Του Δημήτρη Δεληολάνη
Το σύγχρονο ΒΜΡΟ
(Μακεδονική Επαναστατική Εσωτερική Οργάνωση) δεν θέλει να θυμάται. Αποκρύπτει τη συνεργασία του με τη φασιστική Ιταλία.
Μια συνεργασία καθόλου περιστασιακή, ενεργή και μακρόχρονη, καθώς διήρκεσε –σχεδόν αδιάκοπα– από το 1928 έως το 1944, όταν οι παρτιζάνοι του Τίτο απελευθέρωσαν τη Γιουγκοσλαβία.
Το ενδιαφέρον της Ιταλίας για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια ανάγεται στην εποχή των Βαλκανικών Πολέμων.
Οι πρώτες διπλωματικές αναφορές για τους Σλαβομακεδόνες αντάρτες -καταγράφονται ως «κομιτατζήδες»- και το ΒΜΡΟ, χρονολογούνται από το 1903, την επομένη της εξέγερσης του Ηλιντέν, δηλαδή του Προφήτη Ηλία. Η άγρια καταστολή της από την οθωμανική χωροφυλακή έδωσε στις Μεγάλες Δυνάμεις την ευκαιρία να επέμβουν στέλνοντας «τεχνοκράτες» και «ειδικούς» με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του τουρκικού σώματος. Ο Iταλός απεσταλμένος, στρατηγός Ντε Τζόρτζις, παρέμεινε μάλιστα στη Θεσσαλονίκη έως το 1911, όταν οι Ιταλοί επιτέθηκαν στην Τουρκία και κατέλαβαν τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα.
Ο επόμενος αξιωματούχος της Ρώμης που ήρθε σε στενή επαφή με το ΒΜΡΟ ήταν ο Αλεσάντρο ντε Μποσντάρι, πρέσβης πρώτα στη Σόφια και μετά στην Αθήνα. Ο διπλωμάτης ανέφερε υπηρεσιακώς ότι κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το ΒΜΡΟ είχε συγκροτήσει ένα «Μακεδονικό Σύνταγμα» που πολεμούσε στις τάξεις του βουλγαρικού στρατού.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το ενδιαφέρον των Ιταλών για τα Βαλκάνια είχε πάρει νέες διαστάσεις: οι ιταλικές διεκδικήσεις στη Δαλματία, όπου ζούσε μια σημαντική ιταλική μειονότητα, δεν ικανοποιήθηκαν στη σύνοδο ειρήνης του Παρισιού. Δεν είχε επίσης αποτέλεσμα η επίμονη απαίτηση της Ιταλίας να αναγνωριστεί ως «νέο κράτος» η «Μακεδονία» ή η «μακεδονική μειονότητα» στο πλαίσιο της Νοτιοσλαβίας.
Αντιθέτως, η δημιουργία του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, που μετά λίγα χρόνια μετονομάστηκε σε Νοτιοσλαβία, δημιούργησε πρόσθετα προβλήματα στους Ιταλούς. Έχαναν τις προσβάσεις τους στον βασιλικό οίκο του Μαυροβουνίου (μέλος του οποίου ήταν η Ιταλίδα βασίλισσα Έλενα), ενώ έβλεπαν να διακυβεύονται οι προσπάθειές τους να ελέγξουν την Αλβανία. Από τότε, μόνιμος στόχος της ιταλικής πολιτικής στα Βαλκάνια ήταν η απομόνωση και ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας.
Τεμαχίστε τη Γιουγκοσλαβία
Αυτήν ακριβώς την πολιτική ακολούθησε και ο Μουσολίνι. Από το 1923, έναν μόλις χρόνο μετά τον διορισμό του στη θέση του πρωθυπουργού, άρχισε να παρακολουθεί στενά τις δραστηριότητες του ΒΜΡΟ και να το υποστηρίζει οικονομικά. Εν τω μεταξύ, η σλαβομακεδονική οργάνωση είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις, καθώς είχε επιβάλει τον έλεγχό της στη Μακεδονία του Πιρίν και επηρέαζε σημαντικά την εσωτερική πολιτική της Βουλγαρίας.
Ο ηγέτης του ΒΜΡΟ, στρατηγός Προτογέρωφ και το δεξί χέρι του, ο Αλεξαντρώφ, είχαν καταφέρει να διοργανώσουν μια στρατιά με περίπου εννέα χιλιάδες κομιτατζήδες, οι οποίοι διέσχιζαν με μεγάλη ευκολία τα σύνορα προκειμένου να πλήξουν σερβικούς στόχους. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, από το 1919 έως το 1934 το ΒΜΡΟ είχε εξαπολύσει 467 επιθέσεις σκοτώνοντας 185 και τραυματίζοντας 253 Σέρβους στρατιωτικούς. Οι κομιτατζήδες είχαν δολοφονήσει και 253 αμάχους. Από τις ίδιες αρχές προκύπτει ότι την ίδια περίοδο οι αρχές της Γιουγκοσλαβίας σκότωσαν 128 Σλαβομακεδόνες αντάρτες, τραυμάτισαν 13 και συνέλαβαν 15.116.
Οι πιο εντυπωσιακές επιθέσεις του ΒΜΡΟ σε γιουγκοσλαβικό έδαφος ήταν η σφαγή 30 Σέρβων χωρικών στο χωριό Καντριφάκοβο τον Ιανουάριο του 1923, η δολοφονία του Σπασόγιε Χατζηποπόβιτς, διευθυντή της σερβικής εφημερίδας του Μοναστηρίου το 1926 και το επόμενο έτος η δολοφονία του Σέρβου στρατηγού Μιχαήλο Κοβάτσεβιτς.
Εσωτερικές έριδες
Οι ιταλικές διπλωματικές πηγές παρακολουθούσαν τις δραστηριότητες του ΒΜΡΟ και στην ελληνική Μακεδονία, όπου όμως η ανταλλαγή πληθυσμών είχε μειώσει σημαντικά τον αριθμό των φίλα προσκείμενων στη Βουλγαρία. Μεταξύ των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας, ισχυρίζονται οι πληροφοριοδότες των Ιταλών, οι πλέον ισχυροί ήταν οι φιλοκομμουνιστές του «ΒΜΡΟ ομπεντινένα» («ενωτικό»), που υποστηριζόταν από τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία.
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄20 είχαν κάνει την εμφάνισή τους ένα Μακεδονικό Κομμουνιστικό Κόμμα με επικεφαλής τον Ντίμο Χατζηντίμοφ και μια αναρχική ομάδα με επικεφαλής τον Πάβελ Σάτεφ. Έτσι, λοιπόν, οι εσωτερικές έριδες στο ΒΜΡΟ σήμαναν συναγερμό στην κυβέρνηση της Βουλγαρίας, η οποία το 1923 υπέγραψε με το Βελιγράδι συμφωνία συνεργασίας για την καταπολέμηση της οργάνωσης. Το ΒΜΡΟ απάντησε με τη δολοφονία του υπουργού Άμυνας της Βουλγαρίας και, τον Ιούνιο του ίδιου έτους, με πραξικόπημα σε συνεργασία με ακροδεξιά συνωμοτική οργάνωση του στρατού.
Οι Ιταλοί κινητοποιούνται
Η εγκαθίδρυση στη Σόφια μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης που ευνοούσε το ΒΜΡΟ δεν απάλυνε τις εσωτερικές διαμάχες της οργάνωσης. Ο Αλεξαντρώφ δολοφονήθηκε από τους φιλοκομμουνιστές το 1924, ενώ το 1928 ήρθε η σειρά και του παλαίμαχου Προτογέρωφ. Δολοφόνος του δεύτερου ήταν ο φιλόδοξος συναγωνιστής του Ιβάν Μιχαήλωφ. Ο κατακερματισμός του ΒΜΡΟ και ο εμφύλιος στις τάξεις των κομιτατζήδων κινητοποίησαν τον Μουσολίνι, ο οποίος ζήτησε από τον επικεφαλής της ιταλικής αντικατασκοπείας πλήρη έκθεση για την κατάσταση.
Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών Ντίνο Γκράντι έσπευσε να εισηγηθεί στον Ντούτσε ότι το φασιστικό καθεστώς δεν έπρεπε να εγκαταλείψει τη φράξια του Προτογέρωφ και προσκάλεσε σε συνομιλίες στη Ρώμη τον διάδοχό του, Ναούμ Τομαλέφσκι. Παρά την αντίθεση εισήγηση της αντικατασκοπείας, που υποστήριζε ότι η μόνη αξιόμαχη οργάνωση ήταν του Μιχαήλωφ, τον Αύγουστο του 1928 ο Τομαλέφκσι έγινε δεκτός από τον Γκράντι στο ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών.
Η ιταλική κυβέρνηση συμφώνησε να τον χρηματοδοτήσει με ένα εκατομμύριο λιρέτες σε δόσεις -ανάλογα με τη συχνότητα και την αποτελεσματικότητα των τρομοκρατικών επιχειρήσεων σε γιουγκοσλαβικό έδαφος. Παράλληλα, η Ιταλία προσέφερε, για πρώτη φορά, ιταλικής κατασκευής οπλισμό (πιστόλια Μπερέτα, τουφέκια, εκρηκτικά και λίγα πολυβόλα) καθώς και επιμελητεία: μια βάση στο Μπρίντιζι και άλλες δύο στην Αλβανία -στο Δυρράχιο και στα Τίρανα. Η συμφωνία δεν υλοποιήθηκε, καθώς ο Τομαλέφσκι δεν πρόλαβε να αναδιοργανώσει τους υποστηρικτές του.
Συμμαχία με τον «τραγικά παράφρονα εγκληματία«
Την άνοιξη του 1929, ο αντίπαλος οπλαρχηγός Μιχαήλωφ έκλεισε συμφωνία συνεργασίας με ένα άλλο αποσχιστικό κίνημα που χρηματοδοτούσαν οι Ιταλοί, τους Κροάτες Ουστάσι του Άντε Πάβελιτς. Στη συμφωνία έσπευσε να ενταχθεί και ο ισχυρός οπλαρχηγός του Κοσσυφοπεδίου Χασάν Μπέης Πρίστινα. Οι ιταλικές μυστικές υπηρεσίες πήραν οριστικά την υπόθεση στα χέρια τους και ήρθαν σε επαφή με τον Μιχαήλωφ, αδιαφορώντας για τις αναφορές των διπλωματών που τον χαρακτήρισαν «τραγικά παράφρονα εγκληματία».
Το 1930 ο Μιχαήλωφ, ως νέος ηγέτης του ΒΜΡΟ, δολοφόνησε τον Τομαλέφσκι και υποκίνησε αποτυχημένο πραξικόπημα στη Σόφια. Το 1934 προσέγγισαν τον Μιχαήλωφ εκπρόσωποι του ιταλικού Φασιστικού Κόμματος. Πιο συγκεκριμένα, εκπρόσωποι του CAUR (Επιτροπές Δράσης για την Καθολικότητα της Ρώμης), της οργάνωσης που προωθούσε ενός είδους «φασιστικής διεθνούς» και στην οποία είχαν ήδη ενταχθεί οι Ουστάσι της Κροατίας. Οι δύο πλευρές διαπίστωσαν «πολλά κοινά» στην ιδεολογία και την πολιτική τους και οι Ιταλοί δεσμεύτηκαν το κρατικό μονοπώλιο να αγοράσει καπνό από τις αγροτικές εταιρείες που τους υπέδειξε ο Μιχαήλωφ.
Αυτή η ιδεολογική διαπίστευση του «φασιστικού χαρακτήρα» του ΒΜΡΟ οδήγησε την ιταλική κυβέρνηση να εντάξει τους Κροάτες και τους Σλαβομακεδόνες στο ίδιο Γραφείο του υπουργείου Εξωτερικών. Το γραφείο αυτό, σε συνεργασία με την ιταλική αντικατασκοπεία, ίδρυσε τρία στρατόπεδα στρατιωτικής εκπαίδευσης στην κεντρική Ιταλία και προσέφερε φιλοξενία στον Μιχαήλωφ και τους συνεργάτες του τον Μάιο του 1934, όταν, μετά την πολλοστή απόπειρα πραξικοπήματος, ο ηγέτης του ΒΜΡΟ ήρθε σε ρήξη με την κυβέρνηση της Βουλγαρίας.
Αυτή η στενή προσέγγιση θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη Ρώμη μετά τη δολοφονία του βασιλιά της Γιουγκοσλαβίας Αλέξανδρου και του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών Λουί Μπαρτού στις 9 Οκτωβρίου 1934 στη Μασσαλία, αν και δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί ιστορικά η ανάμειξη του φασιστικού καθεστώτος στη διπλή δολοφονία. Ο δράστης Βλάντο Τσερνοζέμσκι ήταν μαχητής του ΒΜΡΟ και συνεργάστηκε για την επιχείρηση με τους Ουστάσι. Είχε μεταβεί στη Μασσαλία μέσω Ιταλίας.
Το Παρίσι και το Βελιγράδι προτίμησαν, πάντως, να μη βάλουν στο στόχαστρο τον Μουσολίνι, ενώ στην Κοινωνία των Εθνών έστρεψαν τις κατηγορίες εναντίον της Ουγγαρίας, καθώς ο τρομοκράτης ταξίδευε με πλαστό ουγγρικό διαβατήριο. Σε κάθε περίπτωση, το φασιστικό καθεστώς της Ρώμης δεν διέκοψε την υποστήριξή του προς τους Κροάτες και τους Σλαβομακεδόνες τρομοκράτες. Απλώς, αναδιάρθρωσαν τα στρατόπεδα στα οποία τους εκπαίδευαν, ώστε να μην τραβούν την προσοχή.
Χτυπήσατε την Ελλάδα
Λίγους μήνες πριν την εισβολή στην Ελλάδα, οι Ιταλοί ζήτησαν από τον Μιχαήλωφ να εντείνει τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη «Μακεδονία του Αιγαίου» υποσχόμενοι ότι ο Άξονας θα προωθούσε τη δημιουργία μιας «ανεξάρτητης Μακεδονίας». Υπόσχεση που δεν τηρήθηκε: μετά την εισβολή Γερμανών και Ιταλών στη Γιουγκοσλαβία το 1941, η περιφέρεια Βαρντάρσκα Μπαντόβινα διαμελίστηκε: οι νοτιοανατολικές επαρχίες πέρασαν σε βουλγαρική κατοχή, ενώ το βορειοδυτικό μέρος εντάχθηκε μαζί με το Κοσσυφοπέδιο στην ιταλοκρατούμενη Μεγάλη Αλβανία.
Στην πλειονότητά τους τα στελέχη του ΒΜΡΟ συνεργάστηκαν με τους Βούλγαρους. Ορισμένοι θέλησαν να κάνουν σαφή την προτίμησή τους υπέρ του Άξονα σχηματίζοντας μικρές οργανώσεις, ουσιαστικά ληστρικές συμμορίες, ανάμεσα στις οποίες η πλέον σημαντική ήταν η Μπράνικ («Υπερασπιστής»). Μόνο μια μικρή ομάδα, με επικεφαλής τον Ντίμιταρ Βλαχώφ, στρατολογήθηκε από τον Τέμπο, εκπρόσωπο του Τίτο στην περιοχή.
Ο Μιχαήλωφ παρέμεινε καθ΄ όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Κροατία, όπου συνεργάστηκε στενά με τον Πάβελιτς και συμμετείχε στις θηριωδίες των Κροατών φασιστών εναντίον Σέρβων, Εβραίων και Τσιγγάνων. Τυπικά ήταν «Βοεβόδας» της εξόριστης «Εθνικής Μακεδονικής Κυβέρνησης» με έδρα τη Βιέννη, αλλά οι Γερμανοί δεν τον άφησαν να αναπτύξει αυτόνομη δράση. Αρνήθηκαν επίσης την ιδέα του να ιδρύσει «Μακεδονική Μεραρχία» των Ες Ες, στα πρότυπα των μουσουλμάνων της Βοσνίας.
Οι Γερμανοί ναζί επέτρεψαν στον Μιχαήλωφ και τους συνεργάτες του να επιστρέψουν στα Σκόπια τον Σεπτέμβριο του 1944, όταν οι Βούλγαροι αποσύρθηκαν από τα γιουγκοσλαβικά εδάφη. Ο ηγέτης του ΒΜΡΟ προσπάθησε να ανακηρύξει ανεξάρτητο κράτος, στρατολογώντας παλιούς κομιτατζήδες και δοσίλογους, τους οποίους εξόπλισε με γερμανικό οπλισμό προκειμένου να αντισταθούν στους κομμουνιστές αντάρτες του Τίτο. Το ΒΜΡΟ απλώς εξουδετερώθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ο Μιχαήλωφ και οι πιο στενοί συνεργάτες του βρήκαν καταφύγιο στο Ζάγκρεμπ. Τα ίχνη τους χάθηκαν την άνοιξη του 1945.
Ο Μιχαήλωφ επανεμφανίστηκε το 1948 στη Ρώμη. Κατά πάσα πιθανότητα είχε ακολουθήσει τον φίλο του Πάβελιτς στη φυγή του προς τη φιλόξενη Ιταλία και το Βατικανό, περνώντας από μοναστήρι σε μοναστήρι. Πέθανε στην ιταλική πρωτεύουσα το 1991. Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, το νέο ΒΜΡΟ των Σκοπίων αλλά και δεξιές οργανώσεις της Βουλγαρίας ζήτησαν από τις ιταλικές αρχές να μεταφέρουν τη σορό του αγαπημένου συνεργάτη του φασισμού στη γενέτειρά του.
πηγή