Γράφει ο Αντώνης Κλάδης
Η εκκλησιαστική, ορθόδοξη υμνογραφία, που αντλεί στοιχεία από τη μουσική της αρχαίας Ελλάδας και συνέχειά της αποτελεί η εκκλησιαστική βυζαντινή, έχει τις απαρχές της στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, χρόνια ζυμώσεων κατά τα οποία η νέα θρησκεία είχε να αντιμετωπίσει πολλούς εχθρούς.
Ποιοι και πόσοι είναι οι πρώτοι υμνογράφοι δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε, αφού οι ύμνοι περνούσαν τους αιώνες από στόμα σε στόμα κι αυτό δυσκόλευε τη συνέχιση της φήμης του επώνυμου υμνογράφου. Βέβαιο είναι ωστόσο ότι οι πιο σημαντικοί υμνογράφοι έγραφαν στην ελληνική γλώσσα και σε αυτή μας κληροδότησαν τα εξαίσια δείγματα της ποιητικής τους τέχνης.[1]
Οι αιρέσεις συντάραζαν το ιερό σώμα κι αιρετικοί ανέβαιναν ακόμη και στον πατριαρχικό θρόνο. Η Εκκλησία προκειμένου να αντιμετωπίσει τα ζητήματα αυτά συγκαλούσε τις Ιερές Συνόδους, στις οποίες λάμβαναν μέρος σπουδαίοι ιεράρχες. Εκτός όμως από τις συνόδους για να εξουδετερωθούν οι αιρετικοί, οι ορθόδοξοι, κυρίως οι κληρικοί, σπουδασμένοι αλλά και εμπνευσμένοι, συνέθεταν ύμνους σύμφωνους προς το λατρευτικό πνεύμα, που αυτό καθόριζαν οι Σύνοδοι και αυτό επικράτησε και έφτασε ως τα δικά μας χρόνια και προχωρεί πέρα από αυτά.
Μεγάλοι υμνογράφοι παρουσιάστηκαν από τον 4΄αιώνα[2]. Ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Μέγας Αθανάσιος (Περί Ψαλμών), ο Εφραίμ ο Σύρος, ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Ρωμανός ο Μελωδός (υπήρξε ο περιφημότερος ποιητής κοντακίων, έγραψε περίπου χίλια κοντάκια), ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Ανδρέας Κρήτης (Μεγάλος Κανόνας), ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο Κοσμάς ο Μελωδός είναι κάποιοι από τους πιο σημαντικούς. Εξέχουσα θέση κατέχουν χρονολογικά ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Ιωάννης Κουκουζέλης και ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα με το έργο τους στη διαμόρφωση της Βυζαντινής σημειογραφίας.
Το 1814 επινοήθηκε το σημερινό σύστημα γραφής (Νέα Μέθοδος) από τους τρεις δασκάλους, Χρύσανθο, Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα και Γρηγόριο Πρωτοψάλτη, οι οποίοι καθιέρωσαν τους φθόγγους της Βυζαντινής Μουσικής από τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου (πΑ, Βου, Γα, Δι, κΕ, Ζω, νΗ).
Ο λόγος του ύμνου και το μουσικό ένδυμά του, ο υπέροχος αυτός διφυής φορέας και εκφραστής της ορθόδοξης πίστης αποτελεί το βασικότερο μέσο της εκκλησιαστικής μας λατρείας. Και τούτο γιατί με τη συντομία, την περιεκτικότητα και τη μουσική τους επένδυση οι ύμνοι είναι οι κοινές προσευχές, το εντρύφημα των πιστών, το προσφορότερο μέσο για τη μυσταγωγία του σώματος-συνάξεως. Αρκεί να θυμηθούμε τα τροπάρια της Μ. Εβδομάδας και της νεκρώσιμης ακολουθίας για να καταλάβουμε τι νιώθουν οι πιστοί στο άκουσμά τους. Δεν πλουτίζουν μόνο συναισθήματα οι ύμνοι, παράλληλα μορφώνουν και διδάσκουν. Η γλώσσα τους βέβαια ξενίζει κάπως, αλλά παρόλη τη δυσκολία της δεν είναι εμπόδιο στην κατανόηση των τροπαρίων, επειδή αυτά μιλούν στην καρδιά∙ οι αγράμματοι, αλλά πιστοί άνθρωποι, καταλαβαίνουν το νόημά τους. Ωραία παρατηρήθηκε: «Οι ιεροί ύμνοι είναι σύμβολα και τα σύμβολα λέγουν πολύ περισσότερα από όσα μπορεί λογικά να συλλάβει ο νους και λεκτικά να λαλήσει το στόμα» [3].
Η Βυζαντινή μουσική ίσως είναι μονότονη για όποιον είναι μονότονο το Ευαγγέλιο, άτεχνη για όποιον είναι άτεχνο το Ευαγγέλιο, απλοϊκή για όποιον είναι απλοϊκό το Ευαγγέλιο, παλιωμένη για όποιον είναι παλιωμένο το Ευαγγέλιο. Αλλά είναι χαρμόσυνη για όποιον είναι χαρμόσυνο το Ευαγγέλιο, ειρηνική για όποιον νιώθει την ειρήνη του Χριστού. Επίσης δεν είναι μουσική ακροάματος∙ η μουσική με άλλα λόγια δεν συνοδεύει το λόγο για να τέρψει την ακοή των ακροατών αλλά για να τον τονίσει. Όπως παρατηρεί και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος «ουκ έστι θέατρον η Εκκλησία, ίνα προς τέρψιν ακούωμεν».
Θα ολοκληρώσουμε αυτή τη σύντομη αναφορά στους Υμνογράφους της Εκκλησίας μας με την Κασσιανή, καθώς αυτή θεωρείται κορυφαία υμνογράφος, που μετασκεύασε σε «τραγούδι» του εκκλησιαστικού σώματος και «Θεο-λογία» την πνευματική-καρδιακή εμπειρία της. Έζησε τον 9ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια και ονομαζότανε Κασσία, Ικασία ή Εικασία. Η μόρφωση και η ομορφιά της ήταν πολύ μεγάλη και θεωρήθηκε ως η καταλληλότερη για να γίνει σύζυγος του διαδόχου του θρόνου, του Θεοφίλου. Ο εγωιστής όμως Θεόφιλος δε θέλησε να έχει σύζυγο πιο μορφωμένη από αυτόν, γι΄ αυτό και απέρριψε την ιδέα του γάμου του με αυτήν.
Μετά το γεγονός αυτό, η Κασσιανή ίδρυσε μοναστήρι [4] κι έζησε εκεί καλλιεργώντας την ποίηση. Συνέθεσε ποιήματα κοσμικά, επιγράμματα, ιάμβους αλλά ασχολήθηκε και με την υμνογραφία, όπου ξεχώρισε. Ο διαπρεπής βυζαντινολόγος Κ. Krumbacher (1856-1909), αναφερόμενος στην ποιήτρια Κασσιανή, γράφει: «…η Κασσιανή αποτελεί παράδοξον φαινόμενον εν τω γενικώ ποητικώ συναγωνισμώ. Την ποίησή της διακρίνει ευγένεια ύφους και γλυκύτης μέλους ακορέστου». Κατά τη γνώμη του δε «η Κασσιανή είναι η μόνη αξιομνημόνευτη βυζαντινή ποιήτρια». Το σημαντικότερο από τα υμνογραφικά της έργα είναι το Δοξαστικό του Όρθρου της Μ. Τετάρτης «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις…» [5]
Η παράδοση λέει ότι όταν αργότερα ο αυτοκράτορας Θεόφιλος επισκέφθηκε το μοναστήρι, όπου μόναζε η Κασσιανή, μη βλέποντάς την ανάμεσα σε όσες τον υποδέχτηκαν, γυρνούσε ψάχνοντας τα κελιά, για να την συναντήσει. Ο κρότος των βημάτων που πλησίαζαν έκανε την Κασσιανή να κρυφτεί, αφήνοντας πάνω στο γραφείο της μισογραμμένο το Δοξαστικό της «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις» στην περίοδο: «κρότον τοις ωσίν ηχηθείσαν». Ο Θεόφιλος εννοώντας το νόημα των στίχων πρόσθεσε εκεί τις λέξεις «τω φόβω εκρύβη». Η ποιήτρια, αργότερα, δεν διέγραψε τις λέξεις αλλά ευφυώς συμπλήρωσε το τροπάριο ως εξής: «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος».
Η Κασσιανή, έχοντας συνείδηση της αμαρτίας της, την περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια και με ιδιαίτερη λογοτεχνική ευαισθησία: την παρομοιάζει με το πυκνό σκοτάδι, που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να διακρίνει την πορεία του αφού δεν υπάρχει ούτε το αμυδρό φως της σελήνης («ασέληνη νύκτα»).Τη χαρακτηρίζει σαν «ασυγκράτητη ηδονή» και σαν «έρωτα», θέλοντας να τονίσει τη μεγάλη δυσκολία του ανθρώπου να απαλλαγεί από αυτήν. Στην πάλη εναντίον της αμαρτίας, μοναδικό όπλο του ανθρώπου είναι αυτό που η Κασσιανή περιγράφει σαν «πηγή των δακρύων» και «στεναγμούς της καρδιάς». Είναι αξιοσημείωτο ότι η Κασσιανή φτάνει σε τέτοιο σημείο συνειδητοποίησης της αμαρτωλότητάς της, ώστε παρομοιάζει την κατάστασή της με την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Μπροστά στη συνείδηση της αμαρτίας και στο ψυχικό βάρος που αυτή συνεπάγεται, μόνο η άπειρη ευσπλαχνία του Θεού μπορεί να δώσει την ελπίδα.
Ο παραλληλισμός της αμαρτωλότητας της Κασσιανής με την αμαρτωλή γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού είναι η αιτία που ο συγκεκριμένος ύμνος ψάλλεται το βράδυ της Μ. Τρίτης (Όρθρος της Μ. Τετάρτης). Το γεγονός αυτό με την αμαρτωλή γυναίκα έγινε λίγο πριν από το Πάθος του Κυρίου, γι΄ αυτό ορίστηκε η ανάμνησή του κατά τη Μ. Τετάρτη. Τα λόγια της Κασσιανής μάς θυμίζουν τη γυναίκα εκείνη που με την πράξη της ομολόγησε την αμαρτωλότητά της και ζήτησε τη συγχώρηση των αμαρτιών της. Ο ύμνος όμως της Κασσιανής έχει αναφορές και στον ενταφιασμό του Κυρίου. Πρόκειται για το σημείο εκείνο, όπου η ποιήτρια εκφράζει την επιθυμία να προσέλθει ως Μυροφόρα, θέλοντας έτσι να τονίσει το συναίσθημα μετανοίας που την διακατέχει. Η αναφορά του ύμνου στον ενταφιασμό αποτελεί μια εισαγωγή στο Πάθος του Κυρίου∙ επομένως, για έναν ακόμα λόγο η θέση του ύμνου κατά τη Μ. Τετάρτη είναι απόλυτα δικαιολογημένη.
Στην ανάλυση του ύμνου έχει υποστηριχθεί ότι η πόρνη ταυτίζεται με τη Μαρία τη Μαγδαληνή, χωρίς ωστόσο η άποψη αυτή να αποδεικνύεται. Η θέση αυτή υποστηρίχθηκε κυρίως από δυτικούς, ίσως διότι η Μαρία η Μαγδαληνή είναι η πιο γνωστή από τις γυναίκες που αναφέρει η Αγία Γραφή. Στο ποίημα δεν αναφέρεται πουθενά όνομα γυναίκας και στα Ευαγγέλια πουθενά δεν γράφεται ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν πόρνη. Την πληροφορία για την αμαρτωλή γυναίκα την παίρνουμε από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (7.36-50), που μας δίνει την ωραιότερη περιγραφή της σκηνής. Με εξαιρετικό λυρισμό, από τον οποίο εμπνέεται και η Κασσιανή, ο ευαγγελιστής περιγράφει τη σκηνή της μετάνοιας της πόρνης.
Οι υμνωδοί της εκκλησίας προβάλλουν την μετάνοια της πόρνης ως δείγμα ελπίδος και κατά αντιδιαστολή την προδοσία του Ιούδα ως δείγμα πορνείας της ψυχής. Η πόρνη μετανοεί και απομακρύνεται από το εμπόριο του σώματός της, την ίδια στιγμή ο μαθητής εκπορνεύει την πνευματική του οντότητα με την έμμισθη προδοσία του.
Τα στιχηρά που ψάλλονται το βράδυ της Μ. Τρίτης και αναφέρονται στην αμαρτωλή του Ευαγγελίου είναι επίσης έργο της Κασσιανής. «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον… Ω της Ιούδα αθλιότητος… Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας σοι τω Δεσπότη…» Σε όλα τα ιδιόμελα και στιχηρά, που υπερβαίνουν τα 40, διακρίνει κανείς την έξαρση, το βάθος αισθήματος, τη μεγάλη ανεξαρτησία και ευσέβεια, όλα χαρακτηριστικά της μεγάλης ποιητικής της πνοής.
Εκτός από καθαρά θρησκευτική ποίηση η Κασσιανή ασχολήθηκε και με ποιήματα ποικίλου περιεχομένου. Συνέγραψε ακόμη πολλά γνωμικά και επιγράμματα. Σε 32 στίχους πραγματεύεται θαυμάσια το μεγάλο και σοβαρό θέμα της φιλίας. «Ει θέλεις πάντως και φιλείν και φιλείσθαι, των ψιθυριστών και φθονερών απέχου». Στους δύο αυτούς στίχους ο λεπτός νους της Κασσιανής περιέκλεισε ολόκληρη φιλοσοφία. Και παρακάτω σημειώνει: «Φρόνιμον φίλον, ως χρυσόν, κόλπω βάλλε τον δι΄ αύγε μωρόν φεύγε καθάπερ όφιν». Δηλαδή, τον φρόνιμο φίλον να βάλεις στο πλευρό σου, όπως θα ήθελες να έχεις και τον χρυσό. Τον ανόητο όμως να τον αποφεύγεις όπως και το φίδι. Η Κασσιανή εκτός από το σοφό επίγραμμα «περί φιλίας» έγραψε και άλλα βαθυστόχαστα επιγράμματα που αναφέρονται στον χαρακτήρα του ανθρώπου, στη γυναίκα, στην ευτυχία, στην χάρη, στο κάλλος, στο ήθος, στους τρόπους της αληθινής ζωής, που οδηγούν με τον κόσμο της αρμονίας στην αληθινή μακαριότητα.
Σπουδαίοι μουσουργοί έχουν κάνει υπέροχες συνθέσεις στο τροπάριο της Κασσιανής. Στη Βυζαντινή μουσική ο Πέτρος Λαμπαδάριος, ο Κων. Πρίγγος, ο Ιωάννης Σακελλαρίδης και άλλοι. Στην ευρωπαϊκή μουσική ο Ν. Μάτζαρος, ο Θ. Πολυκράτης, ο Γ. Τριάντης, ο Γ. Καζάσογλου, ο Μ. Θεοδωράκης, ο Β. Καρποδίνης, ο Κ. Κλάβας και πολλοί άλλοι. Ο Γ. Σκλάβος συνέθεσε όπερα (1936) εμπνευσμένη από το τροπάριο της Κασσιανής σε λιμπρέτο του Σ. Σπεράντσα. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος συνέθεσε τη μουσική στο ποίημα «Η Κασσιανή» του Κωστή Παλαμά. [6]
Η εκκλησιαστική υμνολογία γενικότερα δεν άφησε ανεπηρέαστους και λογοτέχνες, όπως τους Αλεξ. Παπαδιαμάντη, Αλεξ. Μωραΐτιδη, Φώτη Κόντογλου, και Γ. Βιζυηνό, καθώς και τους νεοέλληνες ποιητές Σολωμό, Κάλβο, Παλαμά, Βάρναλη, Σικελιανό, Σεφέρη και Ελύτη, που χρησιμοποίησαν ή μετέπλασαν στίχους από τις ακολουθίες της εκκλησίας. Οι στίχοι, οι εμπνευσμένοι από την Υμνογραφία της Εκκλησίας, με την προέκταση που παίρνουν κάθε φορά στον σύγχρονό μας στίχο, υψώνουν τον τωρινό ποιητή, σαν τον υμνωδό, σε εκφραστή της κοινής προσευχής των ανθρώπων.
Ας ευχηθούμε ο καθένας από μας είτε ακούγοντας τους στίχους των υμνωδών είτε διαβάζοντας τους στίχους των ποιητών μας να συναισθανθεί τα Θεία Πάθη και να φτάσει με κατάνυξη στην Αγία Ανάσταση.
6Η Κασσιανή, (Κ. Παλαμά)
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας… Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά
θα τα σφουγγίσω,
μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα τα σφουγγίσω,
μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε… Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε… Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,
Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
‘Αβυσσο η κρίση
Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
‘Αβυσσο η κρίση