Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Μεγάλη Τρίτη: Το τροπάριο της Κασσιανής στη Βυζαντινή Υμνογραφία


Γράφει ο Αντώνης Κλάδης

Η εκκλησιαστική, ορθόδοξη υμνογραφία, που αντλεί στοιχεία από τη μουσική της αρχαίας Ελλάδας και συνέχειά της αποτελεί η εκκλησιαστική βυζαντινή, έχει τις απαρχές της στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, χρόνια ζυμώσεων κατά τα οποία η νέα θρησκεία είχε να αντιμετωπίσει πολλούς εχθρούς. 

Ποιοι και πόσοι είναι οι πρώτοι υμνογράφοι δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε, αφού οι ύμνοι περνούσαν τους αιώνες από στόμα σε στόμα κι αυτό δυσκόλευε τη συνέχιση της φήμης του επώνυμου υμνογράφου. Βέβαιο είναι ωστόσο ότι οι πιο σημαντικοί υμνογράφοι έγραφαν στην ελληνική γλώσσα και σε αυτή μας κληροδότησαν τα εξαίσια δείγματα της ποιητικής τους τέχνης.[1]
Οι αιρέσεις συντάραζαν το ιερό σώμα κι αιρετικοί ανέβαιναν ακόμη και στον πατριαρχικό θρόνο. Η Εκκλησία προκειμένου να αντιμετωπίσει τα ζητήματα αυτά συγκαλούσε τις Ιερές Συνόδους, στις οποίες λάμβαναν μέρος σπουδαίοι ιεράρχες. Εκτός όμως από τις συνόδους για να εξουδετερωθούν οι αιρετικοί, οι ορθόδοξοι, κυρίως οι κληρικοί, σπουδασμένοι αλλά και εμπνευσμένοι, συνέθεταν ύμνους σύμφωνους προς το λατρευτικό πνεύμα, που αυτό καθόριζαν οι Σύνοδοι και αυτό επικράτησε και έφτασε ως τα δικά μας χρόνια και προχωρεί πέρα από αυτά.
Μεγάλοι υμνογράφοι παρουσιάστηκαν από τον 4΄αιώνα[2]. Ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Μέγας Αθανάσιος (Περί Ψαλμών), ο Εφραίμ ο Σύρος, ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Ρωμανός ο Μελωδός (υπήρξε ο περιφημότερος ποιητής κοντακίων, έγραψε περίπου χίλια κοντάκια), ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Ανδρέας Κρήτης (Μεγάλος Κανόνας), ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο Κοσμάς ο Μελωδός είναι κάποιοι από τους πιο σημαντικούς. Εξέχουσα θέση κατέχουν χρονολογικά ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Ιωάννης Κουκουζέλης και ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα με το έργο τους στη διαμόρφωση της Βυζαντινής σημειογραφίας.
Το 1814 επινοήθηκε το σημερινό σύστημα γραφής (Νέα Μέθοδος) από τους τρεις δασκάλους, Χρύσανθο, Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα και Γρηγόριο Πρωτοψάλτη, οι οποίοι καθιέρωσαν τους φθόγγους της Βυζαντινής Μουσικής από τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου (πΑ, Βου, Γα, Δι, κΕ, Ζω, νΗ).
Ο λόγος του ύμνου και το μουσικό ένδυμά του, ο υπέροχος αυτός διφυής φορέας και εκφραστής της ορθόδοξης πίστης αποτελεί το βασικότερο μέσο της εκκλησιαστικής μας λατρείας. Και τούτο γιατί με τη συντομία, την περιεκτικότητα και τη μουσική τους επένδυση οι ύμνοι είναι οι κοινές προσευχές, το εντρύφημα των πιστών, το προσφορότερο μέσο για τη μυσταγωγία του σώματος-συνάξεως. Αρκεί να θυμηθούμε τα τροπάρια της Μ. Εβδομάδας και της νεκρώσιμης ακολουθίας για να καταλάβουμε τι νιώθουν οι πιστοί στο άκουσμά τους. Δεν πλουτίζουν μόνο συναισθήματα οι ύμνοι, παράλληλα μορφώνουν και διδάσκουν. Η γλώσσα τους βέβαια ξενίζει κάπως, αλλά παρόλη τη δυσκολία της δεν είναι εμπόδιο στην κατανόηση των τροπαρίων, επειδή αυτά μιλούν στην καρδιά∙ οι αγράμματοι, αλλά πιστοί άνθρωποι, καταλαβαίνουν το νόημά τους. Ωραία παρατηρήθηκε: «Οι ιεροί ύμνοι είναι σύμβολα και τα σύμβολα λέγουν πολύ περισσότερα από όσα μπορεί λογικά να συλλάβει ο νους και λεκτικά να λαλήσει το στόμα» [3].
Η Βυζαντινή μουσική ίσως είναι μονότονη για όποιον είναι μονότονο το Ευαγγέλιο, άτεχνη για όποιον είναι άτεχνο το Ευαγγέλιο, απλοϊκή για όποιον είναι απλοϊκό το Ευαγγέλιο, παλιωμένη για όποιον είναι παλιωμένο το Ευαγγέλιο. Αλλά είναι χαρμόσυνη για όποιον είναι χαρμόσυνο το Ευαγγέλιο, ειρηνική για όποιον νιώθει την ειρήνη του Χριστού. Επίσης δεν είναι μουσική ακροάματος∙ η μουσική με άλλα λόγια δεν συνοδεύει το λόγο για να τέρψει την ακοή των ακροατών αλλά για να τον τονίσει. Όπως παρατηρεί και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος «ουκ έστι θέατρον η Εκκλησία, ίνα προς τέρψιν ακούωμεν».
Θα ολοκληρώσουμε αυτή τη σύντομη αναφορά στους Υμνογράφους της Εκκλησίας μας με την Κασσιανή, καθώς αυτή θεωρείται κορυφαία υμνογράφος, που μετασκεύασε σε «τραγούδι» του εκκλησιαστικού σώματος και «Θεο-λογία» την πνευματική-καρδιακή εμπειρία της. Έζησε τον 9ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια και ονομαζότανε Κασσία, Ικασία ή Εικασία. Η μόρφωση και η ομορφιά της ήταν πολύ μεγάλη και θεωρήθηκε ως η καταλληλότερη για να γίνει σύζυγος του διαδόχου του θρόνου, του Θεοφίλου. Ο εγωιστής όμως Θεόφιλος δε θέλησε να έχει σύζυγο πιο μορφωμένη από αυτόν, γι΄ αυτό και απέρριψε την ιδέα του γάμου του με αυτήν.
Μετά το γεγονός αυτό, η Κασσιανή ίδρυσε μοναστήρι [4] κι έζησε εκεί καλλιεργώντας την ποίηση. Συνέθεσε ποιήματα κοσμικά, επιγράμματα, ιάμβους αλλά ασχολήθηκε και με την υμνογραφία, όπου ξεχώρισε. Ο διαπρεπής βυζαντινολόγος Κ. Krumbacher (1856-1909), αναφερόμενος στην ποιήτρια Κασσιανή, γράφει: «…η Κασσιανή αποτελεί παράδοξον φαινόμενον εν τω γενικώ ποητικώ συναγωνισμώ. Την ποίησή της διακρίνει ευγένεια ύφους και γλυκύτης μέλους ακορέστου». Κατά τη γνώμη του δε «η Κασσιανή είναι η μόνη αξιομνημόνευτη βυζαντινή ποιήτρια». Το σημαντικότερο από τα υμνογραφικά της έργα είναι το Δοξαστικό του Όρθρου της Μ. Τετάρτης «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις…» [5]
Η παράδοση λέει ότι όταν αργότερα ο αυτοκράτορας Θεόφιλος επισκέφθηκε το μοναστήρι, όπου μόναζε η Κασσιανή, μη βλέποντάς την ανάμεσα σε όσες τον υποδέχτηκαν, γυρνούσε ψάχνοντας τα κελιά, για να την συναντήσει. Ο κρότος των βημάτων που πλησίαζαν έκανε την Κασσιανή να κρυφτεί, αφήνοντας πάνω στο γραφείο της μισογραμμένο το Δοξαστικό της «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις» στην περίοδο: «κρότον τοις ωσίν ηχηθείσαν». Ο Θεόφιλος εννοώντας το νόημα των στίχων πρόσθεσε εκεί τις λέξεις «τω φόβω εκρύβη». Η ποιήτρια, αργότερα, δεν διέγραψε τις λέξεις αλλά ευφυώς συμπλήρωσε το τροπάριο ως εξής: «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος».
Η Κασσιανή, έχοντας συνείδηση της αμαρτίας της, την περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια και με ιδιαίτερη λογοτεχνική ευαισθησία: την παρομοιάζει με το πυκνό σκοτάδι, που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να διακρίνει την πορεία του αφού δεν υπάρχει ούτε το αμυδρό φως της σελήνης («ασέληνη νύκτα»).Τη χαρακτηρίζει σαν «ασυγκράτητη ηδονή» και σαν «έρωτα», θέλοντας να τονίσει τη μεγάλη δυσκολία του ανθρώπου να απαλλαγεί από αυτήν. Στην πάλη εναντίον της αμαρτίας, μοναδικό όπλο του ανθρώπου είναι αυτό που η Κασσιανή περιγράφει σαν «πηγή των δακρύων» και «στεναγμούς της καρδιάς». Είναι αξιοσημείωτο ότι η Κασσιανή φτάνει σε τέτοιο σημείο συνειδητοποίησης της αμαρτωλότητάς της, ώστε παρομοιάζει την κατάστασή της με την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Μπροστά στη συνείδηση της αμαρτίας και στο ψυχικό βάρος που αυτή συνεπάγεται, μόνο η άπειρη ευσπλαχνία του Θεού μπορεί να δώσει την ελπίδα.
Ο παραλληλισμός της αμαρτωλότητας της Κασσιανής με την αμαρτωλή γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού είναι η αιτία που ο συγκεκριμένος ύμνος ψάλλεται το βράδυ της Μ. Τρίτης (Όρθρος της Μ. Τετάρτης). Το γεγονός αυτό με την αμαρτωλή γυναίκα έγινε λίγο πριν από το Πάθος του Κυρίου, γι΄ αυτό ορίστηκε η ανάμνησή του κατά τη Μ. Τετάρτη. Τα λόγια της Κασσιανής μάς θυμίζουν τη γυναίκα εκείνη που με την πράξη της ομολόγησε την αμαρτωλότητά της και ζήτησε τη συγχώρηση των αμαρτιών της. Ο ύμνος όμως της Κασσιανής έχει αναφορές και στον ενταφιασμό του Κυρίου. Πρόκειται για το σημείο εκείνο, όπου η ποιήτρια εκφράζει την επιθυμία να προσέλθει ως Μυροφόρα, θέλοντας έτσι να τονίσει το συναίσθημα μετανοίας που την διακατέχει. Η αναφορά του ύμνου στον ενταφιασμό αποτελεί μια εισαγωγή στο Πάθος του Κυρίου∙ επομένως, για έναν ακόμα λόγο η θέση του ύμνου κατά τη Μ. Τετάρτη είναι απόλυτα δικαιολογημένη.
Στην ανάλυση του ύμνου έχει υποστηριχθεί ότι η πόρνη ταυτίζεται με τη Μαρία τη Μαγδαληνή, χωρίς ωστόσο η άποψη αυτή να αποδεικνύεται. Η θέση αυτή υποστηρίχθηκε κυρίως από δυτικούς, ίσως διότι η Μαρία η Μαγδαληνή είναι η πιο γνωστή από τις γυναίκες που αναφέρει η Αγία Γραφή. Στο ποίημα δεν αναφέρεται πουθενά όνομα γυναίκας και στα Ευαγγέλια πουθενά δεν γράφεται ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν πόρνη. Την πληροφορία για την αμαρτωλή γυναίκα την παίρνουμε από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (7.36-50), που μας δίνει την ωραιότερη περιγραφή της σκηνής. Με εξαιρετικό λυρισμό, από τον οποίο εμπνέεται και η Κασσιανή, ο ευαγγελιστής περιγράφει τη σκηνή της μετάνοιας της πόρνης.
Οι υμνωδοί της εκκλησίας προβάλλουν την μετάνοια της πόρνης ως δείγμα ελπίδος και κατά αντιδιαστολή την προδοσία του Ιούδα ως δείγμα πορνείας της ψυχής. Η πόρνη μετανοεί και απομακρύνεται από το εμπόριο του σώματός της, την ίδια στιγμή ο μαθητής εκπορνεύει την πνευματική του οντότητα με την έμμισθη προδοσία του.
Τα στιχηρά που ψάλλονται το βράδυ της Μ. Τρίτης και αναφέρονται στην αμαρτωλή του Ευαγγελίου είναι επίσης έργο της Κασσιανής. «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον… Ω της Ιούδα αθλιότητος… Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας σοι τω Δεσπότη…» Σε όλα τα ιδιόμελα και στιχηρά, που υπερβαίνουν τα 40, διακρίνει κανείς την έξαρση, το βάθος αισθήματος, τη μεγάλη ανεξαρτησία και ευσέβεια, όλα χαρακτηριστικά της μεγάλης ποιητικής της πνοής.
Εκτός από καθαρά θρησκευτική ποίηση η Κασσιανή ασχολήθηκε και με ποιήματα ποικίλου περιεχομένου. Συνέγραψε ακόμη πολλά γνωμικά και επιγράμματα. Σε 32 στίχους πραγματεύεται θαυμάσια το μεγάλο και σοβαρό θέμα της φιλίας. «Ει θέλεις πάντως και φιλείν και φιλείσθαι, των ψιθυριστών και φθονερών απέχου». Στους δύο αυτούς στίχους ο λεπτός νους της Κασσιανής περιέκλεισε ολόκληρη φιλοσοφία. Και παρακάτω σημειώνει: «Φρόνιμον φίλον, ως χρυσόν, κόλπω βάλλε τον δι΄ αύγε μωρόν φεύγε καθάπερ όφιν». Δηλαδή, τον φρόνιμο φίλον να βάλεις στο πλευρό σου, όπως θα ήθελες να έχεις και τον χρυσό. Τον ανόητο όμως να τον αποφεύγεις όπως και το φίδι. Η Κασσιανή εκτός από το σοφό επίγραμμα «περί φιλίας» έγραψε και άλλα βαθυστόχαστα επιγράμματα που αναφέρονται στον χαρακτήρα του ανθρώπου, στη γυναίκα, στην ευτυχία, στην χάρη, στο κάλλος, στο ήθος, στους τρόπους της αληθινής ζωής, που οδηγούν με τον κόσμο της αρμονίας στην αληθινή μακαριότητα.
Σπουδαίοι μουσουργοί έχουν κάνει υπέροχες συνθέσεις στο τροπάριο της Κασσιανής. Στη Βυζαντινή μουσική ο Πέτρος Λαμπαδάριος, ο Κων. Πρίγγος, ο Ιωάννης Σακελλαρίδης και άλλοι. Στην ευρωπαϊκή μουσική ο Ν. Μάτζαρος, ο Θ. Πολυκράτης, ο Γ. Τριάντης, ο Γ. Καζάσογλου, ο Μ. Θεοδωράκης, ο Β. Καρποδίνης, ο Κ. Κλάβας και πολλοί άλλοι. Ο Γ. Σκλάβος συνέθεσε όπερα (1936) εμπνευσμένη από το τροπάριο της Κασσιανής σε λιμπρέτο του Σ. Σπεράντσα. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος συνέθεσε τη μουσική στο ποίημα «Η Κασσιανή» του Κωστή Παλαμά. [6]
Η εκκλησιαστική υμνολογία γενικότερα δεν άφησε ανεπηρέαστους και λογοτέχνες, όπως τους Αλεξ. Παπαδιαμάντη, Αλεξ. Μωραΐτιδη, Φώτη Κόντογλου, και Γ. Βιζυηνό, καθώς και τους νεοέλληνες ποιητές Σολωμό, Κάλβο, Παλαμά, Βάρναλη, Σικελιανό, Σεφέρη και Ελύτη, που χρησιμοποίησαν ή μετέπλασαν στίχους από τις ακολουθίες της εκκλησίας. Οι στίχοι, οι εμπνευσμένοι από την Υμνογραφία της Εκκλησίας, με την προέκταση που παίρνουν κάθε φορά στον σύγχρονό μας στίχο, υψώνουν τον τωρινό ποιητή, σαν τον υμνωδό, σε εκφραστή της κοινής προσευχής των ανθρώπων.
Ας ευχηθούμε ο καθένας από μας είτε ακούγοντας τους στίχους των υμνωδών είτε διαβάζοντας τους στίχους των ποιητών μας να συναισθανθεί τα Θεία Πάθη και να φτάσει με κατάνυξη στην Αγία Ανάσταση.
6Η Κασσιανή, (Κ. Παλαμά)
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας… Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά
θα τα σφουγγίσω,
μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε… Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,
Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
‘Αβυσσο η κρίση

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Μεγάλη Δευτέρα



Από τη σημερινή μέρα ξεκινούν τα άγια Πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τύπος του Κυρίου μας Ιησού είναι ο πάγκαλος Ιωσήφ που σήμερα επιτελούμε την ανάμνησή του (Γεν. 37 - 50).

Ήταν ο μικρότερος γιός του Πατριάρχη Ιακώβ και ο πιο αγαπητός. Όμως φθονήθηκε από τα αδέλφια του και αρχικά τον έρριξαν σ' ένα βαθύ λάκκο και εξαπάτησαν το πατέρα τους χρησιμοποιώντας ένα ματωμένο ρούχο ότι δήθεν τον κατασπάραξε κάποιο θηρίο. Στη συνέχεια τον πούλησαν για τριάντα αργύρια σε εμπόρους, οι οποίοι τον ξαναπούλησαν στον αρχιμάργειρα του βασιλιά της Αιγύπτου, τον Πετεφρή. Ο Ιωσήφ ήταν πανέμορφος και τον ερωτεύθηκε η γυναίκα του Πετεφρή, που θέλησε να τον παρασύρει σε ανήθικη πράξη βιαίως. Μόλις εκείνη έπιασε τον Ιωσήφ, εκείνος άφησε στα χέρια της το χιτώνα του και έφυγε. Εκείνη από το θυμό της τον συκοφάντησε στο σύζυγό της, ότι δήθεν αυτός επιτέθηκε εναντίον της με ανήθικους σκοπούς. Ο Πετεφρής την πίστευσε και φυλάκισε τον Ιωσήφ.

Κάποτε όμως ο Φαραώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, είδε ένα παράξενο όνειρο και ζήτησε έναν εξηγητή. Με το φωτισμό του Θεού, μόνο ο Ιωσήφ μπόρεσε να το εξηγήσει. Ότι θα έλθουν στη χώρα του επτά χρόνια ευφορίας και επτά ακαρπίας και πείνας. Ενθουσιάσθηκε ο Φαραώ από τη σοφία του και τον έκανε γενικό άρχοντα, σαν πρωθυπουργό. Ο Ιωσήφ διαχειρίσθηκε άριστα την εξουσία και φρόντισε στα δύσκολα χρόνια της πείνας όλο το λαό. Με αφορμή τη διανομή του σιταριού, φανερώθηκαν τ' αδέλφια του που τον είχαν φθονήσει. Εκείνος δεν τους κράτησε κακία, αντίθετα τα προσκάλεσε μόνιμα στην Αίγυπτο μαζί με τους γονείς.

Αυτός λοιπόν αποτελεί προεικόνηση του Χριστού, διότι και Αυτός, αγαπητός γιός του Πατέρα, φθονήθηκε από τους ομοφύλους Του Ιουδαίους, πουλήθηκε από το μαθητή Του για τριάντα αργύρια και κλείσθηκε στο σκοτεινό λάκκο, τον τάφο.

Επίσης, σήμερα μνημονεύουμε και τη άκαρπο συκή, την οποία καταράσθηκε ο Κύριος και ξεράθηκε αμέσως Ματθ. 21:19, Μαρκ. 11:13). Συμβολίζει τόσο τη Συναγωγή των Εβραίων, η οποία δεν είχε πνευματικούς καρπούς, όσο και κάθε άνθρωπο που στερείται πνευματικών καρπών, αρετών. Έδειξε ο Κύριος τη δύναμή Του στο άψυχο δένδρο και ποτέ πάνω σε άνθρωπο, για να δείξει ότι δεν έχει μόνο δύναμη να ευεργετεί, αλλά και να τιμωρεί.

Ο ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει πως την ώρα που ο Κύριος επιτίμησε τη συκή και ξηράθηκε, κατέπεσαν αμέσως τα καταπράσινα φύλλα της και την επόμενη μέρα ξεράθηκε και η ρίζα της (Μαρκ. 11:21). Οι μαθητές έκθαμβοι από το θαύμα αυτό δεν ζητούσαν να μάθουν την βαθύτερη έννοιά του, αλλά είχαν την απορία «πως παραχρήμα εξηράνθη η συκή;» (Ματθ. 21:20). Πρώτη φορά είχαν δει τιμωρία της άψυχης φύσεως.

Ο Κύριος παίρνοντας αφορμή από την απορία των μαθητών, χωρίς να εξηγήσει την συμβολική σημασία του θαύματος, τους δίδαξε για τη μεγάλη δύναμη της πίστεως, η οποία όταν συνοδεύεται από εσωτερική θέρμη και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό μπορεί να κατορθώσει αφάνταστα πράγματα. Τους είπε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἂρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται·» (Ματθ. 21:21). Αυτή την πίστη θέλει η Εκκλησία μας να μεταδώσει και σε μας.

Η υμνογραφία αναφέρεται σήμερα στα δύο παραπάνω θέματα, αλλά και επί πλέον στο θέμα της πορείας του Κυρίου προς το Πάθος. Από το τροπάριο: «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται...» οι ακολουθίες της Μ. Δευτέρας έως Τετάρτης λέγονται και «Ακολουθίες του Νυμφίου».

Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος πλ. δ'. 
Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Να, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στὸ μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θὰ εἶναι ὁ δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νὰ τὸν περιμένει· ἀνάξιος ὅμως πάλι θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν βρεῖ ράθυμο καὶ ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νὰ μὴ βυθιστεῖς στὸν πνευματικὸ ὕπνο, γιὰ νὰ μὴν παραδοθεῖς στὸ θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καὶ νὰ μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀνάνηψε κράζοντας· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσὺ ὁ Θεὸς· σῶσε μας διὰ τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων ἀσωμάτων δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων). 

Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΣΤΙΣ 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1826 ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΜΟΙΡΑ ΤΩΝ ΑΜΑΧΩΝ



Γράφει ο Αντγος ε.α. Νικόλαος Κολόμβας,  
Επίτιμος Διοικητής Γ Σ. Στρατού, Πτυχιούχος Νομικής Α.Π.Θ.


«Μεσολόγγι: Χαρά της ιστορίας, Γη επαγγελμένη. 
Πάνε εκατό χρόνια κι ας πάνε. 
Η θύμηση άχρονη μπροστά σου θα γονατίζη». 

Σ’ αυτούς τους λίγους, αλλά τόσο μεστούς στίχους από το ποίημα του «Η Δόξα στο Μεσολόγγι», ο Μεσολογγίτης Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς έκλεισε όλο το μεγαλείο της θρυλικής εποποιίας του Μεσολογγίου. Και τα μεν ανυπέρβλητα πολεμικά κατορθώματα των ανδρείων υπερασπιστών του εξήρθησαν ιδιαίτερα από τους ιστοριογράφους, υμνήθηκαν διθυραμβικά από τους ποιητές και χιλιοτραγουδήθηκαν από τη λαϊκή μούσα. 

Η τραγική, όμως, μοίρα των αμάχων, και ιδίως το παρατεταμένο και απερίγραπτο δράμα των Read more… γυναικοπαίδων, αν και δεν υπολεί­φτηκαν σε υπέρτατες θυσίες και δεν υστέρησαν σε απαράμιλλους ηρωισμούς, δεν δικαιώθηκε ανάλογα. Προκειμένου να μας δοθεί η δυνατότητα να διεξέλθουμε, έστω σε αδρές γραμμές, το τεράστιο και ανεξάντλητο, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις ανεξιχνίαστο, θέμα της τύχης τους, θα περιοριστούμε σε περίληψη των εκτυλιχθέντων πολεμικών γεγονότων της τελευ­ταίας πολιορκίας. 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΩΝ 

Στα μέσα Απριλίου του 1825 καταφθάνουν και πολιορκούν το Μεσολόγγι, για τρίτη φορά, αμέτρητα ασκέρια Τούρκων και Αλβανών, που έμοιαζαν, κατά τον Κώστα Κρυστάλλη, «σαν μαύρα σύννεφα βαριά που σβήνουνε τ’ αστέρια», για να καθυποτάξουν αυτούς, που σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, «όταν το παν έκλινεν το γόνυ, ήσαν οι μόνοι οι οποίοι ήραν ακλινή την κεφαλήν». 

Πίσω από τ’ αδύνατα τείχη της πόλης βρισκόταν η δύναμη της Φρουράς, από 4.000 περίπου άνδρες. Ήταν μεσολογγίτες, ρουμελιώτες, ηπειροσουλιώτες, Θεσσαλοί, μακεδόνες, καθώς και 6.000 περίπου γυναικόπαιδα. 

Ο παρών τότε Κοζανίτης Νικόλαος Κασομούλης, ιστοριογράφος και Αγωνιστής, ανα­φέρει την αρχή των ταλαιπωριών των τελευταίων με τον αναγκαστικό εκπατρισμό τους: 

«Αποκλεισθέντες οι Έλληνες εις το Μεσολόγγι, η πρώτη των φροντίς εστάθη να μεταφέρουν ταις φαμελλίαις των όλοι οι φαμελλίται εις Κάλαμον, ή όπου δύναται ο καθείς και να μείνουν μόνο οι πολεμικοί άνδρες. Τούτο το μέτρον εστάθη το σωτηριωδέστερον και το οποίον έπειτα παραμεληθέν, μας έβλαψεν, όταν επέστρεψαν τα γυναικόπαιδα, καθώς θέλει ιδούμεν». 

Κι αρχίζει η πολιορκία με αραιά στην αρχή και πυκνά στη συνέχεια πυρά απ’ τα τουρκικά κανονιοστάσια, συνοδευόμενα από δελεαστικές προτάσεις για παράδοση, οι οποίες, με παρελκυστική αρχικά τακτική, τελικά απορρίπτονταν. 

Στις 8 Ιουνίου, απόπειρα των Τούρκων να πατήσουν τη νησίδα Μαρμαρού στη ΒΔ. πλευρά της πόλης αποτυγχάνει. 

Ακολουθούν οι πολύνεκρες μάχες του Ιουλίου-Αυγούστου με περιφανείς νίκες των Ελλήνων, που κατέληξαν από εκεί και πέρα στη σαφή κάμψη της ορμής του εχθρού. Ήδη από τις 24 Ιουλίου είχε καταπλεύσει και ο Ελληνικός στόλος υπό τον Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος έλυσε τον κλοιό του Οθωμανικού στόλου, ανεφοδίασετους πολιορκούμενους και ανέκτησε τον έλεγχο της λιμνοθάλασσας.

Εξουθενωμένος πια ο σκληροτράχηλος Κιουταχής, αναγκάζεται στις 6 Οκτωβρίου ν’ αποσυρθεί στην τελευταία γραμμή των οχυρώσεών του και μέχρι τα ριζά του Ζυγού, αναμένοντας πλέον τη συνδρομή του Αιγύπτιου Ιμπραήμ. 

Η ευνοϊκή, όμως, μέχρι τότε έκβαση των επιχειρήσεων, έκανε τους πολιορκημένους να υπερεκτιμήσουν τα αποτελέσματα. Έτσι, δεν είχαν την πρόνοια να εκμεταλλευτούν παραπέρα τις επιτυχίες τους και να εκμηδενίσουν πλήρως τις δυνάμεις του Κιουταχή, σε συνδυασμένη ενέργεια με τα σώματα της υπαίθρου, όπως άλλωστε τους πρότεινε ο έμπει­ρος και οξυδερκής Καραϊσκάκης, επικεφαλής των τελευταίων. Και δυστυχώς, η κατάσταση αυτή του εφησυχασμού, της υπερβολικής ευφορίας και απρονοησίας -γνωστά ελαττώματα της φυλής- είχε οδυνηρές συνέπειες, όπως θα δούμε, στην τύχη των αμάχων. 






Ο αυτόπτης Κασομούλης σχετικά ιστορεί: 

«Ο Κος Ιωάννης Μάγερ, συντάκτης των «Ελληνικών Χρονικών», θερμότερος εις τας πολεμικάς ευτυχίας μας, επήγεν εις Κάλαμον να μετακομίση την φαμελλίαν του. Εκεί εκοινοποίησεν εντόνως τον αποσυρμόν του πολιορκητού, επρόσθεσεν και τον αφανισμόν του, καθώς και την ασφάλειαν εις το εξής του Μεσολογγίου». 

«Κάθε γυναίκα και τέκνα, οίτινες εξ μήνας δεν είχαν ιδή τους γονείς των και συ­ζύγους, αλλά και άλλοι συγγενείς ενθαρρύνθησαν… και πλήθος φαμελλιών άρχισαν να εισέρχωνται εις το Μεσολόγγι…». 

«Αι θροφαί άρχισαν να ελαττώνωνται, διότι όλαι αυταί αι νεόφερτοι ψυχαί ζούσαν από τα περισσεύματα των στρατιωτικών μερίδων». 

Στο μεταξύ, περί τα τέλη Νοεμβρίου, ο Μιαούλης με τον Ελληνικό Στόλο ανα­γκάζεται ν’ αποχωρήσει, στερούμενος εφοδίων, ενώ λίγο πριν είχε προτείνει: «να εμβαρκαρίσουν τα γυναικόπαιδα και να τα μεταβιβάσουν (εκ νέου) εις Κάλαμον». Ήταν όμως πια αργά. Οι στερήσεις και οι αναπόφευκτες μειώσεις που είχαν υποστεί τα γυναικόπαιδα μακριά από τα σπίτια τους, έκαναν τους περισσότερους αρχηγούς των οικογενειών να μη θέλουν πλέον να τα αποχωριστούν. 

Αλλά για τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικόπαιδων μακριά απ’ τις εστίες τους, ας δούμε χαρακτηριστικό απόσπασμα, υπό τον τίτλο «Οι Μισολογγίτισσες», από το διήγημα του Διονυσίου Σολωμού12 «Γυναίκα της Ζάκυθος». 

«…Και εσυνέβηκε αυτές τις ημέρες όπου οι Τούρκοι πολιορ­κούσαν το Μισολόγγι και συχνά ολημερνίς και κάποτες ολονυχτίς έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ. Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τα’ αδέρφια τους, που πολεμούσαν. Στην αρχή εντρεπόντανε να βγούνε και προσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήσαν μαθημένες…

Όταν όμως οι χρείες επερισσέψανε, εχάσανε την εντροπή και ετρέχανε ολημερνίς… Και δεν τους έλεγε κανένας όχι, γιατί οι ρωτήσεις των γυναικών ήτα­νε τες περισσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγίου και η γη έτρεμε κάτου από τα πόδια μας. Και οι πλέον φτωχοί εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και κάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίγοντας…». 

Από κει και πέρα, μέσα στην πόλη, παίχτηκε η προτελευταία φάση του δράματος των αμάχων, με την ενεργό συμμετοχή τους στις τρομερές συγκρούσεις των μαχών και στις φοβερές συνέπειες του πολέμου. Παράλληλα, άρχισε σταδιακά να πλανιέται έντονο το φάσμα της πείνας, προάγγελος των όσων δεινών θα συνέβαιναν λίγο αργότερα. 

Αλλά, ας ξαναγυρίσουμε στο οδοιπορικό μας. 

Στις 12 Δεκεμβρίου13, αποβιβάζεται στο Κρυονέρι, ανατολικά του ποταμού Ευήνου, ανενόχλητος ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ με 15.000 άν­δρες μεταξύ των οποίων 8.400 τακτικού στρατού υπό Γαλλοϊταλούς, κυρίως, Αξιωματικούς εκπαιδευτές. 

Βλέπει τα αδύνατα τείχη της πόλης, τον «φράχτη», όπως περιφρονητικά τα αποκάλεσε, και χλευάζοντας τον Κιουταχή, αναλαμβάνει μόνος του σε 15 ημέρες να επιτύχει, ότι ο τελευταίος σε 8 μήνες δεν είχε κατορθώσει. Οι δικοί μας όμως δίνουν σκληρό μάθημα στον επηρμένο Ιμπραήμ, συντρίβοντας τις σφοδρότατες επιθέσεις του, ώστε εκ των πραγμάτων αναγκάζεται τώρα να ζητήσει τη σύμπραξη του Κιουταχή. 

Στις 9 Ιανουαρίου 1826, προσορμίζεται και πάλι με το Στόλο ο Μιαούλης στα νερά του Μεσολογγίου και φέρνει λίγα τρόφιμα. Αυτός όμως έμελλε να είναι και ο τελευταίος ανεφοδιασμός. Αποπλέοντας μέρος του Στόλου στις 17 Ιανουαρίου υπό τον Υπαρχηγό Σαχτούρη, επαναλήφθηκε -χωρίς πάλι αποτέλεσμα- η πρόταση για εκκένωση των γυναικοπαίδων, ενώ στις 25 ακολούθησε και η αποχώρηση των λοιπών πλοίων με τον Μιαούλη. 

Στις 16 Φεβρουαρίου, ο Ιμπραήμ, εξαπέλυσε γενική και αποφασιστική επίθεση, αλλά οι Έλληνες με θαρραλέες νυχτερινές αντεφόδους σε δύο φάσεις κατατρόπωσαν τις δυνάμεις του και τον ανάγκασαν να συνειδητοποιήσει το μά­ταιο των από ξηρά προσπαθειών τους. Επικεντρώνουν πλέον τις ενέργειές τους οι δύο Αρχηγοί στον ασφυκτικό αποκλεισμό της πόλης κι από τη θάλασσα. 

Ο εχθρός, κατόπιν, ναυπηγεί μικρά σκάφη για τα αβαθή της λιμνοθάλασσας και στη συνέχεια καταλαμβάνει διαδοχικά, μετά από επικό αγώνα των φρουρών τους, τις νησίδες του Βασιλαδίου και του Ντολμά στις 25 και 28 Φεβρουαρίου αντιστοίχως και το Ανατολικό (Αιτωλικό) την 1η Μαρτίου. Ακολουθεί σαν τελευ­ταία αναλαμπή η απαράμιλλη εποποιία της Κλείσοβας στις 25 Μαρτίου, όπου οι Αγαρηνοί παθαίνουν πρωτοφανή πανωλεθρία με πάνω από 3.000 νεκρούς και τραυματίες. 

Αμέσως μετά, φάνηκε μια αμυδρή ελπίδα με την έλευση και πάλι του Στόλου υπό τον άφθαστο Μιαούλη, ο οποίος, όμως, με ελλιπή πληρώματα και ανεπαρ­κή μέσα, δεν κατορθώνει να λύσει το θαλάσσιο βρόχο των πολιορκητών, ενώ προσπάθεια διείσδυσης μικρών πλοιαρίων στη λιμνοθάλασσα με λίγα εφόδια, τη νύχτα της 1ηςπρος 2α Απριλίου, από τυχαίο γεγονός, αποτυγχάνει. 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ 

Η πείνα, λοιπόν, αυτός ο αδυσώπητος εχθρός, λυγίζει τα γόνατα των πολιορκη­μένων. 
«…Ευρέθησαν πολλοί εις την σκληράν και αναπόδραστον ανάγκην να φάγωσι και ανθρωπίνας σάρκας…» αφηγείται ο Στρατηγός Νικόλαος Μακρής, γεγονός που σημειώνει και ο Αρτέμιος Μίχος (Οπ.π. σελ. 48). 

Γίνονται σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές δελεαστικές προτάσεις για παράδο­ση… Κι οι δικοί μας ούτε ν’ ακούσουν. Η αντίστροφη μέτρηση του χρόνου είχε αρχίσει. 
Και όπως υμνωδεί στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» ο Σολωμός: 

«Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων, δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν, εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο». 

Έτσι, το πρωί της 6ης Απριλίου συνέρχονται οι Αρχές και παίρνουν την μεγάλη απόφαση να πραγματοποιήσουν Έξοδο, περίπου δύο ώρες μετά το σούρουπο της 10ηςΑπριλίου, Σάββατο του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων. Εκτός από τις ρυθμίσεις για την τύχη των λαβωμένων, αρρώστων και αιχμαλώτων, αποφα­σίζουν προς στιγμήν, σύμφωνα με τον Κασομούλη: 


«Να φονεύσωμεν τας γυναίκας και τα μικρά παιδιά επί τω λόγω να μη προδοθούμεν από τα κραυγάς των… και προσέτι δια να μην πέσουν αιχμάλωτοι εις τον εχθρόν». Εξεγείρεται όμως αμέσως η άγια ψυχή του σεβάσμιου Δεσπότη Ιωσήφ των Ρωγών, ο οποίος με αποφασιστική, αλλά και συγκινητική παρέμβαση, αποτρέπει την ανίερη αυτή πράξη και τελικά αποφασίστηκε «οι επιθυμούντες και δυνάμενοι» να ακολουθήσουν τους Εξοδίτες. 

Κι αρχίζουν πλέον πυρετώδεις οι προετοιμασίες για τη λύτρωση… 

Οι άρρωστοι, οι λαβωμένοι και οι γέροντες, μεταφέρονται σε ορισμένα γερά σπίτια και τους προμηθεύουν πολεμοφόδια και νερό. Ο Προεστός γέρο-Καψάλης, γυρίζει στις γειτονιές και προσκαλεί όσους ήθελαν να συναχθούν στα Καψαλέικα, όπου ήταν η κύρια μπαρουταποθήκη. Συμπληρώνει ο Κασομούλης: 

«Έβλεπες έναν αγώνα προετοιμασίας γινόμενον με τόσην αταραξίαν και με γέλια, ώστε ούτε ο έσχατος άνθρωπος δεν εσυλλογίζετο πως έμελλε τάχα να μη σωθή. Και έτρεχαν εις τους δρόμους, άλλοι εδώθεν άλλοι εκείθεν, με τα φανάρια ωσάν τες ημέρες των αγρυπνιών της Μεγάλης Εβδομάδος…». 

Μια συγκλονιστική σκηνή, ανάμεσα στις τόσες που διαδραματίστηκαν, δημο­σιεύτηκε στο βιβλίο «LesfemmesGrecquesauxdamesFrangaises», Paris 1826, για μια τιμημένη Μεσολογγιτοπούλα, την αρραβωνιαστικιά του Εύδοξου Ζαΐμη, κατά την ώρα του αποχωρισμού από το γέροντα πατέρα της: 

«…Όταν τον είδα να με φιλή και να φεύγη προς τις συνοικίες που τις είχαν υπονομεύσει, έτρεξα και κρεμάστηκα απ’ το λαιμό του… Μάταια ο αδελφός μου και ο Εύδοξος πολέμαγαν να με ξεκολλήσουν από πάνω του. Τότε, ο πατέρας έβαλε το χέρι μου μέσα στο χέρι του αρραβωνιαστικού μου, μας ευλόγησε, μας φίλησε ύστερα και τους τρεις και χωρίς να πει λέξη, χάθηκε μέσα στο καραβάνι των γερόντων, που τη στιγμή εκείνη πέρναγε από κει δα…». 

Αρκετοί άρρωστοι και πληγωμένοι αυτοκτονούν. Ο Γεράσιμος Τζόρνας φρά­ζει με το κορμί του την μπούκα του κανονιού του, την περίφημη «Κοψαχείλα» και την πυροδοτεί. Το ίδιο κάνει και ο Μεσολογγίτης πυροβολητής Γιώργος Ρισάνος πάνω στη ντάπια του. Ο Θανάσης Χινόπωρος σκοτώνει τη μνηστή του και ο Θόδωρος Πετροφίλης τη νέα γυναίκα του και αμέσως μετά αυτοκτονούν, ανήμποροι να ακολουθήσουν τους εξερχομένους. 

Στιγμές άφθαστου Εθνικού μεγαλείου ξετυλίγονται. Η παράδοση στον άπιστο ήταν το μεγαλύτερο αμάρτημα και όπως ψάλλει ο Σολωμός: 

«Δεν κλαίγαν για το σκοτωμό 
που θε να σκοτώνονταν 
μον κλαίγαν για το σκλαβωμό 
που θε να σκλαβώνονταν» 

Στο τέλος, μεταλαβαίνουν όλοι των αχράντων μυστηρίων και ανταλλάσσουν ασπασμούς αγάπης, λέγοντας «Καλή αντάμωση στον άλλονε Κόσμο». Και κάποτε έρχεται η μοιραία ώρα «όπου την τρέμει ο λογισμός». 

συνέχεια στο 2ο μέρος

Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Χρήσιμο εργαλείο για τους χάκερς οι έξυπνες τηλεοράσεις



Ευάλωτες σε απομακρυσμένες επιθέσεις με χρήση κακόβουλων λογισμικών είναι οι έξυπνες τηλεοράσεις (smart TVs) σύμφωνα με έκθεση που δημοσιοποίησε η εταιρεία διαδικτυακής ασφάλειας OneConsult.

Συγκεκριμένα η εταιρεία εκτιμά ότι περίπου το 90% των έξυπνων τηλεοράσεων που είναι διαθέσιμες στην αγορά μπορούν εύκολα να παραβιαστούν μέσω τρωτών σημείων που υπάρχουν στα προγράμματα περιήγησης στο Διαδίκτυο, τα οποία είναι εγκατεστημένα στις συσκευές. 

Σύμφωνα με την έκθεση στην οποία αναφέρεται το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων η διαδικασία παραβίασης της ασφάλειας των έξυπνων τηλεοράσεων είναι σχετικά απλή. 

Το μόνο που χρειάζεται να έχουν διαθέσιμο οι χάκερς είναι κακόβουλο λογισμικό, έναν πομπό και ένα στόχο ώστε να εισβάλουν στο σπίτι του καθενός. Εισάγοντας το κακόβουλο λογισμικό στο σύστημα της τηλεόρασης, οι χάκερς έχουν τη δυνατότητα στη συνέχεια να αναλάβουν τον έλεγχο της συσκευής, όπως να αλλάξουν κανάλια, να κλείσουν τον ήχο, αλλά πιο σημαντικό να ενεργοποιήσουν την ενσωματωμένη κάμερα και το μικρόφωνο. Με τον τρόπο αυτόν μπορούν να κατασκοπεύουν το θύμα τους, χωρίς αυτό να έχει οποιαδήποτε επίγνωση. 

«Μόλις ένας χάκερ πάρει τον έλεγχο της τηλεόρασης, μπορεί να βλάψει τον χρήστη με πολλαπλούς τρόπους», δήλωσε στην ιστοσελίδα τεχνολογίας «The Inquirer» ο Ραφαέλ Σκιλ της OneConsult. «Μεταξύ άλλων, η τηλεόραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επιθέσεις και σε άλλες συσκευές που είναι συνδεδεμένες στο οικιακό δίκτυο, ή για να κατασκοπεύσει τον χρήστη μέσω της ενσωματωμένης κάμερας και του μικροφώνου της τηλεόρασης», πρόσθεσε ο ίδιος.

76 χρόνια από τη μάχη των Οχυρών της Γραμμής Μεταξά - Πώς η σημαία του θρυλικού Ρούπελ επέστρεψε στην Ελλάδα.


Συμπληρώνονται φέτος 76 χρόνια από την γερμανική επίθεση στην Ελλάδα και τη μάχη των Οχυρών της Γραμμής Μεταξά. 
Τότε που μια χούφτα Έλληνες, αντιστάθηκαν με γενναιότητα και αυτοθυσία στις σιδηρόφρακτες ναζιστικές ορδές. Το Ρούπελ είναι το μεγαλύτερο από τα 21 οχυρά της  Γραμμής Μεταξά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.

Η απάντηση του διοικητή Γεώργιου Δουράτσου στις αξιώσεις του εισβολέα: «Τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται», εξακολουθεί να συγκινεί μέχρι τις μέρες μας.

Παρά το ανελέητο σφυροκόπημα του εχθρού το Ρούπελ δεν καταλήφθηκε και τελικά παραδόθηκε μετά την Συνθηκολόγηση και αφού οι Γερμανοί εισήλθαν στην Θεσσαλονίκη, παρακάμπτοντας τα οχυρά. Αναγνωρίζοντας τον ηρωισμό των Ελλήνων υπερασπιστών του Ρούπελ, οι Γερμανοί τους απέδωσαν τιμές και τους άφησαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. 

Ένα περιστατικό που θεωρείται μοναδικό στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η σημαία του Ρούπελ όταν επεστράφη το 1955 στην Ελλάδα

Το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, που στεγάζεται στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής στο κέντρο της Αθήνας, φιλοξενεί στις πολύτιμες συλλογές του, ένα μοναδικό κειμήλιο – ντοκουμέντο από το θρυλικό Ρούπελ. Την ελληνική σημαία, που κατέβασε ως λάφυρο και πήρε μαζί του ο Γερμανός στρατιώτης Φριτς Κοππ, ο οποίος έλαβε μέρος στην επίθεση κατά του οχυρού, το διάστημα 6-10/4/1941.

Όπως περιγράφει ο ίδιος σε επιστολή του προς τη βασίλισσα Φρειδερίκη, στις 18/4/1955, κατέβασε τη σημαία από ιστό του οχυρού Προφήτες του συγκροτήματος Ρούπελ και στη συνέχεια την πήρε μαζί του, έχοντας την στις αποσκευές του ακόμη και στις επιχειρήσεις που συμμετείχε στη Ρωσία όπου και τραυματίστηκε. «Δεν γνωρίζω αν αυτή (σημαία) έχη αξίαν ή ποιας σημασίας είναι. Δεν ήθελα όμως να τύχει κακής μεταχειρίσεως, την επήρα και την έκρυψα εις τα πράγματα μου. Επί πολύ διάστημα, και μάλιστα ενός σημείου μέσα εις την Ρωσίαν, με ηκολούθησε. Μετά τον τραυματισμό μου, ευρέθη εις το νοσοκομείο κατ από το προσκέφαλο μου» αναφέρει ο Κόππ στην επιστολή του, που συνόδευε τη μισοκομμένη σημαία του οχυρού, που στη συνέχεια η βασίλισσα Φρειδερίκη παρέδωσε στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδας.

Η σημαία μετά τη συντήρηση και αποκατάστασή της από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο

Αφορμή για να επιστρέψει τη σημαία του Ρούπελ στην Ελλάδα ο Κοππ, στάθηκε ένα άρθρο που διάβασε στον Τύπο για τη χώρα μας το 1955. Γράφει συγκεκριμένα: «Κατά την ανάγνωσιν ενός άρθρου δια την Ελλάδα, μου επανήλθεν εις το νου η σημαία αυτή και δεν μπορώ να αποβάλλω τιν σκέψιν, ότι κατέχω ξένην ιδιοκτησίαν. Επιθυμώ λοιπόν να επιστρέψω αυτήν την σημαίαν εις τον νόμιμον ιδιοκτήτην και να θεωρηθή συγχρόνως τούτο ως δείγμα της βουβής αγάπης μου προς την Ελλάδα και ιδιαίτερα της φυσέως της» αναφέρει, καταλήγοντας: «Ως παλαιός πεζοπόρος, ήτο δι’ εμένα προσωπικά κάθε εκστρατεία μόνον μία ευκαιρία να πραγματοποιήσω το παλαιόν μου όνειρο και να γνωρίσω τα Βαλκάνια. Ελπίζω να ημπορέσω ακόμη μίαν φοράν εις την ζωή μου δι’ ειρηνικής οδού να διασχίσω τα εδάφη της Μακεδονίας».

Είναι άγνωστο εάν τελικά ο Κοππ, εκπλήρωσε το όνειρό του να ξαναβρεθεί μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα. Ωστόσο βέβαιο είναι πως με την πράξη του, να επιστρέψει στη χώρα μας τη σημαία του θρυλικού Ρούπελ, είναι σαν να εκπλήρωσε το όνειρό του. Η σημαία συντηρήθηκε και αποκαταστάθηκε στη συνέχεια από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο και σήμερα φυλάσσεται στις συλλογές του.   Οι διαστάσεις της είναι 1.61Χ1,18.

Η σημαία περιλαμβάνεται στην σπουδαία ιστορική έκδοση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου με τίτλο «Σημαίες Ελευθερίας».

Η 76η Επέτειος της Μάχης των Οχυρών

Η 76η Επέτειος της Μάχης των Οχυρών, θα τιμηθεί το πρωί της Κυριακής 9/4/2017 στα οχυρά Ρούπελ, Ιστίμπεη (Σέρρες), Νυμφαία (Κομοτηνή) και το ηρώο του χωριού Εχίνος στην Ξάνθη.

Παράλληλα το διήμερο 13 και 14 Μαΐου 2017, θα πραγματοποιηθεί για 2η συνεχή χρονιά στις Σέρρες αναβίωση της μάχης και της παράδοσης του θρυλικού οχυρού Ρούπελ στο πλαίσιο της εκδήλωσης «ΡΟΥΠΕΛ 1941. Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ» (www.roupel1941.gr).

Η επιστολή του Γερμανού Φριτς Κοππ, προς την βασίλισσα Φρειδερίκη




Ομάδες αναβιωτών με στολές και οπλισμό του Β' Π.Π, μαζί με εντυπωσιακά εφέ πυρών και εκρήξεων, θα αναπαραστήσουν τη λυσσαλέα προσπάθεια των Γερμανών να καταλάβουν το Ρούπελ, καθώς και τις τελευταίες δραματικές ώρες –μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης- και τις διαπραγματεύσεις για την παράδοση του. Η εκδήλωση δίνει την ευκαιρία στους εκατοντάδες επισκέπτες να ζήσουν μοναδικές στιγμές από τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των λιγοστών υπερασπιστών του θρυλικού οχυρού, που κέρδισαν την αναγνώριση του εχθρού και τον σεβασμό των συμμάχων.

Την εκδήλωση διοργανώνει ο δήμος Σιντικής, υπό την αιγίδα και την υποστήριξη των υπουργείων Εθνικής Άμυνας, Τουρισμού και του υφυπουργείου Μακεδονίας – Θράκης, με στόχο να καθιερωθεί ως κορυφαία του είδους στην Ελλάδα, ανάλογη με αντίστοιχες του εξωτερικού. 

πηγή 

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Ο Άλιμος και το Καλαμάκι στην κατοχή


Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, το Καλαμάκι ήταν ένα απέραντο στρατόπεδο, επειδή ήταν κοντά στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Πρωτον μέλημα ήταν η οργάνωση του αεροδρομίου με βελτίωση για παροχή υπηρεσιών, απαραίτητη στους Γερμανούς, που θα εξυπηρετούσε επιθετικές και αμυντικές ανάγκες. Ο κύριος διάδρομος Βορρά-Νότου έπρεπε να μεγαλώσει για να δέχεται μεγάλα αεροπλάνα .Η επέκταση του έγινε από την πλευρά του Άλιμου χρησιμοποιώντας μπάζα από έναν λόφο που ήταν μεταξύ ρέματος Άγιου Νικολάου και σημερινών πρώτων υπόστεγων επισκευής αεροπλάνων Ολυμπιακής (πάνω από το μικρό λιμανάκι και την παραλιακή).Ίσως με την ενέργεια τους αυτή να κατέστρεψαν ότι είχε απομείνει από τον Αρχαίο ναό του Απόλλωνα του Δήμου Αλιμουντος όπως αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς -ιστορικοί που τον περιγράφουν ως ένα μεγαλόπρεπη ναό που τον που τον ξεχώριζαν όταν περιέπλεαν τα παράλια του Σαρωνικού. Η φρουρά του αεροδρομίου ήταν κατανεμημένη στον Άλιμο ως εξής: Μέσα στο αεροδρόμιο ήταν Γερμανοί έχοντας ως στρατηγείο τους την οικία Τογκλη (ανατολικά του γήπεδο ΣΟΚ).Φρουρούς είχαν Αυστριακούς με βάση τους την οικία Σταμουλη(βόρεια του αερολιμένα και κοντά στον κεντρικό διάδρομο)παρατηρητήριο της οικίας Υφαντιδη(κοντά στην παράλια )το είχαν οι Ιταλοί που κατά μεγάλο ποσοστό εξυπηρετούσαν και τα παράλια πολυβολεια. Αυτα ήταν εγκατεστημένα στον Αγ.Κοσμα,στον Ζέφυρο (πάνω από την σημερινή πλαζ, αρκετά υπερυψωμένα την εποχή εκείνη πριν την διαμόρφωση τους όπως είναι σημερα) και των λόφων Πανός-Αγ.Αννας.
Στο σημερινό Καλαμάκι είχαν επιταχθεί την οικία Μπολοβινου (Θουκυδιδου και Αθανάσιου Διάκου).Η κομαντατουρα ήταν επί της Αθ.Διακου σχεδον. Η δε τεχνική υποστηρικτική μονάδα για τα οχήματα τους ήταν στο Δημοτικο Σχολείο επί των Φαν Βαικ και παραλιακής .Επιπλέον χρησιμοποιήσουν και κτήρια επί της οδού Τον Βαικ και Θουκυδιδου για στρατόπεδα και μαγειρεία .Όλες όμως οι υπηρεσίες και η Διοίκηση αυτών των μονάδων ήταν στο Ανατολικό τμήμα του αερολιμένα. Αργότερα στον Δήμο μας εγκαινίασαν το Συμμαχικό Κοιμητήριο (μεταξύ Εδέμ και Άλιμου) για να τιμήσουν όσους έπεσαν κατά την διάρκεια του πόλεμου στην Ελλάδα .

Το Ελληνικό στην κατοχή

Το 1943 με τη Γερμανική Κατοχή δίνεται η εντολή εκκένωσης της περιοχής και οι κάτοικοι βρίσκουν καταφύγιο σε σπίτια στην Καλλιθέα, την Κοκκινιά και τη Νέα Σμύρνη. Η περιοχή διαμορφώνεται σε εικονικό αεροδρόμιο με απώτερο σκοπό να μη βομβαρδιστούν οι πραγματικές εγκαταστάσεις. Οι βομβαρδισμοί επέτειναν την καταστροφή και την ερήμωση. Στην Κατοχή οι κοινότητες Γλυφάδας και Ελληνικού καταργούνται και στη θέση τους δημιουργείται ο Δήμος Ευρυάλης με το Νόμο 239/1943 ΦΕΚ Α΄ 174/1943. Δύο χρόνια αργότερα με αναγκαστικό Νόμο του 1945 αποσπάστηκε από το Δήμο Ευρυάλης και ανασυστάθηκε ως Κοινότητα Ελληνικού.
Με τη λήξη του πολέμου τον Οκτώβριο του ΄44 οι παλιοί κάτοικοι των Σουρμένων επιστρέφουν από τη «δεύτερη εξορία» όπως οι ίδιοι λένε και ξαναχτίζουν τα σπίτια τους. Η ανάγκη για χρήματα τους κάνει να πουλήσουν μέρος του κλήρου τους κυρίως σε άλλους Πόντιους πρόσφυγες.

Γιάννης Αντωνόπουλος: Ο ταβερνιάρης που γνώριζε πολλά [κι έβγαλε κι έναν Πρόεδρο Δημοκρατίας]












Από την ψαροταβέρνα του μπαρμπα-Γιάννη του Αντωνόπουλου, δίπλα από τα Αστέρια, γωνία Ποσειδώνος με Διαδόχου Παύλου, έχουν περάσει πρόσωπα που φαντάζουν μυθικά. Προσωπικότητες της πολιτικής, της τέχνης, της επιστήμης αλλά και μεγιστάνες, με πρώτο τον Αριστοτέλη Ωνάση. Κι ο μπάρμπα-Γιάννης, αθόρυβα όλα αυτά τα χρόνια, εξυπηρετεί, φιλοξενεί αλλά κυρίως αφουγκράζεται. Μεταξύ τύρου και αχλαδιού, τόσοι και τόσοι επώνυμοι συζητούν κι ο ταβερνιάρης ακούει… Έτσι, ένας άνθρωπος που δεν τελείωσε καλά καλά το Δημοτικό, έχει άποψη για την πολιτική, την τέχνη, την οικονομία, το τραπεζικό σύστημα. Και βέβαια, κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα απ’ αυτόν με τόσες λεπτομέρειες κι ονόματα την ιστορία της Γλυφάδας.
Εγώ τώρα που σου μιλάω, είμαι η ιστορία της Γλυφάδας.
Θα ‘μαστε εδώ 150 με 200 χρόνια. Η ταβέρνα πρέπει να άνοιξε γύρω στο 1900. Τότε εδώ έρχονταν με τις σούστες, δεν υπήρχε δρόμος. Ο δρόμος άνοιξε το 1922 με κασμάδες από Τούρκους αιχμαλώτους. Τότε, πείνα και δυστυχία σου λέω. Είχε ψαράδες, τσοπαναραίους και τους χωρικούς στο τσιφλίκι του Καραπάνου. Ύστερα έγινε ένας νόμος και πήραν από 300 στρέμματα.  
Εγώ την ταβέρνα την ανέλαβα το 1950. Κι εγώ, είμαι η συμφορά της Γλυφάδας. Έκανα τον Λαζαρίδη που ήρθε απ’ το Καράκας Δήμαρχο κι έτσι έκανα τις μαρίνες, μ’ αυτούς που ήρθαν εδώ. Κατέστρεψα τη Γλυφάδα, το ωραιότερο μέρος του Σαρωνικού…
1950. Ο πατέρας, Αντώνης Αντωνόπουλος, μπροστά από τα Αστέρια, όταν αυτά ακόμη κτίζονταν.
1950. Ο πατέρας, Αντώνης Αντωνόπουλος, μπροστά από τα Αστέρια, όταν αυτά ακόμη κτίζονταν.
Τον Καραμανλή δεν τον άφησα ούτε μια βδομάδα, όσον καιρό ήταν στην εξορία. Κι ας ήμουν κομμουνιστής. Γιατί από παιδί ήμουν κατά της αδικίας.
- Ξέρουμε ότι είστε αριστερός, μα στους τοίχους του μαγαζιού σας δεσπόζουν φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Γιατί αυτό κύριε Γιάννη;
- Εμένα μ’ αγάπησαν τρεις άνθρωποι. Η μάνα μου, ένας καθηγητής μου και τρίτος -θα σου πω και θα μου πεις ότι χάνω λάδια- μ’ αγάπαγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Του έλεγαν τότε “δεν ντρέπεσαι Κώστα να πηγαίνεις στον Αντωνόπουλο, στον κομμουνιστή να τρως”… ‘Ομως ερχόταν. Κι εγώ όμως, δεν τον άφησα ούτε μια βδομάδα, όσον καιρό ήταν στην εξορία. Κι ας ήμουν κομμουνιστής. Γιατί από παιδί ήμουν κατά της αδικίας. Δεν είχα ανάγκη, ήταν από τη φύση μου. 
Ήρθε λοιπόν ο Καραμανλής 24 Ιουνίου το βράδυ από το Παρίσι και στις 25 το μεσημέρι φάγαμε εδώ… Μ’ αγκάλιαζε, με φίλαγε κι έκλαιγε, γιατί κάθε εβδομάδα του έστελνα μια καρτ ποστάλ με τα Αστέρια που ήταν η καμπάνα του και του έγραφα “Η αχαριστία υποχωρεί, η νοσταλγία έρχεται. Σύντομα θα είσαι κοντά μας”. Τον είχαν εγκαταλείψει όλοι επί χούντας. Εγώ δεν ήμουν κομματικός φίλος του Καραμανλή κι αυτό ήταν το μεγαλείο. Αλλά είχα και την τύχη, απ’ τον Θεό ήταν αυτό, να μην του ζητήσω ποτέ τίποτα. Όταν αρρώστησε κι έκανε μια εγχείρηση στον Ευαγγελισμό, του πήγαινα εκεί το φαγητό κάθε μέρα. Ύστερα είχε τη μέση του και παιδευόταν δυό μήνες. Φέραμε έναν Ιταλό ορθοπεδικό και δεν τον άφησα μια μέρα. Και κοίταξα και την Αμαλία όταν χώρισε.
Και πες μου τώρα, ποιός έχει τέτοια φωτογραφία; Ξέρεις τί κόστος έχει αυτό; Αριστεροί, Παπανδρεϊκοί και άλλοι φανατισμένοι, έφευγαν μόλις έβλεπαν την φωτογραφία. Ποιός άλλος τιμάει έτσι την μνήμη του;
1974: Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πηγαίνει στην ψαροταβέρνα με τον Παν. Παπαληγούρα και τον Πέτρο Μολυβιάτη, γενικό διευθυντή του πολιτικού του γραφείου.
εκείνος, που όλοι ήθελαν να τον πλησιάσουν, είχε συνομιλητή τον ταβερνιάρη τον Αντωνόπουλο.

- Και πώς ξεκίνησε αυτή η φιλία;
- Άκου τώρα. Ο Καραμανλής είναι εδώ μια Κυριακή και τρώει με τον Παπαληγούρα. Κι ενώ εγώ ήμουν στο νοσοκομείο με μια σοβαρή αρρώστια, την ημέρα εκείνη  πέθανε ο πατέρας μου. Και βγαίνει η μάνα μου, σ’ αυτή την ανθρωποθάλασσα -τότε ήταν εδώ όλη η Αθήνα- και λέει “κύριοι φύγετε κι όποτε ξαναπεράσετε μας πληρώνετε”. Και τότε μπαίνει μέσα στην κουζίνα ο Καραμανλής και λέει στη μάνα μου: “Η οικογένεια έχει προστάτη εμένα”.
Ο Καραμανλής ήταν λεβέντης στην ψυχή. Είχε χάρες… Πώς να ξεχάσω αυτό που έκανε; Ξέρεις πως όταν πρωτοέφυγε, τα τρία πρώτα χρόνια, ήταν όλοι με τη χούντα. Όλοι. Ύστερα άρχισαν να φεύγουν και να πηγαίνουν μαζί του. Εγώ δεν τον εγκατέλειψα ποτέ. 
Κι εκείνος, που όλοι ήθελαν να τον πλησιάσουν, είχε συνομιλητή τον ταβερνιάρη τον Αντωνόπουλο. Που δεν είχε πάει σχολείο. Μόνο δυό χρόνια στην Βάρη. Γιατί, για να κάνεις στη ζωή σου φιλία πρέπει να έχεις ανιδιοτέλεια.
Δες εδώ, στο βιβλίο του Κοττάκη για τον Καραμανλή που κυκλοφόρησε πρόσφατα, την ιστορία, πώς έκανα τον Παπούλια πρόεδρο της Δημοκρατίας. Έρχεται εδώ ο Παπούλιας ακόμα. Θες να πάμε στα Ανάκτορα να δεις πώς κάνει για μένα; Δεν λέω περισσότερα γιατί δεν θέλω να ξεφτιλίσω τον θεσμό, αλλά το σκέφτομαι και λέω… κοίτα Θεέ μου η μοίρα τί έκανε. Τί δουλειά έχω εγώ στις αίθουσες των ανακτόρων. Εγώ, ο τίποτα, να έχω βγάλει πρόεδρο της Δημοκρατίας… Εγώ, όταν όλοι αυτοί έτρωγαν και συζητούσαν ποιόν θα προτείνουν, καθόμουν σε μια γωνία. Κι όταν με ρώτησαν… για πες μας ταβερνιάρη, απλά μετέφερα την κουβέντα του Καραμανλή. Ότι ο μόνος που του φέρθηκε ωραία ήταν ο Κάρολος, απ’ όλη την κυβέρνηση του Ανδρέα.
- Και τον Ανδρέα Παπανδρέου; Τον γνωρίσατε;
- Ο Ανδρέας περνούσε εδώ τα καλοκαίρια, τα παιδικά του χρόνια. Ήμουν φίλος του. Με περνάει τέσσερα χρόνια. Ψαρεύαμε μαζί και για τρεις μήνες έμενε εδώ στα καμαράκια που νοικιάζαμε εμείς στους παραθεριστές. Έχουμε μεγαλώσει μαζί. Και την ημέρα που έγινε Πρωθυπουργός, ήταν Γενάρης θυμάμαι και χιόνιζε κι ήρθε και κάτσαμε εδώ στην γωνία. Είχαν νοικιάσει ένα ξενοδοχείο στο Καβούρι τότε κι είχαν πολιτικό γεύμα κι ήρθε να μου πει να μην κλείσω για να έρθουν να φάνε… εδώ συζήτησαν το ποιός θα γίνει Υπουργός.
Όταν ήμασταν παιδιά τον είχα πάει δυό φορές στην Βούλα. Βούτηξε εδώ κι έσκισε το κεφάλι του τη μια φορά και την άλλη τα πόδια του σε μιά άγκυρα και τον έβαλα στο ποδήλατο και τον πήγα στο νοσοκομείο. Δεν έχεις ιδέα ποιός ήταν. Ούτε ήξερε τί του γινόταν… Έλεγε τρέλες. Κι αυτοί όλοι που είχε μαζέψει ήταν για κωμωδία. Τραγική κατάσταση. Δεν τα βλέπεις τώρα; Ο Άκης, ο Λαλιώτης, ένας χωροφύλακας που ‘χε μαζέψει… ο Κουτσόγιωργας. Επίσης, η χούντα έγινε σε εκείνο εκεί το τραπέζι. Την έκανε ο Καραμπεσίνης. Ένας πράκτορας από την Καλαμάτα…
Δεν μπορείτε να φανταστείτε τί κουβέντες έχω ακούσει και τί διαστροφές τόσα χρόνια εδώ. Εγώ τον Φρόυντ τον παίρνω υπάλληλο για τα πιάτα. 

1945, άποψη μπροστά από την ψαροταβέρνα.

- Και ποιοί άλλοι διάσημοι πέρασαν από εδώ;
- Τί να σου λέω τώρα… Συλλογή διασημοτήτων θα κάνουμε; Ο Τσώρτσιλ ήρθε δυό φορές, η Σοράγια, ο Φράνκ Σινάτρα…
Άκου… εγώ όλα τα έμαθα εδώ μέσα. Δεν ξέρεις τί έχω ακούσει. Αν μ’ έβγαζες από εδώ και με πήγαινες στην πλατεία, θα πουλούσα γιαούρτια μαζί με τον Νικολάκη που είχε την ΕΒΓΑ. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τί κουβέντες έχω ακούσει και τί διαστροφές τόσα χρόνια εδώ. Εγώ τον Φρόυντ τον παίρνω υπάλληλο για τα πιάτα. Από μικρό παιδί ήμουν συλλέκτης όσων άκουγα. Πώς μαζεύει κάποιος γραμματόσημα;
Εδώ έτρωγε ο Ωνάσης όταν τον ειδοποίησαν για τον θάνατο του γιού του. Αυτός ο λογαριασμός έμεινε απλήρωτος… Αυτό ήταν και το τέλος του. Δεν μπορείς να φανταστείς. Η Χριστίνα ήταν εδώ, όλοι εδώ μέσα.
Θυμάμαι το 1957 είχε κάνει μια γιορτή εδώ στ’ Αστέρια που είχε αφήσει εποχή. Δεν είχε πάρει ακόμα την Ολυμπιακή. Μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα απ’ την Αργεντινή. Έφερε τους Πλάτερς, ένα συγκρότημα απ’ την Αμερική, έφερε τον Ρενιέ με την Γκρέις Κέλλυ κι έφερε και διακόσιες μαζορέτες απ’ το Παρίσι. Έφτιαξαν προβλήτες από βαρέλια μέσα στην θάλασσα και τις έβαλαν εκεί πάνωνα χορεύουν καν καν.  Ξέρεις τί είναι καν καν;  Έδειχναν… τα μεριά τους!

Πώς ο Ταβερνιάρης εξέλεξε Πρόεδρο της Δημοκρατίας

Από το βιβλίο του Μανώλη Κοττάκη “Καραμανλής off the record”
Ο Αντωνόπουλος, αναφέρεται στο βιβλίο, αγαπούσε τόσο πολύ τον εθνάρχη, ώστε στα επτά χρόνια της εξορίας του στο Παρίσι του έστελνε ανελλιπώς κάθε εβδομάδα φρέσκο ψάρι και φέτα Δωδώνης μαζί μ’ ένα σημείωμα που έγραφε “Η αχαριστία υποχωρεί, η νοσταλγία μεγαλώνει, σύντομα θα είσαι κοντά μας!”.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεψε στην Ελλάδα το βράδυ της 24ης Ιουλίου. Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, μέσα στις χιλιάδες σκοτούρες που είχε στο μυαλό του, θυμήθηκε τον Αντωνόπουλο και πήγε να γευματίσει στο μαγαζί του. Μόλις τον είδε, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και δάκρυσε. Φωτογραφία του συγκινητικού αυτού στιγμιότυπου υπάρχει σήμερα στους τοίχους της ταβέρνας.
Χρόνια μετά, όταν ο Ανδρέας εξαπάτησε τον εθνάρχη και πρότεινε τον Σαρτζετάκη για την προεδρία, ο Καραμανλής εξομολογήθηκε στον Αντωνόπουλο, σε μια επίσκεψή του στην Γλυφάδα όπου πήγαινε τακτικά παρέα με τον Χατζηδάκι, τον Χορν και τον Λαμπρία, το εξής: “Απ’ αυτή την παράταξη μόνο ο Παπούλιας μου φέρθηκε καλά”.
Ο Αντωνόπουλος διατήρησε ισχυρή στη μνήμη του αυτή την κουβέντα του Καραμανλή. Μετά την εκλογική νίκη της Ν.Δ. το 2004, η ταβέρνα του έγινε ξανά στέκι υπουργών και λοιπών αξιωματούχων… Σε μια από τις πολλές συνάξεις Καραμανλικών υπουργών, λοιπόν, ο γερο Αντωνόπουλος άκουσε έναν υπουργό να προβλέπει ότι ο Κώστας Καραμανλής θα προτείνει για πρόεδρο της Δημοκρατίας είτε τον Νίκο Κωνσταντόπουλο είτε τον Μίκη Θεοδωράκη. “Είστε τρελοί; Θα κάνετε πρόεδρο τον Θεοδωράκη και τον Κωνσταντόπουλο; Είναι δυνατόν; Τον Παπούλια, τον Ηπειρώτη πρέπει να κάνετε. Μην ξεχνάτε ότι ο Γεώργιος Καραμανλής, ο πατέρας του Εθνάρχη είχε καταγωγή από το Γραμμένο Ιωαννίνων”, ήταν το επιχείρημά του. Ποιος όμως ν’ ακούσει έναν αγαθό ταβερνιάρη; Οι υπουργάρες γέλασαν με το αστείο και δεν πήραν στα σοβαρά την πρόβλεψη του γερο Αντωνόπουλου. Εκείνον όμως, κάτι τον έτρωγε και, όπως διηγήθηκε σε φίλους του, έκανε κάτι απροσδόκητο: ζήτησε από τον ακαδημαϊκό Αντώνη Κουνάδη, με τον οποίο γευμάτιζε τακτικά ο Παπούλιας στην ταβέρνα του, το τηλέφωνό του στους Φραγκάδες Ιωαννίνων. Εκεί που δεν τον έβρισκε κανείς. Στο ησυχαστήριό του. Τηλεφώνησε στη στάνη του. Ο Παπούλιας αιφνιδιάστηκε. “Πού βρήκες το τηλέφωνο;” ήταν η πρώτη ερώτηση. “Ο Κουνάδης μου το έδωσε” ήταν η απάντηση. “Πιστεύω ότι θα γίνεις πρόεδρος της Δημοκρατίας…” διατύπωσε την πρόβλεψη ο ταβερνιάρης. Δεν υπήρχε τότε καμία ένδειξη περί αυτού και ο Πρόεδρος δεν έδωσε σημασία. Μην πω ότι τον πήρε και για τρελό…