Ο Χαμένος Παράδεισος της Παιδικής μας Ηλικίας
«–Δεν μου είπες, τελικά υπάρχει θησαυρός στο διπλανό σπίτι;
–Ποιο σπίτι; Δεν υπάρχει κανένα σπίτι εδώ δίπλα.
–Ε, τότε ας φτιάξουμε ένα..» (Marx Brothers)
–Ποιο σπίτι; Δεν υπάρχει κανένα σπίτι εδώ δίπλα.
–Ε, τότε ας φτιάξουμε ένα..» (Marx Brothers)
Περνάμε μια ολόκληρη ζωή αναζητώντας τη «μεγάλη αλήθεια», διερωτώμενοι για τη φύση του κόσμου και του ανθρώπου, για τα μυστήρια του πνεύματος, για την ορθή αντίληψη της πραγματικότητας και για το νόημα της ζωής. Και διαφεύγει σχεδόν από όλους μας ότι την αλήθεια την ξεχωρίζει μόνο η πιο αγνή ματιά, ότι οι πρώτες εντυπώσεις για κάποιον παράξενο λόγο είναι πάντα σωστές, και πως, οτιδήποτε κι αν επιχειρήσαμε να πιστέψουμε για όλα αυτά, το βασίσαμε σε στοιχεία που αποκτήσαμε καθ’ οδόν στη ζωή, και το μόνο που τελικά καταλάβαμε είναι ότι μάλλον είμαστε μπερδεμένοι ή εξαπατημένοι.
Αν υπάρχει κάποια αυταπόδεικτη αλήθεια για τον κόσμο και για τη ζωή, κάτι που κρύβεται πίσω από όλα τα πράγματα που ξέρουμε, μια αλήθεια φυσική και αναμφισβήτητη, τότε αυτήν την αλήθεια την ξέρουν τα μικρά παιδιά. Αυτά είναι που βλέπουν τον κόσμο χωρίς προηγούμενες ερμηνείες και εντυπώσεις, χωρίς παρεξηγήσεις και αυταπάτες, τον βλέπουν όπως στ’ αλήθεια είναι: μυστηριώδης και υπέροχος και θαυμαστός, γεμάτος θαύματα, περιπέτεια και έκσταση. Τα παιδιά βλέπουν τα πράγματα όπως στ’ αλήθεια είναι, φυσικά, αυθόρμητα, χωρίς τεχνητές ερμηνείες, χωρίς αδικία, χωρίς καμία αβεβαιότητα.
Κι αφού όλοι μας ήμασταν κάποτε παιδιά, πώς είναι δυνατόν να ξεχάσαμε τους θησαυρούς αυτής της φωτισμένης αντίληψης των πραγμάτων; Κι αφού όλοι μας ποθήσαμε κάποτε να ανακτήσουμε τον χαμένο κόσμο της παιδικής μας ηλικίας, γιατί ποτέ δεν κάναμε το βήμα να θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο κοιτούσαμε τότε τον κόσμο γύρω μας;
Όσοι έχουν οι ίδιοι παιδιά, διακρίνουν κάτι από αυτόν τον χαμένο παράδεισο, το βλέπουν στο βλέμμα των παιδιών τους. Εγώ ο ίδιος, κάθε μέρα, παρατηρώ τον μικρό μας γιό να εξερευνεί με δέος τα πάντα και να ανακαλύπτει ένα υπέροχο θαύμα πίσω από κάθε απλή υπόθεση της καθημερινότητας και του περιβάλλοντος, πίσω από κάθε ιδέα ή λέξη, εικόνα ή ήχο, αντικείμενο ή θέα. Το βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια, με λεπτομέρειες, και αυτό με βοηθά να το θυμηθώ και στη δική μου περίπτωση: ο κόσμος είναι ένα μέρος θαυμάτων και μυστηρίων όταν είσαι παιδί.
Και δεν αλλάζει όταν μεγαλώνεις. Εσύ είσαι που αλλάζεις. Η αλήθεια παραμένει, εσύ είσαι που την έχασες. Όταν είσαι παιδί, ο Παράδεισος σου ανήκει. Και όταν μεγαλώνεις είσαι σαν εκπεσόντας άγγελος, σαν εξόριστος από τον Παράδεισο, σαν προδότης της πατρίδας σου ή σαν άρρωστος που πάσχεις από αμνησία ενώ κάποτε ήξερες τα πάντα.
Ναι, όταν είσαι παιδί, μοιάζεις με τον Αδάμ στον θρυλικό Κήπο του Παραδείσου, που ήταν ο πρώτος που γνώρισε τα πάντα για πρώτη φορά, τη φύση, τον Θεό, τα δέντρα, τα ζώα, τον σύντροφο, το καλό και το κακό, το σεξ, τον άνεμο, τον ουρανό, τις λέξεις, και έδωσε τα ονόματά τους σε όλα τα όντα και τα φυτά.
Όταν είσαι παιδί, τα χωράφια με το σιτάρι μοιάζουν γεμάτα από χρυσάφι που ανεμίζει και λάμπει, που δεν θα θεριστεί ποτέ και θα είναι για πάντα αθάνατο, για πάντα ίδιο με την πρώτη στιγμή που το είδες. Και ό,τι βλέπεις, πιστεύεις ότι υπήρχε από πάντα αιώνια και θα υπάρχει για πάντα αιώνια. Η έννοια της αιωνιότητας είναι έμφυτη μέσα μας, η σκέψη της είναι φυσική και αυθόρμητη.
Αυτό που δεν υπήρχε μέσα μας είναι η έννοια της σπουδαιότητας, η σημασία, που εννοιολογείται από την εξαίρεση. Όλα τα πράγματα ήταν σπουδαία και σημαντικά, μέχρι και τα πιο ευτελή, τα πιο ασήμαντα, τα πιο αδιάφορα για τους μεγάλους, τα πιο δεδομένα. Η σκόνη, το χώμα και οι πέτρες των δρόμων ήταν πολύτιμες σαν διαμάντια και σπουδαίες σαν τεχνουργήματα. Κάθε παράξενο φύσημα του ανέμου ήταν αιτία δέους και θαυμασμού. Η πόρτα του σπιτιού, ο φράχτης του κήπου, στην αρχή ήταν το τέλος του κόσμου. Κι η εξερεύνηση ήταν η μόνη σημαντική υπόθεση, το ίδιο και το παιχνίδι, η χαρά, η αγάπη.
Θυμάμαι ένα υπέροχο απόσπασμα από το σπανιότατο και εξαίσιο βιβλίο του ποιητή και μυστικιστή Thomas Traherne (1637-1674), Centuries of Meditation(Αιώνες Διαλογισμού), που, κατά την εποπτεία μου, ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να περιγράψει το πως βλέπουν τα παιδιά τον κόσμο:
«Τα πράσινα δέντρα, όταν τα είδα για πρώτη φορά μέσα από τις πύλες του κήπου, με κατέπληξαν και με γέμισαν με πρωτόγνωρη έκσταση. Η γλυκύτητα και η παράξενη ομορφιά τους έκαναν την καρδιά μου να χοροπηδήσει, και, σχεδόν τρελός από την έκσταση, κατάλαβα ότι ήταν τα πιο παράξενα και υπέροχα πράγματα που είχα δει. Και οι άνθρωποι! Ω, τι σεβάσμια και θαυμαστά πλάσματα που έμοιαζαν οι ενήλικοι!
Ήταν σαν αθάνατα και σοφά Χερουβείμ! Και τα νεαρά αγόρια έμοιαζαν με λαμπερούς σπινθηροβόλους αγγέλους, και τα νεαρά κορίτσια φάνταζαν σαν Σεραφείμ, παράξενα δείγματα υπέροχης ζωής, φρεσκάδας και ομορφιάς! Τα αγόρια και τα κορίτσια που έτρεχαν και έπαιζαν στους δρόμους, ήταν σαν κινούμενα διαμάντια και λαμπερά πολύτιμα κοσμήματα. Δεν γνώριζα ότι είχαν γεννηθεί, ούτε ότι πρέπει να πεθάνουν.
»Όλα τα πράγματα ζούσαν. Και όλα τα πράγματα ζούσαν αιώνια, το καθένα στο σωστό μέρος. Η αιωνιότητα εκδηλωνόταν στο φως της ημέρας, και κάτι το άπειρο εμφανιζόταν πίσω από τα πάντα, κάτι που ψιθύριζε στις προσδοκίες μου και κινούσε κάθε μου επιθυμία. Η ίδια η πόλη έμοιαζε να στέκει στον παράδεισο, ή να είναι χτισμένη στον ουρανό.
»Οι δρόμοι ήταν δικοί μου, οι ναοί ήταν δικοί μου, όλα τα παιχνίδια ήταν δικά μου, οι άνθρωποι ήταν δικοί μου, τα ρούχα τους που έλαμπαν σαν ασήμι και χρυσό ήταν δικά μου, το ίδιο και τα λαμπερά τους μάτια, το όμορφο δέρμα τους, τα εκφραστικά τους πρόσωπα. Οι ουρανοί ήταν δικοί μου, δικός μου ήταν και ο ήλιος και το φεγγάρι και τα αστέρια, που έβγαιναν εκεί πάνω μόνο για μένα, κι όλος ο κόσμος ήταν δικός μου, κι εγώ ήμουν ο μόνος παρατηρητής του, ο μόνος που τον απολάμβανε.
»Δεν ήξερα καμιά βάναυση ορθότητα, κανέναν περιορισμό, κανένα εμπόδιο, καμιά κατάταξη, καμιά υποδιαίρεση, κανένα όριο. Όλες οι υποθέσεις του κόσμου ήταν δικές μου, όλα τα όρια και τα περιεχόμενα δικά μου, όλοι οι θησαυροί του κόσμου και όλοι οι κάτοχοί τους ήταν δικοί μου.
»Αλλά, αργότερα, πολλά συνέβησαν και διαφθάρηκα, μολύνθηκα, και αναγκάστηκα να μάθω τα βρώμικα τεχνάσματα αυτού του κόσμου. Και τώρα προσπαθώ να τα ξεμάθω, και να γίνω όπως κάποτε ήμουν, ένα μικρό παιδί και πάλι, για να εισέλθω στη Βασιλεία των Ουρανών…»
Ο Traherne, που πίστευε ότι η Ουτοπία είναι εδώ και τώρα μαζί μας αλλά δεν τη βλέπει κανείς, μέσα από το έργο του δήλωνε με τον πιο όμορφο και αισιόδοξο τρόπο ότι όλοι μας μπορούμε να αποκτήσουμε ξανά το φωτεινό όραμα του βλέμματος των παιδιών, και να επιστρέψουμε στον χαμένο Παράδεισο, αρκεί να μπορέσουμε, σαν πρώτο βήμα, να δώσουμε αξία στα «μέγιστα, όμως κοινά και απλά πράγματα»: τον ήλιο, τον ουρανό, τον άνεμο, τα φτερά των πουλιών και των πεταλούδων, τα κεραμίδια μετά τη βροχή, αντί να λαχταρούμε συνεχώς οφέλη, τιμές και πλούτη.
Ο αληθινός κόσμος μας αποκρύπτεται, κρύβεται από το διεφθαρμένο βλέμμα μας και από τη φοβισμένη καρδιά μας, και είναι δυνατόν να μας αποκαλυφθεί σε όλο του το μεγαλείο αν μπορέσουμε να τον κοιτάξουμε με την αγάπη και το δέος του παιδιού. Έλεγε ότι όλοι μας ζούμε μέσα στα θαύματα, αλλά κανείς δεν το θυμάται. Ήταν ο ταπεινός γιος ενός τσαγκάρη, κι έγινε ένας μεγάλος ποιητής που αντίκρισε τον Θεό…
Δεν γνωρίζουν πολλοί την όμορφη παράδοση ότι, όταν ο Αδάμ και η Εύα εξορίστηκαν από τον Παράδεισο, τους επιτράπηκε να πάρουν μαζί τους ένα γαϊδουράκι. Οι πρωτόπλαστοι απομακρύνθηκαν από τον Παράδεισο, ανατολικά της Εδέμ, μαζί με ένα ταπεινό γαϊδουράκι, ένα πλάσμα που από τότε έχει συνηθίσει αδιαμαρτύρητα να υποφέρει και να σηκώνει το φορτίο του.
Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι αυτό το γαϊδουράκι (που αργότερα θα γίνει άλογο, έπειτα θα βγάλει το κέρατο της σοφίας και θα γίνει μονόκερως, και έπειτα θα αποκτήσει φτερά και θα γίνει πήγασος), είναι ένα απόκρυφο σύμβολο για τη φαντασία. Το μόνο αληθινά δικό μας πράγμα που έχουμε, είναι η φαντασία μας, κι αυτό είναι το μόνο δώρο που μας δίνει την οπτική όλων των πραγμάτων που δεν έχουμε, όλων εκείνων που έχουμε χάσει, όλων εκείνων που δεν ξέρουμε.
Είναι μια σπίθα του Δημιουργού μέσα μας, είναι το ίδιο μας το πνεύμα: η δημιουργική μας σκέψη, η στάση μας απέναντι στο μυστήριο του κόσμου, ο στοχασμός μας, τα όνειρά μας. Κατά τη γνώμη μου, το Φανταστικό είναι η σημαντικότερη υπόθεση του ανθρωπίνου όντος.
Τα παιδιά αποτελούν ενσαρκώσεις του ίδιου του Φανταστικού της ανθρωπότητας μας. Το βλέμμα του παιδιού είναι η προσωποποίηση της επέκτασης της πραγματικότητας προς το θαυμαστό: η χαμένη παιδική μας ηλικία, τα χαμένα όνειρά μας, ο χαμένος αληθινός κόσμος, ο χαμένος Παράδεισος.
Διαβάζω ένα όμορφο αυτοβιογραφικό απόσπασμα που έγραψε ο ονειροπόλος συγγραφέας και στοχαστής, Herman Hesse:
«Σαν όλα τα μικρά αγόρια αγαπούσα και ζήλευα ορισμένα επαγγέλματα: του κυνηγού, του βαρκάρη, του ακροβάτη, του εξερευνητή των αρκτικών περιοχών. Αλλά πολύ περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο ήθελα να γίνω μάγος. Αυτή ήταν η βαθύτερη, πιο έντονη παρόρμηση μου –σε σχέση με μια ορισμένη δυσαρέσκεια γι’ αυτό που οι άλλοι αποκαλούσαν πραγματικότητα, που πολλές φορές μου άφηνε την εντύπωση ότι δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια ανόητη συνομωσία των μεγάλων. Από πολύ μικρός, πότε με φόβο και πότε με περιφρόνηση, απέρριπτα αυτήν την πραγματικότητα και καιγόμουνα από την επιθυμία να της κάνω μάγια, να την μεταμορφώσω, να την υπερβώ…»
Αυτή η έντονη επιθυμία για υπέρβαση της πραγματικότητας, είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των ονειροπόλων ανθρώπων που δεν έχουν χάσει την κληρονομιά μας του Φανταστικού: της ψυχικής μας αλήθειας για τον κόσμο και τον εαυτό.
Το Φανταστικό, η ξέφρενη και θαυμαστή παιδική ηλικία του εαυτού μας –πριν αυτός κουραστεί, πληγωθεί, παραδοθεί, και πριν ξεχάσει τα πάντα για την αλήθεια του κόσμου– λειτουργεί σαν ένα κάλεσμα για υπέρβαση και για ατομική ελευθερία, που αντηχεί από τα τρίσβαθα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι αυτό το κάλεσμα είναι πολύ πραγματικό, αληθινά πραγματικό, και οι προοπτικές που διαγράφει, οι δίοδοι εξόδου από το τέλμα, είναι επίσης αληθινά πραγματικές.
Γιατί η μόνη αληθινή πραγματικότητα είναι η εσωτερική, η μόνη αληθινή κατασκευή είναι αυτή που δομεί την ψυχή και τον νού μας, και βρίσκεται στην πιο πολύτιμη μορφή της στην πρότερη αυθεντική και φυσική της κατάσταση: όταν ήμασταν παιδιά. Τότε που γνωρίζαμε την αληθινή χρήση του παράξενου και ελεύθερου μηχανισμού του σύμπαντος, του αληθινού σύμπαντος: αυτού που κρύβουμε μέσα μας και όχι αυτού που μας εξηγεί η αστρονομία και η φυσική, και αυτού που βλέπουμε αυθόρμητα και φυσικά γύρω μας, για πρώτη φορά, χωρίς επίπλαστες ερμηνείες. Η μόνη πραγματικότητα είναι αυτή που όλοι μάς κρύβουν: Ο άνθρωπος είναι ένα σύμπαν από μόνος του.
Νιώθω ότι η αποστολή μας στον κόσμο δεν είναι απλά να ζήσουμε, αλλά να τον αγαπήσουμε, να παίξουμε μαζί του, να τον εξερευνήσουμε και να τον υπερβούμε. Νιώθω ότι πρέπει να αντιταχθούμε πολεμικά σε κάθε άνθρωπο, ιδέα, αξία, θεσμό, δόγμα, που θέλει να μας εμποδίσει να το κάνουμε αυτό. Άλλωστε αυτός δεν είναι ο ουσιαστικός αγώνας για την πνευματική ελευθερία;
Αυτό είναι που νιώθει τόσο απλά και ξεκάθαρα ένα παιδί. Είναι πολύ πρόσφατη η άφιξη του στον κόσμο μας για να έχει ξεχάσει την αποστολή του. Νομίζω ότι μεγαλώνοντας την ξεχνάμε, μάς μαθαίνουν με αυστηρότητα τόσα πολλά για την χρήση του μηχανισμού που διευθύνει το εργοστάσιο που κατασκευάζει την καθημερινότητα μας, που ξεχνάμε τελείως τις συμπαντικές και φυσικές αλήθειες που γνωρίζαμε σαν παιδιά. Τα παιδιά ξέρουν, ίσως γι’ αυτό να «τους ανήκει η βασιλεία των ουρανών».
Μεγαλώνοντας ξεχνάμε, απογοητευόμαστε, αποκαρδιωνόμαστε, κουραζόμαστε, βαριόμαστε και λειτουργούμε σαν μαριονέτες ενός αόρατου οργανοπαίκτη. Είναι φρικτό, ούτε καν η σκέψη μας δεν εξαιρείται. Μαθαίνουμε να υπακούμε ακόμη και μέσα στις σκέψεις μας, και το πρώτο διανοητικό παραστράτημα το θεωρούμε ως κάποιο είδος «ανωμαλίας».
Μεγαλώνοντας ξεχνάμε, απογοητευόμαστε, αποκαρδιωνόμαστε, κουραζόμαστε, βαριόμαστε και λειτουργούμε σαν μαριονέτες ενός αόρατου οργανοπαίκτη. Είναι φρικτό, ούτε καν η σκέψη μας δεν εξαιρείται. Μαθαίνουμε να υπακούμε ακόμη και μέσα στις σκέψεις μας, και το πρώτο διανοητικό παραστράτημα το θεωρούμε ως κάποιο είδος «ανωμαλίας».
Έχουμε διδαχτεί και συνηθίσει ένα σωρό ψέματα που τα θεωρούμε για απόλυτες αλήθειες, έτοιμες να καταδικάσουν ως ψέμα το κάλεσμα της παιδικής φαντασίας, χωρίς να μπορούν να αντικρίσουν κατά πρόσωπο το μέγεθος του ψέματος τους, τόσο γιγάντιο είναι. Κάτι σκοτώνει το παιδί μέσα μας για να στερήσει από την ανθρωπότητα την θαυμαστή της προοπτική.
Γύρω μας περιπλανιούνται σαν μηχανικές σκεπτόμενες σάρκες, άνθρωποι που κουβαλούν μέσα τους ένα νεκρό ή ετοιμοθάνατο παιδί. Ίσως αυτή να είναι η «ανάσταση» που πρέπει να μελετήσουμε και να κατορθώσουμε. Να νικήσουμε τον θάνατο που μας διδάσκουν μέρα με την ημέρα οι αόρατοι αφέντες μας, που έχουν εισβάλλει τόσο μελετημένα μέσα μας, που όταν ακούμε τη φωνή τους νομίζουμε ότι ακούμε τη δική μας. Το παιδί πρέπει να ξυπνήσει, γιατί ονειρεύεται όλο αυτό το κακάσχημο και θλιμμένο όνειρο.
Το παιδί μέσα μας θέλει να γίνει μάγος, να κάνει μάγια σ’ αυτήν την πραγματικότητα, να την μεταμορφώσει, να την υπερβεί. Είναι αλήθεια: μπορεί να το κάνει. Κάποτε το έκανε χωρίς να ξέρει απολύτως τίποτε γι’ αυτήν την παιδική μαγεία που τώρα πρέπει να τη διδαχθεί ξανά.
Ίσως ήρθε ο καιρός να αναζητήσουμε ξανά τα μυστικά αυτής της αυθόρμητης τέχνης, που η εφαρμογή της οδηγεί στον Παράδεισο… Κανείς δεν ξέρει πόσος καιρός μας έχει απομείνει.