Η ανάλυση ενός αρχαίου μπρούτζινου εμβόλου από πολεμικό πλοίο ηλικίας 2000 ετών ρίχνει φως στο πώς ένα τέτοιο αντικείμενο θα είχε κατασκευαστεί στην αρχαιότητα.
Γνωστό και ως «Belgammel Ram», το έμβολο βάρους 20 κιλών ανακαλύφθηκε από μια ομάδα Βρετανών δυτών στα ανοικτά των ακτών της Λιβύης κοντά στο Tobruk το 1964. Το έμβολο προέρχεται από ένα μικρό ελληνικό ή ρωμαϊκό πολεμικό πλοίο – γνωστό και ως «Tesseraria». Τα πλοία αυτά ήταν εξοπλισμένα με τεράστια μπρούτζινα έμβολα στην πλώρη, στο ύψος της ίσαλης γραμμής και χρησιμοποιήθηκαν για τον εμβολισμό των ξύλινων πλευρών των εχθρικών πλοίων. Το Belgammel Ram με μήκος 65 εκατοστά είναι μικρότερο σε μέγεθος και θα βρισκόταν στο ανώτερο επίπεδο της πλώρης. Αυτό το δεύτερο έμβολο είναι γνωστό και ως «προεμβόλιον», το οποίο ενίσχυε το βασικό έμβολο και βοηθούσε επίσης στο σπάσιμο των κουπιών του εχθρικού πλοίου.
Ο ενάλιος αρχαιολόγος, Δρ. Nic Flemming, ερευνητής του Εθνικού Ωκεανογραφικού Κέντρου, είναι επικεφαλής μιας ομάδας ειδικών από πέντε ιδρύματα με σκοπό την ανάλυση του εμβόλου προτού αυτό επιστραφεί στο Εθνικό Μουσείο της Τρίπολης τον Μάιο του 2010. Τα αποτελέσματά τους έχουν δημοσιευθεί στο International Journal of Nautical Archaeology.
Ο Δρ. Flemming, δήλωσε: «Η χύτευση ενός τόσο μεγάλου αντικειμένου που ζυγίζει περισσότερο από 20 κιλά δεν είναι εύκολη. Προκειμένου να μάθουμε πώς αυτό έγινε δυνατό, χρειαζόμαστε ειδικούς οι οποίοι θα μπορέσουν να αναλύσουν το μίγμα των μετάλλων στο κράμα του εμβόλου. Οι εμπειρογνώμονες πρέπει να μελετήσουν την εσωτερική δομή των κρυστάλλων και τη διανομή των φυσαλίδων αερίου ενώ οι ερευνητές θα μελετήσουν την κλασική λογοτεχνία προς εύρεση και άλλων γνωστών παραδειγμάτων μπρούτζινης χύτευσης».
«Παρά το γεγονός ότι το Belgammel Ram ήταν ίσως το πρώτο που βρέθηκε ποτέ, έχουν ανακαλυφθεί κι άλλα έμβολα ανοικτά των ακτών του Ισραήλ και στη δυτική Σικελία. Έχουμε δημιουργήσει ένα σώμα ειδικών και τεχνικών που θα βοηθήσουν στις μελλοντικές μελέτες αυτών των αντικειμένων και τη βελτίωση της ακρίβειας προηγούμενων αναλύσεων».
Ο Δρ. Chris Hunt και η Αννίτα Αντωνιάδου του πανεπιστημίου Queen του Belfast χρησιμοποίησαν ραδιοχρονολόγηση για τα καμένα ξύλα που βρέθηκαν στο εσωτερικό του εμβόλου και χρονολογούνται μεταξύ του 100 π.Χ. και του 100 μ.Χ.. Η ημερομηνία αυτή είναι σύμφωνη με το διακοσμητικό ύφος των τριαινών και της κίνησης των πτηνών στην κορυφή του εμβόλου, που αποκαλύφθηκαν λεπτομερώς με τη χρήση λέιζερ. Οι σαρωμένες εικόνες λήφθηκαν από τον αρχαιολόγο Δρ.Jon Adams του πανεπιστημίου του Southampton.
Είναι πιθανό ότι κατά τη διάρκεια της ιστορίας του, ο μπρούτζος του εμβόλου να έχει υποστεί ξανά τήξη και να έχει αναμιχθεί με άλλα χάλκινα κράματα σε μία ή περισσότερες περιπτώσεις, ίσως όταν το πολεμικό πλοίο επισκευάστηκε ή ίσως όταν κατελήφθη από εχθρούς.
|
Σχεδιαστική αναπαράσταση του τρόπου τοποθέτησης των δύο εμβόλων στην πλώρη ενός πολεμικό πλοίου της Ρωμαϊκής / Ελληνιστικής περιόδου |
Η ομάδα X-ray παρήγαγε μια τρισδιάστατη εικόνα της εσωτερικής δομής του εμβόλου χρησιμοποιώντας μια μηχανή ικανή να παράγει ακτίνες Χ των 10 MEVs, οι οποίες μπορούν να λάμψουν μέσα από 15 εκατοστά μασίφ μπρούντζο. Με την περιστροφή του εμβόλου και δημιουργώντας εικόνες 360 μοιρών κατασκευάστηκε ένα πλήρες 3D αντίγραφο του εμβόλου (δες παρακάτω), παρόμοιο με μια ιατρική αξονική τομογραφία.Animation των ακτίνων Χ έχει δημιουργηθεί από τον Δρ. Richard Boardman της m-VIS (μ-VIS), ένα ειδικό κέντρο για την αξονική τομογραφία (CT), του πανεπιστημίου του Southampton.
Περαιτέρω ανάλυση διεξήχθη από τους γεωχημικούς, καθηγητή Ian Croudace, Δρ. Rex Taylor και Δρ. Richard Pearce στο Πανεπιστήμιο του Southampton,Southampton Ocean and Earth Science (με έδρα το Εθνικό Κέντρο Ωκεανογραφίας). Μικρο-διάτρητα δείγματα δείχνουν ότι η σύνθεση του μπρούτζου ήταν 87% χαλκός, 6% κασσίτερος και 7% μόλυβδος. Οι συγκεντρώσεις των διαφόρων μετάλλων ποικίλλουν σε όλη την χύτευση. Η τεχνική SEM (Scanning ElectronMicroscopy) αποκάλυψε ότι ο μόλυβδος δεν διαλύθηκε μαζί με τα άλλα μέταλλα για να δημιουργήσει ένα σύνθετο κράμα, αλλά είχε διαχωριστεί σε περικρυσταλλικές σταγόνες εντός του κράματος, όπως όταν ψύχεται το μέταλλο.
Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν την πιθανότητα ότι το «Belgammel Ram» χυτεύθηκε ως ένα ενιαίο κομμάτι και ψύχθηκε ως ένα ενιαίο αντικείμενο. Τα παχύτερα τμήματα ψύχθηκαν πιο αργά από ό,τι τα λεπτότερα τμήματα, με αποτέλεσμα η κρυσταλλική δομή και ο αριθμός των φυσαλίδων να παγιδευτεί στο μέταλλο και να διαφέρει από σημείο σε σημείο.
Το ισότοπο του μολύβδου που βρέθηκε στον μπρούτζο (κράμα χαλκού και κασσιτέρου) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δακτυλικό αποτύπωμα για την αποκάλυψη της προέλευσης του μεταλλεύματος του μολύβδου που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή του κράματος του εμβόλου. Μέχρι τώρα, η προσέγγιση αυτή παρείχε μια γενική θέση στη Μεσόγειο. Αλλά οι πρόσφατες πρόοδοι στην τεχνική ανάλυσης δίνουν την δυνατότητα να προσδιοριστεί η τοποθεσία με μεγαλύτερη ακρίβεια. Το αποτέλεσμα δείχνει ότι το κύριο συστατικό του μετάλλου θα μπορούσε να έχει προέλθει από το Λαύριο, περιοχή της Αττικής στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα αυτής της βελτιωμένης τεχνικής σημαίνει ότι η μέθοδος μπορεί τώρα να εφαρμοστεί και σε άλλα αρχαία μεταλλικά αντικείμενα προκειμένου να ανακαλυφθεί με ακρίβεια η τοποθεσία του μεταλλεύματος που χρησιμοποιήθηκε.
Ο μικρο-φθορισμός της επιφάνειας με την χρήση ακτίνων Χ έδειξε ότι η διάβρωση από το θαλασσινό νερό είχε διαλύσει λίγο από τον χαλκό αφήνοντας περισσότερα συστατικά από κασσίτερο και μόλυβδο. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι κατά τη σύγκριση των φωτογραφιών από το 1964 και το 2008 δεν υπάρχει καμία ένδειξη αλλαγής στην υφή της επιφάνειας. Αυτό συνεπάγεται ότι το μέταλλο είναι σταθερό και δεν πάσχει από την «Ασθένεια του Μπρούτζου» ("Bronze Disease"), μια διαδικασία διάβρωσης που μπορεί να καταστρέψει ολοκληρωτικά μπρούτζινα αντικείμενα.
Το «Belgammel Ram» βρέθηκε από μια ομάδα τριών Βρετανών δυτών στα ανοικτά των ακτών της Λιβύης στο στόμιο της κοιλάδας που ονομάζεται Waddi Belgammel, κοντά στο Tobruk. Χρησιμοποιώντας ένα φουσκωτό και σχοινί το ανέσυραν από 25 μέτρα βάθος. Το έμβολο έφτασε στο Ηνωμένο Βασίλειο ως σουβενίρ, αλλά όταν οι δύτες ανακάλυψαν ότι πρόκειται για μια σπάνια αρχαιότητα, το έμβολο δόθηκε ως δανεικό στο Fitzwilliam Museum του Cambridge.
Ο Ken Oliver είναι ο μόνος επιζών από αυτή την ομάδα των τριών δυτών και ως εκ τούτου ιδιοκτήτης του εμβόλου. Το 2007 αποφάσισε ότι θα πρέπει να επιστραφεί σε μουσείο της Λιβύης. Με τη βοήθεια τηςBritish Society for Libyan Studies το θέμα διευθετήθηκε το 2010. Κατά την περίοδο που μεσολάβησε ο Δρ. Nic Flemming κάλεσε εμπειρογνώμονες να πραγματοποιήσουν επιστημονικές έρευνες πριν την επιστροφή του εμβόλου στη Λιβύη. Στόχος της ομάδας ήταν να καταλάβουν πώς ένα τόσο μεγάλο μπρούτζινο αντικείμενο χυτεύθηκε, την ιστορία και τη σύνθεση του κράματος, τη δύναμή του, με ποιο τρόπο χρησιμοποιήθηκε στον ναυτικό πόλεμο και πώς επιβίωσε για 2000 χρόνια μέσα στη θάλασσα.
Μετά την ανακάλυψη του «Belgammel Ram» ανακαλύφθηκαν και άλλα έμβολα πολεμικών πλοίων, ανοικτά των ακτών του Ισραήλ κοντά στο Athlit, και, πιο πρόσφατα, στη δυτική Σικελία. Τα τελευταία ευρήματα φαίνονται να αποτελούν υπολείμματα ναυμαχίας.
Ο Nic Flemming συνέχισε: «Έχουμε μάθει τόσα πολλά από το Belgammel Ram και έχουμε αναπτύξει νέες τεχνικές που θα μας βοηθήσουν να λύσουμε μελλοντικά μυστήρια. Ποτέ δεν θα μάθουμε όμως γιατί το Belgammel Ram ήταν στο βυθό κοντά στο Tobruk. Ίσως να υπήρξε μια μάχη στην περιοχή, ίσως μια αψιμαχία με πειρατές. Θα μπορούσε να είναι το φορτίο αρχαίου εμπορικού πλοίου, που πήγαινε να πουλήσει το έμβολο. Τα ξύλινα θραύσματα στο εσωτερικό του εμβόλου δείχνουν σημάδια φωτιάς, και γνωρίζουμε πλέον ότι μέρη του μπρούτζου είχαν θερμανθεί σε πολύ υψηλή θερμοκρασία, με αποτέλεσμα να αλλάξει η κρυσταλλική δομή του. Το πλοίο μπορεί να έπιασε φωτιά και το έμβολο να έπεσε στη θάλασσα καθώς οι φλόγες πλησίαζαν προς αυτό. Κάποια πράγματα θα παραμένουν πάντα ένα μυστήριο. Ωστόσο, είμαστε ικανοποιημένοι που έχουμε συλλέξει τόσες πολλές λεπτομέρειες από τη μελέτη αυτή που θα βοηθήσουν και τις μελλοντικές εργασίες».
Τα γεγονότα στην Λιβύη το 2011 είχαν ως αποτέλεσμα να διεξαχθούν πολλές μάχες στην περιοχή γύρω από το μουσείο. Ευτυχώς, το μουσείο δεν υπέστη καμία ζημία. Το έμβολο «Belgammel Ram» παραμένει ασφαλές.