Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

-ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΙΝΟ-

 

"Το βράδυ θα έφευγε με το τραίνο.
Έπρεπε να γυρίσει πίσω στη σχολή της.
Είχε διαλέξει το βραδινό για να περάσουμε
μια ολόκληρη μέρα πάρα πάνω μαζί.
Για πρώτη φορά έκλαιγε “σώπα -της είπα
προσπαθώντας να κάνω τον δυνατό-
δεν είναι μακριά το Πάσχα που θα ξανά ‘ρθεις.”
Με κοίταξε και σαν να πήρε κουράγιο,
μου χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι.
“έχεις δίκιο ψέλλισε, μα να κάτι μέσα μου
σφίγγει την καρδιά και με φοβίζει.”
“Κουταμάρες” είπα, ενώ ένα ίδιο σφίξιμο
πρωτόγνωρο ένιωθα κι εγώ μέσα μου.
Απ’ το δημοτικό είμαστε μαζί, μα μας
χώρισαν οι σπουδές. Εκείνη Θεσσαλονίκη
κι εγώ στην Αθήνα στο Πολυτεχνείο.
Μας είχε μείνει ένας χρόνος ακόμα
και μετά ονειρευόμαστε μια καλή
δουλειά κι αν όλα πήγαιναν καλά γάμος.
Πήγαμε κάπως νωρίτερα στο σταθμό
και κάτσαμε στο κυλικείο για ένα καφέ.
Σε λίγο το τραίνο μπήκε σφυρίζοντας.
Κράτησα την βαλίτσα της και την πήγα
μέχρι την πόρτα του βαγονιού. Δεν ξέρω
τι ήταν αυτό μέσα μου, μα σαν μια φωνή
να μου ψιθύριζε “κράτησέ την ακόμα
να χάσει αυτό το τραίνο.”
Μπήκε βρήκε το κάθισμα και κρεμάστηκε
στο παράθυρο, Με κοίταγε μ’ ένα επίμονο
βλέμμα σαν να ‘χε να με δει χρόνια
και προσπαθούσε να με χορτάσει.
“Μόλις φτάσεις να με πάρεις” της είπα,
καθώς το τραίνο σφύριξε ξεκινώντας.
Την πήγα μέχρι την άκρη της προβλήτας
και την ακολούθησα με το βλέμμα
μέχρι που την έχασα στο βάθος.
Γύρισα σπίτι και καθώς αισθανόμουν
μια αδικαιολόγητη κούραση έπεσα
κατευθείαν για ύπνο. Όλη την νύκτα
δεν μπόρεσα λεπτό να ησυχάσω,
ένας εφιάλτης με πίεζε στο στήθος
και στριφογύριζα να του ξεφύγω.
Κατά το πρωί με πήρε ένας βαρύς ύπνος.
Όταν ξύπνησα το κεφάλι μου πήγαινε
να σπάσει και μια ταραχή μ’ έκαμε
να τρέμω σαν φυλλαράκι που το
φυσά ένας δυνατός Βοριάς.
Έκανα έναν καφέ και άνοιξα την
τηλεόραση για να χαζέψω λιγάκι.
“Υπάρχουν –είπε ο παρουσιαστής-
τριάντα τέσσερα πτώματα μέχρι τώρα
και ο αριθμός αυτός θ’ αυξηθεί”,
ενώ μια καταστροφή τύλιγε
ολόκληρη την οθόνη. Πετάχτηκα
και άρπαξα το τηλέφωνο να την
καλέσω …. όσες φορές όμως κι
αν επιχείρησα δεν έπαιρνα απάντηση.
Πήρα το πρώτο τραίνο και έφυγα
για Λάρισα. Είχα ακούσει πως
εκεί είχαν πάει τραυματίες και
πτώματα. Σ’ όλη την διαδρομή
κράτησα την σκέψη μου άδεια
για να μπορέσω να σταθώ στα
πόδια μου, ακόμα και μια σκέψη
θα μ’ έριχνε στην γη σκοτωμένο.
Στο νοσοκομείο γινόταν ένας χαμός,
μανάδες έκλαιγαν και ζητούσαν
τα παιδιά τους, τραυματιοφορείς
περνούσαν τσουλώντας καρότσια
με σκεπασμένα πτώματα.
Στις λίστες με τους τραυματίες
δεν την βρήκα κι έτσι μ’ απόμεινε
να μ’ οδηγήσει ένας νοσοκόμος
στον νεκροθάλαμο γι’ αναγνώριση.
Τότε θυμήθηκα την φωνή μέσα μου
που μου ‘λεγε “κράτησέ την ακόμα
να χάσει αυτό το τραίνο.”
Έβγαλα μια κραυγή και έχασα
τον κόσμο από μπροστά μου."
Γράφει ο *Γιώργος Νικολάου*

Δεν υπάρχουν σχόλια: