Πριν από εκατόν δέκα πέντε χρόνια, το 1895, ο πατέρας του ραδιοφώνου Γουλιέλμος Μαρκόνι κατόρθωσε να μεταδώσει ηχητικά σήματα Μορς διαμέσου ερτζιανών κυμάτων. Οι επιτυχίες του Μαρκόνι και άλλων ερευνητών όπως του Reginald Fessenden και του Lee de Forest αποτελούν την απαρχή της ανάπτυξης της ραδιοφωνίας. Χωρίς τη μεσολάβηση αγωγών αλλά με ηλεκτρομαγνητικά κύματα και στη λήψη τους από ειδικούς δέκτες, η ραδιοφωνία μεταδίδει πλέον σε μεγάλες αποστάσεις ομιλίες και μουσική…
Η εξέλιξη του
Γύρω στα 1873 ο Μαξουελ πρότεινε τη θεωρία του ηλεκτρομαγνητισμού, σύμφωνα με την οποία ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα μπορεί να μεταδοθεί χωρίς να μεσολαβεί κάποιο φυσικό μέσο.
Το 1883 ο Hertz επαλήθευσε τη θεωρία του Μάξγουελ για τον ηλεκτρομαγνητισμό και ανακάλυψε τα ραδιοκύματα. Κάπου στα 1897 ο Marconi επαληθεύει τα πειράματα του Hertz και καταφέρνει να στείλει ασύρματο σήμα σε απόσταση 3km.
Με τη συσκευή αυτή ο Ιταλός Marconi πηγαίνει στην Αγγλία -που ήταν η κύρια ναυτική δύναμη της εποχής- και ιδρύει την εταιρεία «Marconi Wireless telegraph» και προσφέρει υπηρεσίες στη ναυσιπλοΐα. Τα ραδιοκύματά του δεν μετέδιδαν φωνή αλλά σήματα Μορς. Ήταν τα Χριστούγεννα του 1906 στην Νέα Υόρκη όταν ο Fassenden μετέδωσε για πρώτη φορά φωνή και μουσική.
Αργότερα ήρθε ο De Forest για να ανακαλύψει το πρώιμο ραδιόφωνο, τη Λυχνία, η οποία ήταν η μόνη μορφή ραδιοφώνου για τα επόμενα 50-60 χρόνια. Μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο το ραδιόφωνο είναι ένα μέσο χρησιμοποιούμενο σε ερασιτεχνική βάση και δεν είναι καθόλου ανεπτυγμένο ή διαδεδομένο.
Η εξάπλωση του
Σταθμός για την ιστορία του ραδιοφώνου αποτελεί η έμπνευση ενός Αμερικανού, του Frank Conrad, ο οποίος εργαζόταν ως μηχανικός και ερασιτεχνικά ασχολείτο με το ραδιόφωνο και τον αθλητισμό. Ο Conrad τυχαία βγήκε στον αέρα με το ραδιόφωνο για να μεταδώσει τα αποτελέσματα των αγώνων. Απέκτησε φανατικό κοινό.
Ήταν τότε που μεταδόθηκε και η πρώτη ραδιοφωνική διαφήμιση, ενός καταστήματος στη γειτονιά του Conrad. Την εκπομπή του Conrad, που ουσιαστικά αυτός θεωρείται ο πατέρας του ραδιοφώνου, πήρε η εταιρεία Westing House και τη μεγάλωσε. Στις 20 Νοεμβρίου 1920 λειτούργησε ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός, ο K.D.K.A., που λειτουργεί ακόμη και σήμερα. Το 1926 έχουμε την παραγωγή ενός δέκτη αρκετά εύχρηστου, ποιοτικού και φτηνού.
Από τότε το ραδιόφωνο κατακτά ένα πολύ ευρύ κοινό. Στην πορεία έχουμε τη σύσταση και της νομοθεσίας για την οργάνωση των σταθμών και των συχνοτήτων. Η εδραίωση όμως του ραδιοφώνου έρχεται μετά το 1930, όπου σ' αυτή την περίοδο δημιουργείται το καλά οργανωμένο δίκτυο σταθμών (κρατικών και ιδιωτικών) τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη.
Ο ανταγωνισμός
Κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου το ραδιόφωνο και ο Τύπος γίνονται δύο μέσα ανταγωνιστικά μεταξύ τους γιατί το ραδιόφωνο αποκτά μεγάλο ειδησεογραφικό περιεχόμενο. Η λήξη του Μεγάλου Πολέμου φέρνει όμως το ραδιόφωνο στην αρχική του ιδιότητα και γίνεται ξανά ένα μέσο κυρίως ψυχαγωγικό.
Στα τέλη της δεκαετίας του '40 με αρχές της δεκαετίας του '50 το ραδιόφωνο αποκτά ένα νέο ανταγωνιστή, την τηλεόραση η οποία έχει στα χέρια της ένα πολύ δυνατό όπλο έναντι του ραδιοφώνου, την εικόνα. Η ακροαματικότητα του ραδιοφώνου πέφτει κατακόρυφα και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί ψάχνουν λύσεις. Η λύση έρχεται το '50-'60 και την εμφάνιση της δημοφιλέστατης μουσικής Rock and Roll. Η κρίση ξεπερνιέται και το ραδιόφωνο καθιερώνεται ως αποκλειστικά ψυχαγωγικό-μουσικό μέσο.
Τη δεκαετία του '60 αμφισβητείται στην Ευρώπη το κρατικό ραδιόφωνο γιατί δεν μετέδιδε Rock και απορρίπτεται από τη νεολαία της εποχής. Εμφανίζεται η Πειρατική Ραδιοφωνία με πρωτοπόρο το Radio Caroline στην Αγγλία, το οποίο εκπέμπει από ένα μικρό πλοίο στα χωρικά ύδατα της Αγγλίας και μεταδίδει μόνο Rock. Η ακροαματικότητά του είναι τόσο ψηλή που απειλεί το BBC. Ακολουθεί ευρεία διάδοση αυτού του τύπου ραδιοφωνίας σε όλη την Ευρώπη.
“Πριν από εκατόν δέκα πέντε χρόνια, το 1895, ο πατέρας του ραδιοφώνου Γουλιέλμος Μαρκόνι κατόρθωσε να μεταδώσει ηχητικά σήματα Μορς διαμέσου ερτζιανών κυμάτων.”
Το ραδιόφωνο ενηλικιώνεται
Μετά από αυτό οδηγούμαστε στην απορρύθμιση (Deregulation) της δεκαετίας του '70 και μπαίνουμε ουσιαστικά στην τελευταία φάση της ωριμότητας του ραδιοφώνου. Τις λυχνίες αντικαθιστούν τα μικρά Τρανσίστορ. Το ραδιόφωνο και το κασετόφωνο συνδυάζονται σε μια συσκευή. Η ραδιομετάδοση εμφανίζεται την περίοδο 1921-1922 σχεδόν συγχρόνως σε όλα τα βιομηχανικά κράτη. Γεννιέται από τις αλλαγές της τεχνολογίας των ραδιοεπικοινωνιών και από την ανάγκη των μεγάλων εταιρειών ραδιοηλεκτρικού υλικού, που αύξησαν κατακόρυφα την παραγωγή τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, να ανοικτούν προς την ιδιωτική αγορά, ακόμη και αν ορισμένοι από τους μεγαλύτερους ομίλους, στις ΗΠΑ κυρίως, αντιλαμβάνονται με καθυστέρηση τη σημασία της ραδιομετάδοσης.
Από τον ερασιτεχνισμό στον επαγγελματισμό
Στις αρχές του 1920, η μη επαγγελματική χρήση της ασύρματης επικοινωνίας περιορίζεται σε μερικούς ερασιτέχνες που επικοινωνούν μεταξύ τους στα στενά περιθώρια που τους επιτρέπουν οι στρατιωτικές αρχές, οι οποίες δεν δείχνουν να ανησυχούν από την ανάπτυξη ενός μη ελεγχόμενου συστήματος διαπροσωπικής επικοινωνίας, ενώ παράλληλα ενθουσιάζονται με την νέα τεχνική καλλιεργώντας έτσι μια θετική εικόνα του νέου μέσου.
Λίγο πριν από τον πόλεμο, η ραδιοεπικοινωνία στρέφεται προς το μοντέλο της ραδιομετάδοσης. Πριν από το 1914 δημιουργούνται σε όλες τις χώρες πειραματικές ραδιοφωνικές εκπομπές. Στις ΗΠΑ, φοιτητές αρχίζουν να μεταδίδουν δελτία ειδήσεων και μουσικά προγράμματα. Στο Βέλγιο αναμεταδίδουν μια συναυλία κλασικής μουσικής.
Ο εφευρέτης Λι Ντε Φορέστ, προσεγγίζοντας ένα βιομηχανικό σχέδιο, το οποίο δεν θα καταφέρει όμως να φέρει σε πέρας μόνος του, οργανώνει το 1908 τη μετάδοση μίας συναυλίας από τον Πύργο του Άιφελ και, το 1910, την αναμετάδοση μιας παράστασης με τον Καρούζο από τη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης. Αλλά ο Λι ντε Φορέστ παραγκωνίζεται από τις μεγάλες αμερικανικές βιομηχανικές εταιρείες που δεν θέλουν να τον ανταμείψουν για τις ευρεσιτεχνίες του, με αποτέλεσμα αυτοί οι πειραματισμοί να μην έχουν συνέχεια.
Στη Γαλλία, οι μόνες τακτικές εκπομπές είναι η ενημέρωση για την ώρα, που από το 1910 μεταδίδεται δύο φορές την ημέρα από τον Πύργο του Άιφελ, τα δελτία καιρού και το χρηματιστήριο.
Όλες αυτές οι εκπομπές διακόπτονται όμως κατά τη διάρκεια του πολέμου από τις στρατιωτικές αρχές.
Το συμβατικό ραδιόφωνο περιλαμβάνει δύο κατηγορίες συχνοτήτων τα AM και τα FM. Στις συχνότητες αυτές χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα μήκη κύματος ανάλογα με το σκοπό (π.χ. εμπορικά ραδιόφωνα εκπέμπουν στις συχνότητες FM 88-108). Άλλες συχνότητες χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς όπως π.χ. από την Αστυνομία και την Πυροσβεστική. Εκτός από το συμβατικό ραδιόφωνο υπάρχει και το Internet Radio (ραδιόφωνο του διαδικτύου) που εκπέμπει stream audio (δηλαδή επιφορτώνεται το αρχείο σε πραγματικό χρόνο, ο ήχος φορτώνεται εκείνη την στιγμή που παίζει) και τέλος το Podcasting που εκπέμπει μαγνητοφωνημένα.
Η ραδιοφωνική διαδρομή της Ελλάδας
Μοιραία στιγμή για την Ελληνική ραδιοφωνία είναι όταν επιστρέφει από την Ελβετία όπου σπούδαζε ο Στέφανος Ελευθερίου. Σ' αυτόν χρωστάει το ραδιόφωνο την εξέλιξη του στον τόπο μας. Ένας δεύτερος υποκινητής του ραδιοφωνικού ζητήματος είναι ο Κ. Πετρόπουλο, επιμελητής του Πανεπιστημίου στην έδρα της Φυσικής. Αυτός, πέρα από τις εργαστηριακές του έρευνες αναλαμβάνει πρωτοβουλία για τη διαφώτιση της κοινής γνώμης περί ραδιοφωνίας. Το Ελληνικό κοινό ενημερώνεται και ουσιαστικά την εποχή αυτή, αφυπνίζεται του ραδιοφωνικό του ενδιαφέρον.
Το 1925 είναι λοιπόν μια σημαδιακή χρονιά για τα ραδιοφωνικά μας πράγματα. Την ίδια εποχή που ο Ελευθερίου φεύγει από την ΔΕΥΝ, ένας ανήσυχος ρωμιός της διασποράς έρχεται από τη Γερμανία στην Ελλάδα, ο Χρίστος Τσιγκιρίδης.
Η επίσημη εκδοχή έχει συνδέσει την έναρξη του ραδιοφωνικού σταθμού του Τσιγκιρίδη,, με την Έκθεση Θεσσαλονίκης του 1928. Υπάρχουν ωστόσο ισχυρά δεδομένα που μας κάνουν να πιστεύουμε πως ο πρωτοπόρων των Μακεδονικών αιθέρων ξεκίνησε τις πειραματικές εκπομπές του το 1925 μ' έναν πομπό εγκαταστημένο στο σπίτι του.
Οι πρώτοι εκφωνητές της ΕΙΡ ήταν η αλησμόνητη Αφροδίτη Λαουτάρη, η Αγγελική Κοτσάλη και η Κονταράτου. Κατόπιν προστέθηκαν ο Μιχάλης Κοφινιώτης, λαμπρό αστέρι της οπερέτας, η Νιόβη Πηνιατόγλου, ο Κώστας Σταυρόπουολος, ο μετέπειτα ιστορικός αρχιεκφωνητής Τζων Βεϊνόγλου.
“Σταθμός για την ιστορία του ραδιοφώνου αποτελεί η έμπνευση ενός Αμερικανού, του Frank Conrad, ο οποίος εργαζόταν ως μηχανικός και ερασιτεχνικά ασχολείτο με το ραδιόφωνο και τον αθλητισμό... Ο Conrad τυχαία βγήκε στον αέρα με το ραδιόφωνο για να μεταδώσει τα αποτελέσματα των αγώνων... Απέκτησε φανατικό κοινό...”
Η ραδιοφωνική συνείδηση εξαπλώνεται σταθερά. Το κράτος συγκινείται και τον Ιανουάριο του 1927 δημοσιεύεται στην «Καθημερινή»: «Υπό του υπουργείου της Συγκοινωνίας πρόκειται να προκηρυχθή ταχής διαγωνισμός δια την εγκατάστασιν κεντρικού σταθμού ραδιοφώνου. Ήδη έχουν υποβληθεί εις το υπουργείον προτάσεις 17 εταιριών».
Ωστόσο, η πρώτη σύμβαση με κάποιον Εμμ. Μάρκογλου (αρχικά με τον οίκο Δημητριάδη που όμως υπαναχώρησε) υπογράφεται τα 1929. Το 1930 ο Μάρκογλου κηρύσσεται κι αυτός έκπτωτος για αθέτηση υποχρεώσεων και στη θέση του εμφανίζεται μια μυστηριώδης Ανώνυμη Ραδιοφωνική Εταιρεία, Αμερικανικών συμφερόντων, η Α.Ε. ΝΤΙΡΧΑΜ που εδρεύει στη Βοστώνη των ΗΠΑ. Ένας πεντάχρονο; Ραδιοφωνικός «γολγοθάς» αρχίζει. Με έντονο τρόπο εκδηλώνεται την ίδια εποχή και το ενδιαφέρον κι άλλων ξένων εταιριών για την Ελληνική Ραδιοφωνική εργολαβία.
Η πρωτοβουλία στην επόμενη φάση αναλαμβάνεται από τον πρώτο διδάξαντα. Ο Στέφανος Ελευθερίου για να παρακάμψει την αρπαγή της «ΝΤΥΡΧΑΜ», που κρατάει καθηλωμένη τη ραδιοφωνική υπόθεση, δημιουργεί στα τέλη του 1934 μια ημιπαράνομη ημικρατική παρέμβαση, που λειτουργεί παρασκηνιακά αλλά μέσα στους κόλπους του υπουργείου.
Σ' ένα δωμάτιο ντυμένο με κουβέρτες στήνεται το ραδιοφωνικό στούντιο και στον Πειραιά σένα λιμενικό φυλάκιο τοποθετείται η αντένα. Αυτός ήταν ο θρυλικός σταθμός του Πειραιά που εξέπεμπε επί ενάμιση χρόνο μεταδίδοντας τραγούδια από δίσκους αλλά και ζωντανά προγράμματα με καλλιτέχνες του μελοδράματος που φιλοξενούσε συχνά. Η ταραγμένη πολιτικά περίοδος έδωσε την ευκαιρία στο σταθμό του Πειραιά να μεταδώσει, δύο φορές εκλογικά αποτελέσματα.
Στο τέλος του 1935 το Νομικό Συμβούλιο γνωστοποιεί πως με αναγκαστικό νόμο το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να απεμπλακεί από τον σφικτό εναγκαλισμό της Αμερικανικής Εταιρείας. Τους πρώτους μήνες του 1936 όλα ήταν έτοιμα για τη δημιουργία του κανονικού Κρατικού Σταθμού.
Τα ηρωικά χρόνια της Ελληνικής Ραδιοφωνίας
Τα ηρωικά χρόνια της ραδιοφωνίας ξεκίνησαν την Κυριακή 27 Απριλίου 1941. Όταν η πρωινή Αθήνα έδινε την εντύπωση έρημης πόλης καθώς τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν φθάσει στα προάστια της Ελληνικής πρωτεύουσας. Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών εξέπεμπε το τελευταίο του μήνυμα. Ο εκφωνητής με φωνή που παλλόταν από τη συγκίνηση έλεγε: «Αδέλφια ψηλά το κεφάλι. Ο Σταθμός αυτός ύστερα από λίγο δεν θα είναι Ελληνικός. Μην τον ακούτε πια. Έλληνες, ο αγώνας συνεχίζεται» Τα τελευταία αυτά λόγια του εκφωνητή πνίγονταν από τις πρώτες στροφές του Εθνικού μας Ύμνου.
Σε λίγο Γερμανοί μοτοσικλετιστές κατηφόριζαν από τους Αμπελοκήπους τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας και οι ραδιοθάλαμοι του Ζαππείου καθώς και οι εγκαταστάσεις του πομπού στα Νέα Λιόσια ήσαν από τα πρώτα σημεία που κατέλαβε ο εχθρός. Το Ελληνικό ραδιόφωνο που από το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1940 με τις διάφορες εκπομπές του ενημέρωνε και εμψύχωνε το μαχόμενο Ελληνικό Έθνος, σίγησε.
Η καταστροφή του πομπού του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών στα Νέα Λιόσια, είχε σαν αποτέλεσμα να μην μπορέσει να λειτουργήσει ο σταθμός την ημέρα της απελευθέρωσης και να μεταδώσει το χαρμόσυνο μήνυμα της Ελευθερίας. Το μήνυμα αυτό μεταδόθηκε από το BBC το οποίο μετέδωσε και έκτακτες ανταποκρίσεις από την ελεύθερη πια Αθήνα.
Επειδή δεν υπήρχε δυνατότητα άμεσης επισκευής των εγκαταστάσεων του πομπού στα Νέα Λιόσια αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί για τις εκπομπές του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών ένας μικρός ραδιοφωνικός πομπός telefunken που διέθετε το Πανεπιστήμιο Αθηνών για τις ανάγκες των εργαστηρίων Φυσικής. Ο πομπός αυτός εγκαταστάθηκε στο Ζάππειο και άρχισε να εκπέμπει και πάλι το πρόγραμμα του ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών.
Παράλληλα, οι τεχνικοί της Ελληνικής Ραδιοφωνίας κατόρθωσαν να επισκευάσουν το σταθμό βραχέων κυμάτων της Παλλήνης και έτσι λίγες μέρες μετά την εγκατάσταση στην Αθήνα της κυβέρνησης Εθνικής Ένωσης του Γεωργίου Παπανδρέου ο πομπός αυτός μετέδιδε στα βραχέα κατά τις βραδινές ώρες το πρόγραμμα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών.
Χάρις στην αυταπάρνηση του προσωπικού της η Ελληνική Ραδιοφωνία κατόρθωσε στις δύσκολες ώρες της Κατοχής ν' ανταποκριθεί πλήρως στις προσδοκίες του Ελληνικού λαού και να εμψυχώσει την Αντίσταση του ενάντια στους κατακτητές. Για το λόγω αυτό ο θρυλικός «τσοπανάκος» δεν είναι ένα ακόμη ραδιοφωνικό σήμα σαν τα τόσα άλλα που πλημμυρίζουν στις μέρες μας τα ερτζιανά κύματα, αλλά αποτελεί τη μουσική έκφραση σε ραδιοφωνική μετάδοση της απόφασης του Ελληνικού λαού να ζει Ελεύθερος.
“Μοιραία στιγμή για την Ελληνική ραδιοφωνία είναι όταν επιστρέφει από την Ελβετία όπου σπούδαζε ο Στέφανος Ελευθερίου... Σ’ αυτόν χρωστάει το ραδιόφωνο την εξέλιξη του στον τόπο μας...”
Το πέρασμα από την πειρατική στην ιδιωτική ραδιοφωνία
Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να πούμε ότι οι ερασιτεχνικοί σταθμοί ήταν μια μορφή «ήρεμης επανάστασης» στην αισθητική, στον τρόπο επικοινωνίας και συμπεριφοράς. Στην ουσία άνοιξαν την πόρτα στην ξένη μουσική, δημιούργησαν σχέσεις, ανθρώπινη επικοινωνία και το σημαντικότερο, δημιούργησαν ένα δεδομένο που έκανε τους ανθρώπους να θέλουν «ελεύθερη ραδιοφωνία» Κι όλα αυτά χωρίς κόστος. Οικονομικό από τη μια, αφού οι ίδιοι χρηματοδοτούσαν μηχανήματα και δίσκους, χωρίς κανένα οικονομικό όφελος.
Μόνο η ευχαρίστηση του τηλεφώνου που χτυπάει, των μηνυμάτων που «φτερουγίζουν» στον αέρα για να βρουν τους αποδέκτες τους και της μουσικής που φανέρωναν τις γνώσεις του «πειρατή». Το φόβο και την αγωνία της εξουσίας, από την άλλη, που καραδοκούσε με τα ραδιογωνιόμετρα για να συλλάβει τους «πειρατές» και να κατασχέσει τα μηχανήματα. Αυτή η «ήρεμη επανάσταση» είχε στην πλάτη της πολλά χρόνια φυλακής και μεγάλη αντίδραση της εξουσίας, όπως όλες οι επαναστάσεις.
Οι σταθμοί μετακινούνταν συνέχεια, τα τηλέφωνα άλλαζαν, οι κεραίες έπαιρναν τη μορφή ενός τυχαίου καλωδίου, σιωπούσαν για ένα διάστημα και ξανάρχιζαν σε άλλη συχνότητα και οι «πιστοί» ακολουθούσαν.
Μια τεράστια συνωμοσία «πειρατών» κα ακροατών, εναντίον της εξουσίας, που παρά το λυσσαλέο κυνήγι δεν κατάφερε να την σταματήσει.
Για τους περισσότερους «πειρατές» το να στήσουν έναν σταθμό και να εκπέμπουν ήταν ένα σύντομο παιχνίδι που το εγκατέλειπαν μόλις οι υποχρεώσεις της ζωής (στρατιωτικό, δουλειά, οικογένεια) τους πίεζαν. Μερικοί όμως, το πήραν πιο σοβαρά, επέμεναν, είχαν κι αυτό το κάτι διαφορετικό στην παρουσίαση και προχώρησαν, βελτιώνοντας το σήμα και τα μηχανήματα τους, αλλά και παρακολουθώντας τη μουσική εξέλιξη δημιουργώντας πολλούς και μόνιμους fans.
Ο απόηχος των «πειρατών» ήταν αυτός που άνοιξε τον δρόμο στην «Ελεύθερη ραδιοφωνία», όπως ονομαζόταν στην αρχή μέχρι που διαπιστώθηκε ότι ο τίτλος δεν της ταίριαζε και μετατράπηκε σε «ιδιωτική ραδιοφωνία».
Στα πλαίσια τη γενικής εκσυγχρονιστικής προσπάθειας και προσαρμογής των δομών στις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εκσυγχρονίστηκε και ο θεσμός της ραδιοφωνίας.
Με το νόμο 1730/1987 ιδρύθηκε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου για τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, που λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας με έδρα την Αθήνα. Με την Υπουργική απόφαση 14631/Ζ2/2691/29.5.87 καθορίστηκαν οι προϋποθέσεις και οι όροι ίδρυσης ραδιοσταθμών τοπικής ισχύος, από Δήμους και κοινότητες.
Τέλος με το προεδρικό διάταγμα 25/1988 έχουμε την "απελευθέρωση" της ιδιωτικής ραδιοφωνίας, καθώς τέθηκαν οι όροι ίδρυσης τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Σήμερα η κατανομή των ραδιοφωνικών συχνοτήτων γίνεται από το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (ΕΣΡ).