Σάββατο 29 Απριλίου 2017

ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ


 Σχετική εικόνα
Όρος Πάστρα 
Το Όρος Πάστρα είναι βουνό της Δυτικής Αττικής με μέγιστο υψόμετρο 1.025 μέτρα. Βρίσκεται στα σύνορα της Δυτικής Αττικής και της Βοιωτίας και παρεμβάλλεται ανάμεσα στον Κιθαιρώνα και στην Πάρνηθα. Μπορεί να θεωρηθεί και τμήμα των παραπάνω βουνών.
Στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Πάστρα βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης των Ελευθερών. Στο όρος Πάστρα κατέπεσε στις 20 Δεκεμβρίου του 1997 αεροσκάφος C-130 της πολεμικής αεροπορίας με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και οι πέντε επιβαίνοντες. Αυτό ήταν το δεύτερο ατύχημα με αεροπλάνο C-130 μετά το πολύνεκρο ατύχημα στο όρος Όθρυς, το 1991

Βουνό Φυλής 
Το Βουνό Φυλής είναι ύψωμα που βρίσκεται βόρεια της Φυλής, στην δυτική Πάρνηθα. Ουσιαστικά ονομάζεται έτσι μία χαμηλή κορυφή της δυτικής Πάρνηθας, πάνω στην οποία είναι χτισμένο το κάστρο της Φυλής. Το κάστρο είναι χτισμένο στην κορυφή του υψώματος σε υψόμετρο 687 μέτρων. Χτίστηκε από τους αρχαίους Αθηναίους για την προστασία της Αθήνας από τους Θηβαίους και άλλους επιδρομείς. Στην περιοχή του κάστρου βρισκόταν ο αρχαίος δήμος Φυλής


Γεράνεια Όρη

Τα Γεράνεια Όρη είναι οροσειρά που καταλαμβάνει το ανατολικότερο τμήμα του νομού Κορινθίας και φτάνει μέχρι τα όρια της Δυτικής Αττικής. Εκτείνεται κατά διεύθυνση Ανατολή - Δύση, δυτικά του Όρους Πατέρα στα Μέγαρα και βόρεια του Λουτρακίου, καταλήγωντας στο Ακρωτήριο των Ολμιών στον Κορινθιακό κόλπο.
Είναι βουνό σχετικά απόκρημνο γνωστό από την αρχαιότητα, με όνομα θηλυκού γένους η Γεράνεια, ή Γερανεία, όπως το αναφέρουν ο Θουκυδίδης και ο Παυσανίας. Το όνομά του οφείλεται, κατά την αρχαία παράδοση, από τους γερανούς που οδήγησαν τον Μέγαρο σε αυτά για να σωθεί κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Κατά τον Παυσανία Γερανία ονομάζονταν η χερσαία απόληξη των Μεγάρων που μοιάζει με λαιμό γερανού.
Οι νοτιοανατολικές παρυφές του καταλήγουν στις Σκιρωνίδες πέτρες, (σημερινή Κακιά Σκάλα) απ΄ όπου ο Θησέας γκρέμισε τον περιβόητο Σκίρωνα, εξ ου και η ονομασία τους.
Μετά τη μάχη των Θερμοπυλών οι Σπαρτιάτες με επιχώσεις απέκλεισαν τον αρχαίο δρόμο των Σκιρωνίδων και κατασκεύασαν το τείχος του Ισθμού της Κορίνθου. Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος στρατοπέδευσαν εδώ οι Κορίνθιοι, πριν βαδίσουν προς τη Μεγαρίδα.
Σήμερα το βουνό περιστοιχίζεται από τους δήμους Μεγάρων, Αγίων Θεοδώρων, Βιλίων, Λουτρακίου.
Το βουνό διαθέτει πλούσια χλωρίδα από πεύκα, δρύες, έλατα και αποτελεί βιότοπο περίπου 950 ειδών φυτών και δεκάδων ειδών ζώων. Αποτελεί προστατευόμενη περιοχή του Natura 2000. Προσφέρεται για αναρρίχηση, πεζοπορία και ορεινή ποδηλασία. Η θέα από τις κορυφές του καλύπτει όλη τη γύρω περιοχή, Αττική, Μέγαρα, Σαρωνικό και Κορινθιακός κόλπος. Ψηλότερη κορυφή το Μακρυπλάγι στα 1.369 μέτρα όπου και υπάρχει πύργος επικοινωνιών του ΟΤΕ.

Διονυσοβούνι

Το Διονυσοβούνι είναι μικρό βουνό της Αττικής που βρίσκεται βόρεια της Πεντέλης με την οποία συνδέεται. Έχει υψόμετρο 651 μέτρα. Βρίσκεται ανάμεσα στους οικισμούς Διόνυσος, Ροδόπολη και Σταμάτα. Το Διονυσοβούνι καλυπτόταν από πυκνό πευκοδάσος μέχρι την καταστροφική πυρκαγιά του 2009, που έκαψε σχεδόν ολοσχερώς το βουνό[1]. Πιο παλιά, την εποχή της Αρχαίας Αθήνας, το βουνό είχε πυκνό δάσος από βελανιδιές, καθώς και καρυδιές, το οποίο αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από την χαλέπιο πεύκη.
Στην νότια πλαγιά του βουνού βρίσκονται τα λατομεία Διονύσου.

Βλάστηση

Πιο παλιά, την εποχή της Αρχαίας Αθήνας, το βουνό είχε πυκνό δάσος από βελανιδιές, καθώς και καρυδιές, το οποίο αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από την χαλέπιο πεύκη από την υπερβολική υλοτομία για ναυπήγηση των αθηναϊκών πλοίων.[εκκρεμεί παραπομπή] Ακόμα φυτρώνουν κουτσουπιές, πουρνάρια και κουμαριές. Το Διονυσοβούνι καλυπτόταν από πυκνό πευκοδάσος μέχρι την καταστροφική πυρκαγιά του 2009, που έκαψε σχεδόν ολοσχερώς το βουνό[1]. Η φωτιά του 2009 έκαψε τα μικρά πεύκα που είχαν φυτρώσει στο βουνό μετά τις φωτιές το 1996 και το 1998 με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον δυνατή η φυσική αναδάσωση[2]. Στο βουνό δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία αναδάσωση. Έχει προταθεί η αναδάσωση να γίνει με βελανιδιές, το κυρίαρχο είδος που ευδοκιμούσε από παλιά στο βουνό και το όποιο είναι πιο ανθεκτικό στη φωτιά.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στο βουνό δεν παρατηρούνται πολλές πηγές παρά μόνο στο βόρειο κομμάτι του βουνού (στην πλευρά της Ροδόπολης). Πιο παλιά υπήρχε μια μεγάλη λίμνη στην νοτιοανατολική πλευρά του βουνού, η οποία σήμερα είναι κατεστραμμένη από το λατομείο. Πολλοί χείμμαροι υπάρχουν ακόμα, οι οποίοι δυστυχώς γεμίζουν με νερό μόνο όταν βρέχει ή χιονίζει.
Το νέο νεκροταφείο Ροδοπόλεως βρίσκεται στο βουνό και πίσω του παρατηρείται μια πεδιάδα με λεύκες με μια λίμνη κατά τους χειμερινούς μήνες.
Στο βουνό λειτουργούν λατομεία μαρμάρου, καθώς το μάρμαρο στο βουνό έχει την ίδια σύσταση και υφή με το πεντελικό μάρμαρο.[3] Τα λατομεία Διονύσου έχουν κατέστρεψει ολοσχερώς την νότια πλευρά του Διονυσοβουνίου. Πέρα από την ηχορρύπανση, εκπομπή αερίων και σκόνη από την κοπή των μαρμάρων, λέγεται πως η εταιρία dionyssomarble θα συνεχίσει μέχρι να κοπεί όλο το βουνό.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στα λατομεία τις 12 Ιουνίου 2015 έλαβε χώρα αγώνας του παγκόσμιου πρωταθλήματος ελεύθερου μότοκρος Red Bull X-Fighters.

 

Κιθαιρώνας

Ο Κιθαιρώνας είναι πευκόφυτος ορεινός όγκος μεταξύ του όρους Πατέρα, των Γερανείων ορέων, και της Πάρνηθας. Τοποθετείται στα σύνορα Αττικοβοιωτίας, μεταξύ των ορεινών κοινοτήτων των δύο νομών. Η υψηλότερη κορυφή του Κιθαιρώνα λέγεται Προφήτης Ηλίας ή Ελατιάς και έχει υψόμετρο 1.409 μέτρα.[1] Η βλάστηση του Κιθαιρώνα είναι παρόμοια με τη βλάστηση της γειτονικής του Πάρνηθας. Διαθέτει αρκετά πευκοδάση σε χαμηλότερα υψόμετρα και ένα ελατοδάσος, γύρω από την κορυφή του.[2] Σύμφωνα με τη μυθολογία η ονομασία του οφείλεται στον Κιθαιρώνα, μυθικό βασιλιά των Πλαταιών.

Ιστορικά στοιχεία

Ο Κιθαιρώνας στην αρχαιότητα αποτελούσε το σύνορο μεταξύ της Βοιωτίας και της Μεγαρίδας. Η σημαντικότερη βοιωτική πόλη στους πρόποδες του Κιθαιρώνα ήταν οι Πλαταιές. Άλλες βοιωτικές πόλεις στις πλαγιές και τους πρόποδες του Κιθαιρώνα ήταν οι Ερυθρές, ο Σκώλος, τα Λεύκτρα και οι Ελευθερές. Η τελευταία πόλη αποτελούσε κέντρο λατρείας του Διονύσου, η λατρεία του οποίου, πέρασε και στην Αττική όταν η πόλη καταλήφθηκε από τους Αθηναίους.[3] Μεγαρική πόλη κοντά στους πρόποδες του Κιθαιρώνα ήταν τα Αιγόσθενα.
Από τον Κιθαιρώνα διέρχονται σημαντικές διαβάσεις από την Αττική προς τη Βοιωτία, ο έλεγχος των οποίων ήταν στρατηγικής σημασίας στο παρελθόν. Τις διαβάσεις αυτές προσπάθησε να ελέγξει ο Μαρδόνιος που είχε στρατοπεδεύσει στην περιοχή των Πλαταιών, το 479 π.Χ., όπου και διεξήχθη η ομώνυμη μάχη. Οι διαβάσεις του Κιθαιρώνα προστατεύονταν από ισχυρά φρούρια όπως τα φρούρια των Ελευθερών, το Πάνακτο, το φρούριο της Φυλής κ.α.
Στα νεότερα χρόνια στην περιοχή του Κιθαιρώνα εγκαταστάθηκαν πληθυσμοί Αρβανιτών που ίδρυσαν αρκετά χωριά, σημαντικότερο απ’ τα οποία είναι σήμερα οι Ερυθρές

Μυθολογικά στοιχεία

Ο Κιθαιρώνας συνδέεται με πολλές μυθολογικές παραδόσεις, κυρίως με μύθους που ανήκουν στον Θηβαϊκό κύκλο.
Στον Κιθαιρώνα εγκαταλείφθηκε σε βρεφική ηλικία ο Οιδίποδας, όπου τον βρήκε ένας βοσκός και τον παρέδωσε στη Μερόπη, τη γυναίκα του βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβου.
Σύμφωνα με άλλο μύθο, στον Κιθαιρώνα μεγάλωσαν από κάποιο βοσκό, τα παιδιά της Αντιόπης, ο Ζήθος και ο Αμφίονας που έγιναν στη συνέχεια βασιλιάδες της Θήβας.
Άλλος μύθος που αφορά το βουνό είναι ο μύθος για το Λιοντάρι του Κιθαιρώνα. Το λιοντάρι ζούσε στο βουνό και προκαλούσε τρόμο στους κατοίκους της περιοχής. Κατάφερε τελικά να το σκοτώσει ο Ηρακλής.

Κυριότερα αξιοθέατα

Κυριότερα αξιοθέατα του Κιθαιρώνα είναι ο αρχαιολογικός χώρος των Πλαταιών και των Λεύκτρων στους βόρειους πρόποδες του βουνού και η Μονή Αγίας Τριάδας, που είναι χτισμένη σε υψόμετρο 580 μέτρων στις πλαγιές του βουνού.[1] Στο βουνό υπάρχει ορειβατική διαδρομή και λειτουργούν, δύο καταφύγια. Το πρώτο σε υψόμετρο 1.090 μέτρων και το δεύτερο κοντά στην κορυφή σε υψόμετρο 1400 μέτρων

 

Μερέντα

Η Μερέντα είναι βουνό της Αττικής. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού ανάμεσα στους οικισμούς Μαρκόπουλο Μεσογαίας, Καλύβια Θορικού, Πόρτο Ράφτη και Κουβαράς. Το ονομά της οφείλεται σε παραφθορά της ονομασίας του παρακείμενου αρχαίου Αθηναϊκού δήμου, του Μυρρινούντα. Έχει μέγιστο υψόμετρο 613 μέτρα. Δυτικά συνδέεται με το Πάνειο Όρος. Καλύπτεται κυρίως από χαμηλή βλάστηση. Η βόρεια της πλευρά είναι πλήρως λαξευμένη από τα λατομεία Μαρκοπούλου

 

Όλυμπος Αττικής

Ο Όλυμπος της Αττικής ή Λαυρεωτικός Όλυμπος ή και «Όλυμπος Αναβύσσου» όπως αλλιώς λέγεται, είναι χαμηλό βουνό της νοτιοανατολικής Αττικής (Λαυρεωτική). Μαζί με το Πάνειο Όρος και τη Μερέντα είναι ένα από τα τρία βουνά του νοτιότερου τμήματος της Αττικής. Βρίσκεται κοντά στις ακτές του Σαρωνικού, πάνω από την Ανάβυσσο και τη Σαρωνίδα. Ο Όλυμπος έχει μέγιστο υψόμετρο 487 μέτρα. Έχει κυρίως χαμηλή βλάστηση, που αποτελείται από θάμνους και φρύγανα. Στο παρελθόν ονομαζόταν και Σκόρδι

 

 

Ορθολίθι

Το Ορθολίθι είναι βουνό που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της χερσονήσου της Αργολίδας, στην περιοχή της Τροιζηνίας. Έχει υψόμετρο 1.105 μέτρα και είναι το ψηλότερο βουνό της Τροιζηνίας και ένα από τα ψηλότερα της νότιας Αργολίδας.
Χωρίζεται από μία βαθεία χαράδρα σε δύο τμήματα, στο νότιο και στο βόρειο. Το νότιο που είναι και το ψηλότερο μοιάζει από μακριά με πελώριο βράχο που υψώνεται απότομα έχοντας σχεδόν κωνικό σχήμα. Στην εικόνα του αυτή οφείλει το βουνό την ονομασία του. Το μοναδικό χωρίο που βρίσκεται στις πλαγιές του νότιου τμήματος του βουνού είναι η Χώρα από την οποία ξεκινούν ορειβατικές διαδρομές προς την κορυφή του, η οποία διαθέτει απεριόριστη θέα προς τον Σαρωνικό και την νότια Αργολίδα.
Το βόρειο τμήμα το οποίο είναι χαμηλότερο με την κορυφή του να μην ξεπερνά τα 900 μέτρα, εκτείνεται κατά μήκος του Σαρωνικού κόλπου και καταλήγει στα βορειότερα όρια της Τροιζηνίας κοντά στα χωριά Δρυόπη και Άνω Φανάρι που είναι χτισμένα στις πλαγιές του. Το χωριό Δρυόπη είχε ονομαστεί για ένα μικρό διάστημα στο παρελθόν, Ορθολίθι από το όνομα του βουνού.

 

Πάνειο Όρος

Το Πάνειο ή Πανείο Όρος είναι βουνό της Αττικής που εκτείνεται ΝΑ. του Υμηττού. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού ανάμεσα στην Κερατέα και τα Καλύβια Θορικού. Έχει μέγιστο υψόμετρο 648 μέτρα (κορυφή Κερατοβούνι)[1][2]και είναι το δεύτερο υψηλότερο βουνό της νότιας Αττικής μετά τον Υμηττό. Περιβάλλεται από τ' άλλα δύο βουνά των Μεσογείων, τον αττικό Όλυμπο και την Μερέντα. Έχει κυρίως χαμηλή βλάστηση.
Τμήμα του Πανείου κάηκε το καλοκαίρι του 2008, αλλά την άνοιξη του 2009 έγινε εκτεταμένη αναδάσωση

 

Πάρνηθα

Η Πάρνηθα είναι βουνό της Αττικής, βόρεια της Αθήνας με συνολική έκταση 300 περίπου τ.χ. και υψηλότερη κορυφή την Καραμπόλα (1.413 μ). Καλύπτεται από πεύκα στα χαμηλότερα και από έλατα στα ψηλότερά της μέρη. Αρκετές ημέρες του χειμώνα έχει χιόνι.
Η Πάρνηθα έχει ανακηρυχθεί περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και ένα σημαντικό της τμήμα απαρτίζει τον ομώνυμο Εθνικό Δρυμό. Έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000, αποτελεί σημαντική περιοχή για τα πουλιά (SPA) και έχει ανακηρυχθεί τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (25638/1269 απ. Υπ. Γεωργίας).
Σε μία από τις κορυφές του βουνού, το Μαυροβούνι, έχει χτιστεί το Καζίνο της Πάρνηθας (Μοντ Παρνές), στο οποίο μπορεί να φτάσει κανείς είτε με αυτοκίνητο είτε με τελεφερίκ. Στην περιοχή λειτουργούν τα ορειβατικά καταφύγια Μπάφι και Φλαμπούρι.
Από τον τοπικό πληθυσμό η Πάρνηθα αποκαλούταν στο παρελθόν και Οζιά, ονομασία άγνωστης ετυμολογίας και προέλευσης σήμερα.

Μορφολογία - Οικολογία

Έχει συνολικά 16 κορυφές που υπερβαίνουν τα 1.000 μέτρα και 43 τα 700. Η ψηλότερη κορυφή της ονομάζεται Καραμπόλα με υψόμετρο 1413m. Άλλες κορυφές είναι το Όρνιο (1350 μ.), το Αβγό (1201 μ.), η Κυρά (1160 μ.), το Πλατοβούνι (1163 μ.), ο Αέρας (1126 μ.), το Μαυροβούνι (1091 μ.), το Ξεροβούνι (1121 μ.) και το Φλαμπούρι (1158 μ.).[1][2] Διαθέτει φαράγγια με σπουδαιότερο εκείνο του Κελάδωνα στη δυτική Πάρνηθα μήκους 2,5 χλμ και χαράδρες, όπως της Χούνης στην είσοδο του Εθνικού Δρυμού και πολλά ρέματα. Τα πετρώματα της Πάρνηθας είναι ιζηματογενή που σχηματίστηκαν στην παλαιοζωική, μεσοζωική και καινοζωική εποχή. Η κυριαρχία του ασβεστόλιθου που είναι υδατοδιαπερατός σε συνδυασμό με το έντονο ανάγλυφο του βουνού είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών σπηλαίων με σπουδαιότερο εκείνο του Πανός στο φαράγγι του Κελάδωνα, καθώς και βάραθρα όπως του Κεραμιδιού, του Ταμιλθιού, της Γκούρας στη δυτική Πάρνηθα, της Δεκέλειας στην ανατολική Πάρνηθα κ.ά.[1][2] Η Πάρνηθα διαθέτει επίσης πολλές πηγές, με κυριότερες τις πηγές της Kιθάρας (οι οποίες σχηματίζουν την λίμνη Κιθάρα) στην Ανατολική Πάρνηθα και της Γκούρας στη Δυτική Πάρνηθα. Από άποψη κλιματολογικών συνθηκών η Πάρνηθα διαφέρει από τα υπόλοιπα βουνά της Αττικής: έχει 700mm. ετήσιο ύψος βροχής, 110 βροχερές ημέρες, 22 ημέρες χιονόπτωσης, με τον παγετό και την ομίχλη να αποτελούν συχνότατα φαινόμενα. Το κλίμα της θεωρείται εξαιρετικά υγιεινό και γι' αυτό λειτουργούσε εκεί από το 1914 Σανατόριο, στο κτίριο του σημερινού «Ξενία».
Η Πάρνηθα χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα πυκνή βλάστηση κυρίως στην ανατολική της πλευρά που έχει περισσότερη υγρασία. Κυρίαρχο είδος είναι η Χαλέπιος Πεύκη. Από τα 800 μέτρα και πάνω εμφανίζεται η Κεφαλληνιακή Ελάτη, που σχηματίζει το μοναδικό ελατοδάσος της Αττικής. Στην Πάρνηθα βρίσκουμε και άλλες μορφές βλάστησης, όπως η παραρεμάτια (πλατάνια, ιτιές, λεύκες κ.τ.λ.). Στο βουνό υπάρχουν επίσης κέδρα, δρυς, οστριές, αγριελιές, φυλίκια, φράξοι, κουτσουπιές, αγριοκορομηλιές, σφενδάμια, κουμαριές, μυρτιές, σχίνα, κράτεγοι κ.ά., που εμπλουτίζουν την άγρια χλωρίδα του. Στην χλωρίδα της Πάρνηθας περιλαμβάνονται περισσότερα από 1.000 είδη, μεταξύ των οποίων κρίνοι, κρόκοι, παιώνιες, καμπανούλες, ορχιδέες κ.ά. Πολλά από αυτά είναι σπάνια και ενδημικά, όπως η καμπανούλα του Celsius, η κόκκινη τουλίπα, ο κόκκινος κρίνος, η άσπρη παιώνια, η μαύρη φριτιλάρια κ.ά

Οι οικισμοί της Πάρνηθας[

Τα περισσότερα χωριά γύρω από την Πάρνηθα δημιουργήθηκαν μετά την εγκατάσταση Αρβανιτών στην περιοχή από τα τέλη του 14ου αιώνα, όταν η περιοχή της Αττικοβοιωτίας βρισκόταν υπό τη διοίκηση της Καταλανικής εταιρίας, μέχρι τα μισά του 15ου αιώνα, την περίοδο της κατάλυσης των Φράγκικων κρατιδίων της Ελλάδας από τους Τούρκους. Τέτοια είναι, όπως το μαρτυρούν και οι ονομασίες τους, το Κακοσάλεσι (Αυλώνα), το Καπανδρίτι,τα Κιούρκα (Αφίδνες),το Μενίδι (Αχαρνές), η Χασιά (Φυλή), τα Σκούρτα, η Λιάτανη (Άγιος Θωμάς), η Μαλακάσα κλπ. Επίσης οι οικισμοί που ερήμωσαν στη συνέχεια, όπως το Κατσιμίδι και το παλιό Λιόπεσι στην περιοχή του Τατοΐου, είχαν αρβανίτικη προέλευση. Τα χωριά της Πάρνηθας που δεν είναι αποτέλεσμα εγκατάστασης αρβανιτών είναι οι νεότεροι οικισμοί της Πάρνηθας, όπως το Κρυονέρι (δημιουργήθηκε από Μικρασιάτες πρόσφυγες), οι Θρακομακεδόνες και η Βαρυμπόμπη (οι οποίοι δημιουργήθηκαν από οικοδομικούς συνεταιρισμούς στα μέσα του 20ού αιώνα).

Κατά την αρχαιότητα στην περιοχή της Πάρνηθας αναφέρεται ένας σημαντικός αριθμός οικισμών. Αρχαίοι οικισμοί που αναφέρονται στην περιοχή είναι οι: Αχαρνές, Φυλή, Φρυγία, Αιθαλία, Σφενδάλη, Χαστιαία, Κρωπιά, Δεκελεία, Παιονίδα και Μελαίνων.

Όρος Πατέρας

Το Όρος Πατέρας αποτελεί το ορεινό άκρο της Αττικής στα βορειοδυτικά, ως προέκταση της Πάρνηθας ενώ συνδέεται μέσω της κοιλάδας των Βιλίων με τον Κιθαιρώνα. Η υψηλότερη κορυφή του (βόρεια των Μεγάρων) έχει υψόμετρο 1.132 μέτρα[1]. Η έκτασή του καλύπτει ένα μεγάλο τμήμα της βορειοδυτικής Αττικής χωρίζοντας το Θριάσιο Πεδίο από τη Μεγαρική πεδιάδα. Στην αρχαιότητα, το ανατολικότερο άκρο του όρους, το Τρικέρι στο Λουτρόπυργο αποτελούσε το σύνορο της Αθήνας[2]. Το πέτρωμα του είναι ιδιαιτέρως σκληρό, με χαρακτηριστικό κοκκινόχωμα, ενώ κατά διαστήματα έχουν παρατηρηθεί κατολισθήσεις κατά μήκος της Εθνικής Οδού Αθηνών-Κορίνθου.

Πεντελικό όρος

Το Πεντελικό (ή Πεντέλη) είναι όρος της Αττικής σε σχήμα πυραμίδας και μέγιστο υψόμετρο 1.109 μέτρων που οριοθετεί το λεκανοπέδιο των Αθηνών στα νοτιοδυτικά, από την Πεδιάδα του Μαραθώνα στα βορειοανατολικά και την κοιλάδα της Μεσογαίας στα νότια, ενώ ανατολικά βρέχεται από τον Κόλπο των Πεταλιών.
Ο Βριλησσός, όπως αποκαλείτο αρχικά, σύμφωνα με ιστορικά ντοκουμέντα αλλά και τη σημερινή του όψη χαρακτηρίζεται για τα λευκά και σκληρά του πετρώματα, αλλά και τα πλούσια πευκοδάση που τον περιβάλλουν σε χαμηλότερο υψόμετρο, καθώς και τα δροσερά νερά που αναβλύζουν προς πάσα κατεύθυνση.

Το μάρμαρο Πεντέλης

Το ξακουστό «μάρμαρο Πεντέλης» χρησιμοποιείται από την κλασική κιόλας εποχή του Περικλέους (5ος αιώνας π.Χ.) για την κατασκευή περίλαμπρων μνημείων, όπως ο πρώτος Παρθενώνας της Ακροπόλεως, αλλά και σύγχρονα κτίρια των Αθηνών του 19ου αιώνα. Το γεγονός αυτό στέκεται αιτία διεθνούς σκεπτικισμού σχετικά με το πώς κατόρθωσαν οι εργάτες στην προ Χριστού εποχή να μεταφέρουν τα ογκώδη μάρμαρα σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από την Αθήνα. Συγκεκριμένα, η κατάβαση των μαρμάρων από το βουνό γινόταν από την επίσης μαρμάρινη και κατηφορική Οδό Λιθαγωγίας, η οποία, όπως μαρτυρά και το όνομά της, χρησιμοποιήτο για τη διευκόλυνση της διαδικασίας, ενώ η μετέπειτα μεταφορά τους γινόταν πιθανότατα με γερανούς.

Η παράδοση του όρους στην εξόρυξη μαρμάρων συνεχίζεται και πολύ αργότερα, ενώ λατόμοι έρχονται από όλη την Ελλάδα και κυρίως τις Κυκλάδες για εργασία και ιδρύονται μικροί ναϊσκοι για τις λατρευτικές τους ανάγκες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την εξάπλωση του μοναχισμού κατά το μεσαίωνα καθιστά το όρος φιλόξενο για τους ασκητές που φωλιάζουν σε σπήλαια και σε καλύβες στα δάση του.
Η εξόρυξη του μαρμάρου Πεντέλης συνεχίζεται και στη σημερινή εποχή, στο Διόνυσο Αττικής στη θέση Διονυσοβούνι και έχει την ίδια χημική σύσταση και υφή με το γνωστό από την αρχαιότητα πεντελικό μάρμαρο

Οικισμοί

Στους πρόποδες του Πεντελικού Όρους έχουν χτιστεί τα ομορφότερα προάστια της Αθήνας, όπως η Κηφισιά, ο Διόνυσος Αττικής, το Χαλάνδρι , τα Βριλήσσια, τα Μελίσσια, η Εκάλη, η Δροσιά κ.α. καθώς και οι ομώνυμοι Δήμοι Πεντέλης και Νέας Πεντέλης. Σε μια υποβλητική περιοχή του βουνού βρίσκεται η Ιερά Μονή Πεντέλης, που ιδρύεται το 1576. Την εποχή της τουρκοκρατίας αποτελεί πνευματικό κέντρο του ελληνισμού, ενώ φιλοξενεί σχολή και βιβλιοθήκη.

Στην Πεντέλη ιδρύεται το 1937 αστεροσκοπείο, ενώ ένα ακόμη από τα σπουδαιότερα μνημεία της νεότερης ιστορίας του αποτελεί το περίφημο Καστέλλο της Ροδοδάφνης της Δούκισσας της Πλακεντίας.

Το Ποικίλο Όρος είναι χαμηλό βουνό (465 m) της Αττικής. Εκτείνεται σε μήκος 11 km με κατεύθυνση από ΝΔ προς ΒΑ, μεταξύ του Όρους Αιγάλεω (χωρίζονται απ' τη Λεωφόρο Αθηνών) και της Πάρνηθας, και αποτελεί το φυσικό όριο ανάμεσα στο Λεκανοπέδιο Αθηνών και το Θριάσιο Πεδίο.
Κατά το παρελθόν το Ποικίλο διέθετε αρκετή βλάστηση, κυρίως αμπέλια και ελιές. Αυτά περιορίζονταν σταδιακά από τη δεκαετία του '20 μέχρι που εξαφανίστηκαν εντελώς, ως συνέπεια της γιγάντωσης των οικισμών που βρίσκονται στην πλευρά του λεκανοπεδίου (Χαϊδάρι, Περιστέρι, Πετρούπολη, Καματερό). Στην περιβαλλοντική υποβάθμισή του συνετέλεσε επίσης η εγκατάσταση των Διυλιστηρίων Ασπροπύργου στους πρόποδές του απ' την πλευρά του Θριασίου.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της σημερινής μορφής του είναι τα πολλά εγκαταλελειμένα νταμάρια, καθώς και η εγκατάστασεις κεραιών τηλεπικοινωνιών και παράνομο κέντρο εκπομπής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης στα υψώματά του, συμφωνα με την ΕΕΤΤ.

Τουρκοβούνια

Με το όνομα Τουρκοβούνια φέρονται μια λοφοσειρά της Αττικής, μία συνοικία της Αθήνας, καθώς και μια συνοικία του δήμου Κερατσινίου.
Τα Τουρκοβούνια ή Λυκοβούνια των Αθηνών είναι η υψηλότερη (από τη στάθμη της θάλασσας) και η πλέον εκτεταμένη λοφοσειρά στην κεντρική περιοχή του Λεκανοπεδίου της Αττικής. Χωρίζει, έτσι, το λεκανοπέδιο σε ανατολικό και δυτικό. Στην αρχαιότητα ονομάζονταν Αγχεσμός, ονομασία που σχετίζεται με το οξύ σχήμα κάποιων κορυφών τους και η οποία αποδίδονταν επίσης στον Λόφο του Στρέφη. Η παλαιότερη ονομασία της λοφοσειράς ήταν «Λυκοβούνια». Το σημερινό όνομα δόθηκε κατ' άλλους μεν επειδή εκεί υπήρχε τουρκικό νεκροταφείο και κατ' άλλους επειδή εκεί στρατοπέδευαν τα στρατεύματα του Τούρκου Πασά Ομάρ, πριν την απελευθέρωση της Αθήνας. Τα Τουρκοβούνια αποτελούν το φυσικό όριο μεταξύ των δήμων Γαλατσίου (δυτικά, βορειοδυτικά), Φιλοθέης (βόρεια) και Ψυχικού (βορειοανατολικά), ενώ το νότιο τμήμα τους ανήκει στο δήμο Αθηναίων (συνοικισμός Παπανδρέου). Στους νεότερους χρόνους στα Τουρκοβούνια είχε το λημέρι του ο φοβερός λήσταρχος Κακαράς, εξ ου και η ονομασία της σπηλιάς που υφίσταται εκεί.
Σήμερα στη περιοχή τους βρίσκεται το Αττικό άλσος, το Κέντρο Νεότητας του Γαλατσίου καθώς και η μονή με την εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Στην κορυφή του είχε προγραμματιστεί επί δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974) η ανέγερση του «Τάματος του Έθνους», δηλαδή ενός μεγαλοπρεπούς ναού του Σωτήρος, που όμως ποτέ δεν κατασκευάσθηκε. Στις πλαγιές των Τουρκοβουνίων είναι κτισμένο το Πολύγωνο και το υψηλότερο τμήμα του Γαλατσίου, γνωστό ως Πανόραμα Γαλατσίου.
Η συνοικία Τουρκοβούνια του δήμου Κερατσινίου αποτελούν και αυτά λόφο που βρίσκεται μεταξύ της Αμφιάλης και του δήμου Νίκαιας.

Υμηττός

Ο Υμηττός είναι βουνό της Αττικής. Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του λεκανοπεδίου της Αθήνας. Υψώνεται μεταξύ του λεκανοπεδίου Αθηνών και των Μεσογείων με κατεύθυνση από Β. προς Ν. από τη δίοδο του Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού καταλήγοντας πάνω από τη Βούλα και τη Βάρη. Διαθέτει μεγάλες εκτάσεις πρασίνου, ενώ η υψηλότερη κορυφή του φτάνει τα 1026 μ. Από γεωλογική άποψη ο Υμηττός ανήκει στην αττικοκυκλαδική ζώνη. Τα πετρώματά του περιέχουν ασβεστόλιθους, σχιστόλιθους και μεγάλες μάζες μαρμάρου και μαρμαρυγιακών σχιστολίθων.

Περίπου στο μέσον χωρίζεται σε δύο τμήματα, το βόρειο με την ψηλότερη κορφή του που οι αρχαίοι Αθηναίοι τον ονόμαζαν Μέγα Υμηττό και το νοτιότερο Ελάττονα ή Άνυδρο Υμηττό (σήμερα Μαυροβούνι και Κόντρα). Η υψηλότερη κορυφή του λέγεται Εύζωνας. Το Kορακοβούνι είναι ένα από τα πιο μεγάλα συνβουνά του Υμηττού. Προκυμαίνεται απο 3300 τ.μ κι η κορυφή του αγγίζει τα 728 μέτρα πάνω από την στάθμη της Θάλασσας, βρίσκεται δε κοντά στην περιοχή της Πεντέλης.
Το βουνό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορία της αρχαίας Αθήνας. Σύμφωνα με τα ευρήματα και τις ιστορικές πηγές, στην περιοχή του όρους είχαν ιδρυθεί κατά την αρχαιότητα ιερά. Στη δυτική πλευρά του όρους υπήρχαν λατομεία εξόρυξης μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή μνημείων στους Ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Ο Υμηττός παρ’ όλες τις καταπατήσεις των εδαφών του, την άναρχη δόμηση των ριζών του και των καταστροφικών συνεπειών των πυρκαγιών, διαθέτει – ακόμη – πλούσια βλάστηση. Διακρίνεται για τη μεγάλη ποικιλία χλωρίδας και Πανίδας που το καθιστούν ένα σημαντικό βιότοπο της Αττικής. Τα τελευταία χρόνια νομοθετήθηκαν ειδικά μέτρα για την προστασία του. Αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους προορισμούς των κατοίκων της πρωτεύουσας που θέλουν να έρθουν κοντά στη φύση. Προσφέρεται για περιπάτους, ενώ ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος φτάνει ως την κορυφή του βουνού.

Κλιματολογικά στοιχεία

Μέσες τιμές από Νοέμβριος 2007 - Αύγουστος 2011
Μήνας
Ιαν
Φεβ
Μαρ
Απρ
Mαι
Ιουν
Ιουλ
Αυγ
Σεπ
Οκτ
Νοε
Δεκ
Μέση μέγιστη
13,3 °C
13,9 °C
17,1 °C
20,7 °C
25,6 °C
30,2 °C
33,4 °C
33,3 °C
27,7 °C
22,2 °C
19,4 °C
14,9 °C
Μέση ελάχιστη
8,2 °C
7,8 °C
10,4 °C
13,5 °C
17,8 °C
22,6 °C
25,3 °C
25,5 °C
20,5 °C
16,6 °C
13,2 °C
9,9 °C
Πηγή: Μετεωρολογικός Σταθμός Υμμητού[1]

Μνημεία του Υμηττού

Εκτός από τις ομορφιές της φύσης, στον Υμηττό υπάρχουν και αρχαιολογικά ευρήματα αλλά και σπουδαία βυζαντινά μοναστήρια. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν:[2]
·                    η μονή Καισαριανής, που χρονολογείται από τον 2ο αιώνα και είναι κτισμένη στις πλαγιές του βουνού, πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού. Η μονή άκμασε τον 12ο και 13ο αιώνα όπου αποτελούσε πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο.
·                    η μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, χτισμένη ανάμεσα στις περιοχές Χολαργός και Παπάγου
·                    η μονή του Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού, χτισμένη στη βορειότερη κορυφή του Υμηττού τον 12ο αιώνα.
·                    η μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου Καρέα, χτισμένη στις δυτικές πλαγιές του Υμηττού, κοντά στη συνοικία του Καρέα[3]
·                    η μονή Αστερίου χτισμένη στη βορειοδυτική πλευρά του Υμηττού, δυτικά της μονής της Καισαριανής.
Αξιόλογα φυσικά μνημεία του Υμηττού είναι τα σπήλαια που σχηματίζονται στις πλαγιές του. Σημαντικότερο και μεγαλύτερο είναι το σπήλαιο Κουτούκι, που βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του βουνού, πάνω από την Παιανία.[4] Άλλο μικρότερο σπήλαιο του Υμηττού είναι το σπήλαιο Λιοντάρι που βρίσκεται στα βόρεια του βουνού, δυτικά των Γλυκών Νερών και η ονομασία του συνδέεται με την τοπική παράδοση για το λιοντάρι του Υμηττού που ζούσε στο βουνό κατά το παρελθόν και τρομοκρατούσε τους κατοίκους της γύρω περιοχής.[5]

Λαογραφία

Κοινώς ο Υμηττός ονομάζεται «Τρελλός» (ή Τρελοβούνι), όνομα που πιθανόν προέρχεται από τη γαλλική προσφώνηση très long (πολύ μακρύς) ξένων επισκεπτών. Εξ αυτού παλαιότερα τους Αθηναίους τους αποκαλούσαν τελείως παλαβούς «αφού ο Ήλιος έβγαινε απ΄ τον Τρελλό και έδυε στο Δαφνί». Επίσης ελαφρά τραγούδια είχαν θέμα τους τον Υμηττό, όπως το «Εκεί ψηλά στον Υμηττό υπάρχει κάποιο μυστικό...» κλπ.

Χλωρίδα

Η χλωρίδα του όρους περιλαμβάνει περίπου 650 ταξινομικές μονάδες (είδη και υποείδη) Πτεριδοφύτων και Σπερματοφύτων, οι 54 είναι ενδημικές της Ελλάδας ενώ οι 59 προστατεύονται από την ελληνική νομοθεσία και διεθνείς συμβάσεις ή περιλαμβάνονται σε καταλόγους απειλούμενων ειδών. [6]
Στο αισθητικό δάσος Υμηττού έχουν καταγραφεί περισσότερα από 40 είδη ορχιδέων, μία από τις υψηλότερες πυκνότητες ορχεοειδών της Ευρώπης αναλογικά με την έκταση, ενώ στο βουνό μπορεί να βρει κανείς και ενδημικά είδη Crocus και Centaurea.
Οι αναδασωτικές επεμβάσεις στο σύνολο του Αισθητικού Δάσους από τη Φιλοδασική Ένωση Αθηνών είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μωσαϊκού βλάστησης όπου κυριαρχεί η τραχεία πεύκη σε αμιγείς συστάδες ή σε ανάμειξη με κυπαρίσσι και με πλατύφυλλα είδη όπως η κουτσουπιά, η χαρουπιά και η χνοώδης δρυς. Στις βραχώδεις περιοχές κυριαρχούν τα πεύκα τα  πουρνάρια και οι αγριελιές. Το μωσαϊκό συμπληρώνουν ενότητες με ιδιαίτερη φυσιογνωμία (σε περιορισμένη έκταση) όπως ο «ιστορικός ελαιώνας», ο γειτονικός κυπαρισσώνας, οι ευκάλυπτοι κυρίως στα νότια του νεκροταφείου Καισαριανής, η παραρεμμάτια βλάστηση κ.α.
Αναλυτικά η βλάστηση του Αισθητικού δάσους Υμηττού συγκροτείται από τα παρακάτω κύρια δασικά είδη: Pinus brutia, Pinus halepensis, Pinus pinea, Cupressus sempervirens var. horizontalis, Cupressus sempervirens var. pyramidalis, Cupressus arizonica var. glabra, Cercis siliquastrum, Quercus pubescens, Quercus ilex, Ceratonia siliqua.
Εκτός από τα προαναφερθέντα είδη, σποραδικά έχουν φυτευτεί και τα είδη που ακολουθούν: Quercus aegilops, Ailanthus altissima, Acacia cyanophylla, Eucalyptus globulus, Parcinsonia sp., Schinus molle, Pyrus amygdaliformis και Platanus orientalis.
Στα διάκενα και σε εκτάσεις προσφάτως αναδασωμένες, δημιουργούνται πλούσιοι φρυγανότοποι με κυρίαρχα τα είδη: Sarcopoterium spinosum, Phlomis fruticosa, Thymbra capitata, Cistus salvifolius, Cistus incanus, Euphorbia acanthothamnos, Genista acanthoclada, Fumana thymifolia, Hypericum empetrifolium, Inula viscosa, Satureja thymbra, Helichrysum sp., Calycotome vilosa, Tragopogon sp., Thapsia garganica, Verbascum undulatum, Anthyllis hermaniae, Globularia alypum, Thymelaea tartonraira, Balotta acetabulosa κλπ.
Τα αγρωστώδη που συναντώνται στην περιοχή εντάσσονται στην κατηγορία των ειδών των θαμνωδών ψευδοστεππών που προήλθαν από την υποβάθμιση της φυσικής δασικής βλάστησης (Brachypodium ramosum, Poa bulbosa, Avena sp., Bromus sp. κλπ). Στην περιοχή συναντώνται σημαντικά είδη γεωφύτων όπως: Cyclamen graecum, Colchicum sp., Asphodeline lutea, Asphodelus fistulosus, Allium roseum, Fritillaria graeca, Lloydia graeca, Ornithogallum atticum, Muscari comosum, Asparagusacutifolius, Smilax aspera, Crocus sp., Sternbergia lutea, Cephalanthera rubra, Serapias sp., διάφορα είδη Ophrys και Orchis κλπ. [6]

Πανίδα]

Στον Υμηττό έχουν καταγραφεί πολλά είδη θηλαστικών, αρκετά από αυτά σπάνια και προστατευόμενα, όπως διάφορα είδη νυχτερίδων (όλα προστατευόμενα), αλεπούδες, σκαντζόχοιροι, κουνάβια, νυφίτσες, μυγαλές. Επίσης έχουν καταγραφεί 112 είδη πτηνών, τα οποία είναι επιδημητικά, μεταναστευτικά, χειμερινοί επισκέπτες και περιστασιακά εμφανιζόμενα. Ο αριθμός αυτός είναι το ¼ των ειδών που υπάρχουν στην Ελλάδα. Υπάρχουν αρκετά είδη ερπετών (όλα προστατευόμενα), ανάμεσά τους δύο από τα τρία είδη χερσαίων χελωνών που υπάρχουν στην Ελλάδα 2 είδη χελώνας, 3 είδη φιδιών, αρκετές σαύρες, πολλά είδη αμφιβίων κυρίως βάτραχοι και φρύνοι.[6] [7]

Θηλαστικά

Από τα θηλαστικά το πιο γνωστό είδος  είναι η Vulpes vulpes. Άλλα θηλαστικά που έχουν καταγραφεί στο βουνό είναι τα: Meles meles, Mustela nivalis, Martes foina, Lepus europaeus ενώ παρατηρούνται και αρκετά είδη νυχτερίδων, μερικά από τα οποία ζουν στα άφθονα σπήλαια και κοιλώματα του Υμηττού με ιδιαίτερα σημαντική να θεωρείται η παρουσία των νυχτερίδων Rhinolophus blasii και του απειλούμενου Rhinolophus hipposideros.

Πτηνά

Ο Υμηττός είναι πολύ σημαντικός μεταναστευτικός σταθμός για χιλιάδες πτηνά και αποτελεί το μοναδικό σημείο στο λεκανοπέδιο που έχουν καταγραφεί μεγάλα αρπακτικά να μεταναστεύουν. Εκατόν τριάντα είδη πτηνών έχουν καταγραφεί στις περιοχές που γειτνιάζουν στην Αθήνα, καθώς και το Αισθητικό Δάσος Υμηττού, από τα οποία σχεδόν τα μισά φωλιάζουν εκεί.
1.     Αρπακτικά πουλιά: Buteo rufinus, Circaetus gallicus, Falco tinnunculus κλπ ενώ κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης έχουν παρατηρηθεί άτομα Falco peregrinus, Gyps fulvus, Falco eleonoraePernis apivorus, κά.
2.     Αρκετά είδη πουλιών με περιορισμένη γεωγραφικά αναπαραγωγική κατανομή- βαλκανική ή νοτιοανατολική Μεσόγειο- που αναπαράγονται στον Υμηττό: Alectoris chukar, Emperiza caesia, Sylvia rueppelli, αλλά και είδη με ευρύτερη μεσογειακή κατανομή, όπως η Hippolais pallida.
3.     Τέσσερα είδη νυκτόβιων αρπακτικών: Athene noctua, Tyto alba, Otus scops, Strix aluco
Μικρόπουλα που περνούν κατά την περίοδο της μετανάστευσης: Στα ανοιχτά σημεία, μπορεί να διακρίνει κανείς  Laniussenator και L. collurio, Phylloscopus sibilatrix, Parus major και  Muscicapa striata.
Κατά τους χειμερινούς μήνες τον πρώτο λόγο έχουν τα διάφορα είδη Turdus που βρίσκουν στους ελαιώνες πλούσια τροφή, πολύ σημαντική για να καταφέρουν να επιβιώσουν το δύσκολο χειμώνα. Άλλα μικρότερα είδη που παρατηρούνται κυρίως το φθινόπωρο και το χειμώνα είναι τα: Erithacus rubecula, Troglodytes troglodytes Coccothraustes coccothraustes, Carduelischloris, Sylvia melanocephala κ.λπ.[6][8]

Ερπετά

Άξια αναφοράς είναι τα φίδια Elaphe quatuorlineata quatorlineata, Elaphe situla, Vipera ammodytes και οι χελώνες Testudo marginata και Testudo hermanni hermanni.

Έντομα

Η μελισσοκομία γνωρίζει κάμψη ωστόσο, τα μελίσσια είναι αρκετά συνηθισμένη εικόνα στον Υμηττό. Όμως τα ανθισμένα λουλούδια και οι αρωματικοί φρυγανότοποι φιλοξενούν και ένα πλήθος άλλων ειδών όπως πεταλούδες (άξιες λόγου είναι οι προστατευόμενες Papilio alexanor, Hipparchia aristaeus, Agrodiaetus admetus, κ.α), κολεόπτερα και ορθόπτερα, μερικά από τα οποία είναι ενδημικά είδη του Υμηττού όπως τα Dolichopoda insignis και Dolichopoda petrochilos που ζουν σε σπήλαια του Υμηττού.