Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

ΑΝΤΊΟ ΦΊΛΕ

Μια γυναίκα ήταν η αιτία που γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 1958 , παιδιά τότε και ήταν γραφτό να χωρίσουμε για μια γυναίκα , το Σεπτέμβριο του 1968 .

Πολλές οι τύψεις και οι ενοχές , φίλε .

Ναι το παραδέχομαι , κατά 50% φταίω εγώ , 40% αυτή η γυναίκα και 10% εσύ .

Συντριπτική υπεροχή ενοχής ….

Τότε δεν δέχθηκες καμιά εξήγηση και σαν αυστηρός δικαστής έβγαλες την απόφαση σου - ΈΝΟΧΟΣ -

Σεβάστηκα την απόφαση σου και έφυγα , όχι μόνο από εσένα καλέ μου φίλε , αλλά και από όλη την παρέα μας και το έκανα διότι κατάλαβα ότι την αγαπούσες πολύ , πάρα πολύ , τόσο που να μην είσαι σε θέση να σκεφθείς τίποτε άλλο εκτός από αυτή. Άραγε , όμως , δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό , μήπως , λέω μήπως , κάποιος άλλος ή για να είμαι ποιο ακριβείς κάποια άλλη έσπρωξε τον αδελφικό σου , παιδικό φίλο σε αυτό που έγινε για να δημιουργηθεί μια ψυχρότητα , ένα σχίσμα ανάθεσα σας και αυτός ο βλάκας έπεσε στην παγίδα ???????

Πολλές ήταν αυτές οι φορές που ήθελα να σε συναντήσω και κοιτάζοντας βαθιά μέσα στα μάτια να σου ζητήσω συγνώμη . Όλο όμως και το ανέβαλα , λες και τα σπίτια μας ήταν μακριά , σε άλλη πόλη , σε άλλη χώρα .Μόλις δύο τετράγωνα μας χώριζαν …… Και όμως , λες και η αδυσώπητη μοίρα μας , δεν το ήθελε να συμβεί αυτό . Πέρασαν 41 χρόνια και δεν έτυχε να συναντηθούμε ούτε μια φορά , μα ούτε μια φορά , έστω και από μακριά , ούτε μια φορά ……. Δεν είναι περίεργο ?
Ποτέ δεν έτυχε να ακούσω να μιλάει κανείς για σένα σαν να μην υπήρξες ποτέ .
Πολλές φορές πέρασα έξω από το σπίτι σου , μερικές από αυτές ένιωσα την ανάγκη να ανοίξω την πόρτα της αυλής να διασχίσω τον κήπο και να χτυπήσω το κουδούνι .
Δεν ξέρω γιατί , την τελευταία στιγμή δίσταζα , λιγοψυχούσα , κατέβαζα το κεφάλι και απομακρυνόμουν . Τα έβαζα με τον εαυτό μου , που πάντα την τελευταία στιγμή δείλιαζα , και έτσι περνούσαν οι ημέρες , οι μήνες , τα χρόνια , 41 συναπτά χρόνια .
Όχι – όχι , για την ακρίβεια 41 χρόνια και τρεις ( 3 ) μήνες ….
Μια φορά περνώντας με το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι , είδα στην βεράντα του δευτέρου ορόφου , την μητέρα σου που την είχα σαν δεύτερη μάνα, την αγαπούσα και ξέρω πως και εκείνη με είχε σαν παιδί της , δεν σταμάτησα διότι είχα μάθει ότι από κάμποσο καιρό , ζούσε στον δικό της κόσμο και τον μόνο άνθρωπο που αναγνώριζε ήταν η αγαπημένη της κόρη .
Για όλους μάθαινα νέα , για την μητέρα σου , για την αδελφή σου , για τους άλλους αδελφούς σου , για τον γαμπρό σου που ήταν και αυτός ένας από την παρέα μας . Για τον μόνο που δεν είχα μάθει τίποτα , ήταν για εσένα .
Παράξενο , πολύ παράξενο , λες και όλοι είχαν συνωμοτήσει εναντίων αυτής της συνάντησης . Κανείς δεν ήξερε κάτι για σένα . Το μόνο που ήξερα ήταν ότι εν τέλει παντρεύτηκες αυτό το κορίτσι , την είχα δει πριν από χρόνια έξω από το σπίτι , περνώντας με το αυτοκίνητο και πρέπει να με είδε και εκείνη διότι με κοίταζε επίμονα , ίσως να περίμενε να της μιλήσω , δεν το έκανα διότι αυτό που ήθελα ήταν να μιλήσω ΠΡΏΤΑ σε σένα , πράγμα που δεν έγινε ποτέ .
Δεν έγινε ποτέ διότι πρόλαβε άλλος .

Από μέρες ήθελα να πάω να κουρευτώ αλλά όλο και κάτι τύχαινε και … το κούρεμα δεν είχε γίνει . Σήμερα το αποφάσισα , κατά τις δέκα ήμουν στο κουρείο το οποίο είχε πολύ δουλειά λόγο των ημερών . Κάθισα και περιμένοντας την σειρά μου ξεφύλλιζα ένα περιοδικό . Χωρίς να το θέλω άκουγα τη συζήτηση δύο άλλων παλαιών της περιοχής μας που μιλούσαν , για τι άλλο ? για τα παλιά ….. Κρυφογέλαγα διότι πολλά από αυτά αφορούσαν και την δική μου παλιά ζωή , ευτυχώς δεν με είχαν αναγνωρίσει ….
Ξαφνικά έσκασε η βόμβα , ο κόσμος έφυγε κάτω από τα πόδια μου .

Πρόλαβε άλλος , σε βρήκε αλλά δεν σου μίλησε , απλά σε πείρε .
Δεν τον είχες ξανά δει ποτέ , είχες ακούσει βέβαια για αυτόν αλλά δεν τον ήξερες και όμως πήγες με αυτόν , δεν ήθελες να πας , είμαι σίγουρος , σε διέταξε όμως και εσύ μη μπορώντας να κάνεις αλλιώς τον ακολούθησες

Άραγε στα μονοπάτια που σε οδήγησε περνώντας από όλα τα μέρη που μέχρι τότε είχες περάσει , για να δεις τα πεπραγμένα της ζωής σου , όταν έφθασες εκεί , στο σημείο – G – όπως λένε , δεν ένιωσες τίποτα ? Δεν κατάλαβες τίποτα ? Δεν είδες πίσω από την ενοχή , το βλέμμα της συγνώμης ? Δεν ξέρω – δεν ξέρω και μάλλον δεν θα μάθω ποτέ

Σε πρόσταξε και εσύ υπάκουσες . Μπήκες στη βάρκα και ο βαρκάρης με σπουδή έλαμνε τα κουπιά . Γνωστή για αυτόν διαδρομή , η ρότα προς τα βαθύσκιωτα μέρη της Αχερουσίας . Ακίνητος – μαρμαρωμένος στεκόσουνα στην πλώρη και << κοίταζες >> μπροστά και Αυτός που σε έφερε εκεί από την όχθη κοιτούσε τη βάρκα να απομακρύνεται , λες και μπορούσε να γίνει αλλιώς , λες και μπορούσες να το σκάσεις , να γυρίσεις πίσω …..

Σε λίγο η βάρκα έγινε μια κουκίδα στον ορίζοντα που μετά και αυτή χάθηκε

Αντίο Φίλε
ΑΝΤΊΟ ΦΊΛΕ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: