ιερά Ελευσίς
ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Μάνος Κιλημάντζος
Ο χώρος φωνάζει!
Πότε ένα κάλεσμα, πότε μία κραυγή απελπισίας.
Το σίγουρο πάντως είναι πως είναι ζωντανός!
Δεκάδες χιλιάδες χρόνια τώρα! Και επιμένω στο «δεκάδες χιλιάδες χρόνια»…
Κάθε φορά που πηγαίνω στην ιερή Ελευσίνα φεύγω λίγο καλύτερος από την κοινωνία που βιώνω.
Όμως την περασμένη Κυριακή η επίσκεψη με άφησε αρκετά σκαλιά πιο μέσα στον «εαυτού δαίμονα». Κι αυτό γιατί είχα την καλύτερη παρέα. Τους φίλους με τις ίδιες ευαισθησίες αλλά και έναν τέλειο οδηγό, τον Αναστάσιο Στάμου. Μας έβαλε στο κλίμα, μας εξήγησε πράγματα …άρρητα, μας ετοίμασε για το προσκύνημα.
Μπαίνοντας στον χώρο η προσωπική μου λατρεία για τα παιδιά της Λητούς, τον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα, με έκανε να σταματήσω για έναν χαιρετισμό στο ερείπιο του ναού της Αρτέμιδος και του Ποσειδώνος. Πάντα έχω τον νου μου στους δυο αγαπημένους μου και τους τιμώ με τον τρόπο μου.
Η συνέχεια μας περνάει δίπλα από το Καλλίχορον φρέαρ και μέσω των Προπυλαίων φτάνω στο σπήλαιο της Δάειρας (Περσεφόνης), το «Πλουτώνειον» για άλλη μία βουτιά στα άδυτα του νου και της ψυχής. Χιλιάδες τα χρόνια που το σπήλαιο είναι ζωντανό και τόπος λατρείας του «επέκεινα».
Η συνέχεια στο Τελεστήριο για μία ματιά στα πατρώα ιερά και όσια, σε φέρνει σε μία… έξαψη να πω ; Ευκαιρία για συλλογισμό; Δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς. Κάποια πράγματα απλά δεν χωράνε περιγραφή.
Η απαγγελία του ποιήματος «Ιερά Οδός» του Άγγελου Σικελιανού (*) σε φέρνει αντιμέτωπο με κάτι ελάχιστο από αυτά που οι μύστες πρέσβευαν (και πρεσβεύουν!).
Η περιήγηση τελειώνει στο μουσείο για να «εικονογραφήσει» ο προσκυνητής ελάχιστα από αυτά που βίωσε λίγη ώρα πριν, με την Καρυάτιδα να σε ατενίζει με αυτό το βλέμμα. Ανεκτίμητη εμπειρία!
Ο ιερός χώρος της Ελευσίνας δεν χωράει ανθρώπινες περιγραφές. Μόνο συναισθήματα. Οποιαδήποτε απόπειρα περιγραφής βεβηλώνει θαρρείς τον χώρο και ότι αυτός περιέχει.
Σαν ένας ταπεινός προσκυνητής επέλεξα δυο στιγμές που χρωμάτισαν την παρουσία μου. Επιλογές που δεν προσβάλουν την Μητέρα!
Η πρώτη είναι η ταύτιση του χώρου με την αγαπημένη Σαλαμίνα.
Την 22α του Βοηδρομιώνος (τέλη Σεπτεμβρίου στα καθ ημάς), το έτος 480, οι Πέρσες καταστρέφουν την Ελευσίνα και κατακαίγουν τας Αθήνας, ετοιμαζόμενοι για την ναυμαχία στα στενά της Σαλαμίνας.
Η ιερή πορεία μέσω της Ιεράς Οδού για την τέλεση των Ελευσινίων δεν μπορεί να γίνει. Θα μείνει ατιμώρητη η βλασφημία;;;
Η ναυμαχία αρχίζει και ο Αμεινίας (αδελφός των ΜαραθωνομάχωνΑισχύλου και Κυναίγειρου μπαίνει εμπρός με την τριήρη του ενώ αντηχεί ο Παιάνας.
Και τότε… βοή σαν από χιλιάδες στόματα και νέφος εκπορεύεται από την Ελευσίνα προς τον Περσικό στόλο, σκορπώντας πανικό.
Θα έλεγε κανείς πως οι θεοί τιμώρησαν την ασέβεια των Μήδων και ήρθαν να πολεμήσουν δίπλα στα παιδιά τους, υπέρ βωμών και εστιών.
Όπως και να έχει τα Ελευσίνια τελέσθηκαν και εκείνη την χρονιά ! Με άλλον τρόπο; Ναι ! Μην αμφιβάλει ο αναγνώστης ότι κάποια χθόνια η ουράνια τελετή έγινε !
Γιατί το χώμα αυτό δεν ανέχεται ξένο πόδι επάνω του.
Και η δεύτερη στιγμή μου.
Φεύγοντας, το μάτι πέφτει επάνω σε ένα απομεινάρι κίονα στο Τελεστήριο. Επάνω του έχουν φυτρώσει αγριολούλουδα.
Η Μεγάλη Μητέρα, η Δα Μήτηρ έρχεται πάλι να φέρει την Άνοιξη και να διεκδικήσει την Κόρη από τα σκοτάδια.
Τόσο απλά, τόσο καταλυτικά!
Πόσο μικρά και ασήμαντα φαίνονται πια τα φουγάρα που πλαισιώνουν τον ιερό χώρο ! Πόσο ασήμαντοι κάθε είδους Αλάριχοι!
Το Φώς δεν μπορεί να το πειράξει κανένας κακόβουλος.
Είναι το Φως από τα αστέρια ! Από εκεί που ήρθαμε και εκεί που θα επιστρέψουμε.
Εις το επανιδείν Μητέρα…
«Ιερά Οδός»
του Άγγελου Σικελιανού
Από τη νέα πληγή που μ' άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν' ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π' ολοένα
βουλιάζει.
Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν' αρμέξει ζωή απ' τον έξω κόσμον, ήμουν
περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Αθήνα κ' έχει
σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.
Tι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής.
Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους.
Μα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κι έμειν' η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε. K' η πέτρα
π' αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ήταν
απ' τους αιώνες. K' έπλεξα τα χέρια,
σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο.
Μα να· στην ησυχία αυτή, απ' το γύρο
τον κοντινό, προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ' αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.
Και να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
και μ' είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
να τον κοιτάξω, τράβηξε απ' τον ώμο
το ντέφι και, χτυπώντας το με τό 'να
χέρι, με τ' άλλον έσυρε με βία
τις αλυσίδες. K' οι δυο αρκούδες τότε
στα δυο τους σκώθηκαν, βαριά.
H μία,
(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω
μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο νά 'ταν
ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία.
Και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
μικρό παιδί, ανασκώθηκε κ' εκείνο
υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
του πόνου του το μάκρος, και την πίκρα
της σκλαβιάς, που καθρέφτιζεν η μάνα
στα δυο πυρά της που το κοίτααν μάτια!
Αλλ' ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ' ένα
πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
ακόμα απ' το χαλκά που λίγες μέρες
φαινόνταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της
γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
ζωηρά.
K' εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
έξω απ' το χρόνο, μακριά απ' το χρόνο,
ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
στον καιρό, από αγάλματα κ' εικόνες·
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο.
Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
δεν έβλεπα άλλο απ' την τρανήν αρκούδα
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου, οπ' ακόμα
δεν του πληρώθη απ' τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής.
Τι ετούτη ακόμα
ήταν κ' είναι στον Άδη.
Και σκυμμένο
το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
κ' εγώ του κόσμου, μια δραχμή.
Μα ως, τέλος,
ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
το δρόμον οπού τέλειωνε στα ρείπια
του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα.
K' η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογκούσε:
«Θα 'ρτει τάχα ποτέ, θε νά 'ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τηνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;».
Κι ως προχωρούσα,
και βράδιαζε, ξανάνιωσα απ' την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ' άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει. Kι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο,
κι έμοιαζ' έλεε:
«Θα 'ρτει».
Από τον «Λυρικό Bίο, E΄», εκδ. Ίκαρος, 1968.
arxeion-politismou.gr
Το διαβάσαμε από το: Ιερά Ελευσίς http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2019/03/blog-post_959.html#ixzz5hQ0rMUdx