Σαν σήμερα πριν τρία χρόνια έγραψα αυτό το κείμενο, που έγινε viral για κάποιες εβδομάδες και εξακολουθεί να είναι το πιο δημοφιλές στο stefivos.com. Ακολούθησε μια βροχή από μηνύματα, e-mails και friend requests που δεν είχε να κάνει με το αν ήταν καλογραμμένο ή όχι,
αλλά με το ότι ήταν μια ειλικρινής κατάθεση των εμπειριών μου, οι οποίες ήταν πολύ κοινές με αυτές των χιλιάδων άλλων Ελλήνων που έφυγαν από την μαμά πατρίδα τα τελευταία χρόνια. Σήμερα κλείνω άλλα τρία χρόνια στο εξωτερικό και κάνω τον δεύτερο απολογισμό.
Ήρθα στην Αγγλία κατευθείαν για δουλειά, έχοντας κάνει όλες μου τις σπουδές μου στην Ελλάδα. Πήγα αρχικά σε μια πόλη (όχι στο Λονδίνο), όπου δεν ήξερα κανέναν, με μόνο κίνητρο ότι θα μπορούσα επιτέλους να συντηρώ τον εαυτό μου με τα δικά μου λεφτά. Στην πορεία, και επιστρέφοντας αρκετά συχνά στην Ελλάδα, ανακάλυψα ότι δεν την έχουν όλοι αυτή την ανάγκη, είτε γιατί απλά βρέθηκαν με λεφτά και δεν τους πολυνοιάζει είτε γιατί φοβούνται να αφήσουν τα πάντα πίσω και να ξενιτευτούν είτε γιατί απλά είναι τεμπελχανάδες που δεν ψάχνουν για δουλειά, αλλά για δικαιολογίες.
Ανοίγει παρένθεση. Στην Ελλάδα έχει επικρατήσει μια αντίληψη ότι επειδή τελειώσαμε πανεπιστήμιο, κάποιος μας χρωστάει μια καλή δουλειά. Δυστυχώς, αυτή η νοοτροπία συνεχίζει ακόμα και σήμερα, μετά από εφτά χρόνια κρίσης, με αποτέλεσμα να ακούς γονείς ανέργων να λένε “δεν σπούδασα τόσα χρόνια το παιδί μου για να γίνει σερβιτόρος”. Και συνήθως είναι οι ίδιοι που μας λένε “εσύ έφυγες, τι ανάγκη έχεις; Αλίμονο στα δικά μας παιδιά”. Όντως, τι ανάγκη έχουμε εμείς που αφήσαμε τις οικογένειές μας για να μην γίνουμε κηφήνες; Κλείνει η παρένθεση.
Ήμουν ανέκαθεν αυτό που λένε πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης. Ο ορισμός ο ίδιος βασικά. Αν δεν υπήρχε η ταινία με τον Βέγγο, θα νόμιζα ότι η φράση είχε βγει για μένα. Στα 27 μου, όταν έφυγα, είχα σπουδάσει Ψυχολογία, είχα μεταπηδήσει στα ΜΜΕ, είχα δουλέψει σερβιτόρος, σε τηλεφωνικά κέντρα, σε τηλεοπτικές εκπομπές, σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, είχα εκδόσει και δύο βιβλία, αλλά όταν ήρθα στο εξωτερικό ξαναγύρισα στην Ψυχολογία. Πάνω που δούλευα σε αυτό τον τομέα επί δύο χρόνια και οι γονείς μου πίστευαν ότι το παιδί τους είχε ξαναβρεί τον σωστό δρόμο, τον εγκατέλειψα για να ασχοληθώ με την εκπαίδευση προσωπικού και το e-learning.
Μην ανησυχείτε αν δεν ξέρετε τι ακριβώς είναι. Ούτε οι γονείς μου έχουν καταλάβει ακριβώς. Είναι κάτι που δεν πολυέχουμε στην Ελλάδα, κυρίως γιατί δεν πολυέχουμε σοβαρές μεγάλες επιχειρήσεις. Έχουμε όμως σοβαρούς νέους επιχειρηματίες, οπότε ελπίζω ότι κάποτε θα ευδοκιμήσει και στη χώρα μας αυτό το φρούτο.
Με τέτοιο μυαλό λοιπόν, φοβόμουν ότι δε θα στεριώσω ποτέ σε τίποτα. Έβλεπα τους συνομήλικούς μου να προοδεύουν και να παίρνουν αυξήσεις και προαγωγές, και φοβόμουν ότι εγώ θα βαρεθώ πάλι και θα ξεκινήσω κάτι άλλο. Σχεδόν το έκανα, όταν πήρα την απόφαση να γίνω αυτόφωτος digital marketer. Ευτυχώς, βαρέθηκα νωρίς και το άφησα.
Ο πρώτος χρόνος στην τελευταία μου δουλειά, σε αυτή που είχα μόλις ξεκινήσει όταν έγραψα το προηγούμενο κείμενο, πέρασε εύκολα. Το αντικείμενο συνέχιζε να με ενδιαφέρει. Επίσης, σχολούσα στις 5 ακριβώς. Μεγάλη πολυτέλεια ο ελεύθερος χρόνος. Το πρόβλημα ήταν ότι έπαιρνα τα λιγότερα λεφτά απ’ όσους ήξερα, και το Λονδίνο ήταν (και είναι) μια πόλη ακριβή. Τα έξοδα έτρεχαν, αλλά ο μισθός είχε κάτσει σταυροπόδι και δεν το κουνούσε ρούπι. Και όσες ελεύθερες ώρες και να είχα, δεν έφταναν για να αγοράσω εισιτήρια ούτε για να πάω σουπερμάρκετ.
Έπρεπε να αλλάξω δουλειά. Έλα όμως που στην εκπαίδευση προσωπικού είχα εμπειρία μόνο ένα χρόνο και ήμουν ήδη 30. Σε μια συνέντευξη, με ρώτησε ο υποψήφιος μάνατζερ: “Κοιτώντας το βιογραφικό σου, βλέπω ότι αλλάζεις συχνά επαγγέλματα. Πώς ξέρω ότι θα μείνεις εδώ αν σε πάρουμε;”
Περιττό να πω ότι δεν με πήραν.
Είχα κι άλλες συνεντεύξεις, αλλά όσο και αν έφτανα στην πηγή, νερό δεν έπινα. Πάντα με έτρωγε κάποιος άλλος με περισσότερη προϋπηρεσία. Δεν ήταν και δύσκολο, εδώ που τα λέμε.
Κατάλαβα ότι έπρεπε να βάλω το κεφάλι κάτω και να λιώσω στη δουλειά. Έπρεπε να αποκτήσω εμπορεύσιμες δεξιότητες ώστε να γίνω ανταγωνιστικός σε μια πολύ απαιτητική αγορά εργασίας. Άρχισα να δουλεύω μεθοδικά, να μαθαίνω καινούρια πράγματα και να τα εφαρμόζω. Παράλληλα, συνέχιζα την αναζήτηση.
Μέσα σε δύο χρόνια έκανα σχεδόν διακόσιες αιτήσεις και στις περισσότερες δεν μου απάντησαν ποτέ. Πάει, έλεγα μερικές φορές, σε αυτή τη δουλειά θα μείνω μια ζωή, να με εκμεταλλεύονται και να με ρωτάνε συνέχεια πράγματα που τους έχω εξηγήσει δεκαπέντε φορές. Άνθρωποι που παίρνουν τα διπλά λεφτά από μένα και δεν ξέρουν πώς να διαβάσουν ένα ζιπαρισμένο αρχείο.
Αυτές οι φορές, όταν η αυτοπεποίθηση μου έπιανε πάτο δηλαδή, ήταν οι φορές που κοιτούσα για δουλειές και εκτός Λονδίνου. Σε όλη την Ευρώπη. Μια φορά ήμουν τόσο απογοητευμένος που κοίταξα και στην Ελλάδα. Βρήκα μια θέση στο LinkedIn, έστειλα μήνυμα για μια διευκρίνιση, αλλά δε μου απάντησαν ποτέ.
Τον προηγούμενο Νοέμβρη, πάνω που είχα εγκαταλείψει την αναζήτηση εργασίας λόγω απογοήτευσης, με πήραν τηλέφωνο από μία μεγάλη εταιρεία. Μία πολυεθνική που όλοι γνωρίζετε. Έκανα την πρώτη συνέντευξη, πήγε καλά. Έκανα άλλες τέσσερις συνεντεύξεις, πήγαν καλά. Μου ζήτησαν να ταξιδέψω στα κεντρικά τους για μία παρουσίαση, πήγε κι αύτη καλά.
Μου πρόσφεραν μια δουλειά ανώτερη από τη θέση για την οποία είχα κάνει αίτηση. Η πρότασή τους ήταν πολύ δελεαστική, αλλά είχε ένα μειονέκτημα: η δουλειά ήταν στην Πράγα. Θα έπρεπε να αφήσω το Λονδίνο και να πάω σε μία πόλη άγνωστη (ναι, σκέφτεστε ότι είναι ωραία, το ξέρω, αλλά εγώ δεν έχω πάει).
Ζυγίζοντας την πρότασή τους, ένιωσα πως ήμουν μπροστά στην πραγματική ενηλικίωση. Παλιά νόμιζα ότι είχε έρθει όταν έκλεισα τα δεκαοχτώ. Μετά όταν ξεκίνησα να δουλεύω. Μετά όταν έφυγα στο εξωτερικό. Λάθος. Η πραγματική ενηλικίωση έρχεται όταν αποδέχεσαι την πικρή αλήθεια: η καριέρα και τα λεφτά σε κάνουν να πάρεις αποφάσεις που δε θα είχες πάρει διαφορετικά. Ωραίοι οι ιδεαλισμοί, αλλά στο τέλος του μήνα δεν πληρώνουν λογαριασμούς. Δυστυχώς.
Δέχτηκα. Δεν είχα την πολυτέλεια να πω όχι. Μετά από 6 χρόνια στο εξωτερικό, μου είχε δοθεί η ευκαιρία να ανέβω αρκετά σκαλιά. Δεν δικαιούμουν να σκοντάψω.
Φεύγω σε τρεις εβδομάδες και έχω πολλά να κάνω. Πώς πακετάρεις ξανά όλη σου την ζωή όμως; Πώς αφήνεις τα πάντα πίσω σου για δεύτερη φορά; Πώς αποχωρίζεσαι αυτά που μόλις είχες αποκτήσει; Πώς πας σε μια χώρα όπου δεν έχεις πάει ποτέ, όπου δεν έχεις κανέναν, όπου μιλάνε μια γλώσσα που δεν μιλάς, όπου έχουν διαφορετικό νόμισμα; Δεν έχω κανένα σημείο αναφοράς στην Πράγα. Όλα θα είναι καινούρια. Και όσο συναρπαστικό και αν ακούγεται αυτό, άλλο τόσο τρομακτικό είναι.
Θα συνηθίσω και θα αντεπεξέλθω. Δεν έχω καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Όσοι είμαστε στο εξωτερικό από ανάγκη έχουμε γίνει εξαιρετικοί σχοινοβάτες. Δεν δικαιούμαστε να πέσουμε, γιατί πολύ απλά από κάτω δεν έχουμε δίχτυ ασφαλείας. Δεν έχουμε την επιλογή να μείνουμε στο πατρικό για να γλιτώσουμε λεφτά. Δεν έχουμε τη μάνα μας να μας ετοιμάζει φαγητό ή να μας στέλνει κρέατα από την επαρχία ούτε τον πατέρα μας να τρέχει στις τράπεζες και στις Εφορίες επειδή δεν προλαβαίνουμε εμείς. Κι επειδή και στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί που δεν έχουν τέτοια βοήθεια, να πω ότι αυτοί είναι οι πιο άξιοι από όλους μας. Όσοι όμως έχουν βοήθεια από την οικογένεια, ας μιλήσουν τελευταίοι.
Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα λοιπόν;
Δεν είμαι σίγουρος. Νομίζω ότι γράφω αυτό το κείμενο γιατί, μετά το προηγούμενο, μου έστελναν γνωστοί και άγνωστοι για να τους συμβουλεύσω αν πρέπει να φύγουν στο εξωτερικό ή όχι. Ήταν κάτι που φανέρωνε απόγνωση και το σεβόμουν, αλλά δεν απάντησα ποτέ με ναι ή όχι. Ίσως γιατί ούτε κι εγώ είχα ξεκάθαρη απάντηση μέσα μου. Τώρα όμως έχω και είναι αυτή:
Αν θέλεις μια καλή δουλειά, μπορείς να την έχεις. Αλλά θα πρέπει πρώτα να φας πολλά σκατά για να την αποκτήσεις. Και όταν θα την αποκτήσεις, μπορεί να μην είναι εκεί που θέλεις. Είσαι διαθέσιμος λοιπόν να αλλάξεις την ζωή σου, όχι μία, αλλά όσες φορές χρειαστεί; Είσαι έτοιμος ή έτοιμη να κάνεις θυσίες και υποχωρήσεις; Μπορεί να συμβιβαστείς με το άγνωστο; Αν ναι, καλώς. Βούτα στο κενό και προσευχήσου να ανοίξει το αλεξίπτωτο. Αν όχι, πάλι καλώς. Μείνε σε αυτά που ξέρεις, αρκεί να μην γκρινιάζεις μετά. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν.
Έχοντας γράψει το κείμενο για τα τρία χρόνια στο εξωτερικό και τελειώνοντας αυτό για τα έξι, το μόνο που αναρωτιέμαι είναι πού θα είμαι στα εννιά χρόνια. Στην Πράγα; Πίσω στο Λονδίνο; Πίσω στην Ελλάδα; Κάπου αλλού; Κανείς δεν το ξέρει. Είχαμε την ατυχία να γεννηθούμε σε μια όμορφη χώρα με κουτοπόνηρους κατοίκους και πονηρούς πολιτικούς. Φάγαμε λαίμαργα τους καρπούς από τα δέντρα χωρίς να φυτέψουμε άλλα. Τώρα πρέπει να φύγουμε μακριά για να βρούμε τροφή.
Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος άλλαξε και μάλλον δεν το έχουμε καταλάβει. Φοβάμαι ότι η επιλεκτική μας προσοχή θα μας στοιχίσει. Πιστεύουμε ότι κάποτε θα επιστρέψουν οι χρυσές εποχές, οι οποίες όμως έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Κάντε μια χάρη λοιπόν στα παιδιά σας, στα αδέρφιά σας και σε όποιον άλλο μπορείτε να επηρεάσετε: μάθετέ τους να αγαπάνε τους ξένους. Όποιος αφήνει την πατρίδα και την οικογένειά του, μετανάστης ή πρόσφυγας, έχει τους δικούς του λόγους και κουβαλάει την δική του ιστορία. Αύριο μπορεί να είναι το παιδί σας. Ή εσείς.
Πηγή
Ανοίγει παρένθεση. Στην Ελλάδα έχει επικρατήσει μια αντίληψη ότι επειδή τελειώσαμε πανεπιστήμιο, κάποιος μας χρωστάει μια καλή δουλειά. Δυστυχώς, αυτή η νοοτροπία συνεχίζει ακόμα και σήμερα, μετά από εφτά χρόνια κρίσης, με αποτέλεσμα να ακούς γονείς ανέργων να λένε “δεν σπούδασα τόσα χρόνια το παιδί μου για να γίνει σερβιτόρος”. Και συνήθως είναι οι ίδιοι που μας λένε “εσύ έφυγες, τι ανάγκη έχεις; Αλίμονο στα δικά μας παιδιά”. Όντως, τι ανάγκη έχουμε εμείς που αφήσαμε τις οικογένειές μας για να μην γίνουμε κηφήνες; Κλείνει η παρένθεση.
Ήμουν ανέκαθεν αυτό που λένε πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης. Ο ορισμός ο ίδιος βασικά. Αν δεν υπήρχε η ταινία με τον Βέγγο, θα νόμιζα ότι η φράση είχε βγει για μένα. Στα 27 μου, όταν έφυγα, είχα σπουδάσει Ψυχολογία, είχα μεταπηδήσει στα ΜΜΕ, είχα δουλέψει σερβιτόρος, σε τηλεφωνικά κέντρα, σε τηλεοπτικές εκπομπές, σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, είχα εκδόσει και δύο βιβλία, αλλά όταν ήρθα στο εξωτερικό ξαναγύρισα στην Ψυχολογία. Πάνω που δούλευα σε αυτό τον τομέα επί δύο χρόνια και οι γονείς μου πίστευαν ότι το παιδί τους είχε ξαναβρεί τον σωστό δρόμο, τον εγκατέλειψα για να ασχοληθώ με την εκπαίδευση προσωπικού και το e-learning.
Μην ανησυχείτε αν δεν ξέρετε τι ακριβώς είναι. Ούτε οι γονείς μου έχουν καταλάβει ακριβώς. Είναι κάτι που δεν πολυέχουμε στην Ελλάδα, κυρίως γιατί δεν πολυέχουμε σοβαρές μεγάλες επιχειρήσεις. Έχουμε όμως σοβαρούς νέους επιχειρηματίες, οπότε ελπίζω ότι κάποτε θα ευδοκιμήσει και στη χώρα μας αυτό το φρούτο.
Με τέτοιο μυαλό λοιπόν, φοβόμουν ότι δε θα στεριώσω ποτέ σε τίποτα. Έβλεπα τους συνομήλικούς μου να προοδεύουν και να παίρνουν αυξήσεις και προαγωγές, και φοβόμουν ότι εγώ θα βαρεθώ πάλι και θα ξεκινήσω κάτι άλλο. Σχεδόν το έκανα, όταν πήρα την απόφαση να γίνω αυτόφωτος digital marketer. Ευτυχώς, βαρέθηκα νωρίς και το άφησα.
Ο πρώτος χρόνος στην τελευταία μου δουλειά, σε αυτή που είχα μόλις ξεκινήσει όταν έγραψα το προηγούμενο κείμενο, πέρασε εύκολα. Το αντικείμενο συνέχιζε να με ενδιαφέρει. Επίσης, σχολούσα στις 5 ακριβώς. Μεγάλη πολυτέλεια ο ελεύθερος χρόνος. Το πρόβλημα ήταν ότι έπαιρνα τα λιγότερα λεφτά απ’ όσους ήξερα, και το Λονδίνο ήταν (και είναι) μια πόλη ακριβή. Τα έξοδα έτρεχαν, αλλά ο μισθός είχε κάτσει σταυροπόδι και δεν το κουνούσε ρούπι. Και όσες ελεύθερες ώρες και να είχα, δεν έφταναν για να αγοράσω εισιτήρια ούτε για να πάω σουπερμάρκετ.
Έπρεπε να αλλάξω δουλειά. Έλα όμως που στην εκπαίδευση προσωπικού είχα εμπειρία μόνο ένα χρόνο και ήμουν ήδη 30. Σε μια συνέντευξη, με ρώτησε ο υποψήφιος μάνατζερ: “Κοιτώντας το βιογραφικό σου, βλέπω ότι αλλάζεις συχνά επαγγέλματα. Πώς ξέρω ότι θα μείνεις εδώ αν σε πάρουμε;”
Περιττό να πω ότι δεν με πήραν.
Είχα κι άλλες συνεντεύξεις, αλλά όσο και αν έφτανα στην πηγή, νερό δεν έπινα. Πάντα με έτρωγε κάποιος άλλος με περισσότερη προϋπηρεσία. Δεν ήταν και δύσκολο, εδώ που τα λέμε.
Κατάλαβα ότι έπρεπε να βάλω το κεφάλι κάτω και να λιώσω στη δουλειά. Έπρεπε να αποκτήσω εμπορεύσιμες δεξιότητες ώστε να γίνω ανταγωνιστικός σε μια πολύ απαιτητική αγορά εργασίας. Άρχισα να δουλεύω μεθοδικά, να μαθαίνω καινούρια πράγματα και να τα εφαρμόζω. Παράλληλα, συνέχιζα την αναζήτηση.
Μέσα σε δύο χρόνια έκανα σχεδόν διακόσιες αιτήσεις και στις περισσότερες δεν μου απάντησαν ποτέ. Πάει, έλεγα μερικές φορές, σε αυτή τη δουλειά θα μείνω μια ζωή, να με εκμεταλλεύονται και να με ρωτάνε συνέχεια πράγματα που τους έχω εξηγήσει δεκαπέντε φορές. Άνθρωποι που παίρνουν τα διπλά λεφτά από μένα και δεν ξέρουν πώς να διαβάσουν ένα ζιπαρισμένο αρχείο.
Αυτές οι φορές, όταν η αυτοπεποίθηση μου έπιανε πάτο δηλαδή, ήταν οι φορές που κοιτούσα για δουλειές και εκτός Λονδίνου. Σε όλη την Ευρώπη. Μια φορά ήμουν τόσο απογοητευμένος που κοίταξα και στην Ελλάδα. Βρήκα μια θέση στο LinkedIn, έστειλα μήνυμα για μια διευκρίνιση, αλλά δε μου απάντησαν ποτέ.
Τον προηγούμενο Νοέμβρη, πάνω που είχα εγκαταλείψει την αναζήτηση εργασίας λόγω απογοήτευσης, με πήραν τηλέφωνο από μία μεγάλη εταιρεία. Μία πολυεθνική που όλοι γνωρίζετε. Έκανα την πρώτη συνέντευξη, πήγε καλά. Έκανα άλλες τέσσερις συνεντεύξεις, πήγαν καλά. Μου ζήτησαν να ταξιδέψω στα κεντρικά τους για μία παρουσίαση, πήγε κι αύτη καλά.
Μου πρόσφεραν μια δουλειά ανώτερη από τη θέση για την οποία είχα κάνει αίτηση. Η πρότασή τους ήταν πολύ δελεαστική, αλλά είχε ένα μειονέκτημα: η δουλειά ήταν στην Πράγα. Θα έπρεπε να αφήσω το Λονδίνο και να πάω σε μία πόλη άγνωστη (ναι, σκέφτεστε ότι είναι ωραία, το ξέρω, αλλά εγώ δεν έχω πάει).
Ζυγίζοντας την πρότασή τους, ένιωσα πως ήμουν μπροστά στην πραγματική ενηλικίωση. Παλιά νόμιζα ότι είχε έρθει όταν έκλεισα τα δεκαοχτώ. Μετά όταν ξεκίνησα να δουλεύω. Μετά όταν έφυγα στο εξωτερικό. Λάθος. Η πραγματική ενηλικίωση έρχεται όταν αποδέχεσαι την πικρή αλήθεια: η καριέρα και τα λεφτά σε κάνουν να πάρεις αποφάσεις που δε θα είχες πάρει διαφορετικά. Ωραίοι οι ιδεαλισμοί, αλλά στο τέλος του μήνα δεν πληρώνουν λογαριασμούς. Δυστυχώς.
Δέχτηκα. Δεν είχα την πολυτέλεια να πω όχι. Μετά από 6 χρόνια στο εξωτερικό, μου είχε δοθεί η ευκαιρία να ανέβω αρκετά σκαλιά. Δεν δικαιούμουν να σκοντάψω.
Φεύγω σε τρεις εβδομάδες και έχω πολλά να κάνω. Πώς πακετάρεις ξανά όλη σου την ζωή όμως; Πώς αφήνεις τα πάντα πίσω σου για δεύτερη φορά; Πώς αποχωρίζεσαι αυτά που μόλις είχες αποκτήσει; Πώς πας σε μια χώρα όπου δεν έχεις πάει ποτέ, όπου δεν έχεις κανέναν, όπου μιλάνε μια γλώσσα που δεν μιλάς, όπου έχουν διαφορετικό νόμισμα; Δεν έχω κανένα σημείο αναφοράς στην Πράγα. Όλα θα είναι καινούρια. Και όσο συναρπαστικό και αν ακούγεται αυτό, άλλο τόσο τρομακτικό είναι.
Θα συνηθίσω και θα αντεπεξέλθω. Δεν έχω καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Όσοι είμαστε στο εξωτερικό από ανάγκη έχουμε γίνει εξαιρετικοί σχοινοβάτες. Δεν δικαιούμαστε να πέσουμε, γιατί πολύ απλά από κάτω δεν έχουμε δίχτυ ασφαλείας. Δεν έχουμε την επιλογή να μείνουμε στο πατρικό για να γλιτώσουμε λεφτά. Δεν έχουμε τη μάνα μας να μας ετοιμάζει φαγητό ή να μας στέλνει κρέατα από την επαρχία ούτε τον πατέρα μας να τρέχει στις τράπεζες και στις Εφορίες επειδή δεν προλαβαίνουμε εμείς. Κι επειδή και στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί που δεν έχουν τέτοια βοήθεια, να πω ότι αυτοί είναι οι πιο άξιοι από όλους μας. Όσοι όμως έχουν βοήθεια από την οικογένεια, ας μιλήσουν τελευταίοι.
Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα λοιπόν;
Δεν είμαι σίγουρος. Νομίζω ότι γράφω αυτό το κείμενο γιατί, μετά το προηγούμενο, μου έστελναν γνωστοί και άγνωστοι για να τους συμβουλεύσω αν πρέπει να φύγουν στο εξωτερικό ή όχι. Ήταν κάτι που φανέρωνε απόγνωση και το σεβόμουν, αλλά δεν απάντησα ποτέ με ναι ή όχι. Ίσως γιατί ούτε κι εγώ είχα ξεκάθαρη απάντηση μέσα μου. Τώρα όμως έχω και είναι αυτή:
Αν θέλεις μια καλή δουλειά, μπορείς να την έχεις. Αλλά θα πρέπει πρώτα να φας πολλά σκατά για να την αποκτήσεις. Και όταν θα την αποκτήσεις, μπορεί να μην είναι εκεί που θέλεις. Είσαι διαθέσιμος λοιπόν να αλλάξεις την ζωή σου, όχι μία, αλλά όσες φορές χρειαστεί; Είσαι έτοιμος ή έτοιμη να κάνεις θυσίες και υποχωρήσεις; Μπορεί να συμβιβαστείς με το άγνωστο; Αν ναι, καλώς. Βούτα στο κενό και προσευχήσου να ανοίξει το αλεξίπτωτο. Αν όχι, πάλι καλώς. Μείνε σε αυτά που ξέρεις, αρκεί να μην γκρινιάζεις μετά. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν.
Έχοντας γράψει το κείμενο για τα τρία χρόνια στο εξωτερικό και τελειώνοντας αυτό για τα έξι, το μόνο που αναρωτιέμαι είναι πού θα είμαι στα εννιά χρόνια. Στην Πράγα; Πίσω στο Λονδίνο; Πίσω στην Ελλάδα; Κάπου αλλού; Κανείς δεν το ξέρει. Είχαμε την ατυχία να γεννηθούμε σε μια όμορφη χώρα με κουτοπόνηρους κατοίκους και πονηρούς πολιτικούς. Φάγαμε λαίμαργα τους καρπούς από τα δέντρα χωρίς να φυτέψουμε άλλα. Τώρα πρέπει να φύγουμε μακριά για να βρούμε τροφή.
Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος άλλαξε και μάλλον δεν το έχουμε καταλάβει. Φοβάμαι ότι η επιλεκτική μας προσοχή θα μας στοιχίσει. Πιστεύουμε ότι κάποτε θα επιστρέψουν οι χρυσές εποχές, οι οποίες όμως έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Κάντε μια χάρη λοιπόν στα παιδιά σας, στα αδέρφιά σας και σε όποιον άλλο μπορείτε να επηρεάσετε: μάθετέ τους να αγαπάνε τους ξένους. Όποιος αφήνει την πατρίδα και την οικογένειά του, μετανάστης ή πρόσφυγας, έχει τους δικούς του λόγους και κουβαλάει την δική του ιστορία. Αύριο μπορεί να είναι το παιδί σας. Ή εσείς.
Πηγή