Λάμπρος Ευταξίας
Ο Λάμπρος Ευταξίας (18
Ιουνίου 1905 - 3 Δεκεμβρίου 1996) ήταν
Έλληνας πολιτικός, συλλέκτης έργων τέχνης και ευεργέτης, ο οποίος συνέβαλε
σημαντικά στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18
Ιουνίου 1905 και
ήταν δευτερότοκος γιος του Ιωάννη Ευταξία, καθηγητή πανεπιστημίου Αθηνών και
διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, και της Ζηνοβίας Βούρου. Από την
πλευρά του πατέρα του καταγόταν από παλιά πολιτική οικογένεια της Αμφιλοχίας και
ήταν ανιψιός του πρωθυπουργού Αθανασίου Ευταξία ενώ
από την πλευρά της μητέρας του προερχόταν από εύπορη οικογένεια της Χίου.
Παππούς του ήταν ο κτηματίας Κωνσταντίνος Βούρος και θείος του ο ναύαρχος Σοφοκλής
Δούσμανης. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Εθνικό
και Καποδιστριακό πανεπιστήμιο Αθηνών και
συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμιο του Παρισίου,
της Βιέννης και
της Λειψίας, από το πανεπιστήμιο της οποίας αναγορεύθηκε
διδάκτωρ. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στην Ελλάδα,
όπου και υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία. Ήταν εισοδηματίας καθώς είχε
κληρονομήσει ακίνητα και μετρητά από τον θείο του, διπλωμάτη Αλέξανδρο Βούρο
(1871 - 1959). Υπήρξε δεινός ορειβάτης διατελώντας πρόεδρος
του Ορειβατικού Συλλόγου, με δωρεά του οποίου κατασκευάστηκε το καταφύγιο της Πάρνηθας.
Το 1989 υπέστη
σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, από το οποίο κατέστη κατάκοιτος, και γι' αυτό
τέθηκε υπό τριμελή δικαστική επιτροπή.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 1996 από εγκεφαλική αιμορραγία. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν απέκτησε παιδιά. Κατοικούσε μόνιμα στην Αθήνα, στο αρχοντικό Δεκόζη Βούρου, ενώ διατηρούσε και εξοχική έπαυλη στο Λουτρόπυργο, παραθεριστικό θέρετρο της Δυτικής Αττικής. Είχε τιμηθεί με πλείστα βραβεία μεταξύ των οποίων με τα παράσημα του Ταξιάρχου του Τάγματος του Γεωργίου Α΄ και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Φοίνικος, με τον Μεγαλόσταυρο του γερμανικού κράτους κ.α. Το οικογενειακό του αρχείο φυλάσσεται στο Εθνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ).
Λόγω της οικογενειακής παράδοσης ακολούθησε πολιτική καριέρα θέτοντας υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές του 1932 με την υποστήριξη του Λαϊκού Κόμματος στην περιφέρεια Φθιώτιδας και Φωκίδας, στις οποίες και εξελέγη. Επανεξελέγη στις εκλογές του 1933, του 1935 και του 1936. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας συμμετείχε στις πρώτες βουλευτικές εκλογές, στις οποίες και εξελέγη. Στις κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Τσαλδάρη Απριλίου και Οκτωβρίου 1946 διορίστηκε υφυπουργός γεωργίας (1946) και υφυπουργός οικονομικών (1946 - 1947) ενώ στην κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη υφυπουργός συντονισμού (1948 - 1949). Επανεξελέγη στις εκλογές του 1950 και 1951. Το1952 προσχώρησε στον Ελληνικό Συναγερμό του Αλέξανδρου Παπάγου, με την σημαία του οποίου και εξελέγη στις εκλογές του ίδιου έτους. Στην κυβέρνηση Παπάγου που σχηματίστηκε ανέλαβε υφυπουργός οικονομικών (1952 - 1954) και εν συνεχεία υπουργός οικονομικών (1954 - 1955), θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1956, οπότε και προκηρύχθηκαν εκλογές. Κατά τη διάρκεια της θητείας του καθιέρωσε τον ενιαίο φόρο εισοδήματος το ελάχιστο όριο φορολογίας και εισήγαγε τον θεσμό των διοικητικών φορολογικών δικαστηρίων. Επίσης αναμόρφωσε τα τελωνεία καταργώντας παράλληλα τον τελωνειακό έλεγχο των τουριστών συμβάλλοντας στην αύξηση του τουρισμού. Στις εκλογές του 1956 εξελέγη με την ΕΡΕ, της οποίας υπήρξε και χρηματοδότης, και αμέσως ανέλαβε υπουργός συγκοινωνιών και έργων (1955 - 1956) στην σχηματιζόμενη κυβέρνηση Καραμανλή.
Λόγω διαφωνίας του με την διαχείριση του ζητήματος του Κυπριακού αποχώρησε από την ΕΡΕ και την κυβέρνηση. Δύο χρόνια αργότερα, το 1958, μαζί με υπόλοιπους βουλευτές απέσυρε την υποστήριξή τους στη βουλή προς την ΕΡΕ με αποτέλεσμα να χάσει την εμπιστοσύνη αυτής και να προκηρυχθούν εκλογές. Σε αυτές επανεξελέγη ως ανεξάρτητος. Λίγα χρόνια αργότερα επέστρεψε στην ΕΡΕ με την οποία επανεξελέγη το 1961, 1963 και 1964. Το 1962 υπήρξε αντιπρόσωπος της Ελλάδας στη συνέλευση της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον.
Κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών διατήρησε επαφή με τον αυτοεξόριστο Κωνσταντίνο Καραμανλή ενώ σταδιακά, πριν από τη δικτατορία, άρχισε να προσεγγίζει το περιβάλλον Μαρκεζίνη, με τον οποίο διατηρούσε από παλιά φιλικές σχέσεις. Γι’ αυτό και στην δικτατορική κυβέρνηση Μαρκεζίνη ανέλαβε αναπληρωτής υπουργός συντονισμού και προγραμματισμού για περίπου ένα μήνα, οπότε και παραιτήθηκε η κυβέρνηση. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Μαρκεζίνη αποχώρησε από την ενεργό πολιτική.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Λάμπρος Ευταξίας ενδιαφέρθηκε για τις τέχνες προσφέροντας τεράστια ποσά για την ανάπτυξή τους. Το 1941 προσέφερε ιδιόκτητο κτίριο επί της οδού Ακαδημίας στο Κολλέγιο Αθηνών προκειμένου να στεγαστεί εκεί έτσι ώστε να συνεχιστούν τα μαθήματα που είχαν διακοπεί λόγω της επιτάξεως του κτιρίου στο Παλαιό Ψυχικό. Σημαντικός σταθμός στην πορεία του ήταν η σύσταση του ιδρύματος "Σταματίου Δεκόζη Βούρου", στο οποίο υπήρξε ισόβιος πρόεδρος, από τον θείο του Αλέξανδρο Βούρο με σκοπό την ενίσχυση των νέων καλλιτεχνών καθώς και η σύσταση του ιδρύματος Βούρου - Ευταξία, με την παράλληλη ίδρυση του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, στο οποίο δώρισε το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου. Σκοπός του μουσείου αυτού είναι η παρουσίαση της εξελίξεως της Αθήνας από την φραγκοκρατία μέχρι και σήμερα. Το 1990 το μουσείο τιμήθηκε με βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Μαζί με την Αλεξάνδρα Τριάντη ίδρυσε τον σύλλογο "Οι φίλοι της Μουσικής", στο οποίο διετέλεσε πρόεδρος (1954 - 1968) για πολλά χρόνια ενώ ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρος και ευεργέτης αυτού. Σημαντική ήταν και η συνεισφορά του στην ανέγερση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Ως πρόεδρος του Ιδρύματος Δεκόζη - Βούρου και του Συνδέσμου "Οι φίλοι της Μουσικής" κατάφερε να πετύχει τη σύσταση του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΟΜΜΑ), του οποίου υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και την παραχώρηση οικοπέδου επί της Βασιλίσσης Σοφίας. Η πρώτη δε φάση της κατασκευής του Μεγάρου Μουσικής χρηματοδοτήθηκε από το ίδρυμα Δεκόζη - Βούρου, η ανέγερση όμως σταμάτησε το 1979 λόγω εξάντλησης κεφαλαίων του ιδρύματος.
Συμμετείχε ενεργά στα διοικητικά του Μουσείου Μπενάκη, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος επί είκοσι χρόνια καθώς και επίτιμος πρόεδρος της διοικητικής επιτροπής του ίδιου μουσείου. Στο Μπενάκη δώρισε έναν νεοκλασικό κτίριο στον Κεραμικό που τώρα στεγάζει το μουσείο ισλαμικής τέχνης, δώρισε την συλλογή κοσμημάτων της μητέρας του, Ζηνοβίας, ενώ το 1973 μέσω του ιδρύματος Δεκόζη - Βούρου χρηματοδότησε την προσθήκη νέας πτέρυγας στο παλαιό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη. Την σειρά αρχαίων χάλκινων αντικειμένων και αγγείων μακεδονικής προελεύσεως τη δώρισε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Αθηνών. Διετέλεσε μέλος και γραμματέας του δ.σ. της Εταιρείας των Φίλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Δωρεές πραγματοποίησε προς τον Δήμο Αθηναίων και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 1996 από εγκεφαλική αιμορραγία. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν απέκτησε παιδιά. Κατοικούσε μόνιμα στην Αθήνα, στο αρχοντικό Δεκόζη Βούρου, ενώ διατηρούσε και εξοχική έπαυλη στο Λουτρόπυργο, παραθεριστικό θέρετρο της Δυτικής Αττικής. Είχε τιμηθεί με πλείστα βραβεία μεταξύ των οποίων με τα παράσημα του Ταξιάρχου του Τάγματος του Γεωργίου Α΄ και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Φοίνικος, με τον Μεγαλόσταυρο του γερμανικού κράτους κ.α. Το οικογενειακό του αρχείο φυλάσσεται στο Εθνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ).
Λόγω της οικογενειακής παράδοσης ακολούθησε πολιτική καριέρα θέτοντας υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές του 1932 με την υποστήριξη του Λαϊκού Κόμματος στην περιφέρεια Φθιώτιδας και Φωκίδας, στις οποίες και εξελέγη. Επανεξελέγη στις εκλογές του 1933, του 1935 και του 1936. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας συμμετείχε στις πρώτες βουλευτικές εκλογές, στις οποίες και εξελέγη. Στις κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Τσαλδάρη Απριλίου και Οκτωβρίου 1946 διορίστηκε υφυπουργός γεωργίας (1946) και υφυπουργός οικονομικών (1946 - 1947) ενώ στην κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη υφυπουργός συντονισμού (1948 - 1949). Επανεξελέγη στις εκλογές του 1950 και 1951. Το1952 προσχώρησε στον Ελληνικό Συναγερμό του Αλέξανδρου Παπάγου, με την σημαία του οποίου και εξελέγη στις εκλογές του ίδιου έτους. Στην κυβέρνηση Παπάγου που σχηματίστηκε ανέλαβε υφυπουργός οικονομικών (1952 - 1954) και εν συνεχεία υπουργός οικονομικών (1954 - 1955), θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1956, οπότε και προκηρύχθηκαν εκλογές. Κατά τη διάρκεια της θητείας του καθιέρωσε τον ενιαίο φόρο εισοδήματος το ελάχιστο όριο φορολογίας και εισήγαγε τον θεσμό των διοικητικών φορολογικών δικαστηρίων. Επίσης αναμόρφωσε τα τελωνεία καταργώντας παράλληλα τον τελωνειακό έλεγχο των τουριστών συμβάλλοντας στην αύξηση του τουρισμού. Στις εκλογές του 1956 εξελέγη με την ΕΡΕ, της οποίας υπήρξε και χρηματοδότης, και αμέσως ανέλαβε υπουργός συγκοινωνιών και έργων (1955 - 1956) στην σχηματιζόμενη κυβέρνηση Καραμανλή.
Λόγω διαφωνίας του με την διαχείριση του ζητήματος του Κυπριακού αποχώρησε από την ΕΡΕ και την κυβέρνηση. Δύο χρόνια αργότερα, το 1958, μαζί με υπόλοιπους βουλευτές απέσυρε την υποστήριξή τους στη βουλή προς την ΕΡΕ με αποτέλεσμα να χάσει την εμπιστοσύνη αυτής και να προκηρυχθούν εκλογές. Σε αυτές επανεξελέγη ως ανεξάρτητος. Λίγα χρόνια αργότερα επέστρεψε στην ΕΡΕ με την οποία επανεξελέγη το 1961, 1963 και 1964. Το 1962 υπήρξε αντιπρόσωπος της Ελλάδας στη συνέλευση της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον.
Κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών διατήρησε επαφή με τον αυτοεξόριστο Κωνσταντίνο Καραμανλή ενώ σταδιακά, πριν από τη δικτατορία, άρχισε να προσεγγίζει το περιβάλλον Μαρκεζίνη, με τον οποίο διατηρούσε από παλιά φιλικές σχέσεις. Γι’ αυτό και στην δικτατορική κυβέρνηση Μαρκεζίνη ανέλαβε αναπληρωτής υπουργός συντονισμού και προγραμματισμού για περίπου ένα μήνα, οπότε και παραιτήθηκε η κυβέρνηση. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Μαρκεζίνη αποχώρησε από την ενεργό πολιτική.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Λάμπρος Ευταξίας ενδιαφέρθηκε για τις τέχνες προσφέροντας τεράστια ποσά για την ανάπτυξή τους. Το 1941 προσέφερε ιδιόκτητο κτίριο επί της οδού Ακαδημίας στο Κολλέγιο Αθηνών προκειμένου να στεγαστεί εκεί έτσι ώστε να συνεχιστούν τα μαθήματα που είχαν διακοπεί λόγω της επιτάξεως του κτιρίου στο Παλαιό Ψυχικό. Σημαντικός σταθμός στην πορεία του ήταν η σύσταση του ιδρύματος "Σταματίου Δεκόζη Βούρου", στο οποίο υπήρξε ισόβιος πρόεδρος, από τον θείο του Αλέξανδρο Βούρο με σκοπό την ενίσχυση των νέων καλλιτεχνών καθώς και η σύσταση του ιδρύματος Βούρου - Ευταξία, με την παράλληλη ίδρυση του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, στο οποίο δώρισε το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου. Σκοπός του μουσείου αυτού είναι η παρουσίαση της εξελίξεως της Αθήνας από την φραγκοκρατία μέχρι και σήμερα. Το 1990 το μουσείο τιμήθηκε με βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Μαζί με την Αλεξάνδρα Τριάντη ίδρυσε τον σύλλογο "Οι φίλοι της Μουσικής", στο οποίο διετέλεσε πρόεδρος (1954 - 1968) για πολλά χρόνια ενώ ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρος και ευεργέτης αυτού. Σημαντική ήταν και η συνεισφορά του στην ανέγερση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Ως πρόεδρος του Ιδρύματος Δεκόζη - Βούρου και του Συνδέσμου "Οι φίλοι της Μουσικής" κατάφερε να πετύχει τη σύσταση του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΟΜΜΑ), του οποίου υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και την παραχώρηση οικοπέδου επί της Βασιλίσσης Σοφίας. Η πρώτη δε φάση της κατασκευής του Μεγάρου Μουσικής χρηματοδοτήθηκε από το ίδρυμα Δεκόζη - Βούρου, η ανέγερση όμως σταμάτησε το 1979 λόγω εξάντλησης κεφαλαίων του ιδρύματος.
Μουσείο της πόλης των Αθηνών
Κινηματογράφος * Αττικόν * Επί της οδού Σταδίου
Συμμετείχε ενεργά στα διοικητικά του Μουσείου Μπενάκη, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος επί είκοσι χρόνια καθώς και επίτιμος πρόεδρος της διοικητικής επιτροπής του ίδιου μουσείου. Στο Μπενάκη δώρισε έναν νεοκλασικό κτίριο στον Κεραμικό που τώρα στεγάζει το μουσείο ισλαμικής τέχνης, δώρισε την συλλογή κοσμημάτων της μητέρας του, Ζηνοβίας, ενώ το 1973 μέσω του ιδρύματος Δεκόζη - Βούρου χρηματοδότησε την προσθήκη νέας πτέρυγας στο παλαιό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη. Την σειρά αρχαίων χάλκινων αντικειμένων και αγγείων μακεδονικής προελεύσεως τη δώρισε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Αθηνών. Διετέλεσε μέλος και γραμματέας του δ.σ. της Εταιρείας των Φίλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Δωρεές πραγματοποίησε προς τον Δήμο Αθηναίων και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Επίσης υπήρξε συλλέκτης έργων τέχνης
κυρίως θεμάτων που σχετίζονταν με την Αθήνα,
τον Βασιλιά Όθωνα, τον Λόρδο
Βύρωνα κ.α., συλλογή την οποία δώρισε στο Μουσείο της Πόλεως
των Αθηνών.
Ο Λάμπρος Ευταξίας υπήρξε στενός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή από τα πρώτα χρόνια της πολιτικής καριέρας του. Γνωρίστηκαν στην βουλή το 1935 μετά την εκλογή του Καραμανλή στο βουλευτικό αξίωμα, όταν ο τελευταίος διέμενε σε ένα ξενοδοχείο της πλατείας Κλαυθμώνος, απέναντι ακριβώς από την οικία του Ευταξία. Κατά τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη «ο Καραμανλής, άνθρωπος χωρίς καμίαν ιδιαιτέραν μόρφωσιν, όφειλε την ανάδειξίν του κατά πρώτον λόγον εις τον Λάμπρον Ευταξία». Αναφέρεται δε ότι το πρότεινε και για υπουργό στην κυβέρνηση Τσαλδάρη, όταν ο τελευταίος είχε τηλεφωνήσει στον Ευταξία για να του προτείνει υπουργείο. Ο Ευταξίας ήταν βασικός χρηματοδότης της Ε.Ρ.Ε., από την οποία όμως αποχώρησε λόγω διαφωνιών του για το Κυπριακό. Αν και επέστρεψε πάλι, επέλεξε να μην ασχοληθεί ενεργά με την κεντρική πολιτική σκηνή. Την περίοδο της αυτοεξορίας του Καραμανλή στο Παρίσι διατήρησαν στενή επαφή, η οποία συνοδευόταν και από συναντήσεις στηνΓαλλία. Μετά όμως την πτώση της Χούντας ο Ευταξίας απομονώθηκε από το περιβάλλον Καραμανλή λόγω της συμμετοχής του στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Παρ' όλα αυτά χάρις την υποστήριξη του Καραμανλή, ο Ευταξίας κατάφερε να πετύχει την παραχώρηση οικοπέδου επί της Βασιλίσσης Σοφίας για να κατασκευασθεί το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Ο Λάμπρος Ευταξίας υπήρξε στενός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή από τα πρώτα χρόνια της πολιτικής καριέρας του. Γνωρίστηκαν στην βουλή το 1935 μετά την εκλογή του Καραμανλή στο βουλευτικό αξίωμα, όταν ο τελευταίος διέμενε σε ένα ξενοδοχείο της πλατείας Κλαυθμώνος, απέναντι ακριβώς από την οικία του Ευταξία. Κατά τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη «ο Καραμανλής, άνθρωπος χωρίς καμίαν ιδιαιτέραν μόρφωσιν, όφειλε την ανάδειξίν του κατά πρώτον λόγον εις τον Λάμπρον Ευταξία». Αναφέρεται δε ότι το πρότεινε και για υπουργό στην κυβέρνηση Τσαλδάρη, όταν ο τελευταίος είχε τηλεφωνήσει στον Ευταξία για να του προτείνει υπουργείο. Ο Ευταξίας ήταν βασικός χρηματοδότης της Ε.Ρ.Ε., από την οποία όμως αποχώρησε λόγω διαφωνιών του για το Κυπριακό. Αν και επέστρεψε πάλι, επέλεξε να μην ασχοληθεί ενεργά με την κεντρική πολιτική σκηνή. Την περίοδο της αυτοεξορίας του Καραμανλή στο Παρίσι διατήρησαν στενή επαφή, η οποία συνοδευόταν και από συναντήσεις στηνΓαλλία. Μετά όμως την πτώση της Χούντας ο Ευταξίας απομονώθηκε από το περιβάλλον Καραμανλή λόγω της συμμετοχής του στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Παρ' όλα αυτά χάρις την υποστήριξη του Καραμανλή, ο Ευταξίας κατάφερε να πετύχει την παραχώρηση οικοπέδου επί της Βασιλίσσης Σοφίας για να κατασκευασθεί το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ