Σαράντος Καργάκος
Δέν θά πῶ – ἄλλωστε οὐδέποτε τό εἶπα– ὅτι οἱπολιτικοί μας εἶναι λουλούδια γιά μύρισμα. Καί δέν θά εἶχαἀντίρρηση νά πετάξουμε πολλούς ἀπό τήν Ταρπηία Πέτρα διά τά φαῦλα πού ἔπραξαν καί γιά τήν πολιτική τοῦΣυβαριτισμοῦ πού καλλιέργησαν. Κι ἐπειδήἐνδέχεται κάποτε νά λάβουμε κάποιο μέτρο σωστό, δηλαδή γιά τή δημοκρατία σωστικό,ἐξηγῶ ὅτι Ταρπηία Πέτρα λεγόταν ὁ νότιος γκρεμός τοῦ Καπιτωλίου τῆς Ρώμης, ἀπ᾽ ὅπου ρίχνονταν οἱκακουργήσαντες πολίτες (οἱ δοῦλοι σταυρώνονταν).
Δέν θά πῶ – ἄλλωστε οὐδέποτε τό εἶπα– ὅτι οἱπολιτικοί μας εἶναι λουλούδια γιά μύρισμα. Καί δέν θά εἶχαἀντίρρηση νά πετάξουμε πολλούς ἀπό τήν Ταρπηία Πέτρα διά τά φαῦλα πού ἔπραξαν καί γιά τήν πολιτική τοῦΣυβαριτισμοῦ πού καλλιέργησαν. Κι ἐπειδήἐνδέχεται κάποτε νά λάβουμε κάποιο μέτρο σωστό, δηλαδή γιά τή δημοκρατία σωστικό,ἐξηγῶ ὅτι Ταρπηία Πέτρα λεγόταν ὁ νότιος γκρεμός τοῦ Καπιτωλίου τῆς Ρώμης, ἀπ᾽ ὅπου ρίχνονταν οἱκακουργήσαντες πολίτες (οἱ δοῦλοι σταυρώνονταν).
Ἀλλά δέν εἶναι σωστόὅλα τά errata(=ἡμαρτημένα) νά τά φορτώνουμε στούς πολιτικούς καί νά μένει στό ἀπυρόβλητο ἡπνευματική ἡγεσία τοῦτόπου αὐτοῦ. Οἱπνευματικοί ἄνθρωποι πρέπει νά δροῦν ὅπως οἱ χῆνες τοῦΚαπιτωλίου. Νάἀγρυπνοῦν καί νά προειδοποιοῦν.Πληρώνουμε εὐρώστους μισθούς σέ ἑκατοντάδες μεγαλοθεσίτες οἰκονομολόγους. Γιατί δέν μίλησαν γιά τήν ἐπερχόμενη κρίση; Τηροῦσαν σιγή ἀσφαλείας γιά νά μήν τούς κοποῦν κάποια «προγράμματα» ἤ γιά νά μήν κοποῦν ἀπό κάποιεςἐπιτροπές «σοφῶν»;
Ἀσφαλῶς καί οἱλογοτέχνες δέν θά᾽πρεπε νά εἶναι «σύννεφα μέ πανταλόνια», γιά νά μιλήσω Μαγιακοφσκικῶς. Οὔτε αὐτοί ἀπαλλάσσονταιἀπό εὐθύνες. ὉΜπρέχτ εἶχε πεῖ πώςὅταν ἔλθουν δύσκολοι καιροί, ὁ λαός δέν θά πεῖ τί ἔπραξαν οἱπολιτικοί. Θά πεῖ: «Γιατί δέν μίλησαν οἱποιητές;». Μήπως γιά νά μή χάσουν κάποιο κρατικό βραβεῖο ἤκάποια θέση σέὑπουργεῖο;
Σήμερα ὀ λαός φτύνει τούς πάντες. Διότι τάχα τόν πρόδωσαν. «Ἀλλ᾽ οἱκατ᾽ ἄνεμον πτύοντες τάἑαυτῶν πρόσωπα πτύουσι». Καθρέφτεςὑπάρχουν σέ κάθε σπίτι.Ἄς κοιταχτεῖ καθείς, κιἐκεῖ ἄς φτύσει. Διότι, ἄν φταῖνε οἱ πολιτικοί, φταίει κι ὁ πολίτης. Εἰκόνα του εἶναι –γιά νά τό πῶ κατά τόν τρόπο τῆς Γαλάτειας Καζαντζάκη– οἱπολιτικοί, καί τοῦμοιάζουν. Κάποιοι πολιτικοί μπορεί νά «ἔφαγαν». Ὁ λαός τούς ψήφιζε γιά νά μπορεῖνά «τρώει» κι αὐτός. Νά μπορεῖ νά παραβαίνει τό νόμο, νά καταπατεῖ δημόσιεςἐκτάσεις, νά κτίζει αὐθαίρετα, νά πουλᾶ«ξίκικα», νά μήν πληρώνει πρόστιμα γιά παραβάσεις, νά διπλασιάζει τό κοπάδι του στά χαρτιά καί νά μοιράζεται τά λεφτά μέ τόν «μετρητή» τῆς νομαρχίας. Κι ὅτανἔπεφτε χαλάζι, νά κάνει –σάν τόν «κεφαλονίτικο παπά»– τά 12 χαλαζόπληκτα στρέμματα 13 καί κάτι παραπάνω.
Φταίει κι ὁ λαός πούἔκανε τίς διαβόητεςἐπιδοτήσεις οὐίσκυ στά ἀναρίθμητα ἀνά τήν ἐπικράτεια «σκυλάδικα» (Γιαννοπουλικῶς «Κέντρα Πολιτισμοῦ») καί χαρτοπαίγνιο στά «τεμπελάδικα».
Φταίει ὁ λαός, διότι,ὅπως τό λέει ὁΘουκυδίδης, ἤθελε νά βλέπει λόγια καί ν᾽ἀκούει ἔργα.
Φταίει ὁ λαός πούἔβαζε –καί βάζει– τό κόμμα πάνω ἀπό τήν πατρίδα.
Φταίει, γιατί ἔκανε τό κόμμα ὄργανο γιά τήν δική του «παρτίδα».
Φταίει ὁ λαός, γιατίἀνέκτησε μιά χούφτα «μοσχανθούς» νά διαλύσουν τό σύμπαν κι αὐτός νά νανουρίζεται μέ τά «μπλά-μπλά» τῆς τηλοψίας.
Φταίει ὀ λαός, γιατί, κιἄν καμμιά φορά ψήφισε καλούς, δέν τούς ἄφησε νά δράσουν καλά· τούςὑποχρέωσε νά πράξουν ρουσφετολογικά.
Φταίει ὁ λαός, γιατίἐνῶ ἦσαν πάντα στά ψηφοδέλτια κάποιοιἄνθρωποι μέ ἀξία, αὐτός πήγαινε καί σταύρωνε τήν πλέονκαλλιπάρειον«ἀρτίστα». Ἡ«ἀναγνωρισιμότητα»ἔφαγε τή δημοκρατία.Κι ἐνῶ ὑπάρχουνἄνθρωποι μέ προσόντα, ἤθος καί κύρος, δέν τολμοῦν νά εἰσέλθουν στόν πολιτικό στίβο γιά νά μή γελοιοποιηθοῦν,ὑποσκελιζόμενοι ἀπόἐπιδέξια μηδενικά.Ἔτσι τό κοινοβούλιο κατάντησε παθολογικό πάνθεον μικρότητας καί συναλλαγῆς.
Καί ἡ «Ζενέ ντορέ», ἡχρυσή νεολαία μας (ὁὅρος εἶναι τοῦ 19ου αἰ.) ραχατεύει· καίἐπέτρεψε νάὑποκατασταθεῖ ἀπό θορυβώδεις ἀλλά καλάὀργανωμένες μειοψηφίες πού κυρίως προέρχονται ἀπόἀριστοκρατικές συνοικίες. Οἱ μπαμπάδες ἐλέγχουν τό κράτος καί οἱ βλαστοί τους τό παρακράτος. Ἰδού γιατί πολλοί ἐπώνυμοι κόπτονται ὑπέρ τῆς «κουκούλας», ἰδού γιατί –ὑπό τό πρόσχημα τῶν «προσωπικῶν δεδομένων»– διατηρεῖται ἡ ἀνωνυμία νεαρῶν ἐγκληματικῶς δρώντων. Κάτω ἀπό τήν «κουκούλα» κάποιου ἀνερμάτιστουἠθικά νεανίσκου, πιθανῶς νά κρύπτεταιὁ γυιός κάποιουἐπώνυμου «μεγαλίσκου».
Δέν θέλω πάντα νά γίνομαι δυσάρεστος καί «μάντις κακῶν». Ἀλλάδέν μπορῶ νά ἀκούω στήν τηλοψία αὐτή τήν γλοιώδη λαοκολακεία: «Ὁ λαός δέν φταίει».Πταίει καί παραπταίει! Ἀπό πολλές ἀπόψεις θυμίζει τούς Ἀργεντίνους μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς πού εἶχαν κάνει σύνθημα τό εἰλικρινέστατο: «Λαντρόνε νον λαντρόνε, θερέμος Περόνε» (= Κλέφτης ξεκλέφτης, ψηφίζουμε Περόν). Καί… πρόκοψαν!Ἔκαναν ἄρχοντες τούς Ναπολέοντες τοῦἐγκλήματος.
Γιά νά μήν ἔχουμε τέτοια φαινόμενα κι ἐδῶ, ἄν καίὁ ἐγκληματικός Ναπολεοντισμός κάνειἤδη «στράτα», εἶναι καιρός νά σταματήσειἡ κυριαρχία τῶν«ἀπαράτσικ» (γιά νάἐκφραστῶκομμουνιστογλωσσικῶς), τῶν κομματικῶν στελεχῶν πού ἔχουν κάνει τό κράτος τσιφλίκι τους. Ἡ χωρίς προηγούμενο ἠθική χρεωκοπία τοῦσυνδικαλισμοῦμετέτρεψε τήν ἄλλοτε εὔρωστη ἐργατοαγροτική μας τάξη σέ μιά ζαμπουνιάρικη (=ἀρρωστιάρικη) τάξη μέβαρέμικες τάσεις.Λυπᾶμαι πού θά τό πῶὅσο κι ἄν εἶναι πικρό:Ἐνεργοῦμε σάν νά κουβαλᾶμε μέσα μας τήν ἐπιθυμία τοῦθανάτου.