Καλικάντζαροι. Μαρτυρίες για τις εμφανίσεις τους στην Θράκη !
Μικρά μαύρα πλασματάκια που κάνουν της εμφάνιση τους τις μέρες του 12ημέρου( 25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου), προξενώντας ζημιές και καταστροφές στους ανθρώπους και στις περιουσίες τους. Η όψη τους είναι πάντα αποκρουστική, τα δόντια τους μεγάλα, τα αυτιά τους μυτερά και η ουρά τους όμοια με αυτή του διαβόλου. Συνήθως εμφανίζονται να τριγυρνούν γυμνά και πεινασμένα, ή να φορούν κουρέλια προσπαθώντας να κρύψουν το ασθενικό τους σώμα.
Αυτή είναι ίσως η πιό λεπτομερείς περιγραφή που θα μπορούσαμε να δώσουμε για τους καλικάντζαρους. Τα πλάσματα αυτά που άλλοτε “αλώνιζαν” κάθε γωνιά της Ελλάδας και σήμερα τείνουν να εκλείψουν, ενσάρκωναν για πολλούς αιώνες την υπόσταση του διαβόλου και των δαιμόνων του στην συνείδηση του Ελληνικού λαού. Οι σκανταλιές και τα πειράγματα τους έγιναν συνώνυμα του τρόμου που προκαλούσε στους ανθρώπους της υπαίθρου η εμφάνιση τους τις μέρες του 12ημέρου, όπου, σύμφωνα με της παράδοση, έβγαιναν στην επιφάνεια της γης για να πειράξουν τους ανθρώπους και να κλέψουν τα φαγητά και τα ζώα τους,
Οι καλικάντζαροι ήταν επιφορτισμένοι όλο το χρόνο με το πριόνισμα του δέντρου που κρατά τη γη. Κάθε χρόνο έφταναν πολύ κοντά στο να ολοκληρώσουν την κοπή του, όμως, όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, σταματούσαν κάθε εργασία και έβγαιναν στην επιφάνεια γιατί μόνο τότε (25 Δεκεμβρίου) ο Χριστός ήταν αβάφτιστος, αλλά και τα νερά της γης έπαυαν να είναι ευλογημένα μέχρι την βάφτιση του Χριστού (6 Ιανουαρίου), με αποτέλεσμα να μην μπορεί η χάρη του θεού να τα εμποδίσει να ανέβουν στην επιφάνεια για να πειράξουν τους ανθρώπους και να τους κλέψουν το φαγητό και τα εργαλεία τους.
Στην 12ήμερη αυτή διαμονή των καλικάντζαρων στην επιφάνεια της γης, το δέντρο της γη επούλωνε τις πληγές του και αύξανε και πάλι τον κορμό του. Όταν λοιπόν γύριζαν πίσω οι καλικάντζαροι άρχιζαν να το κόβουν πάλι από την αρχή μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα, αλλά κάθε χρόνο αφού έβγαιναν στην επιφάνεια και επέστρεφαν, το δέντρο είχε αναγεννηθεί.
Στην περιοχή της Θράκης οι καλικάντζαροι ονομάζονται καρκάντζαλοι ή καρκατζέλια. Η μορφή τους δεν διαφέρει σε πολλά από τους καλικάντζαρους της υπόλοιπης Ελλάδας. Είναι μαύρα μικρά πλάσματα, περίπου ένα μέτρο ύψος, με ουρά, μυτερά αυτιά και κόκκινα μάτια. Σε πολλές περιπτώσεις φοράνε γουρουνοτσάρουχα στα πόδια τους και κρατάνε ένα μυτερό ραβδί που έχουν σουβλίσει σε αυτό έναν βάτραχο.
Την παραμονή των Χριστουγέννων στην Θράκη, σύμφωνα με το έθιμο, όλοι έσφαζαν ένα γουρούνι που έκτρεφαν συνήθως στα σπίτια τους, για να το μαγειρέψουν την μέρα των Χριστουγέννων. Ανήμερα των Χριστουγέννων, πριν ακόμα χαράξει, οι άνθρωποι ξυπνούσαν για να πάνε στην Χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Τότε ήταν που εισέβαλαν στα σπίτια τους τα καρκατζέλια για να κλέψουν το χοιρινό κρέας και να μαγαρίσουν τα σπίτια των ανθρώπων.
Όταν δεν κατάφερναν να μπουν στα σπίτια, έκαναν ζημιές στην αυλή και τρέλαιναν τα ζώα του ιδιοκτήτη. Με το φως του ήλιου κρύβονταν σε σκοτεινά και ανήλια μέρη μέχρι να πέσει ξανά η νύχτα. Επέστρεφαν στα σπίτια που δεν μπόρεσαν να εισέλθουν την προηγούμενη και χτυπούσαν πόρτες και παράθυρα. Γελούσαν δυνατά και φώναζαν να τους δώσουν “τσιτσίκο” (κρέας) με αντάλλαγμα τον βάτραχο που έχουν σουβλισμένο στο ραβδί τους.
Οι άνθρωποι φυσικά φοβόταν και δεν βγαίναν από τα σπίτια τους μετά την δύση του ήλιου. Κλείδωναν τα ζώα και τα υπάρχοντα τους και ούτε το τζάκι άναβαν για να μην δουν τον καπνό της καμινάδας τα καρκατζέλια και εισβάλουν στο σπίτι τους. Δεν άφηναν απλωμένα ρούχα έξω την νύχτα, ούτε νερό σε στάμνες γιατί τα μαγάριζαν όλα. Ακόμη και τα σκυλιά φαίνεται πως φοβόταν γιατί εκείνα τα βράδια κρύβονταν και κανένα δεν γάβγιζε όλη την νύχτα.
Μαρτυρίες ηλικιωμένων αναφέρονται στα καρκατζέλια με υπερβολικό φόβο:
-Ένα βράδυ έπιασαν έναν χωριανό μας στο δρόμο, λίγο έξω από το χωριό, που γύριζε από το χωράφι του, και όλη τη νύχτα τον έβαζαν να χορεύει. Μόνο όταν ακούστηκε ένα κοκόρι απ το χωριό τον άφησαν να φύγει.
-Έναν άλλον τον βρήκαν πάνω στο κάρο του να γυρνάει στο σπίτι του. Τα βόδια του απ το φόβο τους σταμάτησαν να περπατάνε και έπεσαν στη γη. Τα κέντριζαν τα καρκατζέλια όλη νύχτα με τα κεντριά τους μέχρι που ψόφισαν τα καημένα. Αυτόν τον έβαλαν να χορεύει και όταν σταματούσε τον κέντριζαν και αυτόν.
-Ένα σούρουπο είδα μία μαυροντυμένη τσιγγάνα να μπαίνει στην αυλή του σπιτιού μου, ήταν καμπουριασμένη με άσπρα μαλλιά και μπαστούνι, εγώ ήμουν μέσα στο σπίτι και την είδα από το παράθυρο. Είπα να της δώσω κάτι να φάει γιατί είναι αμαρτία τέτοιες μέρες να μην δώσεις σε όποιον ζητήσει. Μόλις βγήκα από το σπίτι άκουσα ένα πολύ δυνατό γέλιο και είδα ένα καρκατζέλι να τρέχει. Πρόλαβα και το είδα καλά γιατί απ τον φόβο μου λιποθύμησα. Ήταν μικρό και μαύρο με ουρά. Έτρεχε μπροστά και κοιτούσε πίσω σ εμένα και με κορόιδευε.
-Ένας φίλος του μπαμπά μου, έχει πολλά χρόνια που πέθανε, τα είδε μέσα στο σπίτι του. Μπήκαν από την καμινάδα πριν τα ξημερώματα γιατί είχε σβήσει η φωτιά και ανακάτευαν το σπίτι και σκορπούσαν κάτω το αλεύρι. Φώναξε να τα διώξει και αυτά του πήραν την λαλιά. Μίλησε τα φώτα πάλι μόλις ήπιε αγιασμό και μας είπε σε όλους τι έπαθε. Άτιμα αυτά τα καρκατζέλια, όλο τον κόσμο έβλαπταν.
-Μία γυναίκα χήρα είχε το μωρό στην κούνια και κοιμόταν. Μπήκαν μέσα στο σπίτι πολλά καρκατζέλια, την ξύπνησαν και άρχισαν να την τρυπάνε με τα κεντριά τους. Της τρυπούσαν όλη τη νύχτα, μαύρη την έκαναν την καημένη. Το μωρό δεν το πείραζαν όμως και το κουνούσαν όταν έκλαιγε. Έφυγαν όταν λάλησαν τα κοκόρια.
-Εμείς είχαμε κάνει χαλβά μια χρονιά και τον είχαμε στο ταψί. Το βράδυ τα ακούσαμε που μπήκαν και εγώ και τα αδέρφια μου. Όλοι μαζί κοιμόμασταν. Δεν μίλησε κανένας μας, τα ακούγαμε να χτυπάνε το ταψί, να γελάνε και να τρώνε. Δεν μίλαγαν Ελληνικά αυτά. Μόνο κάτι τσιριχτά λόγια έλεγαν και γελούσαν σιγά μην τα καταλάβουμε, δεν ήξεραν ότι τα καταλάβαμε και δεν κοιμόμαστε. Ήρθαν και πάνω απ τα κεφάλια μας και μας κοίταξαν. Μύριζαν σαν το γουρούνι αλλά δεν φανερωθήκαμε ότι είμαστε ξύπνιοι. Έφαγαν όλο το χαλβά και στο τέλος έριξαν το νερό της στάμνας κάτω και έφυγαν. Το τελευταίο που πρόλαβα και είδα ήταν κανένα μέτρο ύψος. Μαύρο πολύ με μια ουρά σαν της γάτας.
-Έξω από την πόρτα μας βάζαμε ένα κομμάτι ύφασμα ξεφτισμένο, να έχει πολλά κρόσσια να κρέμονται δηλαδή. Κάθε χρόνο το κάναμε αυτό γιατί έλεγαν ότι άμα έχει αυτό η πόρτα και έρθουν τα καρκατζέλια, πρώτα τους αρέσει να μετράνε πόσα κρόσσια έχει και μετά να μπαίνουν στο σπίτι. Μια χρονιά ήρθαν και τα μετρούσαν. Τα ακούγαμε από έξω να μιλάνε σιγανά και να γελάνε. Η μάνα μου μας είπε να μην μιλήσει κανένας μέχρι να φύγουν. Έμειναν εκεί πολλές ώρες θυμάμαι, εγώ ήμουν 8-9 χρονών αλλά θυμάμαι τις φωνές τους σαν να τις άκουσα εχθές. Μάλωσαν αναμεταξύ λίγο πριν ξημερώσει και έφυγαν. Το βάζω στην πόρτα μου αυτό το ξεφτισμένο πανί ακόμα και τώρα.
-Εγώ τα είδα μόνο μία φορά. Ήμουν δεν ήμουν 15 -16 χρονών. Έκανε πολύ κρύο εκείνο το χειμώνα και είχε ρίξει πολύ χιόνι. Εμείς τα ξύλα τα στοιβάζαμε στην αυλή. 2-3 μέρες μετά την πρωτοχρονιά πήγα να πάρω την νύχτα ξύλα για τη φωτιά από την αυλή. Μόλις άνοιξα την πόρτα για να βγω τα είδα να περνάνε από το δρόμο. Χοροπηδούσαν πάνω στο χιόνι και γέλαγαν. Δεν είχε φώτα τότε στα χωριά τις νύχτες αλλά απ το χιόνι έβλεπες καλά. Φοβήθηκα πολύ, πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου και ούτε ξέρω πως μπόρεσα να μπω πάλι στο σπίτι και να ασφαλίσω την πόρτα. Το πρωί είδα και τα σημάδια τους πάνω στο χιόνι. Σε όλους τα έδειξα θυμάμαι. Σαν μωρού παιδιού ήταν, μικρά αλλά με μεγάλα δάχτυλα. Δεν θυμάμαι πόσα δάχτυλα είχαν όμως.
Μύθος λοιπόν οι καλικάντζαροι ή πλάσματα που όντος υπήρχαν και χάθηκαν στις μέρες μας; Φαντασιώσεις ή αληθινά βιώματα; Οι παλαιότεροι τα έβλεπαν, τα φοβόντουσαν και πρόσεχαν να μην συναντηθούν μαζί τους. Ο φόβος και ο τρόμος προσωποποιημένος. Εμείς πάλι, τα εξορίσαμε ακόμη και από το μυαλό μας, με την σύγχρονη ορθολογιστική σκέψη μας τα μετατρέψαμε σε παιδιακίστικο παραμύθι. Οι ήρωες αυτού του παραμυθιού όμως, αφού γαλούχησαν πολλές γενιές “αγνών” ανθρώπων, ίσως και να αποφάσισαν από μόνοι τους να μας εγκαταλείψουν στον τεχνολογικά τέλειο γκρίζο κόσμο μας.
-Σημείωση. Οι μαρτυρίες για τους καλικάντζαρους αποτελούν μέρος του αρχείου του συγγραφέα και δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Καταγράφηκαν σε διάστημα αρκετών ετών μέσω προσωπική επικοινωνίας και της σύμφωνης γνώμης των ανθρώπων που τις βίωσαν.
Ιωάννης Καρυοφυλάκης.