Η Σπάρτη υπήρξε η ισχυρότερη ελληνική πόλη για τριακόσια περίπου χρόνια. Από τον ύστερο 7ο έως τον πρώιμο 4ο αιώνα, αυτή η δωρική κοινωνία με την εκτεταμένη επικράτεια κυριαρχούσε στην πολεμική σκηνή της Ελλάδας – ειδικά της Πελοποννήσου. Η πολιτική και στρατιωτική της δύναμη ήταν το αποτέλεσμα θεσμικών μεταρρυθμίσεων που αποδόθηκαν στον θρυλικό Λυκούργο. Βάση τους ήταν μια ῥήτρα («συμφωνία, συνθήκη») που είχε την έγκριση του μαντείου των Δελφών.
Τόσο το πρόσωπο όσο και το νομοθετικό έργο του Λυκούργου είναι χαμένα στην ομίχλη του μύθου. Πάντως, από τον 6ο αιώνα η Σπάρτη παρουσίαζε μια εικόνα αρκετά διαφορετική από αυτή της πολιτιστικά προηγμένης πόλης όπου ανθούν τα γράμματα και οι τέχνες, όπως ακριβώς ήταν πριν. Όλη η ενέργειά της ήταν πλέον αφιερωμένη σε ένα και μόνο μέλημα: τη στρατιωτική υπεροχή. Οι πολεμικές παροτρύνσεις του Τυρταίου αποτελούν την καλύτερη δίοδο πρόσβασης στο ήθος της Σπάρτης κατά τη διάρκεια της ιστορικής εμπέδωσής του. Ο ποιητής όμως μας κατατοπίζει ελάχιστα για την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του. Για τις σημαντικές πολιτειακές μεταρρυθμίσεις του 7ου αιώνα είμαστε αναγκασμένοι να ανατρέχουμε σε μεταγενέστερους συγγραφείς (από τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα έως τον Πλούταρχο), πολλοί από τους οποίους είχαν υποστεί την επίδραση μιας επιτυχημένης σπαρτιατικής προπαγάνδας μακράς διάρκειας. Σαν τις παραισθήσεις που δημιουργούνται στους ταξιδιώτες της ερήμου, η εικόνα της Σπάρτης μετεωρίζεται ανάμεσα στον θρύλο και την ιστορία.
Σύμφωνα με μια εύλογη υπόθεση, τρεις φυλές Δωριέων, των οποίων τα ονόματα διατηρήθηκαν στα ιστορικά χρόνια, εισέβαλαν γύρω στον 11ο αιώνα από τον βορρά στην περιοχή της Λακωνίας, κατέκτησαν τον εντόπιο πληθυσμό και τον εξανάγκασαν σε ένα ιδιαίτερο είδος δουλείας. Οι εἵλωτες, όπως ονομάστηκαν οι προηγούμενοι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής (με μια λέξη που μάλλον σήμαινε τους «κατακτημένους»), περιήλθαν στην κατοχή των Σπαρτιατών γαιοκτημόνων, αλλά δεν έγιναν ατομική ιδιοκτησία τους, όπως ήταν οι δούλοι στις άλλες πόλεις. Οι είλωτες λογίζονταν πάντοτε περιουσία της πόλης. Οι περισσότεροι δεν εργάζονταν στα σπίτια των κυρίων τους ούτε διαβιούσαν μαζί με ελεύθερους πολίτες, αλλά ασχολούνταν με την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και ζούσαν σε καλύβες μέσα στα χωράφια ως δουλοπάροικοι.
Εξαιτίας των συνθηκών διαβίωσής τους, οι είλωτες είχαν σχετική αυτονομία σε σύγκριση με τους οικόσιτους δούλους άλλων πόλεων. Συγκροτούσαν οικογένειες, κατείχαν περιουσιακά στοιχεία -μέχρι και την επικαρπία γης-, τελούσαν δικές τους θρησκευτικές λατρείες και διατηρούσαν τα έθιμά τους. Το κυριότερο: ήταν όλοι Έλληνες, όπως ακριβώς και οι δεσπότες τους. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε αργότερα ως μία από τις πολλές ιδιαιτερότητες της Σπάρτης – μολονότι δεν συνέβαινε μόνο εκεί. Παρά τη σχετική αυτονομία τους, οι είλωτες (που έφταναν κάποτε να είναι έως και δέκα φορές πολυπληθέστεροι από τους ελεύθερους πολίτες) ζούσαν σε καθεστώς ιδιαίτερης καταπίεσης. Η παρουσία τους αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο για την πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης. Για να αποφευχθεί το μίασμα που θα προκαλούσε ο φόνος τους, αλλά και για να είναι δυνατή η άμεση καταστολή οποιασδήποτε επαναστατικής τους ενέργειας, η Σπάρτη κήρυσσε επίσημα συμβολικό πόλεμο εναντίον τους κάθε χρόνο. Με τον τρόπο αυτό οι ελεύθεροι πολίτες μπορούσαν να σκοτώνουν είλωτες χωρίς να λογοδοτούν. Μάλιστα, η αυστηρότατη εκπαίδευση των νεαρών Σπαρτιατών, γνωστή ως αγωγή, περιλάμβανε ενέδρες και θανατώσεις ειλώτων ως μέρος των θεσπισμένων τελετών ενηλικίωσής τους. Οι υπόδουλοι ζούσαν διαρκώς κάτω από τον ζυγό της επίσημης κρατικής τρομοκρατίας.
Καθώς ήταν οι μόνοι που δούλευαν στη γη των πολιτών και επίσης η μοναδική πηγή εργατικού δυναμικού για όλες τις χειρωνακτικές εργασίες, οι είλωτες αποτελούσαν τον σημαντικότερο παράγοντα στην οικονομία της Σπάρτης. Ο άλλος ήταν οι περίοικοι, αυτόνομες ομάδες ανθρώπων που κατοικούσαν στην περιφέρεια. Οι περίοικοι καλλιεργούσαν τη δική τους (λιγότερο εύφορη) γη, ασχολούνταν με την αλιεία και το εμπόριο και διέθεταν ελευθερία κινήσεων. Επίσης, είχαν περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, τα οποία ασκούσαν στις μικρές κοινότητές τους. Επειδή θεωρούνταν Λακεδαιμόνιοι (δηλαδή ελεύθεροι κάτοικοι της Σπάρτης), αλλά όχι Σπαρτιάτες πολίτες, οι περίοικοι συμμετείχαν, μαζί με τους πολίτες, σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης.
Ο συνολικός πληθυσμός των κατοίκων της Σπάρτης ήταν, συνεπώς, διαστρωματωμένος σε τρεις τελείως διακριτές κοινωνικές ομάδες, με πληθυσμό αντιστρόφως ανάλογο των πολιτικών δικαιωμάτων της καθεμίας: τους σχετικά λιγοστούς ελεύθερους Σπαρτιάτες, τους πολυπληθέστερους περίοικους, που ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, και τις μεγάλες μάζες των υποδουλωμένων ειλώτων.
Το ἄστυ, η πολιτική καρδιά της Σπάρτης -εκεί που βρίσκεται η σημερινή πόλη- προήλθε από τον συνοικισμό τεσσάρων χωριών (στα οποία προστέθηκαν κατόπιν οι Αμύκλες) και παρέμεινε για πολλούς αιώνες ατείχιστο, ως ένδειξη αυτοπεποίθησης και δύναμης. Η αρχαία πόλις, όμως, της Σπάρτης εκτεινόταν σε ολόκληρο το νότιο τμήμα της Πελοποννήσου. Αρχικά περιλάμβανε μόνο τη Λακωνία και συγκεκριμένα την εύφορη κοιλάδα του Ευρώτα, ανάμεσα στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα. Κατά το τελευταίο τρίτο του 8ου αιώνα (περ. 735-715), όμως, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν, μάλλον λόγω υπερπληθυσμού, να προσαρτήσουν τη Μεσσηνία στα δυτικά του Ταΰγετου. Κατέλαβαν τη νέα περιοχή με πόλεμο και τη διατήρησαν με σκληρή καταπίεση του επίσης ελληνικού πληθυσμού, τον οποίο υποδούλωσαν αμέσως.
Σε όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, οι Μεσσήνιοι είλωτες αγωνίζονταν να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Εξεγέρθηκαν για πρώτη φορά γύρω στο μέσον του 7ου αιώνα, όταν, με αρχηγό τον θρυλικό Αριστομένη, κατόρθωσαν να βρουν συμμάχους σε πόλεις της Πελοποννήσου και να απειλήσουν τη Σπάρτη. Η επανάστασή τους απέτυχε. Οι μάχες από την πλευρά των Σπαρτιατών, σε αυτόν τον λεγόμενο Β’ Μεσσηνιακό Πόλεμο -πρώτος θεωρήθηκε η αρχική κατάκτηση της περιοχής- δόθηκαν με τον νέο οπλιτικό τρόπο της φάλαγγας. Η ιστορία επαναλήφθηκε, με λιγότερο συντριπτική νίκη των Σπαρτιατών, δύο αιώνες αργότερα, κατά τη διάρκεια του επονομαζόμενου Γ’ Μεσσηνιακού Πολέμου, για τον οποίο είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι. Ο πόλεμος διήρκεσε δέκα περίπου χρόνια (περ. 465-455), και τελικά οι εξεγερμένοι Μεσσήνιοι, που είχαν κλειστεί στην Ιθώμη μαζί με άλλους είλωτες από τη Λακωνία, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η διατήρηση της Μεσσηνίας υπήρξε επί μακρόν επίπονη υπόθεση για τη Σπάρτη, αλλά μείωσε σημαντικά την ανάγκη της για αποικισμό σε μακρινές περιοχές.
Πριν από την επιτυχία του Β’ Μεσσηνιακού Πολέμου, οι Σπαρτιάτες είχαν υποστεί ατιμωτική ήττα από τους Αργείους το 669 στη μάχη των Υσιών. Η νίκη των Αργείων, που ήταν έως τότε η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Πελοποννήσου, οφειλόταν πιθανόν στην πρώιμη χρήση της φάλαγγας. Οι Λακεδαιμόνιοι υιοθέτησαν αμέσως την αποτελεσματική αυτή στρατιωτική μηχανή και τελειοποίησαν τη χρήση της. Τότε συντελέστηκαν οι πολιτικές αλλαγές που μετασχημάτισαν τη Σπάρτη σε αδιαμφισβήτητα πρώτη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας και τότε εντοπίζονται οι απαρχές της μεγάλης συμμαχίας της με τις άλλες πόλεις της Πελοποννήσου (πλην του Άργους), που είναι σήμερα γνωστή ως Πελοποννησιακή. Στη συμμαχία αυτή η Σπάρτη παρείχε πολιτική και στρατιωτική στήριξη για ανατροπή τυραννικών καθεστώτων και επίλυση εδαφικών διαφορών, ενώ οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι τη βοηθούσαν να διατηρεί την εσωτερική σταθερότητά της, που βασιζόταν, όπως και η οικονομία της, στην εκμετάλλευση ενός μεγάλου υπόδουλου πληθυσμού.
Σπαρτιάτης οπλίτης του 5ου π.χ αιώνα
Μετά την οριστική κατάκτηση της Μεσσηνίας, μια αναδιανομή της καλλιεργήσιμης γης στο μέσον του 7ου αιώνα επέτρεψε τη δημιουργία ενός σχετικά διευρυμένου σώματος οπλιτών, που πιθανότατα έφτασε τις 9.000. Πολιτικά δικαιώματα απέκτησαν όλοι οι νέοι κάτοχοι γης που μπορούσαν να συνεισφέρουν στα κοινά συσσίτια (ή φιδίτια), ένα από τα πιο ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του σπαρτιατικού βίου. Κριθαρένιο αλεύρι, κρασί, σύκα και τυρί ήταν τα συνηθισμένα είδη που οι είλωτες αναγκάζονταν να παρέχουν στους κατόχους των αγροτεμαχίων που καλλιεργούσαν. Από τα τρόφιμα αυτά ένα μεγάλο μέρος πήγαινε στην κοινή σίτιση των οπλιτών. Η καθημερινή συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική για όλους τους ελεύθερους άρρενες πολίτες. Αυτοί οι πολίτες-οπλίτες ονομάζονταν ὅμοιοι (για να δηλωθεί η πολιτική ισότητα και η αδελφοσύνη τους) και ήταν οι μόνοι αρμόδιοι για την πολιτική και τον πόλεμο. Έχοντας πλήρως απαλλαγεί από τις καθημερινές φροντίδες βιοπορισμού, επιδίδονταν αποκλειστικά στη σωματική άσκηση και τη βελτιστοποίηση της αλκής, μάθαιναν να ζουν λιτά και να αντέχουν στις κακουχίες και είχαν, σε σχέση με τις άλλες πόλεις, μάλλον χαλαρό καθημερινό οικογενειακό βίο, αλλά εξίσου σθεναρές οικογενειακές παραδόσεις.
Ολόκληρη η ζωή των Σπαρτιατών ήταν μια διαρκής προετοιμασία για τον πόλεμο. Τα πολιτιστικά αγαθά του λόγου και της τέχνης τούς έγιναν ξένα και απεχθή. Η ποίηση ατόνησε. Οι καλές τέχνες περιέπεσαν σε ύφεση. Φιλοσοφία και επιστήμη δεν αναπτύχθηκαν ποτέ. Η ρητορεία αποθαρρύνθηκε. Από τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής, η Σπάρτη επέλεξε να τελειοποιήσει μόνο τον έναν: την αποτελεσματική πράξη, κυρίως στην αντιμετώπιση εχθρών. Ο ευφράδης λόγος άφηνε τους πολίτες της αδιάφορους και συχνά τους έβρισκε εχθρικούς. Οι Σπαρτιάτες άρχισαν μάλιστα να φοβούνται τόσο πολύ τη διαβρωτική επιρροή άλλων ελληνικών πόλεων πάνω στο ήθος της δικής τους ιδιοπροσωπίας, ώστε ανέπτυξαν έντονη ξενοφοβία με συχνές απελάσεις ανεπιθύμητων προσώπων (ξενηλασίας). Στη Σπάρτη η παρουσία μετοίκων, γνωστή σε άλλες ελληνικές πόλεις, ήταν αδιανόητη, το εμπόριο υποτυπώδες και ανταλλακτικό, η κυκλοφορία νομισμάτων περιορισμένη -αντί κανονικών κερμάτων χρησιμοποιούσαν κυρίως δύσχρηστες σιδερένιες ράβδους- και η σχέση με τη θάλασσα συρρικνωμένη στις ανάγκες του πολέμου. Ωστόσο, η Σπάρτη ανέπτυξε πνευματικό πολιτισμό μέσα στις ψυχές των πολιτών της. Το πολίτευμά της, τόσο ιδιόμορφο όσο και το ήθος που ανδρώθηκε μέσα του, υπήρξε βασική αιτία της φήμης που απέκτησε στην αρχαιότητα.
Η Σπάρτη είχε βασιλεία. Η βασιλεία της όμως δεν ήταν μοναρχική. Για τις απαρχές του θεσμού δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες, αλλά ο Ηρόδοτος διηγείται μια ωραία ιστορία για το πώς προέκυψε το παράδοξο καθεστώς της διπλής βασιλείας. Παλιά -εξηγεί- μία και μοναδική ήταν στη Σπάρτη η βασιλική οικογένεια, όπως παντού στον πρώιμο ελληνικό κόσμο, και η διαδοχή στο ύπατο αξίωμα γινόταν με τον γνωστό κληρονομικό τρόπο. Η γυναίκα όμως του νεκρού βασιλιά Αριστόδημου γέννησε δίδυμα και προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε ποιο από τα δύο παιδιά της ήταν πρεσβύτερο. Ήθελε να ανέβουν και τα δύο στον θρόνο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν σε μεγάλο δίλημμα και αποφάσισαν να λύσουν το μυστήριο ρωτώντας το μαντείο των Δελφών. Η Πυθία αποκρίθηκε ότι έπρεπε να θεωρήσουν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά να τιμήσουν περισσότερο εκείνο που γεννήθηκε πρώτο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν και πάλι σε απορία. Η λύση δόθηκε από έναν Μεσσήνιο, ονόματι Πανίτη (που σημαίνει τον υφαντουργό, αλλά μπορεί επίσης να δηλώσει τον πανούργο που διεισδύει παντού), ο οποίος πρότεινε να κατασκοπεύσουν τη μάνα και να δουν ποιο παιδί φροντίζει πρώτο στο τάισμα και το πλύσιμο. Η ιδέα υπήρξε επιτυχής. Οι Σπαρτιάτες ανακήρυξαν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά αναγνώρισαν τα πρωτεία τιμής στον Ευρυσθένη. Ο αδελφός του Προκλής αποδείχθηκε πολύ διαφορετικός χαρακτήρας, και οι δύο βασιλικές οικογένειες που προέκυψαν (οι Αγιάδες και οι Ευρυποντίδες) διέφεραν σημαντικά στη νοοτροπία. Κατά παράδοση οι Αγιάδες, οι απόγονοι του Ευρυσθένη, αναγνωρίζονταν ως ανώτεροι.
Η ιστορία αυτή μπορεί να μην αποτελεί ιστορικό γεγονός. Δείχνει όμως μια ιδιαιτερότητα του πολιτεύματος της Σπάρτης που χρησιμοποιήθηκε τελικά προς όφελος του πολέμου. Από τον ύστερο 6ο αιώνα μόνο ο ένας από τους δύο βασιλείς πρωτοστατούσε ως αρχηγός στα εκστρατευτικά σώματα έξω από τα σύνορα της πόλης. Ο άλλος παρέμενε στη Σπάρτη. Η συνεχής απειλή των ειλώτων ίσως συνέβαλε σε αυτή τη διευθέτηση. Οπωσδήποτε όμως έπρεπε να αποτρέπεται η πιθανή διχογνωμία των βασιλέων στις κρίσιμες ώρες της μάχης. Σε καιρό πολέμου ο ένας βασιλιάς φρόντιζε τα εσωτερικά ζητήματα της πόλης και ο άλλος ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της εκστρατείας.
Στο πολίτευμα της Σπάρτης υπήρχαν και άλλες ιδιαιτερότητες. Μία από αυτές ήταν η Γερουσία. Στο σώμα αυτό εκλέγονταν είκοσι οκτώ επιφανείς πολίτες, ηλικίας άνω των εξήντα ετών, για να υπηρετήσουν την πόλη διά βίου. Η εκλογή γινόταν από τους ομοίους. Στο σώμα συμμετείχαν αυτοδικαίως και οι δύο βασιλείς, με διπλή μάλιστα ψήφο ο καθένας, ώστε ο συνολικός αριθμός των ανδρών της Γερουσίας έφτανε τους τριάντα. Μάλιστα, σε περίπτωση απουσίας ενός βασιλιά, υπήρχε η δυνατότητα εκπροσώπησής του στη Γερουσία από κάποιο προσφιλές και έμπιστο πρόσωπο.
Η Γερουσία είχε πολλές αρμοδιότητες. Στη δικαιοδοσία της ανήκαν η εφαρμογή του νόμου, η διατήρηση της τάξης και, κυρίως, η προεργασία των θεμάτων που θα έρχονταν για έγκριση στη συνέλευση των ομοίων. Η συνέλευση των ομοίων, που ονομαζόταν Ἐκκλησία τοῦ Δάμου ή απλώς δᾶμος (δωρική μορφή του δήμου), ήταν το κύριο εκτελεστικό όργανο και η βάση του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Το μικρό κείμενο της «λυκούργειας» ρήτρας, που διασώζει ο Πλούταρχος, όριζε ότι «στον δήμο ανήκει η εξουσία και η δύναμη» της πόλης. Στην Εκκλησία του Δήμου συμμετείχαν όλοι οι ελεύθεροι ενήλικες άρρενες πολίτες. Στις συνελεύσεις της γινόταν συζήτηση και εκφράζονταν διαφορετικές απόψεις, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν τον λόγο όλοι οι όμοιοι με την ίδια ευκολία. Οι αντιλογίες συνήθως περιορίζονταν στα μέλη των ανώτερων οικογενειών. Οι τελικές αποφάσεις (για αποδοχή ή απόρριψη των προτάσεων της Γερουσίας) λαμβάνονταν διά βοής.
Μεγάλη εξουσία στη Σπάρτη είχαν επίσης οι πέντε ἔφοροι, άρχοντες εκλεγμένοι από την Εκκλησία του Δήμου, με πολλές εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες – άλλη μια ιδιαιτερότητα του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Η ενιαύσια θητεία τους δεν επιτρεπόταν να ανανεωθεί, και το γεγονός αυτό μείωνε τον πιθανό καιροσκοπισμό των αποφάσεών τους. Ο θεσμός των εφόρων, που ήταν οι «επιστάτες» του κράτους, εισήχθηκε σε στάδιο μεταγενέστερο από τους άλλους τρεις πολιτικούς θεσμούς (τη διπλή βασιλεία, τη Γερουσία και την Εκκλησία του Δήμου) και είχε ως στόχο την τήρηση της νομιμότητας στην καθημερινή ζωή και τον έλεγχο της βασιλικής αυθαιρεσίας. Σταδιακά η δύναμη των εφόρων αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τρέμουν ενώπιόν τους οι πάντες, ακόμη και οι βασιλείς. Από τους εφόρους, δύο ακολουθούσαν πάντοτε τα εκστρατευτικά σώματα εκτός των συνόρων.
Η Σπάρτη έγινε υπόδειγμα πολιτείας για αρκετούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Στο ιδιόρρυθμο πολίτευμά της, με τους πολλούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και την έμφαση στο δημόσιο συμφέρον, πολλοί έβλεπαν την αληθινή πραγματοποίηση της ευνομίας.
οπλιτική φάλαγγα
Γραπτοί νόμοι στη Σπάρτη δεν υπήρχαν. Το δίκαιο της πόλης ήταν εξαρχής και παρέμεινε μέχρι το τέλος εθιμικό. Με την προσκόλληση στην παράδοση και το συντηρητικό πνεύμα που ανέπτυξε, η Σπάρτη δεν γνώρισε τυραννία ή άλλη πολιτειακή αλλαγή για αιώνες. Τουλάχιστον ως ιδανικό, το ήθος ζωής που διέπνεε την πόλη διατηρήθηκε επίσης σχετικά σταθερό.
Τα συμπόσια των αριστοκρατών, με τις εταίρες, τη μουσική και το άφθονο κρασί, ήταν άγνωστα στη Σπάρτη. Αντίθετα, ήταν υποχρεωτικά τα συσσίτια, που ενίσχυαν καθημερινά τους δεσμούς μεταξύ των πολιτών. Ο γάμος ήταν υποχρέωση του πολίτη και η τεκνοποιία επιβεβλημένη. Ο ψόγος των Σπαρτιατών για τους ανύμφευτους και άτεκνους συμπολίτες τους ήταν συχνά αμείλικτος.
Σε σύγκριση με άλλες ελληνικές πόλεις, τα κορίτσια της Σπάρτης παντρεύονταν σε μεγαλύτερη ηλικία (γύρω στα δεκαοκτώ) και οι άνδρες σε μικρότερη (κάτω από τριάντα). Αυτή η σχετικά περιορισμένη ηλικιακή διαφορά των συζύγων θεωρούνταν ότι ενώνει τα σώματά τους σε παράλληλη ακμή. Για να τονωθεί μάλιστα η γονιμοποιός δύναμη του σπέρματος που μειώνεται -όπως διατείνονταν- από τη συμβίωση και την καθημερινή συναναστροφή, απαγορευόταν στους Σπαρτιάτες να βλέπουν τις γυναίκες τους στα φανερά. Έτσι, η ερωτική επαφή καλύφθηκε με χαρακτηριστική αιδημοσύνη, ενώ η ίδια η τελετή του γάμου θεωρήθηκε μια συμβολική βίαιη αρπαγή.
Στις διαθέσιμες αρχαίες πηγές υπογραμμίζεται έντονα το γεγονός ότι η πόλη ακολουθούσε αυστηρούς ευγονικούς κανόνες. Αν και πολλές περιπτώσεις βρεφών θα πέρασαν οπωσδήποτε απαρατήρητες, η έγκριση του κράτους ήταν καταρχήν απαραίτητη για την ανατροφή ενός νεογέννητου παιδιού, και υποτίθεται ότι την έδιναν οι έφοροι ως αρμόδιοι για όλα τα ζητήματα του καθημερινού βίου. Λέγεται, επίσης, ότι ο άτεκνος σύζυγος μπορούσε, αν ήθελε, να παραχωρήσει τη γυναίκα του σε κάποιον νεότερο και δυνατό Σπαρτιάτη για τεκνοποιία.
Ανεξάρτητα από την ιστορική ακρίβεια αυτών των πληροφοριών, γεγονός παραμένει ότι ολόκληρη η ερωτική ζωή των Λακεδαιμονίων πολιτών ήταν ιδεολογικά προσανατολισμένη στη δημιουργία ρωμαλέων απογόνων. Στο ίδιο πνεύμα οι Σπαρτιάτισσες είχαν ελευθερίες και προνόμια που θα ήταν απίστευτα οπουδήποτε αλλού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στη Σπάρτη, και μόνο εκεί, επιτρεπόταν -ή μάλλον επιβαλλόταν- στις γυναίκες να γυμνάζονται και να μετέχουν σε αγώνες, τα δε νεαρά κορίτσια αγωνίζονταν γυμνά, όπως και οι συνομήλικοί τους έφηβοι.
Η Σπάρτη διέθετε ένα περίτεχνο σύστημα οργάνωσης των νέων σε ηλικιακές κατηγορίες, με δυσνόητες ονομασίες και χαρακτηριστικά προνόμια των μεγαλυτέρων έναντι των νεοτέρων. Η αυστηρή παιδεία των νέων από την ηλικία των επτά ετών μέχρι την ενηλικίωση στα είκοσι (ἀγωγή) ήταν κρατική υπόθεση και αποσκοπούσε στην πειθαρχία και τη μεγαλύτερη δυνατή εμπέδωση του αγωνιστικού πνεύματος. Για τα επόμενα δέκα χρόνια το κράτος παρέμενε επίσης υπεύθυνο για τη σωματική κατάσταση των ανδρών του. Στις μεγαλύτερες ηλικίες, το κυνήγι παρείχε σε καιρούς ειρήνης ένα υποκατάστατο του πολέμου και ήταν, μαζί με τη γύμναση, μια διά βίου ἀγωγή. (Στην αρχαιότητα η Σπάρτη υπήρξε επίσης διάσημη για τα κυνηγετικά σκυλιά της.) Αρχαίοι φιλολάκωνες συγγραφείς, όπως ο Αθηναίος ιστορικός Ξενοφών, τα έβλεπαν όλα αυτά με απεριόριστο και απροσποίητο θαυμασμό.
Με αυστηρή έννοια, ιδιωτική ζωή για τους ομοίους δεν υπήρχε. Ολόκληρος ο βίος τους βρισκόταν κάτω από την επιστασία του κράτους, που μεριμνούσε για την αλκή, τη ρώμη και την πολεμική υπεροχή. Στις εκστρατείες τους οι Σπαρτιάτες συνοδεύονταν, για όλες τις αναγκαίες χειρωνακτικές εργασίες, από μεγάλο αριθμό ειλώτων, που σε μία τουλάχιστον περίπτωση έφτασε τους επτά για κάθε οπλίτη. Για ευνόητους λόγους οι είλωτες δεν είχαν δικά τους όπλα και συνήθως δεν πολεμούσαν – αν και ορισμένες φορές οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να τους χρησιμοποιήσουν επικουρικά. Οι περίοικοι, από την άλλη, υπηρετούσαν σε χωριστές μοίρες στρατού.
Αντίθετα με τους περισσότερους Έλληνες, που θεωρούσαν την κόμη γυναικείο χαρακτηριστικό, οι Σπαρτιάτες άφηναν μακριά μαλλιά, σαν τους ομηρικούς Αχαιούς -δείγμα ότι δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη χειρωναξία-, τα οποία άλειφαν με λάδι τακτικά, και οπωσδήποτε πριν από τις μάχες. Η στρατιωτική περιβολή τους ήταν κόκκινη σαν αίμα (για να φοβίζει τον αντίπαλο και να περιορίζει την εμφάνιση των πληγών) και οι ασπίδες τους επενδεδυμένες με στρώση χαλκού, για να γυαλίζονται εύκολα και να λάμπουν στον ήλιο. Το θέαμα μιας σπαρτιατικής φάλαγγας σε πλήρη σχηματισμό πρέπει να ήταν εντυπωσιακό και ταυτόχρονα τρομακτικό.
Ο πόλεμος ήταν για τους Σπαρτιάτες το πραγματικό πεδίο επίδειξης των σωματικών και ψυχικών αρετών, στις οποίες στόχευε ολόκληρη η ειρηνική διαβίωση μέσα στην πόλη. Στο επικίνδυνο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, εκεί που όλα κρίνονταν μέσα σε ελάχιστο χρόνο, βρήκαν οι Σπαρτιάτες το βαθύτερο νόημα της αγωνιστικής τους ύπαρξης. Αυτοί που τόσο υμνήθηκαν για τη σχεδόν κοριτσίστικη αιδώ μέσα στην πόλη τους, και ιδιαίτερα έναντι των πρεσβυτέρων, γίνονταν ομαδικά θρασείς στο πεδίο της μάχης. Όσοι εγκατέλειπαν τη θέση τους από δειλία, οι τρέσαντες («αυτοί που φοβήθηκαν»), έχαναν αυτομάτως τα πολιτικά δικαιώματα και την περιουσία τους και υποβιβάζονταν, αν επέστρεφαν στην πατρίδα, σε αμφίβολη και ατιμασμένη κοινωνικά θέση.
Το σπαρτιατικό ήθος υπήρξε επίσης διάσημο για τη «λακωνικότητά» του. Ο Πλούταρχος αναφέρει σωρεία σύντομων απαντήσεων που υποτίθεται ότι έδωσαν σημαντικοί Σπαρτιάτες σε διάφορες περιστάσεις. Οι ολιγόλογες αυτές ρήσεις διακρίνονται για την αποφθεγματική διαύγεια με την οποία κυριολεκτικά καθήλωναν την πραγματικότητα. Η ιδιότυπη «φιλοσοφία» που ανέπτυξε η Σπάρτη, ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο τόσο πολύ θαυμάστηκε σε αρχαίους και νεότερους χρόνους και το πραγματικό έργο του πολιτισμού της, που δεν έχει επιζήσει στα υλικά κατάλοιπα του τόπου (όπως είχε προειδοποιήσει με διορατικότητα ο Θουκυδίδης), ήταν η καίρια και διεισδυτική ματιά στην καρδιά της παλλόμενης από τον αγώνα ζωής. Η οξύτητα του ιδιαίτερου αυτού βλέμματος γεννήθηκε μέσα στους αγώνες του 7ου και του 6ου αιώνα.