Από τους πιο γνωστούς αρχαιοθήρες, τους πιο επικίνδυνους βανδάλους των ελληνικών αρχαιοτήτων, είναι ο Γάλλος Αββάς Φουρμόντ. Γεννημένος το 1690, αφού διδάχθηκε την ελληνική, την εβραϊκή και τη συριακή γλώσσα, το 1720 χειροτονήθηκε κληρικός και στη συνέχεια έγινε καθηγητής της συριακής στο γαλλικό κολλέγιο και διερμηνέας στη Βασιλική Βιβλιοθήκη. Τέλος, το 1724 κατάφερε να ανακηρυχθεί μέλος της Ακαδημίας Επιγραφών και Καλών Τεχνών.
Τον Φεβρουάριο του 1729, συνοδευόμενος από τον ανηψιό του, ο Φουρμόντ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και εφοδιάστηκε με φιρμάνι του Σουλτάνου Αχμέτ Γ’, με το οποίο αποκτούσε το δικαίωμα να ερευνήσει και να μελετήσει όσους αρχαιολογικούς χώρους ήθελε στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Φουρμόντ έστελνε στην ανατολή ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΕ’, με την εντολή να συλλέξει βυζαντινά χειρόγραφα και άλλες αρχαιότητες, που θα ήταν εύκολο να μεταφερθούν στο Παρίσι.
Πρώτος σταθμός του Γάλλου ιερωμένου στην Ελλάδα υπήρξε η Αθήνα, όπου έμεινε πέντε μέρες. Έπειτα πήγε στην Πελοπόννησο. Ο Μοριάς την εποχή εκείνη ταλανιζόταν από την πανούκλα, που προξενούσε μεγάλο θανατικό. Αφού «ερεύνησε» και ξεσήκωσε ό,τι μπορούσε από την Κορινθία, την Αργολίδα, την Αρκαδία και την Αχαΐα, κατέληξε στη Μεσσηνία. Από την Καλαμάτα, όπου έφτασε τον Μάρτιο του 1730, έγραψε ένα γράμμα προς τους προκρίτους της γειτονικής Ζαρνάτας της Μάνης και τους ρωτούσε αν μπορούσε να επισκεφθεί τη χώρα τους. Για να επισκεφθεί άλλες τουρκοκρατούμενες περιοχές, Ο Γάλλος Αββάς δε χρειαζόταν άδεια, γιατί ήταν εφοδιασμένος με σουλτανικό φιρμάνι, το οποίο του εξασφάλιζε κάθε ελευθερία και προστασία. Αλλά επειδή η Μάνη ήταν και τότε, όπως και πάντοτε, αυτοδιοικούμενη, όφειλε να ζητήσει από τους Μανιάτες καπεταναίους την άδεια για να επισκεφθεί την πατρίδα τους.
Σε πέντε ημέρες πήρε απάντηση από τους καπεταναίους της Ζαρνάτας και τους ηγουμένους των γειτονικών μοναστηριών, ότι ήταν ευπρόσδεκτος στην περιοχή τους. Έτσι με τη συνοδεία ντόπιων ενόπλων έφτασε στην Ζαρνάτα, αφού κατά τη διαδρομή μελέτησε και αντέγραψε μερικές αρχαίες επιγραφές. Για τους κατοίκους έγραψε το 1730 από την Σπάρτη προς τον Γάλλο πρόξενο στην Αθήνα Γάσπαρη, ότι είναι μεν φτωχοί αλλά διακρίνονται από το θάρρος, το πνεύμα και τη λεπτότητα. Από την Ζαρνάτα δεν προχώρησε στα ενδότερα της Μάνης, γιατί όπως γράφει: «οι κάτοικοι της μέσα Μάνης ευρίσκονται διαρκώς εις πόλεμον, πότε με τους Τούρκους πότε αναμεταξύ των, ότι οι παπάδες, οι μοναχοί και οι Επίσκοποι ακόμη περιφέρονται ένοπλοι και ότι οι γυναίκες της Μάνης φέρουν πιστόλες. Οι Μανιάτες είναι λαός άγριος, αλλά έχει αγάπη προς την ελευθερίαν και μόνος του πόθος είναι η απόκτησις ωραίων όπλων.»
Αφού γύρισε στην Καλαμάτα έφτασε μέσω Μεγαλοπόλεως στον Μυστρά, όπου οι δημογέροντες τον υποδέχτηκαν φιλοφρονέστατα. Ο Γάλλος κληρικός «με τον Παυσανία στο χέρι» αναζητούσε στην περιοχή της Λακεδαίμονος τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και των άλλων σημαντικών πόλεων της Λακωνίας. Τις πρώτες μέρες της παραμονής του στον Μυστρά ο ανηψιός του, που τον βοηθούσε στις έρευνές του, ανακάλυψε εντοιχισμένα στο μεσαιωνικό τείχος ενεπίγραφα αρχαία βάθρα. Αμέσως, με δέκα εργάτες, τα «ξήλωσε» από την αρχική τους θέση. Έπειτα βρέθηκαν στο τείχος των Παλαιολόγων είκοσι ακόμη κομμάτια ενεπίγραφων λίθων, που είχαν την ίδια με τα προηγούμενα τύχη. Αμέσως ο Φουρμόντ προσέλαβε άλλους πενήντα εργάτες.
Επί 53 συνεχώς μέρες δε, άφησε στην κυριολεξία «λίθον επί λίθου» στον Μυστρά, στην Σπάρτη και στις Αμύκλες. Ο Φουρμόντ κατεδαφίζοντας και ανασκάπτοντας αποκάλυψε 300 επιγραφές τις οποίες αντέγραψε, και διάφορα ανάγλυφα, αναθήματα και μικροτεχνήματα, τα οποία αποκόμισε στην πατρίδα του. Η κατεδάφιση των μεσαιωνικών τειχών του Μυστρά και η ανασκαφή των αρχαίων μνημείων και τάφων της Σπάρτης, γενόμενη από τον Φουρμόντ, δυσχεραίνει πολύ την αρχαιολογική έρευνα στη Σπάρτη, όταν μετά από δύο περίπου αιώνες η έρευνα αυτή επιχειρήθηκε από την επιστήμη.
Στην Σπάρτη, το καταστροφικό έργο του Γάλλου αρχαιοκάπηλου εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη βαρβαρότητα. Το εκπληκτικό είναι ότι ο Φουρμόντ καυχιέται για τους βανδαλισμούς αυτούς: «Τα ισοπέδωσα όλα, τα ξεθεμελίωσα όλα» έγραφε τον Απρίλιο του 1730 προς το φίλο του Φρενέ, «Από την μεγάλη αυτή πολιτεία (την Σπάρτη), δεν απόμεινε λίθος επί λίθου. Εδώ και ένα μήνα συνεργεία από τριάντα και μερικές φορές σαράντα ή εξήντα εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν τη Σπάρτη. Ο βρόντος από το γκρέμισμα των τειχών, το κατακύλισμα των λίθων ως τις όχθες του Ευρώτα, ακούγεται όχι μονάχα στη Λακωνία αλλά και σ’ ολόκληρο τον Μοριά και παραπέρα ακόμη. Τούρκοι, Εβραίοι, Έλληνες έρχονται να δουν από πενήντα λεύγες μακριά. Αλλά το μόνο που αντικρύζουν είναι χιλιάδες ενεπίγραφα μάρμαρα.
Μια μέρα ο ανηψιός μου, που επιστατούσε στις εργασίες, βρήκε μια ντουζίνα μάρμαρα, τα καλύτερα του κόσμου, γεμάτα επιγραφές. Έστειλε αμέσως να με πληροφορήσει, φροντίζοντας στο δρόμο να το διαλαλήσει σε όλη την περιοχή. Σε λίγο έφτασε στην Σπάρτη όλος ο Μυστράς. Αυτή τη στιγμή μόνον τέσσερις πύργοι απομένουν όρθιοι… Για να είμαι ειλικρινής, απορώ κι εγώ με αυτή την εκστρατεία. Από όσα έχω διαβάσει κανείς δε σκέφτηκε ως τώρα να ξεθεμελιώσει πολιτείες ολόκληρες…»
Αλλά η επιστολή αυτή έχει και συνέχεια: «Δεν θέλω να αφήσω λίθο επί λίθου. Δεν ξέρω κύριε και αγαπητέ φίλε αν υπάρχει στον κόσμο πράγμα ικανό να δοξάσει μια αποστολή περισσότερο από του να σκορπίσεις στους ανέμους τη στάχτη του Αγησιλάου, από το να ανακαλύψεις τα ονόματα των εφόρων, των γυμνασιαρχών, αγορανόμων, φιλοσόφων, γιατρών, ποιητών, ρητόρων, διάσημων γυναικών, ψηφίσματα της Γερουσίας, τους νόμους του Λυκούργου. Οι Αμύκλες είναι πολύ κοντά για να τις παραμελήσω. Έστειλα εργάτες και γκρέμισαν τα λείψανα του περίφημου ναού του Απόλλωνα.
Φανταστείτε τη χαρά μου, αλλά θα ήταν μεγαλύτερη αν είχα λίγη άνεση χρόνου. Υπάρχουν ακόμη η Μαντινεία, η Στύμφαλος, το Παλλάδιον, η Τεγέα και κυρίως η Νεμέα και η Ολυμπία. Θα άξιζε να τις φέρω άνω κάτω, απ’ τα θεμέλια ως την κορυφή. Έχω τη δύναμη να το κάνω. Απόκτησα μια οξυδέρκεια σ’ αυτού του είδους. Εγώ δε μοιάζω με αυτούς που τρέχουν από πόλη σε πόλη για να ιδούν. Θέλω να παίρνω χρήσιμα πράγματα.
Όταν θα καταστρέψω ολοκληρωτικά τη Σπάρτη και τις Αμύκλες, θα πάω στο Ναύπλιο για λίγη ανάπαυση. Από κει θα μπορέσω να μπαρκάρω για την επιστροφή στη Γαλλία. Τώρα είμαι απασχολημένος με την καταστροφή του ναού του Απόλλωνα στις Αμύκλες. Βρίσκω κάθε μέρα θαυμαστά πράγματα. Δεν μετανιώνω.»
Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 20 Απριλίου 1730, ο Φουρμόντ γράφοντας στον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη Βιλλενεβέ, δικαιολογεί τους βανδαλισμούς του στην Σπάρτη σαν εκδίκηση, από την κακή απέναντί του συμπεριφορά των Μανιατών: «Βρίσκομαι σε έναν φοβερό τόπο, στην περίφημη Μάνη. Κακός λαός κι είμαι ευτυχής που γλίτωσα. Έφυγα από την βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτα αξιόλογο, τίποτα για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου. Για να ξεσπάσω, για να εκδικηθώ αυτό το σκυλολόι, ρίχτηκα πάνω στην αρχαία Σπάρτη. Δεν ήθελα να μείνει τίποτα από την πόλη που έκτισαν οι πρόγονοί τους. Την έσβησα, την ανασκάλεψα, την ξεθεμελίωσα, δεν έμεινε λίθος επί λίθου.
Και γιατί, θα ρωτήσει η εξοχότης σας, επέπεσα με τόση μανία πάνω σε αυτή την πόλη, ώστε να γίνει αγνώριστη πληρώνοντας τις αμαρτίες των απογόνων της; Έχω την τιμή να σας απαντήσω. Ήταν πολύ αρχαία και έκρυβε με φιλαργυρίαν πολλούς θησαυρούς. Αυτό δεν μπορούσα να το συγχωρέσω. Ως τώρα κανένας ταξιδιώτης δεν τόλμησε να τους αγγίξει. Οι Βενετοί, μ’ όλο που υπήρξαν κάποτε κυρίαρχοι αυτής της χώρας, τους σεβάστηκαν. Έκρινα πως δεν έπρεπε να τρέφω τέτοιο σεβασμό. Τη ισοπέδωσα λοιπόν με κάθε επισημότητα. Κι αυτό προκάλεσε το θαυμασμό των Τούρκων, ενώ οι Έλληνες λύσσαξαν και οι Εβραίοι έμειναν κατάπληκτοι. Είμαι ήσυχος, πολύ περισσότερο γιατί απόκτησα από το ταξίδι μου πράγματα ικανά να θαμπώσουν όλους τους σοφούς.
Ποιος θα φανταζόταν ποτέ ότι θα ήταν δυνατόν να βρεθεί ο τάφος του Αγησιλάου και του Λύσανδρου, των περίφημων βασιλιάδων της Σπάρτης; Ποιος θα φανταζόταν πως ύστερα από τόσους πολέμους, σεισμούς και άλλες θεομηνίες που αφάνισαν αυτή την πόλη, θα έβρισκα ακόμη θαυμαστά μάρμαρα που μας κάνουν γνωστούς όλους τους εφόρους, ρήτορες και άλλες προσωπικότητες, άγνωστες ως την τελευταία καταστροφή που έγινε από εμένα;
Βιβλία δεν υπάρχουν», συνεχίζει στην επιστολή του ο βάνδαλος. «Πολλοί δεν ξέρουν σ’ αυτή την χώρα ούτε να γράφουν, ούτε να διαβάζουν. Χρησιμοποιούν τα χειρόγραφα για φυσέκια. Κι αφού δεν υπάρχουν βιβλία φρόντισα για κάτι άλλο, ώστε το ταξίδι μου να ωφελήσει τα Γράμματα. Αφοσιώθηκα με τόσο ενθουσιασμό σ’ αυτό κι έδωσα τέτοια χτυπήματα, που ο αντίλαλός τους θα ακουστεί σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν γκρεμίζει κανείς δύο και τρεις πολιτείες χωρίς θόρυβο. Εγώ τις ξεθεμέλιωσα, ενώ οι παλαιότεροι περιηγητές έρχονταν μόνο για να τις βρουν.»
Αποκαλυπτικό για το ανεξήγητο μίσος που έτρεφε ο Φουρμόντ προς την Σπάρτη και τα μέσα που χρησιμοποιούσε, είναι και η επιστολή του προς τον Καρδινάλιο Φλερύ. Του αναγγέλει ότι πήγε στην Λακωνία σε αναζήτηση παλαιών χειρογράφων. «Αλλά σεβασμιώτατε», γράφει σ’ αυτήν, «ο λαός, αυτά τα παιδιά της Λακεδαίμονος, δεν κράτησαν από τους προγόνους τους τίποτε άλλο από την αγάπη της ελευθερίας και την μανία του πολέμου. Το όνειρό τους είναι να αποκτήσουν όπλα. Τα βιβλία τα χρησιμοποιούν για τα φυσέκια τους…
Έριξα την θλίψη μου πάνω στην κυριότερη πόλη της περιοχής, την αρχαία Σπάρτη. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στα κτίσματα που κατά την γνώμη μου έκρυβαν θησαυρούς για τα Γράμματα. Ήταν κίονες, ανάβαθρα, ενεπίγραφες μετώπες. Ν’ αφήσω όλα αυτά σε άλλους (γιατί δεν είμαι εδώ ο μοναδικός ερευνητής), θα ήταν έλλειψη καλού γούστου, θα ήταν αδιαφορία για την τιμή του έθνους μου, θα σήμαινε πως είμαι ανάξιος να αντιληφθώ τις προθέσεις του βασιλιά μου και να εκπληρώσω τις διαταγές μου. Πρόκειται, όπως θα κατάλαβε η εξοχότης σας, για το καλό των Γραμμάτων.
Γι’ αυτό μίσθωσα εργάτες και κατέστρεψα ως τα θεμέλια τα λείψανα της υπέροχης αυτής πολιτείας, σε σημείο που να μην απομείνει λίθος επί λίθου. Μπορεί, σεβασμιώτατε, να καταντήσει σε λίγο ένας άγνωστος τόπος εγώ όμως έχω τον τρόπο να την αναστήσω στο πνεύμα των ανθρώπων, ακόμη και των πιο μακρινών γενεών, γιατί έχω καταρτίσει ολόκληρο κατάλογο των ιερέων και ιερειών της, των εφόρων, των αγορανόμων και των γυμνασίαρχων. Η καλή μου τύχη θέλησε να ανακαλύψω επιγραφές για πολλούς φιλοσόφους, ρήτορες, στρατηγούς, ποιητές, καλλιτέχνες, ακόμα και διάσημες γυναίκες, άγνωστες ως τώρα. Οι επιγραφές αυτές μας πληροφορούν ποιοι αυτοκράτορες ευεργέτησαν την πόλη, ποιοι ευλαβείς ιδιώτες έκτισαν ναούς, ποιοι από αλαζονεία χρηματοδοτούσαν δημόσια θεάματα.
Η ευσέβειά μου, σεβασμιώτατε, δεν έφτασε στο σημείο ν’ αφήσω στη γαλήνη, ούτε την τέφρα των βασιλιάδων. Σκόρπισα στον άνεμο την τέφρα του Αγησίλαου. Μπήκα στον τάφο του Λύσανδρου και ανακάλυψα τον τάφο του Ορέστη.»
Φαίνεται ότι η βουλιμία του Φουρμόντ να αφανίσει την πόλη του Λυκούργου, οφείλετο ως ένα σημείο και στην εδώ παρουσία και άλλων τυχοδιωκτών. Ο Γάλλος βάνδαλος αποκαλύπτει ότι στη Σπάρτη βρίσκονταν και άλλοι ερευνητές και ότι υπήρχε κίνδυνος να επωφεληθούν εκείνοι από τα δικά του ευρήματα. Σε ένα άλλο γράμμα του στον φίλο του Μπινώ, σημειώνει ότι στην Λακεδαίμονα βρισκόταν κάποιος Μόρισον, Άγγλος αρχαιοσυλλέκτης «μέθυσος, βάρβαρος, αγροίκος». Και προσθέτει «λύσσαξε που τον πρόλαβα.»
Σε άλλη επιστολή του, προς τον υπουργό του Λουδοβίκου Μορεπώ, αναφέρει: «Αν ήμουν ο μοναδικός ερευνητής, αν δεν έβρισκα αρχαιολογικούς θησαυρούς, αν δεν ανησυχούσα μήπως επωφεληθούν άλλοι από τις ανακαλύψεις μου, θα έφευγα αμέσως».
Η μεγάλη χαρά του μισέλληνα και απαίδευτου ρασοφόρου, η αγαλλίασή του για τη βεβήλωση και τον αφανισμό των λειψάνων της αρχαιότητος, εκδηλώνεται σε μια επιστολή του, πάλι από την Σπάρτη, προς τον Ιταλό μισσιονάριο Ντομένικο Ντελλαρόκα, που υπηρετούσε στη γαλλική Πρεσβεία της Πόλης: «Δεν άφησα λίθο επί λίθου»γράφει. «Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι βρίσκομαι σ’ ένα παραλήρημα χαράς που κατόρθωσα να καταστρέψω ολότελα τις ξακουστές αυτές πολιτείες, έτσι όπως γίνεται σε πόλεμο. Το έκανα για την Γαλλία, για την Αυτού εξοχότητα. Αυτό αποτελεί για μένα μια νέα δόξα».
Φαίνεται ότι οι ντόπιοι, έστω και αργά, προσπάθησαν να αντιδράσουν, όταν κατάλαβαν τον πραγματικό ρόλο του σατανικού Γάλλου ιερωμένου, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, αφού ο Φουρμόντ είχε την έγκριση και την προστασία των Τούρκων. Σε μια παράγραφο στο γράμμα που έστειλε στον Σεβέν, γράφει: «Κατέβαλα πολύν κόπον για να κερδίσω με το μέρος μου τους Μυστριώτες. Εχρειάσθη να μεταχειρισθώ πολλήν σωφροσύνην, πολιτική, λεπτότητα, υπομονήν και αν θέλετε σθένος. Εκέρδισα προ πάντων με το μέρος μου τους Τούρκους και τους Εβραίους. Οι Έλληνες που είναι εδώ πολύ ισχυροί κατ’ αρχάς ήσαν πολύ ευχαριστημένοι να βλέπουν τα μάρμαρα αυτά αλλά όταν είδαν να ανέρχονται εις χιλιάδας και αντελήφθησαν ότι θα τα εναπόθετα πάλιν εις την γην βαθύτερα από όσον ήταν πρώτα, χωρίς να τους επιτρέψω να λάβουν αντίγραφα, επανήλθον εις τον φυσικόν των χαρακτήρα με την ελεεινήν των καχυποψίαν, αλλ’ έχων τους Τούρκους υπέρ εμού δεν τους φοβούμαι καθόλου».
Η πραγματική αλήθεια είναι ότι ένας μόνον Έλληνας έβρισκε θεσπέσιο το έργο του Γάλλου βανδάλου. Πρόκειται για τον γιατρό του Μυστρά Ηλία Δόξα, τουρκολάτρη, και μια από τις πιο σκοτεινές μορφές στην πολιτική ζωή της Πελοποννήσου. Εις την τειχωρυχίαν αυτήν, ο Γάλλος Αββάς είχε την υποστήριξη και τη συνδρομή του ιατρού Ηλία Δόξα.
Κατά τον σοφό καθηγητή του πανεπιστημίου Σωκράτη Κουγέα, ο Δόξας παρέσυρε τον Μητροπολίτη Παρθένιο και τους προκρίτους του Μυστρά «όχι μόνον εις το να βλέπουν τον βανδαλισμό του Φουρμόντ σιωπώντες και αδιαμαρτύρητοι, αλλά και να τους εκφράσουν δια ομαδικής επιστολής ευχαριστίας δι’ αυτόν».
Στην επιστολή του ο Παρθένιος και οι προύχοντες του Μυστρά, μεταξύ των οποίων και ο Δόξας, γράφουν: «Εμείς, πρέπει να κηρύττωμεν ευεργεσίαν δια της οποίας έμελλε, καθώς δεν μας έπρεπε, να δούμε εις τον καθ’ ημάς χρόνον, όλο το κάλλος και στολήν της παλαιάς πατρίδος. Ευχαριστούμεν ημείς τοιαύτην την μεγαλουργίαν, το κηρύττει η Πελοπόννησος, το υμνεί η Ελλάς, θέλει να δεχθή ως ένδοξον λείψανον της παλαιάς εκείνης ευδαιμονίας.
Δεν μένει άλλο να επιθυμήσωμεν θειότατε άνερ, παρά ή να μας αξιώσης και αύθις της γαληνοτάτης σου θέας και να μην μας αλησμονήσης καθώς μας έταξες εις τας ημέρας της δόξης σου, και ημείς θέλομεν το γράψει για άκραν ευλάβειαν εις την καρδίαν μας και θέλομεν το παραδώσει εις του απογόνους δια να το μεταδώσωσιν εις τους μέλλοντας αιώνας. Ω! πόσον οι πρόγονοί μας ήθελον στενάξει να ησθάνοντο τοσαύτην χάριν της θαυμασίας σου μεγαλοφροσύνης! Ας χαίρει η μεγαλόπολις Παρισίων όπου δέχεται εις τους θριάμβους της την παλαιάν Σπάρτην, και μεθ’ ημών την δούλην και ταπεινήν. Έρρωσο, τρισμέγιστε άνερ και δια την χάριν και δια την σοφίαν και δια την πατρίδα.»
Αλλά τόσος ήταν ο θαυμασμός του Δόξα προς τον Φουρμόντ, ώστε να του αφιερώσει και ένα ηρωοελεγειακό ποίημα. Το «ελεγείο» προσφωνείται: «τω σοφωτάτω και ελλογιμοτάτω ανδρί κυρίω Μιχαήλ Φουρμόντ, τω Παρισίησιν της εγκυκλοπαιδικής μαθήσεως και των υπό τας Ανατολάς γλωσσών αρίστω διδασκάλω κατά την παλαιάς Σπάρτης ανασκαφήν». Το ποίημα που αποτελείται από 34 στίχους, είναι ύμνος προς το κλέος της αρχαίας Σπάρτης και έπαινος προς τον Μιχαήλ Φουρμόντ, «όστις έφερεν εις το φώς τον κόσμον αυτής.» Παρά το ότι το μέτρο του ποιήματος δεν είναι τέλειο, οι στίχοι του δείχνουν εν τούτοις μια εκπληκτική αρχαιομάθεια του λογίου ιατρού του Μυστρά, αλλά συγχρόνως και τη δουλοπρέπεια ενός γραικύλου ο οποίος υπογράφει: «Εις αϊδίου ευλαβείας μαρτύριον Ηλίας Δόξας ο Σπαρτιάτης.»
Το εγκληματικό όργιο της καταστροφής των αρχαιοτήτων από τον Φουρμόντ, έγινε γνωστό στο Παρίσι και οι προϊστάμενοί του έσπευσαν να τον ανακαλέσουν. Σπουδαιότερος όμως λόγος της ανακλήσεως του Γάλλου τυχοδιώκτη ήταν ότι δεν κατόρθωσε ούτε ένα χειρόγραφο να αποκτήσεις, κάτι για το οποίο είχε κυρίως σταλεί στην Ελλάδα. Ανακλήθηκε ενώ βρισκόταν ακόμα στη Σπάρτη, τον Απρίλιο του 1730. Γύρισε στη Γαλλία και κατακρίθηκε δριμύτατα για τη λεηλασία των αρχαίων μνημείων και κατηγορήθηκε για πλαστογραφία και απάτη, αφού οι κριτικοί αμφισβήτησαν τη γνησιότητα της επιγραφικής συλλογής του, την οποία αποτελούσαν αντίγραφα 2.600 επιγραφών.
Η επιδρομή του Φουρμόντ στην Ελλάδα και η έκταση των καταστροφών που προξένησε στις αρχαιότητες, αποτέλεσαν σοβαρότατο πρόβλημα για την αρχαιολογική έρευνα για δύο σχεδόν αιώνες. Το 1801, ο Άγγλος περιηγητής Ντοντγουέλ που επισκέφτηκε τη Σπάρτη, ερεύνησε για τη δράση του Φουρμόντ συγκεντρώνοντας υλικό από διάφορες αφηγήσεις και προσπαθώντας να δώσει μια ευλογοφανή εξήγηση των βανδαλισμών του. Γράφει ο Άγλλος περιηγητής: «Ενώ ξεσήκωνα μερικές επιγραφές, βλέπω τον Μανουσάκη (ντόπιο εργάτη) να αναποδογυρίζει τα μάρμαρα και να τα κρύβει κάτω από τους θάμνους. Όταν τον ρώτησα τι σημαίνουν αυτά, μου εξήγησε ότι ήθελε να προφυλάξει τις επιγραφές, γιατί πριν πολλά χρόνια, ένας Γάλλος μυλόρδος που πήγε στη Σπάρτη, αφού ξεσήκωσε πολλές επιγραφές, εξαφάνισε με καλέμι τα γράμματα. Και πραγματικά μου έδειξε μεγάλες μαρμάρινες πλάκες από τις οποίες είχαν πελεκηθεί με βάρβαρο τρόπο οι επιγραφές. Αυτό είναι πασίγνωστο στον Μυστρά και το άκουσα από πολλούς σαν παράδοση, που όλοι θεωρούν πραγματικό γεγονός. Χωρίς αμφιβολία η καταστροφή των επιγραφών ήταν μια από τις ποταπές, ιδιοτελείς και αδικαιολόγητες πράξεις του Αββά Φουρμόντ, που περιηγήθηκε την Ελλάδα με διαταγή του Λουδοβίκου του ΙΕ’ το 1729.»
Τα χειρόγραφά του, τα ημερολόγια και οι επιγραφές βρίσκονται στη Βασιλική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Σ’ ένα γράμμα του προς τον κόμη Μωρεπά, ο Φουρμόντ καυχιέται ότι κατέστρεψε τις επιγραφές για να μην αντιγράψει κάποιος άλλος περιηγητής στο μέλλον. Πολλοί όμως υποθέτουν και όχι αβάσιμα, ότι ο Φουρμόντ με την καταστροφή των επιγραφών είχε σκοπό να ανακατέψει πλαστές και γνήσιες χωρίς να αφήσει ίχνη.
Ωστόσο από τη μελέτη των αναφορών και επιστολών του Φουρμόντ και του οδοιπορικού του φαίνεται ότι οι βανδαλισμοί του δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα ματαιοδοξίας, θρησκοληψίας ή κατοχύρωσης προσωπικών επιστημονικών θεωριών. Στο βάθος ο Φουρμόντ εκφράζει τον άγριο αγγλογαλλικό ανταγωνισμό στην αρπαγή Ελληνικών θησαυρών, που είχε αρχίσει από τον 16ο αιώνα. Όπως προαναφέρθηκε πανηγυρίζει που κατόρθωσε να προλάβει στη Σπάρτη έναν Άγγλο αρχαιοσυλλέκτη. Τέτοια αντιζηλία υπήρχε ανάμεσα στις δύο χώρες, ώστε οι λαφυραγωγήσεις των αριστουργημάτων της ελληνικής τέχνης να φτάνουν σε ακρότητες: Άγγλοι και Γάλλοι μοίρασαν το κεφάλι του αγάλματος του Απόλλωνα στη Δήλο το 1639, πριονίζοντάς το κάθετα από το μέτωπο ως το πηγούνι… Δεν είναι λοιπόν διόλου περίεργο, ότι ο Φουρμόν έφτασε ως την βαρβαρότητα για να παρεμποδίσει τις έρευνες των Άγγλων ανταγωνιστών. Αλλά αν αυτό δε συμβαίνει, πρέπει να δεχτούμε ότι ο Γάλλος τυχοδιώκτης, συντρίβοντας τις επιγραφές, τα μάρμαρα και τα κτίρια της Σπάρτης, ενεργούσε με σαλεμένο λογικό.
Τώρα, ύστερα από 290 ολόκληρα χρόνια, τα θύματα του Φουρμόντ βρίσκονται στα μουσεία και τις βιβλιοθήκες της Ευρώπης. Φυλακισμένοι θεοί, θεσπέσια μάρμαρα, πολύτιμα χειρόγραφα λουσμένα από τον ήλιο τον ελληνικό και μυρωμένα από την αύρα του Ταϋγέτου, σαπίζουν στις ανήλιαγες αίθουσες, περιφρονημένα κι απ’ αυτούς ακόμα τους ανθρώπους του χώρου που τα γέννησε.