Γράφει η Μελισσάνδρα
Αλήθεια πόσοι από εμάς έχουν επισκεφθεί την Ελευσίνα, σαν αρχαιολογικό προορισμό;
Βρίσκεται περίπου στα 20 χλμ από την πρωτεύουσα, στην ίδια θέση εδώ και χιλιάδες χρόνια, στο δρόμο προς την Κόρινθο, στην ανατολική πλευρά ενός χαμηλού λόφου, πολύ κοντά στη θάλασσα και απέναντι ακριβώς από το νησί της Σαλαμίνας.
Πήρε το όνομά της πιθανότητα από την λέξη »έλευσις», δηλαδή τον »ερχομό» της θεάς Δήμητρας, ο οποίος αναφέρεται στον Ορφικό ύμνο »Δήμητρος Ελευσινίας θυμίαμα στύρακα». Μία άλλη εκδοχή θέλει το όνομα να οφείλεται στον μυθικό ήρωα Ελευσίνιο.
Την εικόνα της σύγχρονης Ελευσίνας διαμορφώνουν η αρχαιολογική της ιστορία και η βιομηχανική της ανάπτυξη.
Η πόλη συνδέθηκε από την προϊστορική εποχή με τη λατρεία της θεάς Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης. Υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα θρησκευτικά κέντρα της αρχαίας Ελλάδας, που διατήρησε την ιερότητά του για δυο χιλιάδες χρόνια, με τα Ελευσίνια Μυστήρια να έχουν παγκόσμια απήχηση. Η θεά Δήμητρα, θεά της ανανέωσης της φύσης και της βλάστησης των σιτηρών, δίδαξε στους Ελευσίνιους την καλλιέργεια της γης και τις ιερές τελετές, και λατρευόταν συνεχώς από τη Μυκηναϊκή εποχή, (1600 π.Χ) έως το 400 μ.Χ.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Άδης, θεός του κάτω κόσμου, άρπαξε την Περσεφόνη, όταν έπαιζε με τις Ωκεανίδες σ΄ ένα όμορφο λιβάδι. Κανείς ούτε θνητός, ούτε αθάνατος δεν είδε ή άκουσε τίποτα. Η Δήμητρα τότε, απευθύνθηκε στον Ήλιο, ο οποίος της φανέρωσε την αλήθεια για την κόρη της. Η θεά οργισμένη με τον Δία, τον πατέρα των θεών, δεν επέστρεψε στον Όλυμπο, αλλά μεταμορφώθηκε σε ηλικιωμένη γυναίκα, κι άρχισε να περιπλανιέται στον κόσμο, άγνωστη ανάμεσα στους ανθρώπους. Όταν έφθασε στην Ελευσίνα, κάθισε να δροσισθεί στο «Παρθένιον φρέαρ», «όθεν ύδρεύοντο πολίται έν σκιή», το γνωστό ως Καλλίχορον φρέαρ. Εκεί την συνάντησαν οι τέσσερις κόρες του πρώτου βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού, που την πήραν στο παλάτι και την φιλοξένησαν. Η θεά μάλιστα ανέλαβε την φροντίδα του μικρού γιού του Κελεού.
Αργότερα φανέρωσε την ταυτότητά της και για να ευχαριστήσει τον βασιλιά για τη φιλοξενία, του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της, τα γνωστά Ελευσίνεια Μυστήρια, για τα οποία αξίωσε απόλυτη μυστικότητα και τον έχρισε πρώτο ιερέα της.
Ο αρχαιολογικός χώρος
Επισκέφθηκα τον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας την τελευταία Κυριακή του Απρίλη, μια ηλιόλουστη και ζεστή ανοιξιάτικη μέρα, με τη φύση να έχει ξεδιπλώσει όλες της ομορφιές της επί γης.
Μπαίνοντας στον αρχαιολογικό χώρο, η εικόνα που αντικρίζει κανείς, είναι μιας έκτασης διάσπαρτης από ογκώδη αρχιτεκτονικά μέλη. Είναι τα θεμέλια και τα οικοδομικά κατάλοιπα πλήθους εντυπωσιακών οικοδομημάτων, που χτίστηκαν σε διάφορες εποχές, σε πυκνή διάταξη μεταξύ τους. Μπροστά μου απλώνεται η Μεγάλη Αυλή, έργο των Ρωμαϊκών χρόνων, το σημείο όπου συγκεντρώνονταν οι πιστοί για να προετοιμαστούν και να παρακολουθήσουν την πομπή των Ελευσινίων καθώς και άλλων ιεροτελεστιών.
Τρεις δρόμοι οδηγούσαν σ’ αυτήν: η Ιερά οδός που άρχιζε από την Αγορά των Αθηνών και κατέληγε στο βορειοανατολικό άκρο της, η οδός του λιμανιού που έφθανε στην ανατολική αψίδα και η οδός των Μεγάρων που κατέληγε στη δυτική αψίδα της. Απέναντι από την είσοδο, φαίνονται τα θεμέλια της βορειοανατολικής στοάς, που έκλεινε την αυλή από αυτή την πλευρά. Νότια της στοάς βρισκόταν μία μεγαλόπρεπη μαρμάρινη Κρήνη, με οχτώ λεκάνες, όπου χυνόταν το νερό από οχτώ κρουνούς, ρωμαϊκό έργο του 2ου μ.Χ. αιώνα.
Κοντά στην Κρήνη, υπάρχει πρόχειρα αναστηλωμένο ένα αέτωμα και τριγύρω αρχιτεκτονικά μέλη από την ανατολική αψίδα. Η βάση της, μερικώς αποκατεστημένη, βρίσκεται στην αρχική της θέση, δίπλα στην Κρήνη. Η ανατολική αψίδα όπως και η όμοιά της δυτική, ήταν κατασκευασμένες, με μικρές διαφορές σαν αντίγραφα της αψίδας του Αδριανού στην Αθήνα.
Βορειοδυτικά, μια δεύτερη στοά όριζε την αυλή, με κιονοστοιχία στην πρόσοψη, και πίσω από αυτή δωμάτια σε σειρά, το ένα δίπλα στο άλλο.
Στο μέσον της αυλής, υπάρχουν τα κατάλοιπα ενός δωρικού ρυθμού ναού της Προπυλαίας Αρτέμιδος από πεντελικό μάρμαρο, κατασκευασμένου στα χρόνια του Μάρκου Αυρήλιου.
Στα νότια της αυλής, και σε κατώτερο από αυτήν επίπεδο, κατασκευασμένο από γκριζογάλανη ελευσινιακή πέτρα βρίσκεται το Καλλίχορον φρέαρ. Γύρω από αυτό χόρευαν οι γυναίκες της Ελευσίνας στα πλαίσια των ιεροτελεστιών προς τιμήν της θεάς Δήμητρας.
Στο κέντρο της νότιας πλευράς της αυλής βλέπουμε τα λείψανα των Μεγάλων Προπυλαίων, που ήταν η κύρια είσοδος του ιερού κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Ήταν σχεδόν πιστό αντίγραφο των Προπυλαίων της Ακρόπολης των Αθηνών. Η κατασκευή τους αποδίδεται στο Μάρκο Αυρήλιο με τον οποίο και ταυτίζεται η προτομή του βόρειου αετώματος.
Δεξιά και αριστερά των Προπυλαίων υπήρχαν βοηθητικά κτίρια που χρησίμευαν κυρίως σαν αποθήκες και χώροι διοίκησης.
Φεύγοντας από την περιοχή αυτή, φθάνουμε στα Μικρά Προπύλαια, που ήταν η είσοδος για τον κυρίως χώρο του ιερού. Από εδώ, η προέκταση της Ιεράς Οδού, ή Πομπικής, οδηγεί στο Τελεστήριο. Περπατώντας στην Πομπική οδό, συναντούμε δεξιά ένα μεγάλο βράχο με κοίλωμα και μπροστά του τον περίβολο του Πλουτώνειου. Στην αυλή του βρίσκονται τα θεμέλια ενός μικρού ναού του Πλούτωνα. Στον χώρο αυτό ήταν οι πύλες του Άδη και πιθανότατα εδώ γινόταν αναπαράσταση της ετήσιας επιστροφής της Περσεφόνης στη γη.
Στα τοιχώματα του κοίλου βραχώδη σχηματισμού, μικρές εσοχές, φιλοξενούν τις σπονδές σύγχρονων προσκυνητών που έχουν περάσει πιο πριν. Κάποιοι έχουν αφήσει αγριολούλουδα, που υπάρχουν άφθονα αυτή την εποχή παντού τριγύρω, κάποιοι άλλοι καρπούς και σπόρους. Ο χώρος με την έντονη μυσταγωγική του ενέργεια δεν σε αφήνει ανεπηρέαστο. Οι άνθρωποι υποκύπτουν ακόμη και σήμερα στην παρόρμηση κι ας έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια από τότε, κι ας ζούμε σε μια άλλη πολύ πιο εξελιγμένη επιστημονικά και τεχνολογικά εποχή.
Βλέποντας την ανοιξιάτικη φύση να έχει πλημμυρίσει το χώρο με τα κόκκινα και κίτρινα χρώματα των αγριολούλουδων, αισθανόμαστε να έχουν τελεστεί τα Ελευσίνια μυστήρια και άλλη μία φορά η Περσεφόνη και η άνοιξη ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των ανθρώπων.
Αριστερά στο βάθος, υπάρχει ένα τμήμα του Πεισιστράτειου περίβολου. Προστάτευε το ιερό και την πόλη και είχε αμυντικό χαρακτήρα. Στην κλασσική και τη ρωμαϊκή εποχή, όταν το ιερό αναπτύχθηκε περισσότερο, μεγάλωσε και ο περίβολος με καινούρια τμήματα.
Το πρώτο Τελεστήριο χτίστηκε στη μυκηναϊκή εποχή σαν κατοικία της Δήμητρας. Αργότερα αποτέλεσε την αίθουσα στην οποία αναπαριστάνονταν γεγονότα από τη ζωή της Δήμητρας και της Περσεφόνης και μυούνταν οι πιστοί στα μυστήρια. Εσωτερικά του Τελεστηρίου, βαθμίδες σκαλισμένες στο βράχο ή κατασκευασμένες από πέτρες καλυμμένες με μάρμαρο, φιλοξενούσαν τους μυούμενους. Στο κέντρο της αίθουσας ήταν χτισμένο ένα οίκημα στο οποίο ήταν τοποθετημένα τα ιερά της Δήμητρας. Η είσοδος σε αυτό ήταν απαγορευμένη, μόνο ο ιεροφάντης μπορούσε να μπει να τελέσει τις μυστικές ιεροτελεστίες και να αποκαλύψει τα ιερά στους μυούμενους. Το Τελεστήριο, ήταν ο μεγαλύτερος ναός στην Ελλάδα και χωρούσε τόσο κόσμο, όσο κι ένα θέατρο. Καταστράφηκε από τους Πέρσες και ανακατασκευάσθηκε στην εποχή του Περικλή, μάλιστα σχεδιάστηκε από τον Ικτίνο, ένα από τους αρχιτέκτονες του Παρθενώνα. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους κάηκε από τους επιδρομείς Κοστοβώκους, πιθανώς το 170 μ.Χ. Ξαναφτιάχτηκε από τον Αντωνίνο τον Πίο ή τον Μάρκο Αυρήλιο, επάνω στο παλιό σχέδιο της κλασσικής εποχής.
Μέσα στον περίβολο του ιερού βρίσκονταν επίσης το Βουλευτήριο, όπου συνεδρίαζε η ιερή Γερουσία, η νοτιοανατολική στοά και η νοτιοδυτική, αποθήκες που πιθανώς χρησίμευαν για τη συγκέντρωση των προσφορών των πιστών, καθώς κι ένα είδος θεάτρου σκαλισμένο στο βράχο απ΄ όπου μπορούσε κάποιος να παρακολουθήσει όσα διαδραματίζονταν στη νότια αυλή.
Δυτικά του Τελεστηρίου και σε υψηλότερο από αυτό επίπεδο, βρίσκεται το τοπικό Μουσείο, όπου εκτείθενται τα ευρήματα από τον αρχαιολογικό χώρο.
Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, η λατρεία της Δήμητρας επεκτάθηκε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο και οι ρωμαίοι αυτοκράτορες στόλισαν το χώρο του ιερού, με λαμπρά οικοδομήματα όπως τα Μεγάλα Προπύλαια, τις Θριαμβικές Αψίδες, την Κρήνη, ναούς, βωμούς και αγάλματα.
Στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. τα Μυστήρια παρήκμασαν, η εισβολή των Βησιγότθων του Αλάριχου, συνοδευόμενων από χριστιανούς ιερείς και μοναχούς, μετέτρεψε το ιερό σε ερείπια και η λατρεία της θεάς εγκαταλείφθηκε.
Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται ένα ρολόι που κτίσθηκε το 1924 και έκτοτε μετρά τις ώρες, δημιουργώντας μια αντίφαση με αυτό που βλέπουμε και που εκπροσωπεί τη διάρκεια στο χρόνο.
Παραδίπλα βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίτσας και στην πλατεία Ηρώων η εκκλησία του Αγίου Ζαχαρία, κατασκευασμένες με οικοδομικό υλικό από τα αρχαία κτίσματα.
Η παρουσία τους λειτουργεί σημειολογικά, δείχνοντας την επικράτηση της νέας θρησκείας επάνω στην παλιά, δεν αλλοιώνει όμως καθόλου τον έντονο μυσταγωγικό χαρακτήρα του χώρου και την ενέργεια που διαποτίζει τον επισκέπτη.
Φεύγοντας αισθάνεται κανείς σαν σύγχρονος μύστης, που μυήθηκε στα ιερά μυστήρια, με στόχο να κατανοήσει και να αποδεχθεί τον αέναο κύκλο του θανάτου, της βλάστησης και της αναγέννησης στη φύση.