Μπισκότα Παπαδοπούλου. Ένα αληθινό παραμύθι!
Η ιστορία της μπισκοτοβιομηχανίας Παπαδοπούλου μοιάζει λίγο με παραμύθι. Έχει το δράκο της, τη βασιλοπούλα της, έχει την κουζίνα με τις μαγικές συνταγές, έχει φτωχά παιδιά που γυρνάν όλη μέρα στους πλούσιους μαχαλάδες πουλώντας μπισκότα. Έχει πλούσιους και φτωχούς, ταξίδια και περιπέτειες· πολλές περιπέτειες. Και φυσικά διαθέτει ένα καλό τέλος: «…Με σκληρή δουλειά και αισιοδοξία, με εντιμότητα και τόλμη, με σεβασμό στον καταναλωτή μας, είδαμε τους κόπους μας να πιάνουν τόπο».
Μια φορά κι’ ένα καιρό λοιπόν ζούσε σε μια πλούσια πόλη που την έλεγαν Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτεύουσα μιας απέραντης αυτοκρατορίας, μια φτωχή ελληνική οικογένεια με το πιο κοινότυπο όνομα: οικογένεια Παπαδοπούλου. Ο πατέρας Γιάννης ήταν ξυλουργός και τα έφερνε δύσκολα βόλτα με την πολυμελή του οικογένεια: τη γυναίκα του Μαρία και τα τρία μικρά παιδιά τους τον Νίκο, τον Ευάγγελο και τον Θεόφιλο. Για να βοηθήσει τον άνδρα της και τα παιδιά της, η κυρά-Μαρία ζύμωνε και έψηνε κάθε μέρα κάτι θεσπέσια, γευστικά μπισκότα με μυστική συνταγή φυσικά. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε... Τα τρία αδέλφια ξεχυνόντουσαν με το πανεράκι τους στους μαχαλάδες της Πόλης πουλώντας τα πεντανόστιμα μπισκότα της μητέρας τους. Κάπως έτσι κατόρθωνε η φτωχή οικογένεια Παπαδοπούλου να τα βγάζει πέρα.
Βρισκόμαστε στο 1916. Η κυρά-Μαρία κάθε μέρα φουρνίζει όλο και περισσότερα μπισκότα, τα τρία μικρά αλωνίζουν καθημερινά την Πόλη και γυρίζουν κάθε βράδυ σπίτι τους εξαντλημένα, αλλά με άδεια πανέρια. Η κυρά-Μαρία έχει δώσει τώρα πια και όνομα στα μπισκότα της! Τα ονομάζει «πτι-μπερ», ενώ ο άνδρας της φτιάχνει μια ξύλινη σφραγίδα, με την οποία τα μπισκότα σφραγίζονται και γίνονται έτσι (πιο) αναγνωρίσιμα. Η γαλλική ονομασία (πτι μπερ = μικρά μπισκότα βουτύρου) είναι επιβεβλημένη, αφού η γαλλική ζαχαροπλαστική είναι φημισμένη σ’ όλη την Ευρώπη και η Κωνσταντινούπολη, ως μεγάλη πρωτεύουσα, ακολουθεί κι΄αυτή τον συρμό (=μόδα) της εποχής.
Και φτάνουμε στο σκοτεινό 1922. Η Μικρασιατική Καταστροφή που βρίσκεται σε εξέλιξη στα Μικρασιατικά παράλια δεν αφήνει κανένα περιθώριο ακόμη και στους Έλληνες της Πόλης. Η Μαρία Παπαδοπούλου χωρίς τον άνδρα της και με τα τρία παιδιά της επιβιβάζονται εσπευσμένα στο πλοίο που θα τους φέρει στη μακρινή Μασσαλία. Το ταξίδι κουραστικό Το πλοίο θα σταματήσει μερικές μέρες για ανεφοδιασμό υποχρεωτικά και στον Πειραιά. Η οικογένεια Παπαδοπούλου κατεβαίνει στο λιμάνι και αποφασίζει να δει και την Αθήνα λίγο προτού το πλοίο τους συνεχίσει το ταξίδι του για τη Μασσαλία…
Ας κάνουμε κι εμείς μια μικρή παύση στη διήγησή μας και ας επισκεφθούμε νοερά την Αθήνα του 1922. Τα πρώτα χρόνια η παρουσία των προσφύγων έδινε μια πολύ θλιμμένη όψη στο κέντρο της Αθήνας. Ιδιαίτερα σε όλο το μήκος της Αθηνάς, στο Μοναστηράκι και την πλατεία Λουδοβίκου-Δημαρχείου, οι περιφερόμενοι ρακένδυτοι πρόσφυγες ήταν μια ζωντανή, διαρκής υπενθύμιση της μεγάλης καταστροφής. Μιας καταστροφής, την οποία οι Αθηναίοι ήθελαν να ξεχάσουν το γρηγορότερο.
Οι δρόμοι είχαν γεμίσει παράγκες και πάγκους, όπου οι αγωνιούσες προσφυγικές οικογένειες προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους, πουλώντας από τρόφιμα και ρούχα μέχρι οικιακά σκεύη κι εφόδια. Από κοντά, φυσικά, ακόμη πιο πρόχειρα «καφενεία» και «μαγέρικα» συνέθεταν με την αταξία, τη βρωμιά και το συνωστισμό τους μια χαοτική εικόνα. Η εικόνα συμπληρωνόταν από τα υπαίθρια σαράφικα της Αιόλου, όπου οι πρόσφυγες αντάλλασσαν τα τιμαλφή τους. Για να μην ξεφύγει τελείως η κατάσταση, ο Δήμος αναγκάστηκε να δημιουργήσει στην Αθηνάς, στη Βαρβάκειο, μια νέα πιο συμμαζεμένη παραγκούπολη, ειδικά για την «αγορά των προσφύγων».
Ο αθηναϊκός λαός και ιδιαίτερα οι λαϊκές τάξεις, υποδέχτηκαν με θέρμη τους πρόσφυγες και, ξεχνώντας τα δικά τους βάσανα και προβλήματα, στριμώχτηκαν για να δώσουν χώρο, να δώσουν θέση σε μια μεγάλη ανθρώπινη μάζα που τριπλασίασε τον πληθυσμό της πόλης.
Πίνοντας τ’αναψυκτικά τους σ’ένα καφενείο κοντά στο Μοναστηράκι, η οικογένεια διαπίστωσε με έκπληξη ότι οι Αθηναίοι είχαν παντελή άγνοια από μπισκότα. Αυτό ήταν! Η ιδέα έλαμψε σαν άλλη αστραπή. Η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα και σ’ ένα λεπτό η οικογένεια Παπαδοπούλου αναφώνησε: Μένουμε Ελλάδα!!!
Οι επόμενοι μήνες βρίσκουν την οικογένεια Παπαδοπούλου να μένει σε μια προσφυγική πολυκατοικία κοντά στον Λυκαβηττό και φυσικά -παλιά μου τέχνη κόσκινο- να ψήνει «πτι-μπερ» σ’ έναν παλιό φούρνο που είχε αγοράσει. Ο Νίκος, ο Ευάγγελος και ο Θεόφιλος, παλικαράκια πια, βολτάρουν με τα ποδήλατά τους στις γειτονιές της Αθήνας. Κι οι Παλιοί Αθηναίοι μαθαίνουν σιγά-σιγά να τρώνε μπισκότα!
Στην Ευρώπη συντελείται σταδιακά μια σοβαρή μεταβολή: Το μπισκότο, λιχουδιά πολυτελείας της λαίμαργης και σπάταλης γαλλικής γαστρονομίας ήδη από τον 18ο αιώνα, δίνει τη θέση του στο μπισκότο- τρόφιμο. Αυτή η γαστριμαργική μεταβολή ευνοεί αφάνταστα το «πτι-μπερ» που είναι χορταστικό χωρίς να λιγώνει, αφού είναι ελάχιστα γλυκό. Οι δουλειές με τα μπισκότα πάνε από το καλό στο καλύτερο. Το 1935 η οικοτεχνία Μπισκότων Παπαδοπούλου μετατρέπεται σε βιοτεχνία, αφού εγκαθίσταται σένα μικρό εργοστάσιο στα Πετράλωνα, δίπλα στις γραμμές του Ηλεκτρικού και αγοράζει τα πρώτα της μηχανήματα. Ένα μικρό φορτηγό έχει αναλάβει τη διανομή που λίγα ακόμη χρόνια πριν γινόταν με ποδήλατα. Ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος έχει ήδη αναλάβει το τιμόνι της βιοτεχνίας…
Αυτό που διακρίνει τα πρώτα βήματα της βιοτεχνίας δεν είναι μόνο το καλό μπισκότο, το ανάγλυφο «με τα δοντάκια», αλλά και μια προηγμένη για την εποχή εμπορική αντίληψη. Τα μπισκότα συσκευάζονται σε καλαίσθητα τετράγωνα κουτιά από λευκοσίδηρο με ελκυστικές ετικέτες. Κυριαρχούν παιδικά μοτίβα. Ταυτόχρονα είναι και πρακτικοί αποθηκευτικοί χώροι, στους οποίους μπορεί κανείς να φυλάξει, όταν αδειάσουν, χίλια-δυο πράγματα.
Έτσι η μικρή βιοτεχνία αντιμετωπίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον εγχώριο ανταγωνισμό (μικρές βιοτεχνίες και φούρνους όπως είναι ο «Τσίτας» στην Πανεπιστημίου) και κυρίως τις εισαγόμενες αγγλικές και γαλλικές ετικέτες.
Κάπου εδώ τελειώνει και η περίοδος της Παλιάς Αθήνας που ενδιαφέρει την ιστοσελίδα και το παραμύθι μας τελειώνει…. Ας επαναλάβουμε κι εμείς το στερεότυπο: «Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα».
Η νεότερη ιστορία της εταιρείας δεν είναι διόλου παραμύθι και σίγουρα η παραπάνω ευχή μας έπιασε. Πράγματι… και ζήσανε αυτοί καλύτερα…
Στη νεότερη ιστορία της πόλης μας, τα μπισκότα Παπαδοπούλου μετατρέπονται από βιοτεχνία σε βιομηχανία. Το 1955 ανοίγει το εργοστάσιο της Πέτρου Ράλλη, που είναι και η σημερινή έδρα της επιχείρησης. Ακολουθούν τα εργοστάσια στη Θεσσαλονίκη (1974), στοΒόλο (1984) και στα Οινόφυτα (1990). Ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος θα μας δώσει σε δύο γραμμές τη φιλοσοφία της επιχείρησης που, από το 1971 έγινε Ανώνυμη Εταιρεία: «Εμείς οι παλιοί κάναμε προσεκτικά επιχειρηματικά βήματα κι όχι ριψοκίνδυνα άλματα και εφαρμόζαμε πάντα μια μακρόπνοη στρατηγική. Έτσι, με σκληρή δουλειά και αισιοδοξία, με εντιμότητα και τόλμη, με σεβασμό στον καταναλωτή μας, είδαμε τους κόπους μας να πιάνουν τόπο».
Δίπλα στα «πτι-μπερ» προστέθηκαν κράκερς, κρακεράκια, τα «Μιράντα», τα «Γεμιστά», τα «Caprice», διάφορα αρτοσκευάσματα και τόσες άλλες λιχουδιές. Όλα τα παραπάνω πλούτυναν τις επιλογές κι άνοιξαν για την επιχείρηση ακόμη περισσότερες εμπορικές ευκαιρίες στην Ελλάδα και τη δυνατότητα για πετυχημένες εξαγωγές σε 40 χώρες του εξωτερικού. Οι λέξεις «Μπισκότα» και «Παπαδοπούλου» είναι πλέον ταυτόσημες για τον καθένα μας. Από το 1996 η εταιρεία πιστοποιεί σταδιακά όλες τις διοικητικές και παραγωγικές της μονάδες σε διεθνή πρότυπα διαχείρισης ποιότητας και ασφάλισης τροφίμων (ISO-HACCP), ενώ σήμερα απασχολεί 1.000 άτομα.
Το 1992 πέθανε ο «Πατριάρχης» της επιχείρησης, Ευάγγελος Παπαδόπουλος. Ένα χρόνο νωρίτερα ο γαλλικός κολοσσός γαλακτοκομικών «Danone», εξασφάλισε με 10% τη συμμετοχή του στην ελληνική επιχείρηση. Γρήγορα αποδείχτηκε ότι τα επιχειρηματικά οράματα του Ευάγγελου Παπαδόπουλου δεν συνέπιπταν με τους στρατηγικούς στόχους της γαλλικής εταιρείας. Τον νομικό γόρδιο δεσμό ανέλαβε να λύσει η πρωτότοκος κόρη του Ευάγγελου, Ιωάννα, σπουδασμένη χημικός, που από μικρή μπερδευόταν καθημερινά στα πόδια και στην επιχείρηση του πατέρα της. Το 2008 προς μεγάλη έκπληξη του επιχειρηματικού κόσμου κατόρθωσε να συγκεντρώσει το 100% των μετοχών της επιχείρησης. Πολλοί της έχουν δώσει από τότε το προσωνύμιο «σιδηρά κυρία».
Διαφωνώ κάθετα! Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω την κυρία Ιωάννα την δεκαετία του ’80 σε ένα σεμινάριο πωλήσεων που έκανα, σε μια χούφτα τότε πωλητών της εταιρείας. Θυμάμαι ακόμη με πόσο ενδιαφέρον παρακολουθούσε και προσπαθούσε να κατανοήσει τις ραγδαίες εξελίξεις του Μάρκετινγκ και των Πωλήσεων. Ταυτόχρονα, θυμάμαι έντονα πόσο ζεστός και ανθρώπινος χαρακτήρας ήταν. Την ξαναείδα πέρσι με αφορμή την έκδοση του βιβλίου μου. Ίδια κι απαράλλακτη! Στο σοβαρό πρόσωπό της θαρρώ ακόμη πως διαβάζω τα «πιστεύω» του πατέρα της: «Σκληρή δουλειά, αισιοδοξία, εντιμότητα και τόλμη».
Στην πολύ ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα της επιχείρησης www.papadopoulou.gr μπορεί κάποιος να εκτιμήσει το κοινωνικό πρόσωπο της επιχείρησης. Χορηγίες και δωρεές εκεί που πρέπει, πιστοποιούν ότι ποτέ η οικογένεια δεν ξέχασε την ταπεινή καταγωγή της.
Ψάχνοντας την αθέατη πλευρά του κοινωνικού της έργου, ξετρύπωσα στην ιστοσελίδα τηςΣεμίνας Διγενή www.brainco.gr μια προσωπική της «γλυκιά ανάμνηση»:
«Ήμουν 6 χρονών και μέναμε με την οικογένειά μου στις εργατικές πολυκατοικίες στου Ρέντη. Κάθε πρωί έμπαινε απ’ το παράθυρο η γαργαλιστική μυρουδιά του γειτονικού εργοστασίου μπισκότων, μυρουδιά που νόμιζα ότι γινόταν… γεύση κάθε φορά που την εισέπνεα βαθειά και παρατεταμένα. Δεν τα συμπεριλαμβάναμε στο πρωινό μας λόγω ιδιαιτέρως χαμηλού προϋπολογισμού… Κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω, αφού αντικειμενικά τα μπισκότα με το γάλα ήταν καλύτερος συνδυασμός από το ψωμί.
»Ώσπου ξημέρωσε μια υπέροχη μέρα και άκουσα μια γειτόνισσα να λέει στη γιαγιά μου, ότι η οικογένεια Παπαδοπούλου αποφάσισε να μοιράζουν στις φτωχές οικογένειες της περιοχής ολόκληρη την ποσότητα των μπισκότων που έσπαγαν κατά την διάρκεια της παραγωγής.
»Υπάρχει Θεός, σκέφθηκα, και το μόνο που έσπευσα να πω στη γιαγιά μου ήταν να πάει από βραδύς στην ουρά για να πάρει τα καλύτερα μπισκότα και να ζητήσει οπωσδήποτε τα «Μιράντα»!...
»Το επόμενο πρωί η γιαγιά Σοφία ήλθε χαμογελαστή στο κρεβάτι μου μ’ ένα ποτήρι γάλα κι’ ένα βουνό από κάθε είδος μπισκότα Παπαδοπούλου!»
Φέτος η επιχείρηση γιορτάζει τα 90 χρόνια παρουσίας της στην Ελλάδα. Είναι ευνόητο πως δεν θα ήταν διόλου σωστό από μέρους μου να ευχηθώ στα Μπισκότα Παπαδοπούλου μονάχα «Να τα εκατοστίσουν», αλλά: Πάντα επιτυχίες!!!
Μια φορά κι’ ένα καιρό λοιπόν ζούσε σε μια πλούσια πόλη που την έλεγαν Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτεύουσα μιας απέραντης αυτοκρατορίας, μια φτωχή ελληνική οικογένεια με το πιο κοινότυπο όνομα: οικογένεια Παπαδοπούλου. Ο πατέρας Γιάννης ήταν ξυλουργός και τα έφερνε δύσκολα βόλτα με την πολυμελή του οικογένεια: τη γυναίκα του Μαρία και τα τρία μικρά παιδιά τους τον Νίκο, τον Ευάγγελο και τον Θεόφιλο. Για να βοηθήσει τον άνδρα της και τα παιδιά της, η κυρά-Μαρία ζύμωνε και έψηνε κάθε μέρα κάτι θεσπέσια, γευστικά μπισκότα με μυστική συνταγή φυσικά. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε... Τα τρία αδέλφια ξεχυνόντουσαν με το πανεράκι τους στους μαχαλάδες της Πόλης πουλώντας τα πεντανόστιμα μπισκότα της μητέρας τους. Κάπως έτσι κατόρθωνε η φτωχή οικογένεια Παπαδοπούλου να τα βγάζει πέρα.
Βρισκόμαστε στο 1916. Η κυρά-Μαρία κάθε μέρα φουρνίζει όλο και περισσότερα μπισκότα, τα τρία μικρά αλωνίζουν καθημερινά την Πόλη και γυρίζουν κάθε βράδυ σπίτι τους εξαντλημένα, αλλά με άδεια πανέρια. Η κυρά-Μαρία έχει δώσει τώρα πια και όνομα στα μπισκότα της! Τα ονομάζει «πτι-μπερ», ενώ ο άνδρας της φτιάχνει μια ξύλινη σφραγίδα, με την οποία τα μπισκότα σφραγίζονται και γίνονται έτσι (πιο) αναγνωρίσιμα. Η γαλλική ονομασία (πτι μπερ = μικρά μπισκότα βουτύρου) είναι επιβεβλημένη, αφού η γαλλική ζαχαροπλαστική είναι φημισμένη σ’ όλη την Ευρώπη και η Κωνσταντινούπολη, ως μεγάλη πρωτεύουσα, ακολουθεί κι΄αυτή τον συρμό (=μόδα) της εποχής.
Και φτάνουμε στο σκοτεινό 1922. Η Μικρασιατική Καταστροφή που βρίσκεται σε εξέλιξη στα Μικρασιατικά παράλια δεν αφήνει κανένα περιθώριο ακόμη και στους Έλληνες της Πόλης. Η Μαρία Παπαδοπούλου χωρίς τον άνδρα της και με τα τρία παιδιά της επιβιβάζονται εσπευσμένα στο πλοίο που θα τους φέρει στη μακρινή Μασσαλία. Το ταξίδι κουραστικό Το πλοίο θα σταματήσει μερικές μέρες για ανεφοδιασμό υποχρεωτικά και στον Πειραιά. Η οικογένεια Παπαδοπούλου κατεβαίνει στο λιμάνι και αποφασίζει να δει και την Αθήνα λίγο προτού το πλοίο τους συνεχίσει το ταξίδι του για τη Μασσαλία…
Ας κάνουμε κι εμείς μια μικρή παύση στη διήγησή μας και ας επισκεφθούμε νοερά την Αθήνα του 1922. Τα πρώτα χρόνια η παρουσία των προσφύγων έδινε μια πολύ θλιμμένη όψη στο κέντρο της Αθήνας. Ιδιαίτερα σε όλο το μήκος της Αθηνάς, στο Μοναστηράκι και την πλατεία Λουδοβίκου-Δημαρχείου, οι περιφερόμενοι ρακένδυτοι πρόσφυγες ήταν μια ζωντανή, διαρκής υπενθύμιση της μεγάλης καταστροφής. Μιας καταστροφής, την οποία οι Αθηναίοι ήθελαν να ξεχάσουν το γρηγορότερο.
Οι δρόμοι είχαν γεμίσει παράγκες και πάγκους, όπου οι αγωνιούσες προσφυγικές οικογένειες προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους, πουλώντας από τρόφιμα και ρούχα μέχρι οικιακά σκεύη κι εφόδια. Από κοντά, φυσικά, ακόμη πιο πρόχειρα «καφενεία» και «μαγέρικα» συνέθεταν με την αταξία, τη βρωμιά και το συνωστισμό τους μια χαοτική εικόνα. Η εικόνα συμπληρωνόταν από τα υπαίθρια σαράφικα της Αιόλου, όπου οι πρόσφυγες αντάλλασσαν τα τιμαλφή τους. Για να μην ξεφύγει τελείως η κατάσταση, ο Δήμος αναγκάστηκε να δημιουργήσει στην Αθηνάς, στη Βαρβάκειο, μια νέα πιο συμμαζεμένη παραγκούπολη, ειδικά για την «αγορά των προσφύγων».
Ο αθηναϊκός λαός και ιδιαίτερα οι λαϊκές τάξεις, υποδέχτηκαν με θέρμη τους πρόσφυγες και, ξεχνώντας τα δικά τους βάσανα και προβλήματα, στριμώχτηκαν για να δώσουν χώρο, να δώσουν θέση σε μια μεγάλη ανθρώπινη μάζα που τριπλασίασε τον πληθυσμό της πόλης.
Πίνοντας τ’αναψυκτικά τους σ’ένα καφενείο κοντά στο Μοναστηράκι, η οικογένεια διαπίστωσε με έκπληξη ότι οι Αθηναίοι είχαν παντελή άγνοια από μπισκότα. Αυτό ήταν! Η ιδέα έλαμψε σαν άλλη αστραπή. Η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα και σ’ ένα λεπτό η οικογένεια Παπαδοπούλου αναφώνησε: Μένουμε Ελλάδα!!!
Οι επόμενοι μήνες βρίσκουν την οικογένεια Παπαδοπούλου να μένει σε μια προσφυγική πολυκατοικία κοντά στον Λυκαβηττό και φυσικά -παλιά μου τέχνη κόσκινο- να ψήνει «πτι-μπερ» σ’ έναν παλιό φούρνο που είχε αγοράσει. Ο Νίκος, ο Ευάγγελος και ο Θεόφιλος, παλικαράκια πια, βολτάρουν με τα ποδήλατά τους στις γειτονιές της Αθήνας. Κι οι Παλιοί Αθηναίοι μαθαίνουν σιγά-σιγά να τρώνε μπισκότα!
Στην Ευρώπη συντελείται σταδιακά μια σοβαρή μεταβολή: Το μπισκότο, λιχουδιά πολυτελείας της λαίμαργης και σπάταλης γαλλικής γαστρονομίας ήδη από τον 18ο αιώνα, δίνει τη θέση του στο μπισκότο- τρόφιμο. Αυτή η γαστριμαργική μεταβολή ευνοεί αφάνταστα το «πτι-μπερ» που είναι χορταστικό χωρίς να λιγώνει, αφού είναι ελάχιστα γλυκό. Οι δουλειές με τα μπισκότα πάνε από το καλό στο καλύτερο. Το 1935 η οικοτεχνία Μπισκότων Παπαδοπούλου μετατρέπεται σε βιοτεχνία, αφού εγκαθίσταται σένα μικρό εργοστάσιο στα Πετράλωνα, δίπλα στις γραμμές του Ηλεκτρικού και αγοράζει τα πρώτα της μηχανήματα. Ένα μικρό φορτηγό έχει αναλάβει τη διανομή που λίγα ακόμη χρόνια πριν γινόταν με ποδήλατα. Ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος έχει ήδη αναλάβει το τιμόνι της βιοτεχνίας…
Αυτό που διακρίνει τα πρώτα βήματα της βιοτεχνίας δεν είναι μόνο το καλό μπισκότο, το ανάγλυφο «με τα δοντάκια», αλλά και μια προηγμένη για την εποχή εμπορική αντίληψη. Τα μπισκότα συσκευάζονται σε καλαίσθητα τετράγωνα κουτιά από λευκοσίδηρο με ελκυστικές ετικέτες. Κυριαρχούν παιδικά μοτίβα. Ταυτόχρονα είναι και πρακτικοί αποθηκευτικοί χώροι, στους οποίους μπορεί κανείς να φυλάξει, όταν αδειάσουν, χίλια-δυο πράγματα.
Έτσι η μικρή βιοτεχνία αντιμετωπίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον εγχώριο ανταγωνισμό (μικρές βιοτεχνίες και φούρνους όπως είναι ο «Τσίτας» στην Πανεπιστημίου) και κυρίως τις εισαγόμενες αγγλικές και γαλλικές ετικέτες.
Κάπου εδώ τελειώνει και η περίοδος της Παλιάς Αθήνας που ενδιαφέρει την ιστοσελίδα και το παραμύθι μας τελειώνει…. Ας επαναλάβουμε κι εμείς το στερεότυπο: «Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα».
Η νεότερη ιστορία της εταιρείας δεν είναι διόλου παραμύθι και σίγουρα η παραπάνω ευχή μας έπιασε. Πράγματι… και ζήσανε αυτοί καλύτερα…
Στη νεότερη ιστορία της πόλης μας, τα μπισκότα Παπαδοπούλου μετατρέπονται από βιοτεχνία σε βιομηχανία. Το 1955 ανοίγει το εργοστάσιο της Πέτρου Ράλλη, που είναι και η σημερινή έδρα της επιχείρησης. Ακολουθούν τα εργοστάσια στη Θεσσαλονίκη (1974), στοΒόλο (1984) και στα Οινόφυτα (1990). Ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος θα μας δώσει σε δύο γραμμές τη φιλοσοφία της επιχείρησης που, από το 1971 έγινε Ανώνυμη Εταιρεία: «Εμείς οι παλιοί κάναμε προσεκτικά επιχειρηματικά βήματα κι όχι ριψοκίνδυνα άλματα και εφαρμόζαμε πάντα μια μακρόπνοη στρατηγική. Έτσι, με σκληρή δουλειά και αισιοδοξία, με εντιμότητα και τόλμη, με σεβασμό στον καταναλωτή μας, είδαμε τους κόπους μας να πιάνουν τόπο».
Δίπλα στα «πτι-μπερ» προστέθηκαν κράκερς, κρακεράκια, τα «Μιράντα», τα «Γεμιστά», τα «Caprice», διάφορα αρτοσκευάσματα και τόσες άλλες λιχουδιές. Όλα τα παραπάνω πλούτυναν τις επιλογές κι άνοιξαν για την επιχείρηση ακόμη περισσότερες εμπορικές ευκαιρίες στην Ελλάδα και τη δυνατότητα για πετυχημένες εξαγωγές σε 40 χώρες του εξωτερικού. Οι λέξεις «Μπισκότα» και «Παπαδοπούλου» είναι πλέον ταυτόσημες για τον καθένα μας. Από το 1996 η εταιρεία πιστοποιεί σταδιακά όλες τις διοικητικές και παραγωγικές της μονάδες σε διεθνή πρότυπα διαχείρισης ποιότητας και ασφάλισης τροφίμων (ISO-HACCP), ενώ σήμερα απασχολεί 1.000 άτομα.
Το 1992 πέθανε ο «Πατριάρχης» της επιχείρησης, Ευάγγελος Παπαδόπουλος. Ένα χρόνο νωρίτερα ο γαλλικός κολοσσός γαλακτοκομικών «Danone», εξασφάλισε με 10% τη συμμετοχή του στην ελληνική επιχείρηση. Γρήγορα αποδείχτηκε ότι τα επιχειρηματικά οράματα του Ευάγγελου Παπαδόπουλου δεν συνέπιπταν με τους στρατηγικούς στόχους της γαλλικής εταιρείας. Τον νομικό γόρδιο δεσμό ανέλαβε να λύσει η πρωτότοκος κόρη του Ευάγγελου, Ιωάννα, σπουδασμένη χημικός, που από μικρή μπερδευόταν καθημερινά στα πόδια και στην επιχείρηση του πατέρα της. Το 2008 προς μεγάλη έκπληξη του επιχειρηματικού κόσμου κατόρθωσε να συγκεντρώσει το 100% των μετοχών της επιχείρησης. Πολλοί της έχουν δώσει από τότε το προσωνύμιο «σιδηρά κυρία».
Διαφωνώ κάθετα! Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω την κυρία Ιωάννα την δεκαετία του ’80 σε ένα σεμινάριο πωλήσεων που έκανα, σε μια χούφτα τότε πωλητών της εταιρείας. Θυμάμαι ακόμη με πόσο ενδιαφέρον παρακολουθούσε και προσπαθούσε να κατανοήσει τις ραγδαίες εξελίξεις του Μάρκετινγκ και των Πωλήσεων. Ταυτόχρονα, θυμάμαι έντονα πόσο ζεστός και ανθρώπινος χαρακτήρας ήταν. Την ξαναείδα πέρσι με αφορμή την έκδοση του βιβλίου μου. Ίδια κι απαράλλακτη! Στο σοβαρό πρόσωπό της θαρρώ ακόμη πως διαβάζω τα «πιστεύω» του πατέρα της: «Σκληρή δουλειά, αισιοδοξία, εντιμότητα και τόλμη».
Στην πολύ ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα της επιχείρησης www.papadopoulou.gr μπορεί κάποιος να εκτιμήσει το κοινωνικό πρόσωπο της επιχείρησης. Χορηγίες και δωρεές εκεί που πρέπει, πιστοποιούν ότι ποτέ η οικογένεια δεν ξέχασε την ταπεινή καταγωγή της.
Ψάχνοντας την αθέατη πλευρά του κοινωνικού της έργου, ξετρύπωσα στην ιστοσελίδα τηςΣεμίνας Διγενή www.brainco.gr μια προσωπική της «γλυκιά ανάμνηση»:
«Ήμουν 6 χρονών και μέναμε με την οικογένειά μου στις εργατικές πολυκατοικίες στου Ρέντη. Κάθε πρωί έμπαινε απ’ το παράθυρο η γαργαλιστική μυρουδιά του γειτονικού εργοστασίου μπισκότων, μυρουδιά που νόμιζα ότι γινόταν… γεύση κάθε φορά που την εισέπνεα βαθειά και παρατεταμένα. Δεν τα συμπεριλαμβάναμε στο πρωινό μας λόγω ιδιαιτέρως χαμηλού προϋπολογισμού… Κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω, αφού αντικειμενικά τα μπισκότα με το γάλα ήταν καλύτερος συνδυασμός από το ψωμί.
»Ώσπου ξημέρωσε μια υπέροχη μέρα και άκουσα μια γειτόνισσα να λέει στη γιαγιά μου, ότι η οικογένεια Παπαδοπούλου αποφάσισε να μοιράζουν στις φτωχές οικογένειες της περιοχής ολόκληρη την ποσότητα των μπισκότων που έσπαγαν κατά την διάρκεια της παραγωγής.
»Υπάρχει Θεός, σκέφθηκα, και το μόνο που έσπευσα να πω στη γιαγιά μου ήταν να πάει από βραδύς στην ουρά για να πάρει τα καλύτερα μπισκότα και να ζητήσει οπωσδήποτε τα «Μιράντα»!...
»Το επόμενο πρωί η γιαγιά Σοφία ήλθε χαμογελαστή στο κρεβάτι μου μ’ ένα ποτήρι γάλα κι’ ένα βουνό από κάθε είδος μπισκότα Παπαδοπούλου!»
Φέτος η επιχείρηση γιορτάζει τα 90 χρόνια παρουσίας της στην Ελλάδα. Είναι ευνόητο πως δεν θα ήταν διόλου σωστό από μέρους μου να ευχηθώ στα Μπισκότα Παπαδοπούλου μονάχα «Να τα εκατοστίσουν», αλλά: Πάντα επιτυχίες!!!