Αγία Γραφή «Γιος του Θεού». Το όνομα Ιησούς είναι το αντίστοιχο του αραμαϊκού ονόματοςΓιεσούα (ישוע) ή στην εβραϊκή του εκδοχή, Γεχοσούα' (יהושע) που σημαίνει «ο Ιεχωβά/Γιαχβέ Είναι Σωτηρία». Το συγκεκριμένο όνομα δεν ήταν ασυνήθιστο την περίοδο που έζησε ο Ιησούς. Γι' αυτό συνήθως πρόσθεταν επιπλέον προσδιορισμούς, αποκαλώντας τον «Ιησούς ο Ναζωραίος» ή «Ναζαρηνός»
Ο όρος Χριστός είναι ισοδύναμος με τον εβραϊκό όρο «מָשִׁיחַ» (Μασιάχ, δηλαδή Μεσσίας) και σημαίνει «Χρισμένος». Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή και για άλλα άτομα πριν τον Ιησού, όπως ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Δαβίδ ως συμβολισμοί για τη θέση, το αξίωμα ή την υπηρεσία που θα κατείχε στον μέγιστο βαθμό ο Μεσσίας. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις τον Ευαγγελίων ο Ιησούς Χριστός περιγράφεται με εξέχοντα και μοναδικό τρόπο ως «ο Χριστός ο υιος του Θεού του ζώντος»
Πηγές πληροφόρησης
Η κύρια πηγή πληροφόρησης για τον Ιησού είναι τα Χριστιανικά, κανονικά Ευαγγέλια (σε αντίθεση με τα μη κανονικά ή Απόκρυφα Χριστιανικά κείμενα).
Αυτά τα κείμενα, δεν αποτελούν λεπτομερείς και αναλυτικές βιογραφίες του Ιησού Χριστού, ούτε και είναι έργα καθαρά ιστορικά με την έννοια των έργων Θουκυδίδη ή του Ιώσηπου, ή άλλων ιστορικών της αρχαιότητας. Βέβαια μέσα τους βρίσκουμε αναφορές σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα (όπως η απογραφή του Κυρηνίου, ο αυτοκράτορας της Ρώμης Τιβέριος, ο Πόντιος Πιλάτος, ο Ηρώδης Αντίπας, ο τετράρχης Λυσανίας κ.ά.), όμως δεν εξαντλείται ο χαρακτήρας τους στην ιστορία, αλλά αποτελούν κυρίως μαρτυρίες πίστης, βιώματος και μετάδοσης του χριστιανικού μηνύματος. Τα Ευαγγέλια είναι τέσσερα και μαζί με τα υπόλοιπα 23 βιβλία που κατά τους χριστιανούς περιέχουν τη «νέα οικονομία του Θεού», ονομάζονται όλα μαζί «Καινή Διαθήκη».
Στα Ευαγγέλια, όπου προέχει ο θεολογικός ερμηνευτικός χαρακτήρας τους, οι ευαγγελιστές, ενδιαφερόμενοι να μεταδώσουν το μήνυμα του Ιησού, δεν καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια να τοποθετήσουν χρονικά τα ιστορούμενα γεγονότα με σχολαστική ακρίβεια ή να εναρμονίσουν πλήρως μεταξύ τους τις διάφορες πληροφορίες. Έχει υπογραμμιστεί γενικότερα ο χαλαρός τρόπος σύνδεσης των γεγονότων με ένα «και», «ευθέως» ή «πάλιν», ενώ αργότερα οι θεολόγοι υποστήριξαν ότι το κάθε ευαγγέλιο φέρει και τη σφραγίδα της προσωπικότητας του συντάκτη του όπου το ίδιο επεισόδιο της ζωής του Ιησού είναι δυνατό να παρατίθεται από όλους τους ευαγγελιστές αλλά στον κάθε ευαγγελιστή να παρουσιάζεται μια διαφορετική έξαρση των ίδιων στοιχείων ή τονισμός διαφορετικών στοιχείων που συχνά συμπληρώνουν τις διηγήσεις.
Στη σύγχρονη ερευνά άλλωστε, η επικρατέστερη άποψη στο θέμα της σχέσης του Ιωάννη με τους τρεις "Συνοπτικούς" -όπως ονομάζονται- Ευαγγελιστές είναι πως ο δ' ευαγγελιστής γνωρίζει κάποια ή και όλα τα προγενέστερα Ευαγγέλια, τα οποία σε ορισμένα σημεία συμπληρώνει.
Η γέννηση του Ιησού
Σύμφωνα με τις παραδόσεις των Ευαγγελίων, ο Ιησούς ήταν πρόσωπο συγκεκριμένα υπαρκτό, που εμφανίσθηκε στην ιστορία σε καθορισμένη χρονική στιγμή, «ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. 2, 2).
Γεννήθηκε «εκ γυναικός» και «υπό νόμον» (Γαλ. 4, 4) μέσα στους κόλπους μιας ανθρώπινης οικογένειας της Παλαιστίνης και «εξ οίκου Δαυίδ» (Λουκ. 1, 27). Οι περιγραφές των ευαγγελιστών για τη γέννηση τού Ιησού τονίζουν τον υπερφυσικό χαρακτήρα της με επίκεντρο την «εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας τής Παρθένου» σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Η ημερομηνία γέννησης του Ιησού και εορτασμού των Χριστουγέννων, γνωρίζουμε πως είναι συμβατική (οι εσωτερικές βιβλικές ενδείξεις τοποθετούν την πραγματική ημερομηνία κάπου στα μέσα του φθινοπώρου). Αρχικά δεν εορταζόταν καν η γέννησή του και οι πρώτες πιθανές ημερομηνίες άρχισαν να διατυπώνονται από τον 2ο αιώνα μ.Χ. Τελικά, μετά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όλες οι πιθανές ημερομηνίες γέννησης του Ιησού που είχαν διατυπωθεί καταργήθηκαν, και ως τελική ημερομηνία εορτασμού των Χριστουγέννων καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου, ημερομηνία που συνέπιπτε με την ειδωλολατρική γιορτή των Σατουρναλίων προς τιμήν του θεού Κρόνου, με τα γενέθλια του Μίθρα, και με τα Μπρουμάλια τον εορτασμό της μικρότερης μέρας του έτους. Αυτό ήταν κάτι που κατά την άποψη των χριστιανών, έδινε την ιδέα της αναγέννησης του κόσμου μέσω του χριστιανισμού, που ήθελε να δώσει μια νέα διάσταση στα πράγματα ξεπερνώντας τις αρχαίες θρησκείες. Αναλόγως, 9 μήνες πριν, εορτάζεται ο Ευαγγελισμός.
Ο μεσσιανικός χαρακτήρας του Ιησού
Ο Ιησούς στη συνέχεια της ζωής του, παρουσιάσθηκε ως ένας κατεξοχήν διδάσκαλος του Ισραήλ, αν και διέφερε ουσιαστικά από όλους τους Ραββί της εποχής του. Σύμφωνα με τα ιερά κείμενα του χριστιανισμού, ενεργούσε ως αυθεντικός ερμηνευτής του Νόμου και δίδασκε με μια μοναδική εξουσία και αυθεντία το λόγο του Θεού, που ξεπερνούσε και αυτή την αυθεντία των προφητών, κατά την εκτίμηση των συγχρόνων του (Ματθ. 5, 17). Στην επικοινωνία του με τους ανθρώπους της εποχής του ασφαλώς δεν αρνήθηκε ποτέ να θεωρείται «υιός Δαυίδ» (Ματθ. 1, 1). Η δαβιδική βασιλική προέλευση του Μεσσία ήταν βασικό στοιχείο της θρησκείας του παραδοσιακού Ιουδαϊσμού. Ασφαλώς για τον ιουδαϊκό κόσμο το γενεαλογικό δένδρο του καθενός ανθρώπου είχε μεγάλη σημασία και γι’ αυτό έχουμε συχνά τέτοιες αναφορές σε γενεαλογίες πολλών προσώπων της βιβλικής ιστορίας. Και κατά την εποχή του Ιησού αυτό ήταν ένα πολύ συνηθισμένο γεγονός. Ίσως αυτό αιτιολογεί και τις διάφορες γενεαλογικές παραδόσεις που έχουμε και στην περίπτωση του Ιησού Χριστού (Ματθ. 1, 1-17, Λουκ. 3, 23-38). Αυτό που έχει ιδιαίτερη αξία στις παραδόσεις των γενεαλογιών του Ιησού είναι κυρίως η ιστορική και λιγότερο η μεταφυσική σημασία. Γι’ αυτό και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης καθώς και ο Απόστολος Παύλος δεν φαίνεται να δίνουν κάποια ουσιαστική σημασία στην γενεαλογία του Μεσσία (Ίωάν. 7,41, Ρωμ. 1, 3). Τα χριστιανικά Ευαγγέλια μας παρουσιάζουν έναν Ιησού που δεν ήρθε για να εκπληρώσει τις υποσχέσεις πού δόθηκαν στο γένος Δαβίδ, ότι το έθνος του θα μεγαλυνθεί και θα δοξασθεί αλλά ήρθε ουσιαστικά για να ποιμάνει το λαό του Θεού και να σώσει πνευματικά τον άνθρωπο, όπως η αρχαία προφητεία είχε ήδη διατυπώσει (Ιεζ. 34, 15). Αν και ο Ιησούς συχνά παρουσιάζεται να μην παίρνει ποτέ την πρωτοβουλία να προβάλει και να κηρύξει τον εαυτό του ως Μεσσία, από την άλλη επέλεξε για τον εαυτό του, κυρίως τον δανιήλειο μεσσιανικό τίτλο «Υιός του Ανθρώπου». Ο τίτλος αυτός προέρχεται από την γραμματεία της Παλαιάς Διαθήκης και συγκεκριμένα από το βιβλίο του Δανιήλ (Δαν. 7,13). Σύμφωνα με τους θεολόγους, είναι μια έκφραση που προσπαθεί να τονίσει την υπερβατική φύση του φορέα του τίτλου αυτού. Οι υποστηρικτές του θεολογικού περιεχομένου των ιερών κειμένων, προβάλλουν την εξήγηση ότι ο τίτλος «Μεσσίας» είχε στην εποχή του Ιησού ουσιαστικά ένα έντονο «κοσμικό» στοιχείο και σχετιζόταν με την πανάρχαιη ελπίδα του ιουδαϊκού λαού για ένα μεσσιανικό άρχοντα εκ του «οίκου Δαυίδ» που θα αποσταλεί για τη σωτηρία του έθνους και την επανασύνδεση της ένδοξης δαβιδικής βασιλείας. Έτσι, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να ερμηνευθεί η παρουσία του Ιησού, κάτω από μια καθαρά κοσμική προοπτική. Μάλιστα μετά από τις διάφορες εντυπωσιακές θαυματουργικές ενέργειες που διηγούνται τα Ευαγγέλια, ο Ιησούς συνιστούσε να μην κοινοποιείται η μεσσιανική αυτή πεποίθηση στον ευρύτερο κόσμο (Λουκ. 4,41 κ.ά.). Μόνο μετά τα τελευταία γεγονότα του σταυρικού θανάτου και της ανάστασης του Ιησού, οι μαθητές και οι πιστοί παρουσιάζονται να κατανοούν σωστά, ότι «έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, και κηρυχθήναι επί τω ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τά έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ» (Λουκ. 24,46). Έτσι, τα Ευαγγέλια μας προβάλουν ότι κάτω από την οπτική γωνία της ανάστασης ο μεσσιανικός και «κοσμικός» τίτλος χάνει τα εθνικιστικά του στοιχεία και τη διφορούμενη σημασία του, απευθύνεται καθαρά σε όλο τον κόσμο και γίνεται τίτλος τιμής για τον Ιησού αλλά και για τους πιστούς του που ονομάζονται κατ’ επέκταση και αυτοί «Χριστιανοί», δηλαδή «κεχρισμένοι» (Α' Κορ. 15,12 / Πράξ. 11,26).
Η διδασκαλία του Ιησού
Ο Ιησούς, δεν έγραψε κανένα κείμενο αλλά φαίνεται ότι εμπιστεύτηκε στη μνήμη των μαθητών και των ακολούθων του το μήνυμά του και τα έργα του. Μέσα στα κείμενα της κανονικής γραμματείας της Καινής Διαθήκης περιλαμβάνεται η προφορική αυτή παράδοση όχι ως υποκειμενική αυθαίρετη καταγραφή, αλλά ως μια αποκρυσταλλωμένη παράδοση, εκφρασμένη από την συγκεκριμένη πρωτοχριστιανική κοινότητα. Ο Ιησούς με τη στάση και τη διδασκαλία του δεν φάνηκε να ακολουθεί ή να συνεχίζει κάποια γνωστή ραββινική παράδοση. Το ιδιόμορφο έργο του, μάλλον δεν θυμίζει κάποιο από τα κοινωνικά ή πνευματικά κινήματα της εποχής του. Δεν φαίνεται να συνεχίζει ούτε την αυστηρή γραμμή του Βαπτιστή, ούτε και τις ασκητικές τάσεις των μοναστικών κοινοτήτων της Νεκράς Θάλασσας καθώς αρκετές διαφορές παρουσιάζει από τις αρχές τους. Χαράσσει μια προσωπική γραμμή, χωρίς να κηρύσσει ούτε αποστασία άλλα ούτε και τυφλή υποταγή στο Νόμο. Προβάλλει την ανθρώπινη ελευθερία ως υπέρτατο αγαθό και καλεί τον άνθρωπο να την εναρμονίζει με το καλό και με τις βουλές του Θεού. Στο έργο και τη στάση ζωής του, τα πράγματα παρουσιάζονταν με μια εντελώς άλλη όψη εγκαινιάζοντας μια διαφορετική κατανόηση του κόσμου και των ανθρώπων.
Στο επιτιμητικό ερώτημα των Φαρισαίων προς τους μαθητές του Ιησού, «διά τι μετά τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών», η απάντηση του Ιησού είναι καταλυτική: «Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Ο Ιησούς, πολύ συχνά παρουσιάζεται στα Ευαγγέλια να είναι έντονα "επαναστατικός" επάνω σε πολλά θεωρητικά θέματα, που είχαν άμεση σχέση με τις παραδόσεις του λαού, επειδή είχε διαφορετικές θέσεις. Το περιεχόμενο του κηρύγματός του, ιδιαίτερα για τα μεγάλα θεολογικά θέματα, όπως της αρχαίας προφητείας και των εσχατολογικών προσδοκιών του παραδοσιακού Ιουδαϊσμού, σε πολλούς θα φαινόταν ως απαράδεκτη θεολογική παρέκκλιση. Τα θαύματα συχνά έθεταν το πρόβλημα της μεσσιανικότητας του Ιησού. Τα ερωτήματα «Τίς ούτός εστιν ός και αμαρτίας αφίησιν;" (Λουκ. 7, 49), ή «Εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς; και τις σοι έδωκεν την εξουσίαν ταύτην;» (Ματθ. 21, 23), έγιναν αιτία να πει έναν θεμελιώδη λόγο της διδασκαλίας του, ότι"το Σάββατον διά τον άνθρωπον έγένετο και ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον» (Μάρκ. 2,27), πού φανερώνει τη σαφή τοποθέτηση του έναντι του νόμου και της θρησκείας. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να γίνει δούλος όλων αυτών, άλλα οι θρησκευτικές εντολές, οι κανόνες και οι νόμοι, ουσιαστικά πρέπει να «υπηρετούν» τον άνθρωπο και να συμβάλλουν στη λύτρωση και τη σωτηρία του. Αυτή η «επαναστατικότητα» της διδασκαλίας του Ιησού, θορύβησε την άρχουσα ιερατική τάξη που έβλεπε να αμφισβητείται ο ρόλος της και να κινδυνεύει η θέση της.
Η Επί του Όρους Ομιλία
Πολύς λόγος έχει γίνει για την περίφημη «επί του Όρους Ομιλία» του Ιησού. Ο Ματθαίος αφιερώνει τρία ολόκληρα κεφάλαια του Ευαγγελίου του στην ομιλία αυτή και αυτό σημαίνει ότι κατέχει πολύ κεντρική θέση στην όλη έκθεση των γεγονότων. Βέβαια για το χριστιανισμό, η «επί του Όρους Ομιλία» δεν αποτελεί την πεμπτουσία του, καθώς δεν περιέχει ούτε το σύνολο της διδασκαλίας του Ιησού, ούτε και τη λυτρωτική προσφορά του έργου του, όμως το περιεχόμενο της εκφράζει κατά ουσιαστικό τρόπο το πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας και πίστης, που διαφοροποιείται από το ιουδαϊκό πνεύμα άλλα και από την γενικότερη ιδεολογία και ηθική δεοντολογία της εποχής εκείνης. Πάντως κατά την άποψη των χριστιανών, η πίστη δεν περιορίζεται μόνο στα ηθικά πλαίσια μιας διδασκαλίας περί κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων αλλά περιλαμβάνει άρρηκτα όλα τα παραδομένα υπερφυσικά γεγονότα και κυρίως την ανάσταση του Ιησού που αποτελεί ελπίδα για την οριστική νίκη επί του πόνου, της φθοράς και του θανάτου.
Οι παραβολές
Η διδασκαλία του Ιησού, είναι διατυπωμένη στη γλώσσα, το μορφωτικό επίπεδο και την προσληπτική ικανότητα των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Ο Ιησούς δεν απευθύνθηκε ως Διδάσκαλος σ' έναν κόσμο λογίων και μορφωμένων ανθρώπων, άλλα επικοινώνησε με το λαό της εποχής εκείνης, που ουσιαστικά δεν διέθετε σχεδόν καμιά μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια. Γι’ αυτό απέφευγε συστηματικά τις ιδεολογικές και συνθετικές ομιλίες, καθώς και λόγους με προτάσεις και εκφράσεις θεωρητικού περιεχομένου. Ήταν μάλλον πρακτικός και πολύ αναλυτικός και διαμόρφωνε το λόγο του με παραδείγματα παρμένα από την καθημερινή ζωή κάνοντας χρήση των «Παραβολών». Η παραβολή ήταν, από τα βασικά δομικά στοιχεία της διδασκαλίας του Ιησού. Χρησιμοποιούσε πάντοτε εικόνες από τον γύρω κόσμο και συχνά παρατηρείται μέσα στις εκφράσεις του ή υπερβολή ή και το απίθανο ακόμη, ώστε να δημιουργήσει αίσθηση ή να προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον. Ενδεικτικό παράδειγμα μας δίνουν τα Ευαγγέλια με το χωρίο: «ευκολώτερον εστι κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν τού Θεού εισελθείν» (Ματθ. 19, 24) ή το εντυπωσιακό από την επί του Όρους Ομιλίας: «και ει η δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σού· συμφέρει γάρ σοι ίνα απόληται έν των μελών σου και μη όλον το σώμά σου βληθή εις γέενναν» (Ματθ. 5, 30).
Η χρήση των παραβολών δεν ήταν άγνωστη κατά την εποχή της Καινής Διαθήκης και ο Ιησούς δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο πρώτος πού εισηγήθηκε τη φιλολογική αυτή μορφή της παραβολής καθώς και στην Παλαιά Διαθήκη, γινόταν χρήση της παραβολικής μεθόδου. Πάντως, η εκτεταμένη χρήση της παραβολής στη διδασκαλία του Ιησού έκανε πολλούς να διερωτηθούν σχετικά: «διατί εν παραβολαίς λαλείς αυτοίς;» (Ματθ. 13,10). Αυτό ίσως να σημαίνει, πως ενώ η μέθοδος της παραβολής ήταν αρκετά γνωστή και στην εποχή εκείνη, δεν γινόταν συχνή χρήση στη διδασκαλία από τους άλλους Ραββί και διδασκάλους της ιουδαϊκής κοινωνίας. Ασφαλώς, δεν πρόκειται απλώς για μια παιδαγωγική μέθοδο που επιλέγει ο Ιησούς για να εκθέσει τη διδασκαλία του. Επειδή απευθυνόταν σ’ ένα κόσμο απλοϊκό, χωρίς κάποια μόρφωση και παιδεία, κόσμο συνήθως κτηνοτροφικό και γεωργικό, η παραβολική γλώσσα με εικόνες παρμένες από την καθημερινή ζωή έγινε το πιο κατάλληλο μέσο για ουσιαστικότερη κατανόηση κι επικοινωνία. Ο κόσμος της εποχής του Ιησού εκφραζόταν περισσότερο με σύμβολα, με παραστάσεις, με εικόνες και μύθους. Τα μηνύματα ήταν πιο εύκολο τότε να φτάσουν στους αποδέκτες, να τους συγκινήσουν και να διεγείρουν τη φαντασία τους, με εικόνες ζωντανές, παρμένες από τη φύση και τη ζωή. Η Ανατολή αρέσκεται να εκφράζεται με τη μορφή των υπερβολών και των συγκρίσεων που προβάλλουν και παρέχουν τα σύμβολα και οι εικόνες που είναι παρμένες από την πραγματικότητα της ζωής. Ο μεγαλύτερος αριθμός των παραβολών έχει ως περιεχόμενο την έννοια της Βασιλείας του Θεού, κάτι που παρουσιάζεται τόσο καινούργιο, που είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί από τους ανθρώπους της εποχής εκείνης. Γι’ αυτό ο Ιησούς έθεσε το ερώτημα στους μαθητές του: «συνήκατε ταύτα πάντα;» (Ματθ. 13, 51). Η θετική απάντηση των μαθητών «λέγουσιν αυτώ, ναι» σημαίνει, ότι στο μέλλον αυτοί οι ίδιοι θα είναι εκείνοι που θα κληθούν να μεταφέρουν στον κόσμο το νόημα των παραβολών αυτών και της διδασκαλίας του.
Η «τεχνική των παρανοήσεων»
Πέρα όμως από τις παραβολές, στο Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, βρίσκουμε κάποια νέα στοιχεία στον τρόπο διδασκαλίας. Το δ’ Ευαγγέλιο που δεν διασώζει καμία από τις 50 και πλέον παραβολές του Ιησού που παραδίδουν οι Συνοπτικοί, ούτε και μεμονωμένα λόγια ή συλλογές λογίων προερχόμενα από την υποτιθέμενη αρχική (γραπτή;) πηγή πίστεως της πρώτης εκκλησίας, αλλά παραθέτει μακρούς λόγους του Ιησού με ενιαίο θέμα. Εκεί διαπιστώνεται συχνά η λεγόμενη «τεχνική των παρανοήσεων». Οι διδασκαλίες του Ιησού δεν κατανοούνται αρχικά από τους ακροατές του στο πνευματικό τους βάθος, αλλά στην επιφάνεια τους. Έτσι ο Ιησούς έχει την ευκαιρία να τις διασαφηνίζει περισσότερο έως ότου τις αντιληφθούν σωστά οι ακροατές του. Όταν π.χ. ο Ιησούς λέει στον Νικόδημο ότι ο άνθρωπος πρέπει να αναγεννηθεί για να μπορέσει να ζήσει τη νέα ζωή πού προσφέρει στον κόσμο ο Θεός, ο συνομιλητής του ρωτά, πως είναι δυνατό να ξαναμπεί κανείς στην κοιλιά της μάνας του. Όταν μιλάει στη Σαμαρείτιδα για το «ύδωρ το ζων», εκείνη τον ρωτά πως είναι δυνατόν να διαθέτει τέτοιο ύδωρ αφού δεν έχει «άντλημα» και το φρέαρ είναι βαθύ κ.λπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η τεχνική αυτή επιτρέπει στο να παρουσιαστεί το βαθύτερο νόημα της διδασκαλίας του Ιησού, πέρα από την επιφάνεια. Στο σημείο όπου καταγράφεται η συνάντηση με τον Νικόδημο, περιέχεται μια πολύ σημαντική διδασκαλία του Ιησού που αφορά στο βασικό θέμα της ανάγκης για πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου, προκειμένου να γίνει μέλος της Βασιλείας του Θεού.
Τα θαύματα
Καθώς οι Παραβολές βρίσκονται στο κέντρο των «λόγων» του Ιησού, τα θαύματα, αποτελούν το κέντρο των «έργων» του. Τα θαύματα, όπως και οι παραβολές, δεν πραγματοποιήθηκαν σε κάποιο ορισμένο τόπο και περιορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της δημόσιας δράσης και σε όλες τις περιοχές της Παλαιστίνης, από τη βόρεια Γαλιλαία ως τη νότια Ιουδαία, παράλληλα θαυματουργούσαν και οι μαθητές του στο όνομα του Θεού. Βέβαια η ενασχόληση με ένα τέτοιο θέμα έχει ν’ αντιμετωπίσει πλήθος ερωτημάτων, όχι μόνο από πλευράς ιστορικής αξιοπιστίας των σχετικών διηγήσεων και της ανάλογης επιστημονικής διερεύνησης τους, αλλά και από πλευράς καθαρά θρησκευτικής και θεολογικής σημασίας τους.
Ο χαρακτήρας του βιβλικού θαύματος
Μελετώντας το βιβλικό θαύμα σε σχέση με κάποιο άλλο, γενικά θαυμαστό ή εκπληκτικό γεγονός, μπορούμε να πούμε πως δεν το βρίσκουμε ως αυθαίρετο προϊόν μιας άστατης και μεταβαλλόμενης θέλησης του θεού, αλλά περιλαμβάνεται σε συγκεκριμένα πλαίσια. Το θαύμα εντάσσεται στην όλη πορεία της ιστορίας της θείας οικονομίας, και δεν παρουσιάζεται σαν κάτι το ξεχωριστό. Πολλές φορές μάλιστα ούτε καν φαίνεται η ιδιαιτερότητα του μέσα στην ιστορία των διηγήσεων και η βιβλική ιστορία δεν δείχνει να ξεχωρίζει καθόλου τα κοινά από τα θαυμαστά γεγονότα. Οι ιεροί συγγραφείς διηγούνται το θαύμα σαν ένα ιστορικό γεγονός χωρίς καμιά προσπάθεια για να πείσουν τον αναγνώστη παρουσιάζοντας έτσι μια οργανική ενότητα των κοινών ιστορικών γεγονότων και των θαυμάτων πράγμα που αποτελεί μια σημαντική διαφοροποίηση από πολλά απόκρυφα χριστιανικά κείμενα. Η ομοιότητα των διηγήσεων θαυμάτων στα Ευαγγέλια σε σχέση με άλλους χώρους διαφέρει σημαντικά στο ότι το θαύμα προσπαθεί να οδηγήσει στην πίστη και όχι να εντυπωσιάσει, αφού και ο ίδιος ο Ιησούς όσες φορές προκλήθηκε να κάνει θαύμα αρνήθηκε κατηγορηματικά. Έτσι το θαύμα στον βιβλικό κόσμο παρουσιάζεται πέρα από κάθε ατομοκρατικό χαρακτήρα και δεν προσβάλλει τη φυσική και την ιστορική τάξη. Φυσικός και μεταφυσικός κόσμος στο βιβλικό θαύμα αποτελούν δύο πράγματα ενοποιημένα και το θαύμα δείχνει να εξυπηρετεί ολόκληρη την κοινότητα, κι όταν ακόμα πρόκειται για ένα μεμονωμένο άνθρωπο. Ο Ιησούς όχι μόνο με τη διδασκαλία του αλλά και με τα θαύματά του κηρύσσει τη Βασιλεία του Θεού. Η αποδοχή αυτού του κηρύγματος γίνεται δυνατή κυρίως με την πίστη που είναι η βασική προϋπόθεση για την πραγματοποίηση ενός θαύματος.
Η διδασκαλία των «Παθών» και της Σταύρωσης
Αμέσως μετά το θάνατο του Ηρώδη (4 π.Χ.) ξεσπάει σειρά ολόκληρη επαναστάσεων, με κάποιο Μεσσία επικεφαλής, όλες όμως πνίγηκαν τελικά στο αίμα από τις ρωμαϊκές φρουρές. Η ταραχώδης αυτή περίοδος κράτησε ενάμιση περίπου αιώνα, και μέσα απ’ αυτήν βγήκε ως ιστορικό μέγεθος ο Χριστιανισμός. Τα Ευαγγέλια δεν αρνούνται πως και ο Ιησούς δικάστηκε και καταδικάσθηκε ως ο «βασιλεύς των Ιουδαίων», δηλ. ως επαναστάτης ψευδομεσσίας. Συγχρόνως όμως οι Ευαγγελιστές με σαφήνεια αφήνουν τον αναγνώστη τους να καταλάβει πως, κατά κάποιο ουσιαστικό τρόπο, ήταν ενός άλλου επίπεδου Μεσσίας που δεν είχε σχέση με τις δεκάδες εκείνες των Μεσσιών, των οποίων το οικτρό τέλος διεκτραγωδεί ο Ιώσηπος στον Ιουδαϊκό Πόλεμο. Ένα σημαντικό ερώτημα που συνδέεται άμεσα με τη διδασκαλία του, μια διδασκαλία που δεν σχετίζεται μόνο με την εν ζωή δράση του, αλλά ιδιαίτερα με τον τρόπο του θανάτου του. είναι, σε τι διαφέρει ο Ιησούς από τους Μεσσίες της εποχής του. Ο Ιησούς, κατ' αντίθεση προς τους Ζηλωτές επαναστάτες του καιρού του, δεν οργανώνει επαναστατικό κίνημα ούτε προβαίνει σε πράξεις βίας εναντίον της Ρώμης.Γνωστή η ρήση του "τα του καισαρος τω καίσαρι κ τα του θεού τω θεώ" Και η ιστορία έρχεται να βεβαιώσει πως από τους Μεσσίες που εκτελέστηκαν από τη Ρώμη μέχρι το 135 μ.Χ. μόνον ο Ιησούς, «αναστημένος από τους νεκρούς», δημιούργησε κίνημα που έθεσε σε κίνδυνο τα θεμέλια της αυτοκρατορίας. Ως εσταυρωμένος, και ενώ ο σταυρός για τους εχθρούς του φανέρωνε πως ήταν ένας ανίσχυρος άνθρωπος, ο Ιησούς ασκεί έλξη και δύναμη στους ανθρώπους και γίνεται μια απίστευτη για τον κόσμο έκφραση δύναμης του θεού για υπέρβαση και υπερνίκηση. Για την άρχουσα τάξη ο θάνατος του Ιησού και τα θρυλούμενα περί αναστάσεώς του, κανέναν κίνδυνο δεν προμήνυαν. Επρόκειτο για ένα παραμύθι. Κι όμως, ένας Μεσσίας που πεθαίνει εκούσια, γιατί αυτός το θέλει, ως "αναστημένος" Μεσσίας αποδεικνύεται τελικά, ιστορικώς, ως κάτι τρομερά αποτελεσματικό για τη διάδοση της διδασκαλίας του Ιησού και για την ανάπτυξη μιας εμπιστοσύνης στο θεό για τον ερχομό μιας νέας πραγματικότητας, όπου η φθορά, το κακό και ο θάνατος παραμένουν ανενεργά και αδύναμα. Σύμφωνα με την άποψη της χριστιανικής θεολογίας, ο θάνατος του Ιησού δεν ήταν μια απλή κατάληξη της κοινής ανθρώπινης μοίρας. Ήταν μια προσωπική εκλογή και εκούσια παράδοση στον θάνατο με την οποία δείχνει την έως τότε προβληματική πορεία της ανθρωπότητας, τη νέα κατεύθυνση που πρέπει αυτή να πάρει και την σωτηριολογική αγάπη του Θεού.
Τα πάθη του Ιησού
Η αφήγηση των παθών του Ιησού συνδέεται με την απόφασή του να μεταβεί στην Ιερουσαλήμ, και τα γεγονότα που ακολούθησαν, έμειναν αιώνια σύμβολα για την πίστη των Χριστιανών. Η θεολογία των αφηγήσεων των Ευαγγελίων επάνω στα γεγονότα των Παθών παρουσιάζεται να αποτελεί εκπλήρωση των λόγων των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και μαρτυρία για την Μεσσιανική ταυτότητα του Ιησού.