Ὁ βασιλεὺς Ἀλέξιος καὶ ἐμὸς πατὴρ καὶ πρὸ
τοῦ τῶν σκήπτρων ἐπειλῆφθαι τῆς βασιλείας
μέγα ὄφελος τῇ βασιλείᾳ Ῥωμαίων γεγένηται”.
(Άννα Κομνηνή “Αλεξιάς Α’”)
Κρατεῖ λοιπὸν μετὰ τὸν Βοτανειάτην
ὁ Κομνηνὸς Ἀλέξιος ἔτη λζʹ καὶ τῷ διαδήματι
στέφεται, ὁ δὲ Ἰσαάκιος τὰ δεύτερα τῆς τιμῆς
εἶχε καινῷ ὀνόματι ἐπιφημισθεὶς αὐτῷ·
(Μιχαήλ Γλύκας “Βίβλος Χρονική”)
“Είτα ο μεν Αλέξιος βασιλικόν αναδείται διάδημα,
τω δι’ Ισαακίω τα δευτερεία νενέμηνται της τιμής,
καινού αυτώ επιφημισθέντος ονόματος”
(Ιωάννης Ζωναράς “Επιτομή Ιστορίας”)
Γράφει ο Δημήτριος Ρωμανός
Ιστορικός του Ελληνικού Πολιτισμού
Μικρογραφία από χειρόγραφο του 12ου αι. (Βατικανό, Biblioteca Apostolica). |
Εισαγωγικά
Γεννήθηκε το 1057, έτος κατά το οποίο ανέβηκε στον θρόνο ο θείος του Ισαάκιος Κομνηνός, ο οποίος ανέτρεψε τον Μιχαήλ τον Στ’, τον επονομαζόμενο και Στρατιωτικό. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Κομνηνός, αδελφός του Ισαακίου και μητέρα του η Άννα η Δαλασσηνή της αριστοκρατικής οικογένειας των Δαλασσηνών. Κατήγετο από στρατιωτική αριστοκρατική οικογένεια. Η μητέρα του, μάλιστα, ήταν πολύ ισχυρή προσωπικότητα η οποία συγκυβέρνησε μαζί με τον Αλέξιο περίπου είκοσι χρόνια.
Σχετικά με την καταγωγή των Κομνηνών οι ερευνητές ερίζουν. Όπως αναφέρει η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, οι περισσότεροι δέχονται τα όσα αναφέρει ο Μιχαήλ Ψελλός για την καταγωγή του Ισαακίου από την πόλη Κώμνη της Θράκης. Αυτό το συνδυάζουν με μία επιγραφή που βρέθηκε σε μία εκκλησία στην Ραιδεστό. Υπάρχουν και ιστορικοί, όμως, οι οποίοι θεωρούν ότι η οικογένεια κατάγεται από την Κασταμόνα (Κασταμονή) της Παφλαγονίας στην Μικρά Ασία, περιοχή στην οποία βρίσκονται τα κτήματα της.
Ο Αλέξιος χρημάτισε ως στρατηγός του Νικηφόρου Βοτανειάτη (1078-1081), αφού πρώτα κέρδισε την εμπιστοσύνη του, βοηθώντας τον να καταστείλει τα κινήματα του Νικηφόρου Βρυέννιου και του Νικηφόρου Βασιλάκιου, οι οποίοι ήταν, διαδοχικά, Δούκες του Δυρραχίου. Το 1081 θα συνεργαστεί με την οικογένεια των Δουκών στην περίφημη σύσκεψη στην πόλη Τζούρουλλο της Θράκης, κατά την οποία αποφασίστηκε η ανατροπή του Νικηφόρου Βοτανειάτη και η άνοδος στον θρόνο του Αλεξίου, όπως αναφέρει ο Georg Ostrogorsky. Έτσι εγκαθιδρύεται η Δυναστεία των Κομνηνών.
Η άνοδος το 1081 στον βυζαντινό θρόνο του Αλεξίου απέτρεψε την πλήρη κατάρρευση του βυζαντινού κράτους δίνοντάς του παράταση πλέον του αιώνος. Είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα διάστημα 100 ετών (1081-1180) ανέβηκαν στον θρόνο μόλις τρεις αυτοκράτορες: Αλέξιος Α’ (1081-1118), Ιωάννης Β’ (1118-1143) και Μανουήλ Α’ (1143-1180), γεγονός το οποίο, αναμφισβήτητα, αποδεικνύει την σταθερότητα που επικράτησε εκείνη την περίοδο. Δέον να σημειώσουμε, όμως, ότι η προϊούσα παρακμή του 11ου αιώνος είχε προκαλέσει ανήκεστο βλάβη στην βυζαντινή αυτοκρατορία, την οποία απλώς ανέκοψαν κατά τον 12ο αιώνα οι Κομνηνοί, δίχως, τελικά, να επιτύχουν να την αναστρέψουν στην ολότητα της, παρά μόνο εν μέρει. Έτσι, μετά τον θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού το 1180, όταν ανήλθαν στον βυζαντινό θρόνο ανίκανοι αυτοκράτορες εμφανίστηκαν ξανά τα παρακμιακά συμπτώματα, αυτή τη φορά περισσότερο έντονα, έως ότου οδηγήσουν στην πρώτη άλωση της Βασιλευούσης το 1204.
Χάρτης εποχής των ΚΟΜΝΗΝΩΝ |
Νορμανδοί – Χρυσόβουλο προς την Βενετία
Με το που ανεβαίνει στον θρόνο ο Αλέξιος έχει να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γυισκάρδου, οι οποίοι έχοντας νικήσει και διώξει τους βυζαντινούς από την Νότιο Ιταλία, τώρα επιχειρούν να βάλουν πόδι στην Βαλκανική, οσμιζόμενοι την βυζαντινή αδυναμία. Το βυζαντινό ναυτικό εκείνη την εποχή είχε παρακμάσει, έτσι ο Αλέξιος αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των Βενετών το 1082, υπογράφοντας ένα χρυσόβουλο με το οποίο τους παραχωρούσε φορολογικές διευκολύνσεις για τα εμπορικά τους πλοία. Αυτή ήταν η αρχή της ολοένα και αυξανόμενης εμπορικής διεισδεύσεως των ιταλικών πόλεων στην βυζαντινή επικράτεια. Οι Βενετοί, τώρα, καταναυμαχούν τον νορμανδικό στόλο στην Αδριατική, αλλά τα βυζαντινά στρατεύματα ηττώνται στο Δυρράχιο από τα νορμανδικά. Ο πόλεμος κρατά για μερικά χρόνια, ο Βοημούνδος (γιος του Γυισκάρδου) ηττάται το 1083, ενώ το 1085 ο Αλέξιος πετυχαίνει να ανακαταλάβει το Δυρράχιον. Την ίδια χρονιά οι Νορμανδοί, δίχως τον Γυισκάρδο ο οποίος είχε στο μεταξή πεθάνει, ηττώνται οριστικά και αναγκάζονται να εκκενώσουν την Βαλκανική.
Πετσενέγκοι – Κουμάνοι
Μετά την επιτυχή αντιμετώπιση των Νορμανδών ο Αλέξιος ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους. Αυτά τα τουρκογενή φύλα που είχαν τις βάσεις του πέραν του Δουνάβεως είχαν επιδοθεί σε τρομερές επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη, κυρίως του Παριστρίου θέματος. Toν Αύγουστο του 1087 οι βυζαντινοί ηττώνται στην Δρίστρα. Τότε ο αυτοκράτωρ, χρησιμοποιώντας την γνωστή βυζαντινή διπλωματία, κατάφερε να στρέψει τους Κουμάνους, άλλοτε συμμάχους των Πετσενέγκων, εναντίον των τελευταίων. Έτσι στην Μάχη του του Λεβουνίου το 1091 με την βοήθεια των σκληροτράχηλων Κουμάνων συντρίβει τους Πετσενέγκους. Το 1094 οι Κουμάνοι στρέφονται κατά του Βυζαντίου τη επινεύσει κάποιου Κωνσταντίνου Διογένους, ο οποίος ισχυρίζονταν ότι ήταν γιος του παλαιού αυτοκράτορος Ρωμανού Δ’ Διογένους (1068-1071). Τελικά ο Αλέξιος τον εξουδετερώνει και καταφέρνει να απαλλαγεί, για την ώρα, από τον κίνδυνο των Κουμάνων.
Τζαχάς
Την ίδια χρονιά, το 1094, εξουδετερώνει τον Σελτζούκο πειρατή στο Αιγαίο Τζαχά δια χειρός του γαμβρού του Κιλίτζ Ασλάν (να διευκρινήσουμε εδώ ότι η Άννα η Κομνηνή εμφανίζει τον Τζαχά να δρα λίγο μεταγενέστερα, το 1097, εδώ υπάρχει μία διχογνωμία για το έτος θανάτου του αλλά η ουσία είναι ότι μετά το 1091 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για αυτόν). Ο Τζαχάς, με επίκεντρο την Σμύρνη από το 1081 οργανώνει μία πειρατική αρχικά επικράτεια στην περιοχή του Αιγαίου, ο ίδιος δε αυτοαποκαλείται Εμίρης της Σμύρνης. Κατά καιρούς αποβιβάζει αυτά τα πειρατικά στρατεύματα σε Χίο, Λέσβο και Σάμο. Στην συνέχεια, διακρίνοντας τις αδυναμίες της αυτοκρατορίας και το γεγογός ότι ήταν απασχολημένη με τους Νορμανδούς και τους Πετσενέγκους συλλαμβάνει ένα σχέδιο καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι έρχεται σε συμφωνία με τους Πετσενέγκους για διπλή πολιορκία της Βασιλευούσης, τόσο από την ξηρά με τους τελευταίους όσο και από την θάλασσα με τον δικό του στόλο. Να σημειώσουμε εδώ ότι εκείνη την περίοδο ο βυζαντινός στόλος ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Έτσι κατά τα έτη 1090-1091 η Κωνσταντινούπολη θα πολιορκηθεί. Μετά την Μάχη του Λεβουνίου, όμως, και την βαρειά ήττα των Πετσενέγκων ο Τζαχάς αποσύρεται.
Εσωτερικές στάσεις
Αυτή την ταραχώδη και ιδιαίτερα δύσκολη εποχή για το βυζαντινό κράτος ο Αλέξιος δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνον τους εξωτερικούς εχθρούς αλλά και τους πάσης φύσεως μικροστασιαστές, οι οποίοι επιθυμούν αυτονόμηση από την κεντρική εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι χαρακτηριστικές δύο τέτοιες αποσχιστικές προσπάθειες από τον Καρύκη στην Κρήτη, τον Ραψομάτη στην Κύπρο και τον Νικηφόρο Διογένη στην Βαλκανική. Εναντίον του Καρύκη στην Κρήτη έπλευσε το 1092 ή 1093 ο Μέγας Δουξ του στόλου (αξίωμα που δημιουργήθηκε από τον Αλέξιο) Ιωάννης Δούκας.
Όταν έφθασε στην Κάρπαθο οι Κρήτες συνέλαβαν τον Καρύκη και τον σκότωσαν δηλώνοντες νομιμόφρονοι στον αυτοκράτορα. Στην συνέχεια ο Ιωάννης Δούκας έβαλε πλώρη για την Κύπρο. Μαζί του είχε τον Μανουήλ Βουτουμίτη, ο οποίος κατάφερε να προσεταιρισθεί μέρος του στρατεύματος του Ραψομάτη. Τελικά η βυζαντινή κυριαρχία επανήλθε στο νησί το 1092 και εγκαταστάθηκε πολιτικός διοικητής ο Καλλιπάριος και στρατιωτικός ο Ευμάθιος Φιλοκάλης. Στην Αλεξιάδα της Άννης της Κομνηνής στο 9ο βιβλίο γίνονται αναφορές για αυτές τις στάσεις. Τέλος, ο Νικηφόρος Διογένης, γιος του Ρωμανού Δ’ Διογένη επιχείρησε να δολοφονήσει τον Αλέξιο κατά την διάρκεια της εκστρατείας του κατά του Βολκάνου ηγεμόνος των Δαλματών, αλλά απέτυχε. Συνελήφθη και τυφλώθηκε.
Ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και οι άλλοι βαρώνοι της Πρώτης Σταυροφορίας στο αυτοκρατορικό παλάτι του Αλέξιου Κομνηνού. |
Α’ Σταυροφορία
Το 1095 λαμβάνει χώρα Σύνοδος στο Κλερμόν της Γαλλίας όπου ο Πάπας Ουρβανός ο Β’ κηρύσσει Σταυροφορία κατά των απίστων που κατείχαν τους Άγιους Τόπους. Την παρουσιάζει ως “θέλημα Θεού” (Deus Volt). Το 1096 ξεκινά ο Πέτρος ο Ερημίτης μαζί με χιλιάδες γυναικόπαιδα για να περάσει στην Μικρά Ασία. Οι βυζαντινοί τους διεκπαιραιώνουν αλλά λίγο καιρό μετά οι περισσότεροι σφαγιάζονται από τους Σελτζούκους. Το 1097 φθάνουν στην Κωνσταντινούπολη οι αρχηγοί της Σταυροφορίας (Αντεμάρ του Πουί, ο Ροβέρτος της Νορμανδίας, ο Ούγος των Βερμαντουά, ο Ραϊμόνδος Δ΄ της Τουλούζης, ο Ροβέρτος της Φλάνδρας, ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και ο Βοημούνδος του Τάραντα) διαθέτοντας ένα ισχυρό στράτευμα. Ο Αλέξιος, φερόμενος έξυπνα, τους όρκισε σύμφωνα με το δυτικό τυπικό ως Λίζιους και τους πέρασε στην Μικρασιατική ακτή. Σύμφωνα με τους όρκους τους οι Σταυροφόροι θα έπρεπε να παραδίδουν στους Βυζαντινούς τις πόλεις που θα κατακτούσαν.
Με αυτόν τον τρόπο ο Αλέξιος κατόρθωσε να ανακτήσει την δυτική Μικρά Ασία. Η πρώτη πόλη που επανήλθε στην βυζαντινή κυριαρχία ήταν η Νίκαια, πρωτεύουσα του Σουλτανάτου του Ρουμ. Οι Σελτζούκοι έτσι αναγκάστηκαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσα τους στο Ικόνιο. Το 1098 καταλαμβάνουν την Αντιόχεια, την οποία, όμως, δεν αποδίδουν στους Βυζαντινούς. Σε αυτό πρωτοστάτησε ο Νορμανδός Βοημούνδος, γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου. Ο ίδιος, μάλιστα, κατηγόρησε τους βυζαντινούς για μη τήρηση των συμφωνηθέντων αναφέροντας την δολιότητα των βυζαντινών και αποκηρύσσοντας, ουσιαστικά, την συμφωνία. Είναι γνωστή η λατινική φράση περί δολιότητος των Ελλήνων ως perfidia Graecorum. Ταυτόχρονα, ανέλαβε ο ίδιος την διοίκηση της Αντιοχείας για λογαριασμό των Νορμανδών. Το 1107 ο Βοημούνδος επιχειρεί να εισβάλλει πάλι στο Δυρράχιο αλλά ηττάται από τον αναδιοργανωμένο βυζαντινό στρατό και υπογράφει την ταπεινωντική γι’ αυτόν Συνθήκη της Δεαβόλεως το 1108 όπου δηλώνει την υποτέλειά του στον αυτοκράτορα.
Στροφή προς Ανατολάς
Μετά την προς ώρας εκμηδένιση των Νορμανδών και των Πετσενέγκων, την επιτυχή διπλωματική αντιμετώπιση των Σταυροφόρων, την εξουδετέρωση του Τζαχά και των εσωτερικών αποσχιστικών κινημάτων, έρχεται η ώρα της ανακαταλήψεως του συνόλου της Μικράς Ασίας. Ο Αλέξιος γνωρίζει ότι ο μικρασιατικός χώρος είναι ο βασικός πνεύμονας της αυτοκρατορίας έτσι στρέφεται προς Ανατολάς με σκοπό αρχικά να περιορίσει και σε δεύτερο χρόνο να εκδιώξει οριστικά τους Σελτζούκους. Ανακαταλαμβάνει εδάφη από την Τραπεζούντα του Πόντου έως το Αμόριο και το Φιλομήλιο. Στην ομώνυμη μάχη το 1117 ο Αλέξιος συντρίβει τους Σελτζούκους υπό τον Μαλίκ Σαχ Β’, ανταποδίδοντας έτσι το Μάντζικερτ.
Βογόμιλοι
Τα ζητήματα εσωτερικής συνοχής που έχει να αντιμετωπίσει ο Αλέξιος δεν περιορίζονται στην εκμηδένιση των πάσης φύσεως στασιαστικών κινηνάτων. Έχουν να κάνουν και με την εξάπλωση αιρετικών κινημάτων, όπως οι Βογόμιλοι. Πολλώ δε μάλλον όταν οι τελευταίοι είναι αποδεδειγμένα εχθροί της αυτοκρατορίας με τις διευκολύνσεις που παρείχαν σε Πετσενέγκους και Κουμάνους προκειμένου να επιδράμουν και να λεηλατήσουν τα εδάφη της. Κατά συνέπεια, η τακτική του κράτους συγχρονίζεται με εκείνη της Εκκλησίας με στόχο την δραστική αντιμετώπιση τέτοιων θεμάτων. Να σημειώσουμε εδώ ότι λόγω της εξαιρετικά κρίσιμης εξωτερικής καταστάσεως ο Αλέξιος αναγκάστηκε, στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, να εκποιήσει τους εκκλησιαστικούς θησαυρούς λόγω ελλείψεως χρημάτων, πράξη η οποία δυσαρέστησε, σε ένα βαθμό, τους εκκλησιαστικούς κύκλους. Έτσι ο αυτοκράτωρ τους καθησύχασε με το να υποσχεθεί αποζημίωση στην Εκκλησία όταν θα βελτιώνονταν η οικονομική κατάσταση του κράτους.
Αναφορικά με τους Βογόμιλους τους κατεδίωξε με ιδιαίτερη σκληρότητα. Οι Βογόμιλοι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η συνέχεια της παλαιότερης αίρεσης, των Παυλικιανών. Το 1118 συνέλαβε τον αρχηγό τους τον Βασίλειο και τον περί αυτού σκληρό πυρήνα των μαθητών του. Αφού απέσπασε την ομολογία τους στη συνέχεια τους έκαψε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως. Παράλληλα, ανέθεσε στον πολύ καλό του φίλο και Θεολόγο τον Ευθύμιο Ζυγαβινό να συντάξει θεολογική πραγματεία που να συμπεριλαμβάνει και την εκκλησιαστική καταδίκη των Βογομίλων. Πράγματι ο Ζυγαβινός συνέγραψε το βιβλίο Πανοπλία Δογματική, όπου στο 27ο κεφάλαιο αναφέρεται στον Βογομιλισμό. Την αίρεση των Βογομίλων κατεδίωξαν αργότερα οι ηγεμόνες της Βουλγαρίας και της Σερβίας.
Υπέρπυρο – χρυσό νόμισμα Αλεξίου Α’ / 1092-1118. Χριστός ένθρονος – ο αυτοκράτωρ |
Η νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄
Το 1092 ο Αλέξιος προβαίνει σε νομισματική μεταρρύθμιση με σκοπό να επανακαθορίσει την αξία των βυζαντινών νομισμάτων (χρυσά, αργυρά, χάλκινα). Εάν προβούμε σε μία ιστορική αναδρομή από τον 10ο αιώνα θα παρατηρήσουμε ότι ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογεννήτου (945-959) έως το τέλος της βασιλείας του Μιχαήλ Δ’ του Παφλαγόνα (1034-1041), παρατηρείται μία πολύ μικρή νόθευση του χρυσού νομίσματος με άργυρο της τάξεως του 0,04% ανά έτος. Από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042-1055) έως το τέλος της βασιλείας του Ρωμανού Δ’ (1068-1071), σε μία δεύτερη φάση, η νόθευση μεγαλώνει σε 0,4% ανά έτος ή και περισσότερο. Σε μία τρίτη φάση από το 1071 έως το 1092 η περιεκτικότητα σε χρυσό του «χρυσού» νομίσματος περιορίζεται έως και το 10%. Εκείνη την χρονιά ο Αλέξιος εκδίδει το Υπέρπυρον, χρυσό νόμισμα με περιεκτικότητα σε χρυσό περί τα 21 καράτια, αντί των 24 που είχε το παλαιό Σόλιδο.
Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις
Επειδή η ανάγκη του κράτους σε χρήμα ήταν τεράστια συνεχίστηκε η εκμίσθωσις των φόρων, ακόμη και ολόκληρων επαρχιών, σε ιδιώτες και εταιρείες ιδιωτών που συστάθηκαν γι’ αυτό τον σκοπό. Παράλληλα, ο Αλέξιος εφήρμοσε το μοντέλο της υποχρεωτικής εργασίας για το κράτος, που ονομάζονταν Λειτουργία, την υποχρέωση συντηρήσεως των μετακινούμενων στρατευμάτων έναντι χαμηλής αμοιβής ή χωρίς αμοιβή. Τα παραπάνω αποτελούν ένα είδος πολιτικής επιστρατεύσεως.
Ταυτόχρονα, ο Αλέξιος καθιέρωσε τον στρατιωτικό χαρακτήρα του θεσμού της Πρόνοιας, που ήταν η βάση της βυζαντινής ισχύος κατά τη Κομνήνεια περίοδο. Οι Προνοιάριοι ονομάζοντο Στρατιώται. Ουδεμία, όμως, σχέση έχουν με τους στρατιώτες-μικροκαλλιεργητές της Μέσης βυζαντινής περιόδου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα είδος βυζαντινής Φεουδαρχίας. Στους Προνοιάριους παραχωρείται δημόσια γη μαζί με τους χωρικούς-καλλιεργητές με αντάλλαγμα την επιστράτευσή τους σε ενδεχόμενο πόλεμο. Η παραχώρηση, στην αρχή, δεν περιλάμβανε μεταβίβαση στους απογόνους μετά τον θάνατο του δικαιούχου. Επιπλέον, ο Αλέξιος χορηγούσε, εν είδη προνομίου, την διοίκηση (το Management θα λέγαμε σήμερα) των Μοναστηριών και της περιουσίας τους σε ιδιώτες, δίχως να έχουν την υποχρέωση επιτελέσεως δημόσιας λειτουργίας, όπως στην περίπτωση της Πρόνοιας. Αυτό ονομάζονταν Χαριστίκιον.
Απολογισμός
Με τον Αλέξιο ξεκινά η υστεροβυζαντινή εποχή. Την περίοδο των Κομνηνών αναδιαρθρώνεται η διοίκηση και ο κρατικός μηχανισμός εν τω συνόλω, ενώ δημιουργούνται νέοι τίτλοι, όπως, για παράδειγμα, ο Σεβαστοκράτωρ ως ανώτεροι αυλικοί τίτλοι (τον συγκεκριμένο τίτλο ο Αλέξιος τον απένειμε στον αδελφό του Ισαάκιο). Αυτό κρίθηκε απαραίτητο διότι το προηγούμενο σύστημα είχε καταρρεύσει. Στην ουσία αναφερόμαστε σε μία επανίδρυση του κράτους με σκοπό την επιβίωσή του. Εκ του αποτελέσματος, βεβαίως, φάνηκε ότι μετά την παρέλευση των τριών πρώτων ικανότατων Κομνηνών όταν η αυτοκρατορία έπεσε στα χέρια ανίκανων ηγετών έφθασε να καταλυθή το 1204. Σε γενικές γραμμές η κοινωνική κινητικότητα, η οποία χαρακτήριζε την μεσοβυζαντινή περίοδο σταματά και το κράτος επανδρώνεται με μέλη της οικογενειακής αλλά και της ευρύτερης στρατιωτικής αριστοκρατίας. Η εξουσία του Αλεξίου του ήταν συγκεντρωτική και αυταρχική αλλά εκείνη την εποχή ήταν επιβεβλημένη δεδομένων των καταστάσεων που προηγήθηκαν. Ίσως ένα αρνητικό στοιχείο είναι ο διορισμός συγγενών τε και φίλων της οικογένειας σε καίρια διοικητικά πόστα, γεγονός το οποίο θα επιχειρήσει να περιορίσει ο γιος και διάδοχος του Αλεξίου ο Ιωάννης. Το πολιτικό του αφήγημα συνίσταται στην αριστοκρατική σταθερότητα, την οποία θέλει να την μετουσιώσει σε κοινωνική συνείδηση.
Πρωτογενείς πηγές:
Αλεξιάς Άννα Κομνηνή
Βίβλος Χρονική Μιχαήλ Γλύκας
Επιτομή Ιστορίας Ιωάννης Ζωναράς
Πανοπλία Δογματική Ευθύμιος Ζυγαβινός
Βιβλιογραφία:Βυζαντινή Ιστορία Τόμος Γ’1 Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη
Ιστορία του Βυζαντινού κράτους Ostrogorsky Georg
The Economic History of Byzantium from the Seventh through the Fifteenth century Laiou Angeliki
πηγή