Πώς συνηθίσαμε να μιλάμε γι’ αυτά που κάποτε πιστεύαμε ότι ήταν πολύ μακρινά και αδιανόητα για τις καλοζωισμένες πολιτείες μας
Πώς συνηθίσαμε να μιλάμε γι’ αυτά που κάποτε πιστεύαμε ότι ήταν πολύ μακρινά και αδιανόητα για τις καλοζωισμένες πολιτείες μας: για παιδιά που λιποθυμούν από την πείνα στα σχολεία, για αστέγους που τις νύχτες σκεπάζονται με χαρτόνια στα πεζοδρόμια, για φαντάσματα που μας τρομάζουν ξεπροβάλλοντας από τους ανοιχτούς υπονόμους της κοινωνίας.Ακόμη και όταν είχαμε πια μπει βαθιά μέσα στην οικονομική κρίση, παίρναμε διαβεβαιώσεις ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά συμπτωματικά και προσωρινά και πως με μια πολιτική νοικοκυρεμένης λιτότητας όλα θα ξαναγίνονταν σαν πρώτα.
Οι διαβεβαιώσεις προέρχονταν από τα πιο αρμόδια στόματα. Οπως από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο οποίος μόλις πέρυσι δήλωνε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «La Repubblica» ότι «τα μέτρα λιτότητας δεν πρόκειται να καθηλώσουν την ανάπτυξη» και «θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας». Οι ίδιοι αρμόδιοι ανάγκασαν την ιρλανδική κυβέρνηση να εγγυηθεί όλα τα χρέη των μεγάλων τραπεζών βάζοντας ενέχυρο 20 δισ. ευρώ του εθνικού συνταξιοδοτικού ταμείου που χάθηκαν για πάντα. Η κυβέρνηση υποσχόταν ότι όλα θα πήγαιναν καλύτερα, αναγκάζοντας εργαζομένους στα νοσοκομεία, δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους να πληρώνουν για την κρίση. «Την επαύριον μιας κρίσης η οποία προκλήθηκε αποκλειστικά από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, τις κεντρικές τράπεζες και τους οργανισμούς που υποτίθεται ότι έπρεπε να τις ελέγχουν», γράφει ο Τζον Κουίγκιν, καθηγητής Οικονομικών στο αυστραλιανό Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ, «τα βάρη αυτής της κρίσης φορτώθηκαν στους ώμους των απλών εργαζομένων, των δημόσιων υπηρεσιών, των γέρων και των ασθενών». Ωστόσο, παντού όπου δοκιμάστηκε, η λιτότητα έχει αποτύχει. Παντού ανέκοψε την ανάκαμψη. Στη Βρετανία η ανεργία ανέβηκε ταχύτατα στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 17 ετών. Οπως επισημαίνει ο Τζον Κουίγκιν, ο κίνδυνος να περιπέσει η Ευρώπη σε έναν νέο κύκλο ύφεσης παραμένει υψηλός.
Αν η λιτότητα όμως δεν φέρνει αποτέλεσμα, γιατί επιμένουν τόσο πολύ σε αυτήν οι κυβερνήσεις; Οπως παρατηρεί ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, μερικές ευρωπαϊκές χώρες (Ελλάδα, Πορτογαλία) είχαν, αντίθετα με άλλες (Ισπανία, Ιρλανδία, Ιταλία), ασθενή δημοσιονομική θέση προτού ακόμη ξεσπάσει η κρίση. Ωστόσο, σαν να ήταν όλες το ίδιο σπάταλες, η ευρωπαϊκή ηγεσία επέβαλε την ίδια λιτότητα σε όλες. Γιατί; Μολονότι απέτυχαν να δώσουν τα υπεσχημένα οφέλη, οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ που ανέβηκαν στην εξουσία από τις αγορές επιμένουν στην ίδια λιτότητα με ολοένα μεγαλύτερη ένταση. Γιατί;
Μπορεί κανείς να γράφει σελίδες επί σελίδων με αναλύσεις, αλλά καμιά φορά φτάνουν μονάχα μια-δυο αράδες για να χωρέσουν ολόκληρη την αλήθεια. Σαν και αυτές που έγραψε τις προάλλες το πρακτορείο Μπλούμπεργκ για τους πραγματικούς στόχους της λιτότητας: «Να μειωθούν οι μισθοί και να αυξηθεί η ανεργία, ώστε να καμφθεί έτσι η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων». Μόνο έτσι βλέπουν σήμερα την ανάπτυξη οι κυβερνήσεις: με ακόμη περισσότερους φτωχούς και ακόμη περισσότερους πλούσιους.